Σπάνια πηγαίνω πια σινεμά, τι διάβολο έχουμε τα dvd-recorder και το dsl, όμως χθες έκαμα μια εξαίρεση, για τη «Σκόνη του χρόνου» του Αγγελόπουλου. Πήγαμε μαζί με τον Μανώλη τον Πρατικάκη.
Για τον Αγγελόπουλο έγραψα ένα κείμενο πριν 25 χρόνια, και δημοσιεύτηκε στην «Πολιτιστική» του μακαρίτη του Αντώνη του Στεμνή. Εκεί θυμάμαι που έγραφα ότι οι προβληματισμοί μου, και γενικά της γενιάς μου υποθέτω, πήγαιναν παράλληλα με τους δικούς του. Με άλλα λόγια πιάνει το σφυγμό της εποχής. Το ίδιο πράγμα διαπίστωσα για άλλη μια φορά.
Και θα ξεκινήσω θεωρητικολογώντας. Ο Μανώλης με το που ακούει το όνομα της ηρωίδας, Ελένη, σχολιάζει για τον τυχόν συμβολισμό της. Εγώ υποθέτω ότι πρόκειται για υπερερμηνεία. Αλλά όταν προτείνω και τι δική μου ερμηνεία αναρωτιέμαι κατά πόσο είναι έγκυρη. Πόσοι θα δουν στην ταινία αυτό που είδα εγώ; Και πόσα θα δουν κάποιοι άλλοι που εγώ δεν κατάφερα να δω; Αλλά γι αυτό γίνονται οι συζητήσεις, γι αυτό γράφονται και αυτές οι γραμμές.
Οι μεγάλες αφηγήσεις είναι πια παρελθόν, και η ουτοπία του τρίτου φτερού (αυτό είναι μέσα από την ταινία) μοιάζει με παρωδία. Ο Αγγελόπουλος – πάντα κατά τη γνώμη μας, να μην το επαναλαμβάνω – ενώ στις ταινίες του κάνει ιστορικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά σχόλια, εδώ νομίζω ότι κάνει ένα μεταφυσικό σχόλιο.
Θα εξηγήσω τι εννοώ.
Το δεύτερο μέρος της ταινίας, μου λέει ο Μανώλης που έχει ακούσει διάφορες γνώμες, είναι λέει καλύτερο από το πρώτο.
Τι έχει το πρώτο μέρος;
Η Ελένη (Ιρέν Ζακόμπ), αριστερή, το σκάει από τις ελληνικές φυλακές και καταφέρνει να περάσει στη Σοβιετική Ένωση. Καταλήγει όπου και οι περισσότεροι έλληνες, στην Τασκένδη. Ο ελληνοαμερικανός φίλος της, ο Σπύρος, με ψεύτικο διαβατήριο, θα προσπαθήσει να την απαγάγει. Σε ένα εγκαταλειμμένο τραίνο κάνουν έρωτα, λαχταρώντας ο ένας τον άλλο μετά από τον μακροχρόνιο χωρισμό. Δυστυχώς θα τους αντιληφθούν κάποιοι περαστικοί και θα τους μαρτυρήσουν κατευθείαν. Θα τους συλλάβουν, και αυτή θα εκτοπιστεί σε μια πόλη που είναι συνεχώς καλυμμένη από χιόνια και αυτός επίσης θα εκτοπισθεί. Θα του γράφει γράμματα που αυτός δεν θα λάβει ποτέ.
Κάπου διάβασα ότι η εγγύτητα τρέφει το σεξουαλικό πάθος ενώ η απόσταση τον έρωτα. Θα παραμείνουν για πάντα ερωτευμένοι. Όμως η Ελένη θα φτιάξει σχέση με ένα γερμανοεβραίο που θα της συμπαρασταθεί, τον Γιάκομπ. Το 1976, όταν επί τέλους θα φύγουν από την Σοβιετική Ένωση για τη Δύση, αυτή του λέγει ότι δεν θα τον ακολουθήσει για το Ισραήλ που είναι ο προορισμός του. Σκέφτεται τον μεγάλο της έρωτα, τον οποίο θα συναντήσει μετά, στον Καναδά. Ο Γιάκομπ δεν θα πάει στο Ισραήλ αλλά θα την ακολουθήσει. Θα ζήσουν για κάποιο διάστημα σχεδόν σαν ένα ιψενικό τρίγωνο, που όμως δεν είναι. Τους κάνει μια τελευταία επίσκεψη και στη συνέχεια αυτοκτονεί πέφτοντας από ένα πλοιάριο.
Και περνάμε στο δεύτερο μέρος της ιστορίας.
Η Ελένη, από αυτή τη μοναδική μετά από τόσα χρόνια συνεύρεση στο τραίνο, θα μείνει έγκυος. Ο γιος της όταν γίνεται τριών χρονών στέλνεται να ζήσει με την αδελφή του Γιάκομπ, νομίζω στη Λειψία. Ήδη στην αρχή της ταινίας τον βλέπουμε μεγάλο, με τη γυναίκα του με την οποία έχουν χωρίσει, να ανησυχούν για την κόρη τους η οποία κάποια στιγμή το σκάει και ψάχνουν να τη βρουν. Τη βρίσκουν σε μια εγκαταλειμμένη οικοδομή όπου κατοικούν διάφοροι περιθωριακοί. Είναι μπροστά σε ένα παράθυρο και θέλει να πέσει να αυτοκτονήσει. Η γιαγιά της ανεβαίνει στον όροφο που βρίσκεται. Η μικρή πέφτει στην αγκαλιά της φωνάζοντας: «θέλω να πεθάνω».
Η Ελένη πεθαίνει, και η ταινία τελειώνει με τον Σπύρο (Μισέλ Πικολί) και την εγγονή του, Ελένη κι αυτή, να τρέχουν ανάμεσα στις νιφάδες του χιονιού γελώντας, σε μια σκηνή βιασμένης αισιοδοξίας.
Το πρώτο μέρος του έργου είναι μια ιστορική τραγωδία. Το δεύτερο μέρος είναι ένα αστικό δράμα. Στο πρώτο μέρος οι αδυσώπητες δυνάμεις της ιστορίας κρατούν τους ανθρώπους μακριά τον ένα από τον άλλο και είναι η αιτία της δυστυχίας τους. Στο δεύτερο μέρος, ενώ δεν υπάρχουν εξωτερικά κωλύματα, οι άνθρωποι είναι εξίσου δυστυχισμένοι. Ο γιος δεν θα καταφέρει να τα ξαναφτιάξει με τη γυναίκα του, ενώ η κόρη του, όπως είπαμε, νοιώθει τέτοια μοναξιά και απελπισία. Τελικά, είτε έτσι είτε αλλιώς, ο άνθρωπος δεν ξεφεύγει από τη δυστυχία. Γι αυτό είπα ότι θεώρησα την ταινία σαν ένα γενικότερο σχόλιο για την υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου.
Ο Μανώλης, πληροφορημένος, μου είπε ότι αυτή η ταινία θεωρείται η καλύτερη του Αγγελόπουλου. –Ωχ, είπα όταν το άκουσα, θα έχει γίνει κι αυτός χολιγουντιανός όπως ο αγαπημένος μου Τζανγκ Γιμόου, που μετά από τις τόσες καταπληκτικές του ταινίες (Να ζεις, Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια, Ο δρόμος στο σπίτι κ.λπ.) γύρισε τα Ιπτάμενα στιλέτα και τον Ήρωα.
Τελικά έκανα λάθος. Ήταν ο Αγγελόπουλος που ήξερα. Επικός, δίνει καταπληκτικές σκηνές πλήθους που εντυπωσιάζουν με το αργό travelling της κάμερας. Λυρικός, ώστε να κατηγορηθεί γι αυτό (υπερβολικά λυρικός έγραψαν οι κριτικές, μου λέει ο καλώς ενημερωμένος Πρατικάκης). Αλλά φτιάχνει και μια ταινία με άφθονο σασπένς, που το θεωρώ σαν την πιο μεγάλη αρετή σε μιαν αφήγηση. Οι συνεχείς αναδρομές και τα διαδοχικά ζιγκ ζαγκ στο χρόνο το ευνόησαν.
Αυτά για τον Αγγελόπουλο. Και μια και όταν είναι ζεστό το σίδερο κολλά, είπα να γράψω και για άλλες ταινίες του. Αυτή τη στιγμή κατεβάζω από το ίντερνετ αυτές που βρήκα στο www.mininova.org. Χρόνο να βρούμε μόνο να τις δούμε, χρόνο, χρόνο. Και θυμήθηκα που γράφει κάπου ο Καζαντζάκης για κάποιον γέρο που ζητιάνευε όχι χρήματα αλλά χρόνο. Εδώ και χρόνια έχω αντιστρέψει κι εγώ την παροιμία «Το χρήμα είναι χρόνος». Αν είχα κι άλλα εισοδήματα εκτός από το μισθό μου θα την είχα κοπανήσει από την εκπαίδευση και θα καθόμουνα να διαβάζω, να βλέπω ταινίες, να γράφω, να παίζω λύρα, να βλέπω πιο συχνά φίλους, και άλλα, και άλλα. Δυστυχώς όμως. Να δω αν θα βρω χρόνο να διαβάσω τα τριάντα βιβλία που αγόρασα στο Bazaar της Κλαυθμώνος. Και βέβαια τις ταινίες που επιμένω να γράφω χωρίς να έχω χρόνο να τις δω. Αλλά αυτές δεν μου στοιχίζουν, 20 λεπτά το δισκάκι.
Για τον Αγγελόπουλο έγραψα ένα κείμενο πριν 25 χρόνια, και δημοσιεύτηκε στην «Πολιτιστική» του μακαρίτη του Αντώνη του Στεμνή. Εκεί θυμάμαι που έγραφα ότι οι προβληματισμοί μου, και γενικά της γενιάς μου υποθέτω, πήγαιναν παράλληλα με τους δικούς του. Με άλλα λόγια πιάνει το σφυγμό της εποχής. Το ίδιο πράγμα διαπίστωσα για άλλη μια φορά.
Και θα ξεκινήσω θεωρητικολογώντας. Ο Μανώλης με το που ακούει το όνομα της ηρωίδας, Ελένη, σχολιάζει για τον τυχόν συμβολισμό της. Εγώ υποθέτω ότι πρόκειται για υπερερμηνεία. Αλλά όταν προτείνω και τι δική μου ερμηνεία αναρωτιέμαι κατά πόσο είναι έγκυρη. Πόσοι θα δουν στην ταινία αυτό που είδα εγώ; Και πόσα θα δουν κάποιοι άλλοι που εγώ δεν κατάφερα να δω; Αλλά γι αυτό γίνονται οι συζητήσεις, γι αυτό γράφονται και αυτές οι γραμμές.
Οι μεγάλες αφηγήσεις είναι πια παρελθόν, και η ουτοπία του τρίτου φτερού (αυτό είναι μέσα από την ταινία) μοιάζει με παρωδία. Ο Αγγελόπουλος – πάντα κατά τη γνώμη μας, να μην το επαναλαμβάνω – ενώ στις ταινίες του κάνει ιστορικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά σχόλια, εδώ νομίζω ότι κάνει ένα μεταφυσικό σχόλιο.
Θα εξηγήσω τι εννοώ.
Το δεύτερο μέρος της ταινίας, μου λέει ο Μανώλης που έχει ακούσει διάφορες γνώμες, είναι λέει καλύτερο από το πρώτο.
Τι έχει το πρώτο μέρος;
Η Ελένη (Ιρέν Ζακόμπ), αριστερή, το σκάει από τις ελληνικές φυλακές και καταφέρνει να περάσει στη Σοβιετική Ένωση. Καταλήγει όπου και οι περισσότεροι έλληνες, στην Τασκένδη. Ο ελληνοαμερικανός φίλος της, ο Σπύρος, με ψεύτικο διαβατήριο, θα προσπαθήσει να την απαγάγει. Σε ένα εγκαταλειμμένο τραίνο κάνουν έρωτα, λαχταρώντας ο ένας τον άλλο μετά από τον μακροχρόνιο χωρισμό. Δυστυχώς θα τους αντιληφθούν κάποιοι περαστικοί και θα τους μαρτυρήσουν κατευθείαν. Θα τους συλλάβουν, και αυτή θα εκτοπιστεί σε μια πόλη που είναι συνεχώς καλυμμένη από χιόνια και αυτός επίσης θα εκτοπισθεί. Θα του γράφει γράμματα που αυτός δεν θα λάβει ποτέ.
Κάπου διάβασα ότι η εγγύτητα τρέφει το σεξουαλικό πάθος ενώ η απόσταση τον έρωτα. Θα παραμείνουν για πάντα ερωτευμένοι. Όμως η Ελένη θα φτιάξει σχέση με ένα γερμανοεβραίο που θα της συμπαρασταθεί, τον Γιάκομπ. Το 1976, όταν επί τέλους θα φύγουν από την Σοβιετική Ένωση για τη Δύση, αυτή του λέγει ότι δεν θα τον ακολουθήσει για το Ισραήλ που είναι ο προορισμός του. Σκέφτεται τον μεγάλο της έρωτα, τον οποίο θα συναντήσει μετά, στον Καναδά. Ο Γιάκομπ δεν θα πάει στο Ισραήλ αλλά θα την ακολουθήσει. Θα ζήσουν για κάποιο διάστημα σχεδόν σαν ένα ιψενικό τρίγωνο, που όμως δεν είναι. Τους κάνει μια τελευταία επίσκεψη και στη συνέχεια αυτοκτονεί πέφτοντας από ένα πλοιάριο.
Και περνάμε στο δεύτερο μέρος της ιστορίας.
Η Ελένη, από αυτή τη μοναδική μετά από τόσα χρόνια συνεύρεση στο τραίνο, θα μείνει έγκυος. Ο γιος της όταν γίνεται τριών χρονών στέλνεται να ζήσει με την αδελφή του Γιάκομπ, νομίζω στη Λειψία. Ήδη στην αρχή της ταινίας τον βλέπουμε μεγάλο, με τη γυναίκα του με την οποία έχουν χωρίσει, να ανησυχούν για την κόρη τους η οποία κάποια στιγμή το σκάει και ψάχνουν να τη βρουν. Τη βρίσκουν σε μια εγκαταλειμμένη οικοδομή όπου κατοικούν διάφοροι περιθωριακοί. Είναι μπροστά σε ένα παράθυρο και θέλει να πέσει να αυτοκτονήσει. Η γιαγιά της ανεβαίνει στον όροφο που βρίσκεται. Η μικρή πέφτει στην αγκαλιά της φωνάζοντας: «θέλω να πεθάνω».
Η Ελένη πεθαίνει, και η ταινία τελειώνει με τον Σπύρο (Μισέλ Πικολί) και την εγγονή του, Ελένη κι αυτή, να τρέχουν ανάμεσα στις νιφάδες του χιονιού γελώντας, σε μια σκηνή βιασμένης αισιοδοξίας.
Το πρώτο μέρος του έργου είναι μια ιστορική τραγωδία. Το δεύτερο μέρος είναι ένα αστικό δράμα. Στο πρώτο μέρος οι αδυσώπητες δυνάμεις της ιστορίας κρατούν τους ανθρώπους μακριά τον ένα από τον άλλο και είναι η αιτία της δυστυχίας τους. Στο δεύτερο μέρος, ενώ δεν υπάρχουν εξωτερικά κωλύματα, οι άνθρωποι είναι εξίσου δυστυχισμένοι. Ο γιος δεν θα καταφέρει να τα ξαναφτιάξει με τη γυναίκα του, ενώ η κόρη του, όπως είπαμε, νοιώθει τέτοια μοναξιά και απελπισία. Τελικά, είτε έτσι είτε αλλιώς, ο άνθρωπος δεν ξεφεύγει από τη δυστυχία. Γι αυτό είπα ότι θεώρησα την ταινία σαν ένα γενικότερο σχόλιο για την υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου.
Ο Μανώλης, πληροφορημένος, μου είπε ότι αυτή η ταινία θεωρείται η καλύτερη του Αγγελόπουλου. –Ωχ, είπα όταν το άκουσα, θα έχει γίνει κι αυτός χολιγουντιανός όπως ο αγαπημένος μου Τζανγκ Γιμόου, που μετά από τις τόσες καταπληκτικές του ταινίες (Να ζεις, Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια, Ο δρόμος στο σπίτι κ.λπ.) γύρισε τα Ιπτάμενα στιλέτα και τον Ήρωα.
Τελικά έκανα λάθος. Ήταν ο Αγγελόπουλος που ήξερα. Επικός, δίνει καταπληκτικές σκηνές πλήθους που εντυπωσιάζουν με το αργό travelling της κάμερας. Λυρικός, ώστε να κατηγορηθεί γι αυτό (υπερβολικά λυρικός έγραψαν οι κριτικές, μου λέει ο καλώς ενημερωμένος Πρατικάκης). Αλλά φτιάχνει και μια ταινία με άφθονο σασπένς, που το θεωρώ σαν την πιο μεγάλη αρετή σε μιαν αφήγηση. Οι συνεχείς αναδρομές και τα διαδοχικά ζιγκ ζαγκ στο χρόνο το ευνόησαν.
Αυτά για τον Αγγελόπουλο. Και μια και όταν είναι ζεστό το σίδερο κολλά, είπα να γράψω και για άλλες ταινίες του. Αυτή τη στιγμή κατεβάζω από το ίντερνετ αυτές που βρήκα στο www.mininova.org. Χρόνο να βρούμε μόνο να τις δούμε, χρόνο, χρόνο. Και θυμήθηκα που γράφει κάπου ο Καζαντζάκης για κάποιον γέρο που ζητιάνευε όχι χρήματα αλλά χρόνο. Εδώ και χρόνια έχω αντιστρέψει κι εγώ την παροιμία «Το χρήμα είναι χρόνος». Αν είχα κι άλλα εισοδήματα εκτός από το μισθό μου θα την είχα κοπανήσει από την εκπαίδευση και θα καθόμουνα να διαβάζω, να βλέπω ταινίες, να γράφω, να παίζω λύρα, να βλέπω πιο συχνά φίλους, και άλλα, και άλλα. Δυστυχώς όμως. Να δω αν θα βρω χρόνο να διαβάσω τα τριάντα βιβλία που αγόρασα στο Bazaar της Κλαυθμώνος. Και βέβαια τις ταινίες που επιμένω να γράφω χωρίς να έχω χρόνο να τις δω. Αλλά αυτές δεν μου στοιχίζουν, 20 λεπτά το δισκάκι.
No comments:
Post a Comment