Μπορεί να με καταδιώκει ο εωσφόρος, όμως έχω την προστασία του θεού.
Το θυμήθηκα, όχι τυχαία.
Ο φίλος μου ο Σταύρος το λέει στο διπλανό του σε μια κηδεία: «Μην τολμήσετε να πειράξετε τον Μπάμπη».
Η ιστορία άρχισε ως εξής.
Κάποιος ηλικιωμένος χωριανός μου μας έκλεβε σωλήνες του νερού. Δεν ήταν το κόστος τους, αλλά ο κόπος του πατέρα μου, γέρος άνθρωπος, να τις αντικαθιστά κάθε χρόνο – με τη βοήθειά μου φυσικά. Ως πονηρός χωριάτης όμως έγραφε πάνω το όνομά τους.
Αγαπάει ο θεός τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη. Τις βρήκα (όχι όλες φυσικά) έξω από το σπίτι του. Φώναξα τον αγροφύλακα, έγινε μήνυση. Ένα μήνα πριν τη δίκη πέθανε από την επάρατο. Στενοχωρήθηκα. Έτσι όταν με ενημέρωσαν κάποιοι χωριανοί μου ότι ένας γείτονάς μου σε ένα αμπέλι είχε κάνει κάποια καταπάτηση, δεν έδωσα συνέχεια, δεν έκανα μήνυση. Είπα «Δεν θα τα πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο». Σε μερικούς μήνες πέθανε κι αυτός από την ίδια ασθένεια. Στην κηδεία του είναι που είπε την παραπάνω φράση ο φίλος μου ο Σταύρος.
Πριν λίγες μέρες, περνώντας από ένα σπίτι που είχα νοικιάσει πριν τέσσερα χρόνια, είδα ότι πουλιόταν. Από περιέργεια έγραψα το τηλέφωνο. Τηλεφώνησα. Απάντησε ένας μεσίτης. Πήρα τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη, το τηλέφωνο είχε αλλάξει. Το κινητό του δεν απαντούσε. Προφανώς πέθανε, και τον κληρονόμησαν οι συγγενείς του. Δεν παίρνω κι όρκο. Όταν άφησα το σπίτι, μου έφαγε τη μισή εγγύηση. Με διαβεβαίωσε ότι θα μου την επέστρεφε, και έτσι δεν έκανα αυτό που κάνουν όλοι, να την συμψηφίσω με τα δυο τελευταία νοίκια.
Έτσι θυμήθηκα τη φράση του Σταύρου. Με πείραξε, και μάλλον το πλήρωσε κι αυτός όπως οι άλλοι δυο.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλοι όσοι με πειράζουν πεθαίνουν.
Τώρα, γιατί τα γράφω όλα αυτά.
Έτσι, για να γράψω κάτι για το blog μου, όχι μόνο βιβλιοκριτικές.
Book review, movie criticism
Sunday, January 20, 2008
Thursday, January 17, 2008
Απαντώντας στην πρόσκληση της Ιουστίνης Φραγκούλη
Καταθέτω το ποίημά μου (ή μάλλον ένα απόσπασμα)
κ’ οι μάνες είναι για να κλαίν’, οι άντρες για να παλεύουν,
τα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι,
το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
κ’ η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
(από το "Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο") του Ελύτη
Καλώ τους:
alef
abbtha
quartier libre
Σταυρούλα Σκαλίδη
Λευτέρη Μπαρδάκο
ange-ta
Εύα Στάμου
Maria Iribarne
Σύλβια
κ’ οι μάνες είναι για να κλαίν’, οι άντρες για να παλεύουν,
τα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι,
το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
κ’ η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
(από το "Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο") του Ελύτη
Καλώ τους:
alef
abbtha
quartier libre
Σταυρούλα Σκαλίδη
Λευτέρη Μπαρδάκο
ange-ta
Εύα Στάμου
Maria Iribarne
Σύλβια
Monday, January 14, 2008
Τζ. M. Κουτσί (Koetzee)
Και μια δημοσίευση:
Τζ. Μ. Κουτσί, Ξένα ακρογιάλια, Λέξημα 13-1-2008.
Τζ. Μ. Κουτσί, Ξένα ακρογιάλια, Μεταίχμιο 2007, σελ. 365.
Ένας λογοτέχνης μιλάει για ομοτέχνους του σε κριτικά κείμενα που συναρπάζουν με την οξύτητα της παρατήρησης και τη γλαφυρότητα του ύφους.
Συνήθως είναι διακριτοί οι ρόλοι, από τη μια ο λογοτέχνης και ο ποιητής, από την άλλη ο βιβλιοκριτικός και ο θεωρητικός της λογοτεχνίας. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις, όπου θεωρητικοί της λογοτεχνίας γράφουν λογοτεχνία (π.χ. David Lodge), και λογοτέχνες που γράφουν για τη λογοτεχνία (π.χ. T.S. Eliot). Ο Τζ. Μ. Κουτσί (Koetzee, σε περίπτωση που θέλετε να τον αναζητήσετε στο διαδίκτυο) είναι πανεπιστημιακός, καθηγητής λογοτεχνίας στο Cape Town, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος, και μάλιστα τόσο αξιόλογος, ώστε να τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003.
Σ’ αυτό το βιβλιοκριτικό μας σημείωμα θα ασχοληθούμε με μια συλλογή (για την ακρίβεια επιλογή) κριτικών δοκιμίων του που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Ξένα ακρογιάλια» και υπότιτλο «Κριτικά δοκίμια» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου και με πρόλογο του επιμελητή Άρη Μπερλή. Τα δοκίμια έχουν επιλεγεί με κριτήριο το ενδιαφέρον που πιθανόν να έχουν για τον Έλληνα αναγνώστη. Να σημειώσουμε ακόμη ότι προλογίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας για την ελληνική έκδοση.
Η κριτική ματιά ενός ομότεχνου έχει ειδικό ενδιαφέρον, ίσως μάλιστα μεγαλύτερο από την ματιά του κριτικού της λογοτεχνίας, μια και είναι πιο σπάνια. Και ακόμη περισσότερο, όταν η κριτική αυτή ματιά είναι ιδιαίτερα διαπεραστική.
Το πρώτο κείμενο της συλλογής έχει θέμα (και τίτλο) «Τι είναι κλασικό». Κριτικάροντας τις αντιλήψεις του Έλιοτ όπως τις εκθέτει σε ομότιτλη διάλεξη, ο Κουτσί συνεχίζει με μια προσωπική του εμπειρία, ένα άκουσμα του Μπαχ, για να ξεδιπλώσει τις προσωπικές του σκέψεις για το τι είναι κλασικό. Η διαχρονική αξία ενός έργου κλασικού συχνά είναι αντικείμενο μεθοδεύσεων.
Τα υπόλοιπα κείμενα είναι δοκίμια πάνω σε συγκεκριμένους συγγραφείς. Ο Κουτσί δεν ξεκινάει προγραμματικά να μιλήσει για κάποιον συγγραφέα. Το κριτικό του δοκίμιο αποτελεί απάντηση σε ένα ερέθισμα, που συνήθως είναι η μετάφραση του έργου ενός συγγραφέα, που μόλις κυκλοφόρησε. Η καλή του γνώση της γερμανικής του επιτρέπει να υποβάλει σε εξονυχιστικό έλεγχο μεταφράσεις έργων του Ρίλκε, του Μούσιλ και του Κάφκα.
Ο Κουτσί, κρίνοντας τις μεταφράσεις, κρίνει και τους συγγραφείς. Συχνά είναι ιδιαίτερα καυστικός, όπως για παράδειγμα με τον Τουργκένιεφ. Μειώνονται μήπως γι αυτό το λόγο οι συγγραφείς αυτοί στα μάτια μας; Ο Νίτσε νομίζω είπε, ότι αν ήταν να χαθεί το έργο του θα προτιμούσε να μείνει στη μνήμη των επόμενων γενεών από τα επικριτικά σχόλια ευφυών συγγραφέων παρά από τα επαινετικά λόγια μετριοτήτων.
Ο Κουτσί, κρίνοντας μεταφράσεις, παραθέτει αναγκαστικά και από το πρωτότυπο. Θα περιμέναμε από τον μεταφραστή να παραθέτει και την αγγλική μετάφραση, για να μπορούμε να υποβάλουμε την κριτική του Κούτσι στη δική μας κρίση. Για παράδειγμα το κείμενο για τον Μπόρχες καταλήγει: «Στο The circular ruins [Τα κυκλικά ερείπια], ένα αφήγημα για την ανδρική αναπαραγωγικότητα και τη γέννηση αρσενικών παιδιών, ο Μπόρχες γράφει: «a todo padre le interesan los hijos que ha procreado [Κάθε πατέρας ανησυχεί για τους γιους που γέννησε]. Ο Χάρλεϋ μεταφράζει: Κάθε γονιός ανησυχεί για τα παιδιά που γέννησε». Ο Χάρλεϋ μεταφράζει στα αγγλικά, και θα θέλαμε και την αγγλική μετάφραση, και όχι μόνο τη μετάφρασή του στα ελληνικά.
Είχα τους ενδοιασμούς μου. Κάθε πατέρας ανησυχεί για τα παιδιά που γέννησε και όχι μόνο για τους γιους, αυτό είναι μια κοινή εμπειρία, τουλάχιστον στη Δύση, αλλά και στην Ανατολή, όπου η βρεφοκτονία των κοριτσιών ανήκει πια στο παρελθόν. (hijos στα ισπανικά σημαίνει γιοι, αλλά και παιδιά γενικά). Μήπως όμως στο αφήγημά του ο Μπόρχες εννοεί πράγματι γιους; Αυτό αφήνει να εννοηθεί ο Κουτσί, χαρακτηρίζοντας το αφήγημα του Μπόρχες ως «ένα αφήγημα για την ανδρική αναπαραγωγικότητα και τη γέννηση αρσενικών παιδιών». Έπρεπε να το επιβεβαιώσω. Ευτυχώς είχα πρόσφατα διαβάσει τις «Μυθοπλασίες» από τη σειρά του Βήματος, όπου ο Δημήτρης Καλοκύρης μεταφράζει: «Κάθε πατέρας νοιάζεται για τα παιδιά που γέννησε». Τελικά δεν ξέρω πώς ο Κουτσί έβγαλε το παραπάνω συμπέρασμα για το πού αναφέρεται το αφήγημα. Γιατί το αφήγημα είναι εντελώς ξεκάθαρο. Ο γιος του ήρωα δεν είναι παρά μια υλοποίηση της φαντασίας του, ένα είδωλο: «Να μην είσαι άνθρωπος, αλλά προβολή του ονείρου άλλου ανθρώπου». Αυτό είναι το θέμα, και σε ένα εντυπωσιακό εφέ έκπληξης, που είναι ταυτόχρονα και εφέ τέλους, διαβάζουμε: «Αλαφρωμένος (ο πατέρας), έντρομος, ταπεινός, κατάλαβε ότι κι ο ίδιος ήταν όνειρο που κάποιος άλλος ονειρευόταν». Αυτή η ολοκληρωτική παρανόηση ως προς το θέμα του αφηγήματος ενισχύει την αντίληψή μου ότι τα δοκίμια πρέπει να τα διαβάζουμε περισσότερο για τη λογοτεχνικότητά τους – για μένα η κεντρική αυτή έννοια των Ρώσων φορμαλιστών δεν θα παλιώσει ποτέ, όπως και η Ποιητική του Αριστοτέλη - και λιγότερο για τη γνώση που μπορεί να προσφέρουν, γιατί η γνώση αυτή μπορεί πολλές φορές να είναι ψεύτικη. Και ομολογουμένως τα δοκίμια του Κουτσί διακρίνονται για τη μεγάλη λογοτεχνικότητά τους.
Και, μια και ο Κουτσί κρίνει μεταφράσεις, ας κάνουμε και εμείς κάποια σχόλια για την παρούσα μετάφραση. Δεν έχουμε το αγγλικό κείμενο, αλλά η λέξη «παραβιαστότητα» (ως ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται τη βία και την παραβιαστότητα, σελ. 65) μας είναι άγνωστη, όχι όμως και η παραβατικότητα. Για την πρώτη το google δεν μου έδωσε κανένα αποτέλεσμα, ενώ για τη δεύτερη έβγαλε δέκα σελίδες.
Διαβάζουμε: «Τα Θαυμαστά χρόνια έχουν και τις longuers τους» (σελ. 213). Δεν μπορούν να ξέρουν όλοι οι αναγνώστες γαλλικά, μια υποσημείωση δεν θα έβλαπτε, αν και μπορεί να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για πλατειασμούς, αλλιώς «κοιλιές». Αν πέφτω έξω, αυτό ενισχύει την άποψή μου για την ανάγκη υποσημείωσης. Κατά τα άλλα η μετάφραση είναι αρκετά καλή.
Θα τελειώσω με δυο σκέψεις, από τις οποίες η πρώτη είναι συγκριτολογικού χαρακτήρα. Από όσο ξέρω, μόνο ο Γιάλομ βάζει πρόσωπα από τον κόσμο του πνεύματος να πρωταγωνιστήσουν σε έργα που δεν είναι μυθιστορηματικές βιογραφίες: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» και «Η θεραπεία του Σοπενάουερ». Από τον πρόλογο του επιμελητή μαθαίνω ότι και ο Κουτσί έγραψε ένα μυθιστόρημα, το The master of Petersburg (1994), όπου πρωταγωνιστής είναι ο Ντοστογιέφσκι. Από τον κινηματογράφο θυμάμαι τον «Ταχυδρόμο» (Il postino, 1994, του Michael Radford) όπου ένας από τους ήρωες είναι ο Νερούντα.
Και η δεύτερη σκέψη:
Θαυμάζουμε τους δυο μεγάλους, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι. Όμως οποία διαφορά στις ζωές τους! Ο ένας κόμης, έζησε μέσα σε ανέσεις, αν και από χόμπυ παρίστανε κάπου κάπου το χωρικό, και δούλευε μάλιστα σαν χωρικός. Ο άλλος άρρωστος, επιληπτικός, ήταν μια ζωή βουτηγμένος στα χρέη. Αν ζούσα τον 18ο αιώνα και ήταν να διαλέξω σε ποιον από τους δυο να μετεμψυχωθώ, θα προτιμούσα τον Τολστόι.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Τζ. Μ. Κουτσί, Ξένα ακρογιάλια, Λέξημα 13-1-2008.
Τζ. Μ. Κουτσί, Ξένα ακρογιάλια, Μεταίχμιο 2007, σελ. 365.
Ένας λογοτέχνης μιλάει για ομοτέχνους του σε κριτικά κείμενα που συναρπάζουν με την οξύτητα της παρατήρησης και τη γλαφυρότητα του ύφους.
Συνήθως είναι διακριτοί οι ρόλοι, από τη μια ο λογοτέχνης και ο ποιητής, από την άλλη ο βιβλιοκριτικός και ο θεωρητικός της λογοτεχνίας. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις, όπου θεωρητικοί της λογοτεχνίας γράφουν λογοτεχνία (π.χ. David Lodge), και λογοτέχνες που γράφουν για τη λογοτεχνία (π.χ. T.S. Eliot). Ο Τζ. Μ. Κουτσί (Koetzee, σε περίπτωση που θέλετε να τον αναζητήσετε στο διαδίκτυο) είναι πανεπιστημιακός, καθηγητής λογοτεχνίας στο Cape Town, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος, και μάλιστα τόσο αξιόλογος, ώστε να τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003.
Σ’ αυτό το βιβλιοκριτικό μας σημείωμα θα ασχοληθούμε με μια συλλογή (για την ακρίβεια επιλογή) κριτικών δοκιμίων του που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Ξένα ακρογιάλια» και υπότιτλο «Κριτικά δοκίμια» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου και με πρόλογο του επιμελητή Άρη Μπερλή. Τα δοκίμια έχουν επιλεγεί με κριτήριο το ενδιαφέρον που πιθανόν να έχουν για τον Έλληνα αναγνώστη. Να σημειώσουμε ακόμη ότι προλογίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας για την ελληνική έκδοση.
Η κριτική ματιά ενός ομότεχνου έχει ειδικό ενδιαφέρον, ίσως μάλιστα μεγαλύτερο από την ματιά του κριτικού της λογοτεχνίας, μια και είναι πιο σπάνια. Και ακόμη περισσότερο, όταν η κριτική αυτή ματιά είναι ιδιαίτερα διαπεραστική.
Το πρώτο κείμενο της συλλογής έχει θέμα (και τίτλο) «Τι είναι κλασικό». Κριτικάροντας τις αντιλήψεις του Έλιοτ όπως τις εκθέτει σε ομότιτλη διάλεξη, ο Κουτσί συνεχίζει με μια προσωπική του εμπειρία, ένα άκουσμα του Μπαχ, για να ξεδιπλώσει τις προσωπικές του σκέψεις για το τι είναι κλασικό. Η διαχρονική αξία ενός έργου κλασικού συχνά είναι αντικείμενο μεθοδεύσεων.
Τα υπόλοιπα κείμενα είναι δοκίμια πάνω σε συγκεκριμένους συγγραφείς. Ο Κουτσί δεν ξεκινάει προγραμματικά να μιλήσει για κάποιον συγγραφέα. Το κριτικό του δοκίμιο αποτελεί απάντηση σε ένα ερέθισμα, που συνήθως είναι η μετάφραση του έργου ενός συγγραφέα, που μόλις κυκλοφόρησε. Η καλή του γνώση της γερμανικής του επιτρέπει να υποβάλει σε εξονυχιστικό έλεγχο μεταφράσεις έργων του Ρίλκε, του Μούσιλ και του Κάφκα.
Ο Κουτσί, κρίνοντας τις μεταφράσεις, κρίνει και τους συγγραφείς. Συχνά είναι ιδιαίτερα καυστικός, όπως για παράδειγμα με τον Τουργκένιεφ. Μειώνονται μήπως γι αυτό το λόγο οι συγγραφείς αυτοί στα μάτια μας; Ο Νίτσε νομίζω είπε, ότι αν ήταν να χαθεί το έργο του θα προτιμούσε να μείνει στη μνήμη των επόμενων γενεών από τα επικριτικά σχόλια ευφυών συγγραφέων παρά από τα επαινετικά λόγια μετριοτήτων.
Ο Κουτσί, κρίνοντας μεταφράσεις, παραθέτει αναγκαστικά και από το πρωτότυπο. Θα περιμέναμε από τον μεταφραστή να παραθέτει και την αγγλική μετάφραση, για να μπορούμε να υποβάλουμε την κριτική του Κούτσι στη δική μας κρίση. Για παράδειγμα το κείμενο για τον Μπόρχες καταλήγει: «Στο The circular ruins [Τα κυκλικά ερείπια], ένα αφήγημα για την ανδρική αναπαραγωγικότητα και τη γέννηση αρσενικών παιδιών, ο Μπόρχες γράφει: «a todo padre le interesan los hijos que ha procreado [Κάθε πατέρας ανησυχεί για τους γιους που γέννησε]. Ο Χάρλεϋ μεταφράζει: Κάθε γονιός ανησυχεί για τα παιδιά που γέννησε». Ο Χάρλεϋ μεταφράζει στα αγγλικά, και θα θέλαμε και την αγγλική μετάφραση, και όχι μόνο τη μετάφρασή του στα ελληνικά.
Είχα τους ενδοιασμούς μου. Κάθε πατέρας ανησυχεί για τα παιδιά που γέννησε και όχι μόνο για τους γιους, αυτό είναι μια κοινή εμπειρία, τουλάχιστον στη Δύση, αλλά και στην Ανατολή, όπου η βρεφοκτονία των κοριτσιών ανήκει πια στο παρελθόν. (hijos στα ισπανικά σημαίνει γιοι, αλλά και παιδιά γενικά). Μήπως όμως στο αφήγημά του ο Μπόρχες εννοεί πράγματι γιους; Αυτό αφήνει να εννοηθεί ο Κουτσί, χαρακτηρίζοντας το αφήγημα του Μπόρχες ως «ένα αφήγημα για την ανδρική αναπαραγωγικότητα και τη γέννηση αρσενικών παιδιών». Έπρεπε να το επιβεβαιώσω. Ευτυχώς είχα πρόσφατα διαβάσει τις «Μυθοπλασίες» από τη σειρά του Βήματος, όπου ο Δημήτρης Καλοκύρης μεταφράζει: «Κάθε πατέρας νοιάζεται για τα παιδιά που γέννησε». Τελικά δεν ξέρω πώς ο Κουτσί έβγαλε το παραπάνω συμπέρασμα για το πού αναφέρεται το αφήγημα. Γιατί το αφήγημα είναι εντελώς ξεκάθαρο. Ο γιος του ήρωα δεν είναι παρά μια υλοποίηση της φαντασίας του, ένα είδωλο: «Να μην είσαι άνθρωπος, αλλά προβολή του ονείρου άλλου ανθρώπου». Αυτό είναι το θέμα, και σε ένα εντυπωσιακό εφέ έκπληξης, που είναι ταυτόχρονα και εφέ τέλους, διαβάζουμε: «Αλαφρωμένος (ο πατέρας), έντρομος, ταπεινός, κατάλαβε ότι κι ο ίδιος ήταν όνειρο που κάποιος άλλος ονειρευόταν». Αυτή η ολοκληρωτική παρανόηση ως προς το θέμα του αφηγήματος ενισχύει την αντίληψή μου ότι τα δοκίμια πρέπει να τα διαβάζουμε περισσότερο για τη λογοτεχνικότητά τους – για μένα η κεντρική αυτή έννοια των Ρώσων φορμαλιστών δεν θα παλιώσει ποτέ, όπως και η Ποιητική του Αριστοτέλη - και λιγότερο για τη γνώση που μπορεί να προσφέρουν, γιατί η γνώση αυτή μπορεί πολλές φορές να είναι ψεύτικη. Και ομολογουμένως τα δοκίμια του Κουτσί διακρίνονται για τη μεγάλη λογοτεχνικότητά τους.
Και, μια και ο Κουτσί κρίνει μεταφράσεις, ας κάνουμε και εμείς κάποια σχόλια για την παρούσα μετάφραση. Δεν έχουμε το αγγλικό κείμενο, αλλά η λέξη «παραβιαστότητα» (ως ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται τη βία και την παραβιαστότητα, σελ. 65) μας είναι άγνωστη, όχι όμως και η παραβατικότητα. Για την πρώτη το google δεν μου έδωσε κανένα αποτέλεσμα, ενώ για τη δεύτερη έβγαλε δέκα σελίδες.
Διαβάζουμε: «Τα Θαυμαστά χρόνια έχουν και τις longuers τους» (σελ. 213). Δεν μπορούν να ξέρουν όλοι οι αναγνώστες γαλλικά, μια υποσημείωση δεν θα έβλαπτε, αν και μπορεί να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για πλατειασμούς, αλλιώς «κοιλιές». Αν πέφτω έξω, αυτό ενισχύει την άποψή μου για την ανάγκη υποσημείωσης. Κατά τα άλλα η μετάφραση είναι αρκετά καλή.
Θα τελειώσω με δυο σκέψεις, από τις οποίες η πρώτη είναι συγκριτολογικού χαρακτήρα. Από όσο ξέρω, μόνο ο Γιάλομ βάζει πρόσωπα από τον κόσμο του πνεύματος να πρωταγωνιστήσουν σε έργα που δεν είναι μυθιστορηματικές βιογραφίες: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» και «Η θεραπεία του Σοπενάουερ». Από τον πρόλογο του επιμελητή μαθαίνω ότι και ο Κουτσί έγραψε ένα μυθιστόρημα, το The master of Petersburg (1994), όπου πρωταγωνιστής είναι ο Ντοστογιέφσκι. Από τον κινηματογράφο θυμάμαι τον «Ταχυδρόμο» (Il postino, 1994, του Michael Radford) όπου ένας από τους ήρωες είναι ο Νερούντα.
Και η δεύτερη σκέψη:
Θαυμάζουμε τους δυο μεγάλους, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι. Όμως οποία διαφορά στις ζωές τους! Ο ένας κόμης, έζησε μέσα σε ανέσεις, αν και από χόμπυ παρίστανε κάπου κάπου το χωρικό, και δούλευε μάλιστα σαν χωρικός. Ο άλλος άρρωστος, επιληπτικός, ήταν μια ζωή βουτηγμένος στα χρέη. Αν ζούσα τον 18ο αιώνα και ήταν να διαλέξω σε ποιον από τους δυο να μετεμψυχωθώ, θα προτιμούσα τον Τολστόι.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Saturday, January 12, 2008
Νίκος Καραγεώργος, Μαινάδες
Μια ακόμη προδημοσίευση: Νίκος Καραγεώργος, Μαινάδες.
Τίτλος: «Μαινάδες»
Συγγραφέας: Νίκος Καραγεώργος
Εκδόσεις: Εριφύλη 2007
Σελίδες: 136
Μια εικονογράφηση της ελληνικής επαρχίας του ’60 και μια περιήγηση στα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την ελληνικότητα.
Μετά την ποιητική του συλλογή «Στης Άβυσσος τις εσχατιές» την οποία παρουσιάσαμε στο Λέξημα (22-4-2007), ο Νίκος Καραγεώργος μας προσφέρει ένα πεζό κείμενο αυτή τη φορά, τις «Μαινάδες». Στο εξώφυλλο δίνεται ο ειδολογικός του χαρακτηρισμός, μυθιστόρημα, όμως στην τελευταία σελίδα με την ταυτοποίηση του βιβλίου (εκτύπωση κ.λπ.) δίνεται ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός: βιωματικό μυθιστορηματικό οδοιπορικό. Βιωματικό, γιατί αναφέρεται στη «γενέθλια φύση της Αιτωλίας», όπως καταλήγει στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Μυθιστορηματικό, γιατί δίνεται μέσα από μια ιστορία, σε μεγάλο βαθμό προσχηματική και αφαιρετική, με πολλά Καφκικά στοιχεία: Ένα παιδί βάζει κατά λάθος φωτιά σε μια θημωνιά που έχει σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη πυρκαγιά και ένα θάνατο. Το καταδιώκουν και το καταδικάζουν σε θάνατο κατά το «οδόντα αντί οδόντος». Οι γονείς το σκάνε για να τον σώσουν. Οδοιπορικό, γιατί είναι μια οδοιπορία, όχι μέσα στη γεωγραφία, αλλά μέσα στη διαχρονία της Ελλάδος: Μέσα στην ιστορία, τη μυθολογία και τη λαογραφία της. Παραθέτουμε τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Ομοβροντία της φυλής ήταν. Αιώνων αναστενάρια. Ο Λεωνίδας, ο Διγενής Ακρίτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, ο Λιακατάς, ο Άρης ο Βελουχιώτης. Όλοι εδώ» (σελ. 115).
«Μάλλον θα πήγε να ρωτήσει αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, σκέφτηκε. Ή αν ο Μέγας Παν φανερωθεί απ’ τα βάθη…» (σελ. 127).
«Κάπως έτσι μια γκρίζα ημέρα του χειμώνα τον πήρε η μάνα του στην παραλία και του ’δωσε το κόκκινο αυγό να το πετάξει μακριά, στα αφρισμένα κύματα. Κι αφού το πέταξε τον έβρεξε με το παγωμένο θαλασσινό νερό μουρμουρίζοντας με μια φωνή όλο μυστήριο: άπνιχτος κι αναβάγιστος πάντα να ’σαι» (σελ. 121).
Όχι όμως μόνο στη διαχρονία, αλλά και στη συγχρονία της, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 60. Συμπληρώνοντας τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» του Θανάση Βαλτινού δίνει μια εικόνα της μετεμφυλιακής επαρχιακής κοινωνίας, με τους μικροπολιτικούς καυγάδες της, τις πολιτικές πατρωνίες και με την ελάχιστη ανοχή της στο διαφορετικό. «Δεν ξεχνούσε η κοινωνία. Έστελνε τις Ερινύες μαζί και σε κατέτρωγε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Κατέτρωγε τους κομμουνιστές, τους γύφτους, τους ομοφυλόφιλους, τους φυματικούς, τις πόρνες, τα μπάσταρδα. Όλη την ‘άλλη’ κοινωνία. Την αποκάτω, την απόκληρη, την αλαφροΐσκιωτη» (σελ. 109).
Το οδοιπορικό αυτό δεν βρίσκεται μόνο στο επίπεδο της πλοκής αλλά και στο επίπεδο του ύφους. Το λαογραφικό στοιχείο αναδεικνύεται με τη συχνή παράθεση παροιμιών όπως «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος κερνούσε τα παιδιά του», «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι» κ.ά. Ακόμη τα λογοτεχνικά διακείμενα είναι άφθονα. Παραθέτουμε μερικά: «Σα να ’χουνε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» (σελ. 81, Παπαδιαμάντης). «Οι μάνες είναι για να κλαιν’ κι οι άντρες να παλεύουν» (σελ. 106, Ελύτης). «σαν έτοιμος από καιρό» (σελ. 109, Καβάφης). «Αποχαιρέτα την τήν πόλη που φεύγει. Αποχαιρέτα την» (σελ. 109, Καβάφης). «Καινούριους τόπους δεν θα βρει. Δε θα βρει άλλες θάλασσες» (σελ. 116, Καβάφης).
Σε πολύ πρόσφατη βιβλιοκριτική μου έγραψα ότι οι νεοέλληνες έχουμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέσα στο αίμα μας, και ξεπετάγεται όχι μόνο ανάμεσα στους χωρίς μέτρο στίχους της σύγχρονης ποίησης, αλλά και σε κείμενα πεζά. Στο μυθιστόρημα αυτό του Καραγεώργου απαντώνται κάμποσοι δεκαπεντασύλλαβοι. Στη μεγαλύτερη πυκνότητα βρίσκονται στο παρακάτω απόσπασμα, τρεις δεκαπεντασύλλαβοι με παρέμβλητη μόνο μια φράση: «Το ένα χέρι να κρατά σφιχτά το γιαταγάνι και τ’ άλλο ν’ αποχαιρετά στου νταουλιού τον χτύπο. Βήμα καθάριο βροντερό, βήμα αγριεμένο. Κι από κοντά γραμμή οι καβαλαραίοι. Με τα ντουφέκια ακρέμαστα, τα γκέμια τεντωμένα» (σελ. 114).
Οι δεκαπεντασύλλαβοι αυτοί έρχονται προφανώς εντελώς ασυνείδητα. Αν μετά τη λέξη «κοντά» ο Καραγιώργος έβαζε π.χ. τη λέξη «ερχότανε» ή «καλπάζανε», θα είχαμε τέσσερις δεκαπεντασύλλαβους στη σειρά.
Το οδοιπορικό αυτό με συγκίνησε, γιατί με γέμισε με δικές μου μνήμες: τις γυμναστικές επιδείξεις, το συσσίτιο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τα στριφτά τρίγωνα και τα πατλατζίκια (εμείς στην Κρήτη τα λέγαμε «παρτατζίκια»), και προπαντός «ο σωλήνας που τον είχαν γεμίσει τα μεγαλύτερα παιδιά με μπαρούτι» (σελ. 57). Από αυτό το σωλήνα έχω δυο αναμνήσεις. Η μια, όταν λιποθύμησε μια γειτόνισσα από την έκρηξη σπάζοντας το σταμνί με το νερό που κουβαλούσε στον ώμο – την επομένη έπρεπε να απολογηθούμε στον διευθυντή του δημοτικού σχολείου - και η άλλη, λίγες μέρες μετά την επάρατη 21η Απριλίου, που κατέφθασε η αστυνομία να κάνει ανακρίσεις μετά από ανάλογη έκρηξη.
Όμως να διασώσω μια ακόμη ανάμνησή μου με τα παρτατζίκια. Μια νύχτα μετά την 21η Απριλίου, με απαγόρευση της κυκλοφορίας, τρεις φίλοι, 17χρονοι μαθητές, γυρνώντας από το σπίτι ενός φίλου στα δικά μας σπίτια, ταράξαμε τον ύπνο των χωριανών μας παίζοντας όλο το δρόμο παρτατζίκια. Την επομένη μάθαμε ότι νόμιζαν πως επρόκειτο για συμπλοκή ανάμεσα σε χωροφύλακες και αντι-χουντικούς. Δεν ήταν απλά παιδική «κατσαγανιά», ήταν μια συνειδητή πράξη αντίστασης.
Ο Καραγιώργος αναδεικνύεται το ίδιο ικανός στον πεζό λόγο όπως και στην ποίηση. Το κεφάλαιο που αναφέρεται στην καταδίωξη του παιδιού είναι αριστουργηματικό. Με το έργο του αυτό προβάλει μια εικόνα της ελληνικότητας, χωρίς ωραιοποιήσεις, όμως με πραγματική λατρεία. Όπου και να πάμε η Ελλάδα μας πληγώνει, αλλά την αγαπάμε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 11-1-2007
Τίτλος: «Μαινάδες»
Συγγραφέας: Νίκος Καραγεώργος
Εκδόσεις: Εριφύλη 2007
Σελίδες: 136
Μια εικονογράφηση της ελληνικής επαρχίας του ’60 και μια περιήγηση στα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την ελληνικότητα.
Μετά την ποιητική του συλλογή «Στης Άβυσσος τις εσχατιές» την οποία παρουσιάσαμε στο Λέξημα (22-4-2007), ο Νίκος Καραγεώργος μας προσφέρει ένα πεζό κείμενο αυτή τη φορά, τις «Μαινάδες». Στο εξώφυλλο δίνεται ο ειδολογικός του χαρακτηρισμός, μυθιστόρημα, όμως στην τελευταία σελίδα με την ταυτοποίηση του βιβλίου (εκτύπωση κ.λπ.) δίνεται ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός: βιωματικό μυθιστορηματικό οδοιπορικό. Βιωματικό, γιατί αναφέρεται στη «γενέθλια φύση της Αιτωλίας», όπως καταλήγει στο κείμενο του οπισθόφυλλου. Μυθιστορηματικό, γιατί δίνεται μέσα από μια ιστορία, σε μεγάλο βαθμό προσχηματική και αφαιρετική, με πολλά Καφκικά στοιχεία: Ένα παιδί βάζει κατά λάθος φωτιά σε μια θημωνιά που έχει σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη πυρκαγιά και ένα θάνατο. Το καταδιώκουν και το καταδικάζουν σε θάνατο κατά το «οδόντα αντί οδόντος». Οι γονείς το σκάνε για να τον σώσουν. Οδοιπορικό, γιατί είναι μια οδοιπορία, όχι μέσα στη γεωγραφία, αλλά μέσα στη διαχρονία της Ελλάδος: Μέσα στην ιστορία, τη μυθολογία και τη λαογραφία της. Παραθέτουμε τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Ομοβροντία της φυλής ήταν. Αιώνων αναστενάρια. Ο Λεωνίδας, ο Διγενής Ακρίτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, ο Λιακατάς, ο Άρης ο Βελουχιώτης. Όλοι εδώ» (σελ. 115).
«Μάλλον θα πήγε να ρωτήσει αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, σκέφτηκε. Ή αν ο Μέγας Παν φανερωθεί απ’ τα βάθη…» (σελ. 127).
«Κάπως έτσι μια γκρίζα ημέρα του χειμώνα τον πήρε η μάνα του στην παραλία και του ’δωσε το κόκκινο αυγό να το πετάξει μακριά, στα αφρισμένα κύματα. Κι αφού το πέταξε τον έβρεξε με το παγωμένο θαλασσινό νερό μουρμουρίζοντας με μια φωνή όλο μυστήριο: άπνιχτος κι αναβάγιστος πάντα να ’σαι» (σελ. 121).
Όχι όμως μόνο στη διαχρονία, αλλά και στη συγχρονία της, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 60. Συμπληρώνοντας τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» του Θανάση Βαλτινού δίνει μια εικόνα της μετεμφυλιακής επαρχιακής κοινωνίας, με τους μικροπολιτικούς καυγάδες της, τις πολιτικές πατρωνίες και με την ελάχιστη ανοχή της στο διαφορετικό. «Δεν ξεχνούσε η κοινωνία. Έστελνε τις Ερινύες μαζί και σε κατέτρωγε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Κατέτρωγε τους κομμουνιστές, τους γύφτους, τους ομοφυλόφιλους, τους φυματικούς, τις πόρνες, τα μπάσταρδα. Όλη την ‘άλλη’ κοινωνία. Την αποκάτω, την απόκληρη, την αλαφροΐσκιωτη» (σελ. 109).
Το οδοιπορικό αυτό δεν βρίσκεται μόνο στο επίπεδο της πλοκής αλλά και στο επίπεδο του ύφους. Το λαογραφικό στοιχείο αναδεικνύεται με τη συχνή παράθεση παροιμιών όπως «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος κερνούσε τα παιδιά του», «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι» κ.ά. Ακόμη τα λογοτεχνικά διακείμενα είναι άφθονα. Παραθέτουμε μερικά: «Σα να ’χουνε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» (σελ. 81, Παπαδιαμάντης). «Οι μάνες είναι για να κλαιν’ κι οι άντρες να παλεύουν» (σελ. 106, Ελύτης). «σαν έτοιμος από καιρό» (σελ. 109, Καβάφης). «Αποχαιρέτα την τήν πόλη που φεύγει. Αποχαιρέτα την» (σελ. 109, Καβάφης). «Καινούριους τόπους δεν θα βρει. Δε θα βρει άλλες θάλασσες» (σελ. 116, Καβάφης).
Σε πολύ πρόσφατη βιβλιοκριτική μου έγραψα ότι οι νεοέλληνες έχουμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέσα στο αίμα μας, και ξεπετάγεται όχι μόνο ανάμεσα στους χωρίς μέτρο στίχους της σύγχρονης ποίησης, αλλά και σε κείμενα πεζά. Στο μυθιστόρημα αυτό του Καραγεώργου απαντώνται κάμποσοι δεκαπεντασύλλαβοι. Στη μεγαλύτερη πυκνότητα βρίσκονται στο παρακάτω απόσπασμα, τρεις δεκαπεντασύλλαβοι με παρέμβλητη μόνο μια φράση: «Το ένα χέρι να κρατά σφιχτά το γιαταγάνι και τ’ άλλο ν’ αποχαιρετά στου νταουλιού τον χτύπο. Βήμα καθάριο βροντερό, βήμα αγριεμένο. Κι από κοντά γραμμή οι καβαλαραίοι. Με τα ντουφέκια ακρέμαστα, τα γκέμια τεντωμένα» (σελ. 114).
Οι δεκαπεντασύλλαβοι αυτοί έρχονται προφανώς εντελώς ασυνείδητα. Αν μετά τη λέξη «κοντά» ο Καραγιώργος έβαζε π.χ. τη λέξη «ερχότανε» ή «καλπάζανε», θα είχαμε τέσσερις δεκαπεντασύλλαβους στη σειρά.
Το οδοιπορικό αυτό με συγκίνησε, γιατί με γέμισε με δικές μου μνήμες: τις γυμναστικές επιδείξεις, το συσσίτιο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τα στριφτά τρίγωνα και τα πατλατζίκια (εμείς στην Κρήτη τα λέγαμε «παρτατζίκια»), και προπαντός «ο σωλήνας που τον είχαν γεμίσει τα μεγαλύτερα παιδιά με μπαρούτι» (σελ. 57). Από αυτό το σωλήνα έχω δυο αναμνήσεις. Η μια, όταν λιποθύμησε μια γειτόνισσα από την έκρηξη σπάζοντας το σταμνί με το νερό που κουβαλούσε στον ώμο – την επομένη έπρεπε να απολογηθούμε στον διευθυντή του δημοτικού σχολείου - και η άλλη, λίγες μέρες μετά την επάρατη 21η Απριλίου, που κατέφθασε η αστυνομία να κάνει ανακρίσεις μετά από ανάλογη έκρηξη.
Όμως να διασώσω μια ακόμη ανάμνησή μου με τα παρτατζίκια. Μια νύχτα μετά την 21η Απριλίου, με απαγόρευση της κυκλοφορίας, τρεις φίλοι, 17χρονοι μαθητές, γυρνώντας από το σπίτι ενός φίλου στα δικά μας σπίτια, ταράξαμε τον ύπνο των χωριανών μας παίζοντας όλο το δρόμο παρτατζίκια. Την επομένη μάθαμε ότι νόμιζαν πως επρόκειτο για συμπλοκή ανάμεσα σε χωροφύλακες και αντι-χουντικούς. Δεν ήταν απλά παιδική «κατσαγανιά», ήταν μια συνειδητή πράξη αντίστασης.
Ο Καραγιώργος αναδεικνύεται το ίδιο ικανός στον πεζό λόγο όπως και στην ποίηση. Το κεφάλαιο που αναφέρεται στην καταδίωξη του παιδιού είναι αριστουργηματικό. Με το έργο του αυτό προβάλει μια εικόνα της ελληνικότητας, χωρίς ωραιοποιήσεις, όμως με πραγματική λατρεία. Όπου και να πάμε η Ελλάδα μας πληγώνει, αλλά την αγαπάμε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 11-1-2007
Thursday, January 10, 2008
Wednesday, January 9, 2008
Άλλοι έπαθαν χειρότερα-για να παρηγοριόμαστε
Tuesday, January 8, 2008
Μιχάλης Διαλλινάς-Κριτσοτοπούλα.
Για τον Μιχάλη Διαλλινά έχω γράψει στο βιβλίο μου "Η λαϊκότητα της Κρητικής Λογοτεχνίας", στο τελευταίο κεφάλαιο. Το βιβλίο είναι downloadable στην ιστοσελίδα μου. Επίσης είναι αναρτημένο στη λογοτεχνική ιστοσελίδα του φίλου μου του Πάτροκλου Χατζηαλεξάνδρου, που έχει τίτλο "Περιγραφής".
Επίσης έχω γράψει δυο σχετικές εισηγήσεις σε συνέδρια. Η μια έγινε στη Σλοβενία στα αγγλικά, στηριζόμενη στο κεφάλαιο αυτό, και δημοσιεύτηκε σε ελληνική μετάφραση στο περιοδικό "Ίαμβος" με τίτλο "Ο Καπετάν Καζάνης και η Κριτσοτοπούλα: τα δυο τελευταία Κρητικά έπη". Η άλλη έγινε στη Ζάκυνθο, με τίτλο "Ο λαϊκός Κρητικός δραματουργός Μιχάλης Διαλλινάς: Το λαϊκό θέατρο στην υπηρεσία της απελευθέρωσης των αλύτρωτων περιοχών"
Η Κριτσοτοπούλα από την πρώτη έκδοση δεν έχει εκδοθεί ξανά. Όταν έγραφα το βιβλίο μου βρήκα μια πολυγραφημένη έκδοση σε ένα βιβλιοπωλείο στη γενέτειρα του Διαλλινομιχάλη, τη Νεάπολη Κρήτης, και αυτή χρησιμοποίησα. Και είναι αξιέπαινος ο φίλτατος ο Πάτροκλος που προσφέρθηκε να την δακτυλογραφήσει και να την φιλοξενήσει στην ιστοσελίδα του. Τον ευχαριστώ προσωπικά, σαν Μπάμπης και σαν Κρητικός. Κάντε κλικ, και πηγαίνετε στην Κριτσοτοπούλα .
Επίσης έχω γράψει δυο σχετικές εισηγήσεις σε συνέδρια. Η μια έγινε στη Σλοβενία στα αγγλικά, στηριζόμενη στο κεφάλαιο αυτό, και δημοσιεύτηκε σε ελληνική μετάφραση στο περιοδικό "Ίαμβος" με τίτλο "Ο Καπετάν Καζάνης και η Κριτσοτοπούλα: τα δυο τελευταία Κρητικά έπη". Η άλλη έγινε στη Ζάκυνθο, με τίτλο "Ο λαϊκός Κρητικός δραματουργός Μιχάλης Διαλλινάς: Το λαϊκό θέατρο στην υπηρεσία της απελευθέρωσης των αλύτρωτων περιοχών"
Η Κριτσοτοπούλα από την πρώτη έκδοση δεν έχει εκδοθεί ξανά. Όταν έγραφα το βιβλίο μου βρήκα μια πολυγραφημένη έκδοση σε ένα βιβλιοπωλείο στη γενέτειρα του Διαλλινομιχάλη, τη Νεάπολη Κρήτης, και αυτή χρησιμοποίησα. Και είναι αξιέπαινος ο φίλτατος ο Πάτροκλος που προσφέρθηκε να την δακτυλογραφήσει και να την φιλοξενήσει στην ιστοσελίδα του. Τον ευχαριστώ προσωπικά, σαν Μπάμπης και σαν Κρητικός. Κάντε κλικ, και πηγαίνετε στην Κριτσοτοπούλα .
Monday, January 7, 2008
Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη
Κι άλλη προδημοσίευση: Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη, Ψηλά τακούνια για πάντα.
Τίτλος: «Ψηλά τακούνια για πάντα»
Συγγραφέας: Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, 2006
Σελίδες: 299
Εξιστορώντας τη ζωή οκτώ γυναικών, από τα γυμνασιακά τους χρόνια μέχρι τα σαράντα τους, η συγγραφέα εικονογραφεί χαρακτηριστικές πλευρές της γυναικείας ψυχολογίας σε τυπικές καταστάσεις ζωής.
Πήρα από τα Ελληνικά Γράμματα το τελευταίο μυθιστόρημα της Ιουστίνης Φραγκούλη για να το παρουσιάσω στο Λέξημα, και την επόμενη μέρα, κοιτάζοντας ένα πάγκο του βιβλιοπωλείου της Εστίας, έπεσα πάνω στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Πετάει το σύννεφο, πετάει» (Ψυχογιός 2003). Το αγόρασα λοιπόν με τη σκέψη ότι καλό είναι να πούμε και γι αυτό δυο λόγια.
Πρόκειται για οικογενειακές ιστορίες. Πρωταγωνιστές είναι ο παππούς με τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Παρακολουθώντας την ιστορία τους παρακολουθούμε και την ιστορία της νεότερης Ελλάδας: Βαλκανικοί πόλεμο, μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, εμφύλιος, χούντα. Τα παιδιά είναι οκτώ. Τις παράλληλες ιστορίες τους τις παρακολουθούμε διαδοχικά. Εμβόλιμα παρουσιάζεται η ιστορία του παπά πατέρα, που από αγρότης γίνεται παπάς. Οικοδομείται και ένα «σασπένς του πώς»: πώς σκοτώθηκε η παπαδιά από τους αριστερούς. Το μαθαίνουμε κάπου στο τέλος.
Στο «Ψηλά τακούνια για πάντα» η Τζούλια, μια σαραντάρα γυναίκα που ζει στον Καναδά, καλεί τις φίλες της να συναντηθούν, τηρώντας μια υπόσχεση που είχαν δώσει πριν 18 χρόνια, όταν τέλειωναν το σχολείο, να βρεθούν όλες μαζί όταν θα έκλειναν τα 40. Στη συνέχεια παρακολουθούμε τις ιστορίες των έξι φιλενάδων. Οι ιστορίες αυτές έχουν σαν στόχο να προσωπογραφήσουν τα κορίτσια, που αποτελούν τυπικές φιγούρες κοριτσιών της μεταχουντικής εποχής, που αντιμετωπίζουν επίσης τυπικές καταστάσεις στη γαμήλια ζωή. Η Ιουστίνη συνοψίζει αυτά τα πορτραίτα:
«Πώς ν' αφομοιώσει η ψυχή της όλες αυτές τις δυστυχίες των φιλενάδων της; Η μία ν' ανέχεται τις εξωσυζυγικές σχέ¬σεις του άντρα της και να εισπράττει καθημερινά τη βίαιη συμπεριφορά του, ανίκανη να διεκδικήσει την ελευθερία της λόγω του κοινωνικού καταναγκασμού. Η άλλη, δεμένη σ' ένα γάμο χωρίς έρωτα, να ομολογεί πως έχασε οριστικά και αμετάκλητα το τρένο της ευτυχίας. Η τρίτη να προσδοκά μόνο το σκαμπανέβασμα σε εφήμερες σχέσεις, παραιτημένη στην αφοσίωση ενός άντρα που δεν αγαπούσε. Η Αθηνά ήταν η μόνη που δήλωνε ευχαριστημένη από τις επιλογές της. Όσο για τη Μαρία, αυτή κι αν τις αποσυντόνισε με την αποκάλυψη της! Η γυναίκα-υπόδειγμα από τα παιδικά τους χρόνια απειλούσε να καταστρέψει την καλοστημένη της οι¬κογένεια για έναν ουρανοκατέβατο έρωτα!» (σελ. 262).
Και εδώ υπάρχει ένα σασπένς, «σασπένς του γιατί». Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια «πράξη σπουδαία», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης: την αυτοκτονία του πατέρα της Τζούλιας. Ο πατέρας της, διευθυντής τράπεζας και ευυπόληπτο μέλος της τοπικής κοινωνίας, αυτοκτονεί μέσα στο λουτρό κόβοντας τις φλέβες του. Το σασπένς λύνεται στο τέλος: Η αυτοκτονία του δεν οφειλόταν ούτε σε οικονομικές ατασθαλίες ούτε σε ροζ σκάνδαλα αλλά σε ψυχασθένεια. Σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακα, και όταν βρέθηκε στη φάση της κατάθλιψης αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του.
Η Ιουστίνη αποκαλεί την αυτοκτονία του «δάντεια».
Νομίζω δεν έφτιαξε σωστά τη λέξη. Η σωστή λέξη θα ήταν «δαντώνεια». Το «δάντεια» παραπέμπει στον Δάντη, που δεν μου λέει τίποτα. Το «δαντώνεια» παραπέμπει στον Δαντών, έναν από τους ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης, που πέθανε κι αυτός στο λουτρό, όχι όμως αυτοκτονημένος, αλλά μαχαιρωμένος από τη Σαρλότα Κορντέ.
Δίνοντας η Φραγκούλη τον τίτλο «Ψηλά τακούνια για πάντα» στο μυθιστόρημά της αναρωτιέμαι αν είχε στο μυαλό της «Τα ψάθινα καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Και αυτό γιατί το βιβλίο της έχει ίδια θεματική: ιστορίες κοριτσιών μέσα από τις οποίες μας δίνονται οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι αγωνίες τους. Φαντάζομαι όμως πως όχι, γιατί αν ήθελε να αναδείξει την ομοιότητα, ο τίτλος που θα έβαζε θα ήταν απλά «Τα ψηλά τακούνια».
Ένα κεφάλαιο του μυθιστορήματός της είναι δοκιμιακό, με θέμα τον μεταφεμινισμό. Ήταν το μόνο που έλειπε για να ολοκληρώσει το πανόραμα αυτό της «γυναικείας κατάστασης» στα τέλη του 20ου αιώνα. Παραθέτουμε την παράγραφο που συνοψίζει την καρδιά του προβληματισμού:
«Ο μεταφεμινισμός, ως όρος, υπαινίσσεται πως οι γυναίκες έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο εξ αφορμής του φεμινισμού, αλλά συγχρόνως υποδηλώνει πως ο φεμινι¬σμός είναι τώρα χωρίς σημασία, μάλιστα ανεπιθύμητος, επειδή μετέτρεψε εκατομμύρια γυναικών σε όντα δυστυ¬χισμένα, θύματα μοναξιάς, θηλυκά χωρίς θηλυκότητα, πι-κραμένα, άτεκνα, προτρέποντάς τα να γεμίζουν τις ντου¬λάπες με μπότες εκστρατείας, κακόγουστες ινδικές φούστες και ταγάρια» (σελ. 242)
Και για τη γυναικεία φιλία γράφει τα εξής καίρια:
«Τελικά η φιλία των γυναικών γεννιέται τα χρόνια της ανιδιοτέλειας, φουντώνει με την άνθηση των ορμονών, υποσιτίζεται τον καιρό του έρωτα, ανασταίνεται με¬τά το γάμο, αναβιώνει με την ωριμότητα. Δεν ξεχνιέται ποτέ, όπως το ποδήλατο και το κολύμπι!» (σελ. 201).
Πώς βρέθηκε η Τζούλια στον Καναδά; Συμβουλή ενός ψυχίατρου στη μητέρα της: Η κόρη έπρεπε να αλλάξει παραστάσεις. Έτσι η κόρη έχασε μεμιάς πατέρα και μητέρα. Η εγκατάλειψη οδήγησε στην απόρριψη. Παρά τα γράμματα που τις έστελνε η μητέρα της δεν της απάντησε ποτέ. Οι ψυχίατροι δεν δίνουν πάντα σωστές συμβουλές. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος πραγματικός πυρήνας σ’ αυτή την ιστορία.
Διάβασα κάπου ότι στο αριστούργημα του Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη» οι κριτικοί βρήκαν καμιά δεκαπενταριά ασυνέπειες. Εγώ στο βιβλίο της Ιουστίνης βρήκα μόνο μία.
Η Αθηνά λέει στην Καίτη: «…δεν είσαι ακόμη ούτε 40 και τα παιδιά σου είναι ενήλικα, σπουδάζουν» (σελ. 256). Η Καίτη παντρεύτηκε αφού πήρε το πτυχίο της στα ΚΑΤΕΕ, βοηθός ακτινολόγου. Αν υποθέσουμε ότι έκανε το πρώτο της παιδί στα 22, όταν σαραντάριζε θα ήταν μόλις 18.
Μια ασυνέπεια δεν στερεί παρά ελάχιστα από αυτό το θαυμάσιο βιβλίο, όπως άλλωστε και οι ασυνέπειες στο έργο του Τολστόι δεν το εμπόδισαν να καταταγεί ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι γυναίκες αναγνώστριες στις ηρωίδες της Φραγκούλη θα βρουν κάτι από τον εαυτό τους, ενώ οι άντρες κάτι από τις γυναίκες που αγάπησαν.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 7-1-2007
Τίτλος: «Ψηλά τακούνια για πάντα»
Συγγραφέας: Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, 2006
Σελίδες: 299
Εξιστορώντας τη ζωή οκτώ γυναικών, από τα γυμνασιακά τους χρόνια μέχρι τα σαράντα τους, η συγγραφέα εικονογραφεί χαρακτηριστικές πλευρές της γυναικείας ψυχολογίας σε τυπικές καταστάσεις ζωής.
Πήρα από τα Ελληνικά Γράμματα το τελευταίο μυθιστόρημα της Ιουστίνης Φραγκούλη για να το παρουσιάσω στο Λέξημα, και την επόμενη μέρα, κοιτάζοντας ένα πάγκο του βιβλιοπωλείου της Εστίας, έπεσα πάνω στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Πετάει το σύννεφο, πετάει» (Ψυχογιός 2003). Το αγόρασα λοιπόν με τη σκέψη ότι καλό είναι να πούμε και γι αυτό δυο λόγια.
Πρόκειται για οικογενειακές ιστορίες. Πρωταγωνιστές είναι ο παππούς με τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Παρακολουθώντας την ιστορία τους παρακολουθούμε και την ιστορία της νεότερης Ελλάδας: Βαλκανικοί πόλεμο, μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, εμφύλιος, χούντα. Τα παιδιά είναι οκτώ. Τις παράλληλες ιστορίες τους τις παρακολουθούμε διαδοχικά. Εμβόλιμα παρουσιάζεται η ιστορία του παπά πατέρα, που από αγρότης γίνεται παπάς. Οικοδομείται και ένα «σασπένς του πώς»: πώς σκοτώθηκε η παπαδιά από τους αριστερούς. Το μαθαίνουμε κάπου στο τέλος.
Στο «Ψηλά τακούνια για πάντα» η Τζούλια, μια σαραντάρα γυναίκα που ζει στον Καναδά, καλεί τις φίλες της να συναντηθούν, τηρώντας μια υπόσχεση που είχαν δώσει πριν 18 χρόνια, όταν τέλειωναν το σχολείο, να βρεθούν όλες μαζί όταν θα έκλειναν τα 40. Στη συνέχεια παρακολουθούμε τις ιστορίες των έξι φιλενάδων. Οι ιστορίες αυτές έχουν σαν στόχο να προσωπογραφήσουν τα κορίτσια, που αποτελούν τυπικές φιγούρες κοριτσιών της μεταχουντικής εποχής, που αντιμετωπίζουν επίσης τυπικές καταστάσεις στη γαμήλια ζωή. Η Ιουστίνη συνοψίζει αυτά τα πορτραίτα:
«Πώς ν' αφομοιώσει η ψυχή της όλες αυτές τις δυστυχίες των φιλενάδων της; Η μία ν' ανέχεται τις εξωσυζυγικές σχέ¬σεις του άντρα της και να εισπράττει καθημερινά τη βίαιη συμπεριφορά του, ανίκανη να διεκδικήσει την ελευθερία της λόγω του κοινωνικού καταναγκασμού. Η άλλη, δεμένη σ' ένα γάμο χωρίς έρωτα, να ομολογεί πως έχασε οριστικά και αμετάκλητα το τρένο της ευτυχίας. Η τρίτη να προσδοκά μόνο το σκαμπανέβασμα σε εφήμερες σχέσεις, παραιτημένη στην αφοσίωση ενός άντρα που δεν αγαπούσε. Η Αθηνά ήταν η μόνη που δήλωνε ευχαριστημένη από τις επιλογές της. Όσο για τη Μαρία, αυτή κι αν τις αποσυντόνισε με την αποκάλυψη της! Η γυναίκα-υπόδειγμα από τα παιδικά τους χρόνια απειλούσε να καταστρέψει την καλοστημένη της οι¬κογένεια για έναν ουρανοκατέβατο έρωτα!» (σελ. 262).
Και εδώ υπάρχει ένα σασπένς, «σασπένς του γιατί». Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια «πράξη σπουδαία», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης: την αυτοκτονία του πατέρα της Τζούλιας. Ο πατέρας της, διευθυντής τράπεζας και ευυπόληπτο μέλος της τοπικής κοινωνίας, αυτοκτονεί μέσα στο λουτρό κόβοντας τις φλέβες του. Το σασπένς λύνεται στο τέλος: Η αυτοκτονία του δεν οφειλόταν ούτε σε οικονομικές ατασθαλίες ούτε σε ροζ σκάνδαλα αλλά σε ψυχασθένεια. Σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακα, και όταν βρέθηκε στη φάση της κατάθλιψης αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του.
Η Ιουστίνη αποκαλεί την αυτοκτονία του «δάντεια».
Νομίζω δεν έφτιαξε σωστά τη λέξη. Η σωστή λέξη θα ήταν «δαντώνεια». Το «δάντεια» παραπέμπει στον Δάντη, που δεν μου λέει τίποτα. Το «δαντώνεια» παραπέμπει στον Δαντών, έναν από τους ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης, που πέθανε κι αυτός στο λουτρό, όχι όμως αυτοκτονημένος, αλλά μαχαιρωμένος από τη Σαρλότα Κορντέ.
Δίνοντας η Φραγκούλη τον τίτλο «Ψηλά τακούνια για πάντα» στο μυθιστόρημά της αναρωτιέμαι αν είχε στο μυαλό της «Τα ψάθινα καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Και αυτό γιατί το βιβλίο της έχει ίδια θεματική: ιστορίες κοριτσιών μέσα από τις οποίες μας δίνονται οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι αγωνίες τους. Φαντάζομαι όμως πως όχι, γιατί αν ήθελε να αναδείξει την ομοιότητα, ο τίτλος που θα έβαζε θα ήταν απλά «Τα ψηλά τακούνια».
Ένα κεφάλαιο του μυθιστορήματός της είναι δοκιμιακό, με θέμα τον μεταφεμινισμό. Ήταν το μόνο που έλειπε για να ολοκληρώσει το πανόραμα αυτό της «γυναικείας κατάστασης» στα τέλη του 20ου αιώνα. Παραθέτουμε την παράγραφο που συνοψίζει την καρδιά του προβληματισμού:
«Ο μεταφεμινισμός, ως όρος, υπαινίσσεται πως οι γυναίκες έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο εξ αφορμής του φεμινισμού, αλλά συγχρόνως υποδηλώνει πως ο φεμινι¬σμός είναι τώρα χωρίς σημασία, μάλιστα ανεπιθύμητος, επειδή μετέτρεψε εκατομμύρια γυναικών σε όντα δυστυ¬χισμένα, θύματα μοναξιάς, θηλυκά χωρίς θηλυκότητα, πι-κραμένα, άτεκνα, προτρέποντάς τα να γεμίζουν τις ντου¬λάπες με μπότες εκστρατείας, κακόγουστες ινδικές φούστες και ταγάρια» (σελ. 242)
Και για τη γυναικεία φιλία γράφει τα εξής καίρια:
«Τελικά η φιλία των γυναικών γεννιέται τα χρόνια της ανιδιοτέλειας, φουντώνει με την άνθηση των ορμονών, υποσιτίζεται τον καιρό του έρωτα, ανασταίνεται με¬τά το γάμο, αναβιώνει με την ωριμότητα. Δεν ξεχνιέται ποτέ, όπως το ποδήλατο και το κολύμπι!» (σελ. 201).
Πώς βρέθηκε η Τζούλια στον Καναδά; Συμβουλή ενός ψυχίατρου στη μητέρα της: Η κόρη έπρεπε να αλλάξει παραστάσεις. Έτσι η κόρη έχασε μεμιάς πατέρα και μητέρα. Η εγκατάλειψη οδήγησε στην απόρριψη. Παρά τα γράμματα που τις έστελνε η μητέρα της δεν της απάντησε ποτέ. Οι ψυχίατροι δεν δίνουν πάντα σωστές συμβουλές. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος πραγματικός πυρήνας σ’ αυτή την ιστορία.
Διάβασα κάπου ότι στο αριστούργημα του Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη» οι κριτικοί βρήκαν καμιά δεκαπενταριά ασυνέπειες. Εγώ στο βιβλίο της Ιουστίνης βρήκα μόνο μία.
Η Αθηνά λέει στην Καίτη: «…δεν είσαι ακόμη ούτε 40 και τα παιδιά σου είναι ενήλικα, σπουδάζουν» (σελ. 256). Η Καίτη παντρεύτηκε αφού πήρε το πτυχίο της στα ΚΑΤΕΕ, βοηθός ακτινολόγου. Αν υποθέσουμε ότι έκανε το πρώτο της παιδί στα 22, όταν σαραντάριζε θα ήταν μόλις 18.
Μια ασυνέπεια δεν στερεί παρά ελάχιστα από αυτό το θαυμάσιο βιβλίο, όπως άλλωστε και οι ασυνέπειες στο έργο του Τολστόι δεν το εμπόδισαν να καταταγεί ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι γυναίκες αναγνώστριες στις ηρωίδες της Φραγκούλη θα βρουν κάτι από τον εαυτό τους, ενώ οι άντρες κάτι από τις γυναίκες που αγάπησαν.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 7-1-2007
Saturday, January 5, 2008
Λέξημα
Το Έθνος έβαλε ένα κείμενό μας για το ηλεκτρονικό μας περιοδικό, το Λέξημα, με τίτλο: Λέξημα. Περιοδικό που τρέχει για τη λογοτεχνία στο διαδίκτυο. Διαβάστε το.
Thursday, January 3, 2008
Σουρούνης κ.ά.
Διακοπές, είχαμε χρόνο να διαβάσουμε και να γράψουμε. Ας βάλουμε αυτά που γράψαμε (βιβλιοπαρουσιάσεις) σε προδημοσίευση, μια και μπορεί να πάρει χρόνο μέχρι να δημοσιευθούν.
Αντώνης Σουρούνης, Το μονοπάτι στη θάλλασα.
Νίκος Κουμερτάς, Α! Βρε κόσμε παράλογε.
Ε. Καββαδία, Κ. Αλαμπορινού, Μ. Διαμαντάκη, Τρεις ποιητικές συλλογές.
Αντώνης Σουρούνης, Το μονοπάτι στη θάλλασα.
Νίκος Κουμερτάς, Α! Βρε κόσμε παράλογε.
Ε. Καββαδία, Κ. Αλαμπορινού, Μ. Διαμαντάκη, Τρεις ποιητικές συλλογές.
Subscribe to:
Posts (Atom)