Συλλογικό, 7 ψυχές 7 ζωές, Εκδόσεις Χρήστου Δαρδανού, 2009
Επτά νέοι συγγραφείς, με την καθοδήγηση του Δημήτρη Βαρβαρήγου, γράφουν ισάριθμα διηγήματα με μια πλατειά θεματική.
«Επτά ψυχές επτά ζωές» είναι ο τίτλος της συλλογής επτά διηγημάτων επτά νέων συγγραφέων, που κάτω από την καθοδήγηση του Δημήτρη Βαρβαρήγου δοκίμασαν το ταλέντο τους, οι περισσότεροι για πρώτη φορά, στο λογοτεχνικό στίβο. Δεν ξέρω αν οφείλεται περισσότερο στο συγγραφικό τους ταλέντο ή στην καθοδηγητική ικανότητα του Βαρβαρήγου, πάντως το αποτέλεσμα υπήρξε άκρως ικανοποιητικό.
Πριν αναφερθούμε σε κάθε διήγημα χωριστά θα θέλαμε να μιλήσουμε για τα κοινά χαρακτηριστικά τους.
Η διάχυση στο χρόνο και τον τόπο αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό των περισσότερων από τα διηγήματα αυτά. Η αίσθηση της ιστορικότητας αλλά και η παγκοσμιοποίηση που διαχέει τον παλιό κοσμοπολιτισμό σε ευρύτερα στρώματα φαίνεται να χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους νέους αυτούς συγγραφείς. Αρχαϊκή εποχή, ελληνιστικοί χρόνοι, σταυροφορίες, αρχές του 20ου αιώνα, δεκαετία του ’50, είναι ο ιστορικός χρόνος στον οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες σε πέντε από τα διηγήματα της συλλογής. Στο άχρονο και άτοπο, που υποδηλώνει όμως σκηνοθετικά ένα αθηναϊκό παρόν διαδραματίζεται μόνο το τελευταίο διήγημα, ενώ το προτελευταίο διαδραματίζεται στην Τρούμπα του ’50. Το πέμπτο διαδραματίζεται στο Λονδίνο του τώρα, και το τέταρτο στην Καβαφική Αλεξάνδρεια. Τα τρία πρώτα στους τόπους που υποβάλλει η χρονολογική τους τοποθέτηση.
Αξίζει να σημειώσουμε μια δομική αρχή, που δεν ξέρω αν έγινε ηθελημένα ή τυχαία, που χαρακτηρίζει τη σειρά με την οποία εμφανίζονται τα διηγήματα αυτά στη συλλογή. Σε σχέση με το χρόνο, υπάρχει η πορεία από το απώτερο παρελθόν στο παρόν, και όσον αφορά τον χώρο, βλέπουμε μια κεντρομόλα τάση, από την περιφέρεια στο αθηναϊκό κέντρο.
Ο θάνατος αποτελεί καταλύτη αισθημάτων σε όλα τα διηγήματα, σε όλες του τις μορφές: φυσικός θάνατος, φόνος, αυτοκτονία. Άλλες φορές πυροδοτεί τη δράση, άλλες πάλι αποτελεί την κορύφωσή της.
Όμως ας καταπιαστούμε με καθένα από τα διηγήματα της συλλογής ξεχωριστά, με τη σειρά που εμφανίζονται στη συλλογή.
Και πρώτα πρώτα με το διήγημα της Χριστίνας Καμπά που φέρει τον τίτλο «Η ενοχή των πέπλων».
Το διήγημα της Καμπά διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός piece bien fait (καλοκαμωμένο έργο), για να δανειστούμε τον όρο από το θέατρο. Συναρπαστική αφήγηση, διαρκές σασπένς, ανατροπές, με μια γλώσσα που ο λυρισμός της δεν πνίγει την ροή της αφήγησης αλλά την κάνει ακόμη πιο μαγευτική. Η Δωρίχα οδηγείται στην πορνεία από τη μητέρα της τη Λαΐδα και την παραμάνα της. Ένας ηλικιωμένος γιατρός την ερωτεύεται και είναι έτοιμος να τη σώσει. Και εκεί που αναμένουμε ένα happy end, σαν αυτό στο «Αναμνήσεις μιας γκέισας» του Arthur Golden, βλέπουμε την Δωρίχα να απαγάγεται από τον αδελφό της Σαπφούς που την ερωτεύεται, προλαβαίνοντας τον γιατρό. Η Σαπφώ τον αποθαρρύνει για αυτή του τη σχέση. Τελικά το αμαρτωλό παρελθόν βαραίνει, ο αγαπημένος δεν της φέρεται πια σαν να είναι η αγαπημένη του αλλά σαν μια πόρνη. Από τον εξευτελισμό αυτό τη σώζει ο θάνατος. Η ζηλιάρα Αθίς, που φοβάται μήπως πέσει στην αγκαλιά της Σαπφούς, τη σκοτώνει.
Το δεύτερο διήγημα με τίτλο «Ίμερος» αναφέρεται στον απελπισμένο έρωτα της Δρυπέτιδας για τον Αλέξανδρο το Μέγα. Όμως αυτός διάλεξε για σύζυγό του την όμορφη Ρωξάνη, και αυτή την έδωσε για γυναίκα στον αγαπημένο του φίλο, τον Ηφαιστίωνα. Ο θάνατος του Αλέξανδρου θα τη ρίξει στην πιο μαύρη απελπισία. Η Μαίρη Πίσια περιγράφει πολύ παραστατικά τον σπαραγμό στον οποίο οδηγεί ένας ματαιωμένος έρωτας. Η τελευταία σελίδα αφηγείται με λυρικά υπαινικτικό τρόπο την πορεία της ηρωίδας προς την αυτοκτονία.
Ο «Ιππότης» της Αθηνάς Ζαχαροπούλου χαραμίστηκε ως διήγημα. Αποτελείται από έξοχους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους που διακόπτονται από σύντομα πεζά. Πρόκειται για τη δραματική ιστορία ενός νεαρού άγγλου που αναγκάστηκε να πάρει μέρος στις σταυροφορίες για να χάσει στο τέλος άδοξα τη ζωή του. Συμβουλή: να ξαναγράψει η συγγραφέας το διήγημα σε στίχους.
Αλλά να δώσουμε ένα δείγμα:
Ειπώθηκαν όλα γρήγορα, με ξένες αποφάσεις
Μέσα μου όπως τις ζύγιζα, είχα ανησυχία
Όμως τριγύρω το έβλεπες πως όλοι αδημονούσαν
Κουβέντιαζαν πως για καλό θα βρούμε τον άγιο τόπο
Μας κοίταζαν με σεβασμό εμάς τους ενταγμένους.
Πόσο μακριά θα πήγαινα δεν είχα καταλάβει.
Και πότε θα είχαμε επιστροφή δεν ήξερε κανένας.
Οι στίχοι αυτοί στο κείμενο είναι συνεχόμενοι μια και πρόκειται για πεζογράφημα. Δεν κρύβονται όμως, ήδη η Ελένη Στασινού τους εντόπισε από το απόσπασμα που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στην Πετρούπολη.
Στις «Άνυδρες βιγκόνιες» της Σμαρώς Κουμεντάκη βλέπουμε τη σεξουαλική σχέση ενός ηλικιωμένου κυρίου με τον φτωχό νεαρό που εκδίδεται για να ζήσει. Και εδώ έχουμε μια αφηγηματική ανατροπή. Ενώ στις πραγματικές ιστορίες της ζωής ο σεβαστός κύριος είναι που πληρώνει με τη ζωή του αυτή τη σχέση – να αναφέρουμε μόνο την περίπτωση του Παζολίνι – εδώ βλέπουμε τον σεβαστό κύριο να σκοτώνει αγανακτισμένος τον νεαρό. Η Κουμεντάκη περιγράφει με διεισδυτικότητα τα αμφιθυμικά αισθήματα που εκτρέφουν τέτοιου είδους σχέσεις.
Ο νεότερος της παρέας, ο Κωνσταντίνος Καφρίτσας, μαθητής, στο διήγημά του «Έρωτάς μου μια Ιθάκη» εκφράζει τον θαυμασμό του για τον Καβάφη. Ο νεαρός αθηναίος πηγαίνει στην Αλεξάνδρεια για να γνωρίσει το ίνδαλμά του. Θα συναντηθούν τελικά, αλλά ένα τροχαίο ατύχημα θα βάλει τέλος στη ζωή του. Στην παραστατική αφήγηση του Καρφίτσα παρεμβάλλονται θαυμάσιοι καβαφικοί στίχοι.
Στα «Φώτα νοτισμένα» της Λίτσας Θεοδωροπούλου έχουμε μια ακόμη αφηγηματική ανατροπή. Ανατρέπεται το στερεότυπο του «κακού» νταβατζή. Ο «προστάτης» εδώ εκμεταλλεύεται τις γυναίκες του όχι για προσωπικό όφελος – δεν του μένουν λεφτά ούτε καν για τσιγάρα – αλλά για να αγοράζει φάρμακα για την αγαπημένη του την Ανθή, που έχει μείνει ανάπηρη σε καροτσάκι από το ίδιο τροχαίο ατύχημα στο οποίο σκοτώθηκαν όλοι οι δικοί της και έμεινε μόνη στον κόσμο. Ένα από τα κορίτσια που εκμεταλλεύεται ο Γιώργος θαυμάζει τη μεγαλοψυχία του. Στο τέλος θα γίνουν ζευγάρι, παρατώντας το επάγγελμα που κάνουν, σε αυτό το συγκινητικό διήγημα.
Το τελευταίο διήγημα της συλλογής που έχει τον τίτλο «Χωρίς όνομα» έχει σαν θέμα το γονιό που παράτησε τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Η μεταμέλεια όμως έρχεται αργά. Αυτοκτονεί αφήνοντας περιουσιακά στοιχεία στο γιο του αφού μάταια ικέτευσε τη συγνώμη του. «Είναι αργά, πολύ αργά για να κοιτάξω πίσω» μονολογεί ο γιος, σχίζοντας το συμβόλαιο που του έφερε η φίλη του. Η Βάσια Τσώτσου που υπογράφει το διήγημα δεν απεικονίζει κυρίως το μίσος, αλλά την τραγικότητα του να μισείς τον ίδιο τον πατέρα σου. Είναι ένα σκληρό διήγημα, που ηχεί και σαν προειδοποίηση.
Κλείνοντας την παρουσίαση αυτή δεν έχω παρά να ευχηθώ καλή συνέχεια. Είμαι πεπεισμένος από τα δείγματα της δουλειάς των νέων αυτών ανθρώπων ότι θα ξανακούσουμε γι αυτούς.