Tuesday, March 31, 2009

Θόδωρος Αγγελόπουλος, Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995)

Από σήμερα στο Στούντιο


 

Τελικά καλά θυμόμουνα, μόνο το «Λιβάδι που δακρύζει» δεν είχα δει, το βλέμμα και την αιωνιότητα τα είχα ξαναδεί. Στις πρώτες σκηνές στο βλέμμα βλέπω τον εκδότη μου, το Θάνο Γραμμένο.
Είναι περασμένες δύο, να γράψω σύντομα δυο τρία πραγματάκια που σκέφτηκα καθώς (ξανα)έβλεπα την ταινία. Ενώ η αιωνιότητα ήταν η τραγωδία της ύπαρξης, το βλέμμα είναι η τραγωδία της ιστορίας. Η απαισιόδοξη ματιά του Αγγελόπουλου ταιριάζει απόλυτα με το δικό μου βλέμμα. Όσο υπάρχει ιστορία, οι άνθρωποι θα σκοτώνονται. Για όσους δεν είδαν την ταινία, τελειώνει με μια οικογένεια σέρβων να σκοτώνονται στο Σεράγιεβο. Ο Χάρβεϋ Κέητελ, ο κεντρικός ήρωας, κλαίει πάνω από τα πτώματα.
Το έχω γράψει για μυθιστορήματα, ας το γράψουμε και για μια ταινία: Το στόρι είναι προσχηματικό. Ενώ συνήθως το κοινωνικοϊστορικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για να μην αιωρούνται στο κενό οι ήρωες, εδώ το στόρι (ο ήρωας που ψάχνει τρία φιλμ των αρχών του αιώνα που δεν είχαν εμφανισθεί) είναι το πρόσχημα για να περιδιαβούμε στα μονοπάτια της πρόσφατης αιματηρής ιστορίας της Γιουγκοσλαβίας.
Να το επαναλάβουμε, ο Αγγελόπουλος είναι ζωγράφος-ποιητής. Τα μακρά πλάνα του έχουν σαν στόχο να μας καθηλώσουν μπροστά στην ποιητική εικόνα του. Όπως σε μια έκθεση ζωγραφικής στεκόμαστε και θαυμάζουμε έναν ένα τους πίνακες, έτσι κι εδώ ο Αγγελόπουλος μας θέλει να θαυμάσουμε ένα ένα τα πλάνα του, και γι αυτό τα τραβάει σε μάκρος.
Αγαπημένοι του πίνακες:
Οι αμφιπλεύρου συμμετρίας. Μια γέφυρα που η κάμερα την πλησιάζει αργά, κεντράροντας στη μέση της. Στα δυο προηγούμενα έργα είχαμε το κιόσκι με απέναντι τη θάλασσα, και την κάμερα να πλησιάζει πάλι σιγά σιγά, χωρίζοντάς το στα δυο σε μια κλασική συμμετρία.
Οι σκηνές πλήθους μαγεύουν τον Αγγελόπουλο. Η σκηνή στην αρχή της ταινίας με τον κόσμο να κρατάει τις ομπρέλες είναι ιδιαίτερα επιβλητική. Το ίδιο και οι δυο μεγάλες σκηνές με την κάμερα σε τράβελινγκ, η μια στο τραίνο και η άλλη στη βάρκα: στο τραίνο να παίρνει τον κόσμο μέσα στο χιόνι, στη βάρκα να παίρνει τον κόσμο στις όχθες που σταυροκοπιέται βλέποντας το κομματιασμένο άγαλμα του Λένιν, σηματοδοτώντας μια αποφασιστική καμπή στη σύγχρονη ιστορία.
Τελειώνοντας, να πούμε ότι ο Βέγγος ήταν εντυπωσιακός.
Αυτά.

Monday, March 30, 2009

Yanni World Dance

Δεν είναι υπέροχος; Ο Yanni, ο έλληνας.

Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Αιωνιότητα και μια μέρα.

Την ταινία την είχα ξαναδεί, αλλά το είχα ξεχάσει. Το 1998 πήρε το χρυσό φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών. Ξαναβλέποντάς τη κατάλαβα γιατί το πήρε.
Ο Αγγελόπουλος εδώ εγκαταλείπει τον άνθρωπο μέσα στην ιστορία, και μάλιστα τον Έλληνα μέσα στην ελληνική ιστορία για την οποία δεν μπορούν να ενδιαφέρονται οι ξένοι, και καταπιάνεται με τον άνθρωπο σαν υπαρξιακή οντότητα. Η ταινία δεν αποτελεί παρά ένα σχόλιο πάνω στη μοναξιά, το φόβο και το θάνατο.
Ο γερο-συγγραφέας ετοιμάζεται για ταξίδι. Η ανατροπή έρχεται λίγο αργότερα: το ταξίδι αυτό είναι το ταξίδι προς το θάνατο. Κτυπημένος προφανώς από καρκίνο, σύμφωνα με την οδηγία του γιατρού του, όταν αρχίσουν οι πόνοι θα πρέπει να πάει σε νοσοκομείο (Θυμάμαι εδώ κάτι ανάλογο με τον γιατρό-φίλο του ζευγαριού, στο «Κουκλόσπιτο» μάλλον, σίγουρα σε έργο του Ίψεν). Η μοίρα τον φέρνει κοντά σε ένα από τα παιδιά των φαναριών, ελληνάκι από τη Βόρειο Ήπειρο. Στο πιο «φλύαρο» σημείο του έργου ο ήρωας αναρωτιέται με μια σειρά «γιατί», μιλώντας στη μητέρα του που βρίσκεται σε γηροκομείο: «Γιατί πρέπει να σαπίζουμε αβοήθητοι ανάμεσα στον πόνο και την επιθυμία, γιατί έζησα τη ζωή μου στην εξορία (ε, δεν είναι εύκολο να εγκαταλείψεις ολότελα την ιστορία) και μια σειρά άλλα γιατί. «Μείνε μαζί μου», λέει ο συγγραφέας σε μια άλλη σκηνή στο βορειοηπειρωτάκι, που αυτό λέει με τη σειρά του «φοβάμαι». Πριν λίγο, με τη βοήθεια του συγγραφέα, είχε αποχαιρετήσει το φίλο του το Σελήμ που σκοτώθηκε στα φανάρια, στο νεκροτομείο. Θα κάψει τελετουργικά τα πράγματά του, με θεατές τα άλλα παιδιά.
Ο Αγγελόπουλος έχει το προσωπικό του ύφος, εύκολα αναγνωρίσιμο. Δεν είναι και πολλοί οι σκηνοθέτες που βλέποντας λίγα μόνο λεπτά φιλμ αναγνωρίζεις τον δημιουργό του. Η εμμονή με τις σκηνές πλήθους υπάρχει και εδώ, εντυπωσιακή στο κάψιμο των πραγμάτων του Σελήμ, ενώ στη σκηνή στα σύνορα, οι άνθρωποι πίσω από τα συρματοπλέγματα, με τα χέρια ψηλά στο θολό, χιονισμένο τοπίο, μοιάζουν με καρτούν.
Εντυπωσιάζει βέβαια και ο «μαγικός ρεαλισμός» του Αγγελόπουλου, που όχι μόνο δραματοποιεί τον Σολωμό δείχνοντάς τον να πληρώνει για να του φέρνουν λέξεις, αλλά στο τέλος της ταινίας τον βάζει μέσα στο ίδιο λεωφορείο με τους δυο ήρωες, στο τελευταίο δίωρο πριν χωριστούν και ο μικρός πάρει το πλοίο. Στο ίδιο λεωφορείο βλέπουμε και τη σουρεαλιστική εικόνα κάποιων μουσικών να στήνουν τα αναλόγια με τις παρτιτούρες και να παίζουν. Ο Σολωμός απαγγέλει τη «Μέρα της Λαμπρής», παραλείποντας την τελευταία φράση μετά το «γλυκιά ειν’ η ζωή». Αυτό το κάνει ο Αγγελόπουλος όχι για να κολακεύσει τον επαρκή θεατή αλλά για να την τονίσει στην απουσία της, μια και αποτελεί μια κεντρική ιδέα της ταινίας: «κι ο θάνατος μαυρίλα».
Αυτό με το Σολωμό να πληρώνει για να του φέρνουν λέξεις άγνωστές του είναι ένα εύρημα – να μην αρχίσω πάλι να ψάχνομαι όπως στο περιβόητο «ντοκιμαντέρ» για την δήθεν συνάντηση Καβάφη-Πεσσόα – που μπορεί να φαίνεται εντυπωσιακό – ο Καζαντζάκης ξέρω ότι είχε αυτή τη συλλεκτική μανία – όμως εμένα δεν μου πολυγεμίζει το μάτι. Ο Καβάφης δεν είχε τέτοιο βίτσιο. Μπορεί η άγνωστη λέξη να προσθέτει λογοτεχνικότητα σε ένα κείμενο από τη μια μεριά, από την άλλη όμως του αφαιρεί, όχι για την πιθανή αδυναμία κατανόησής της από τον αναγνώστη –τα συμφραζόμενα συνήθως βοηθούν- αλλά για την έλλειψη συνδηλώσεων που τη διακρίνει, εκτός βέβαια και αν είναι σύνθετη.
Η μουσική της Καραΐνδρου που ακούγεται σαν λυγμός είναι επίσης ένα από τα μεγάλα συν στην ταινία.
Αυτά, είναι 1.54, μια ανάγνωση για να διορθώσουμε κανένα λάθος, και μετά ύπνο.
Α, ναι, ξέχασα και για τον τίτλο. Τι είναι το αύριο, ρωτάει ο συγγραφέας σε μια αναδρομή τη γυναίκα του στο τέλος της ταινίας. Και αυτή του δίνει σαν απάντηση τον τίτλο της ταινίας: Αιωνιότητα και μια μέρα.
Αν ήταν να κάνω εγώ ένα δικό μου διάλογο για το τέλος της ταινίας, που θα ήταν πολύ πιο κοντά στην κεντρική της ιδέα, θα έλεγα –Τι είναι η ζωή; -Μια μέρα μέσα στην αιωνιότητα. Δεν θα ένιωθα υποχρεωμένος να επαναλάβω τον τίτλο της ταινίας.
Μου ήλθε στο νου όταν έβλεπα την ταινία ότι δεν μπορεί, θα υπάρχουν και άλλες ταινίες με πρωταγωνιστές έναν ηλικιωμένο και ένα παιδί. Θυμήθηκα μια: «Ο κύριος Ιμπραήμ» με τον Ομάρ Σαρίφ.
Αυτά.

Saturday, March 28, 2009

Γιόνι Γκούντμαν, Κλειστή Ζώνη

Επικολλώ e-mail του Νίκου Παπασταματίου

Ένα φιλμ κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους που ανέβηκε στο YouTube και φέρει τη σφραγίδα του βραβευμένου Εβραίου σκηνοθέτη Γιόνι Γκούντμαν (Βαλς με τον Μπασίρ) έχει προλκαλέσει κύμα αντιδράσεων στο Ισραήλ. Ο λόγος είναι ότι το 90 δευτερολέπτων φιλμάκι ευελπιστεί να περιγράψει την περιορισμένη ζωή των κατοίκων της Γάζας.Το φιλμ, που ονομάζεται «Κλειστή Ζώνη» περιγράφει την προσπάθεια ενός παιδιού που ζει στη Λωρίδα της Γάζας, να κυνηγήσει ένα πουλί η οποία είναι μάταιη καθώς ο δρόμος κλείνει συνεχώς μπροστά του...Δείτε το

Thursday, March 26, 2009

Αντρέι Σβιάγκιντσεβ, Η επιστροφή (2003)

Όταν βλέπω μια ταινία δεν ξέρω εκ των προτέρων αν θα γράψω γι αυτήν. Αυτή εδώ είναι μια εξαίρεση. Μου τη σύστησε ο facebook φίλος, σκηνοθέτης κινηματογράφου που κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο «Ορίζοντας γεγονότων», για να του πω τη γνώμη μου.
Ξεκινάω με τη θεωρία της πρόσληψης: Εγώ, σαν συγκεκριμένος θεατής, πώς προσέλαβα την συγκεκριμένη ταινία;
Μου αρέσουν τα αινίγματα και γι αυτό το λόγο ψοφάω για σασπένς. Και αυτά τρέφονται με γεγονότα-πυρήνες κατά την ορολογία του Ρολάν Μπαρτ, γεγονότα δηλαδή που πυροδοτούν άλλα γεγονότα, τροφοδοτώντας τα σασπένς σε μια αφήγηση.
Νυστάζω που να πάρει, είναι κοντά δυο, αύριο πρέπει να ξυπνήσω πρωί να πάω στον οφθαλμίατρο με το γιο μου, αλλά αν δεν γράψω για το έργο τώρα θα δυσκολευτώ να γράψω αργότερα. Έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου – την πάτησα με μια άλλη ταινία – να γράφω αμέσως μόλις βλέπω την ταινία.
Πάμε λοιπόν. Πολλά σασπένς, κι εγώ να προσπαθώ να μαντεύσω τι θα γίνει στο τέλος.
Αλλά δυο λόγια πρώτα για την υπόθεση. Ο πατέρας εμφανίζεται μετά από 12 χρόνια και παίρνει τους δυο μικρούς γιους του για ένα τριήμερο, που όμως παρατείνεται σε μια βδομάδα. Πάνε πρώτα στην εξοχή, και στη συνέχεια σε ένα νησί. Και έτσι έχουμε κάτι σαν Ροβινσώνα Κρούσο με δυο παιδιά να αντιμετωπίζει την άγρια φύση. Αβανταδόρικο σενάριο, μια και απολαμβάνουμε καταπράσινα τοπία και θάλασσα. Σε γαλήνη και σε καταιγίδα. Μόνο το βουνό λείπει. Ο μικρός γιος, ένα δειλό και φοβισμένο παιδί, κοντράρεται συνεχώς με τον πατέρα του. Λέει στον μεγαλύτερο αδελφό του ότι ο πατέρας τους θα τους σκοτώσει. Να το πρώτο σασπένς. Λειτουργεί αυτό σαν prolepse (Gerard Genette), anticipation, πρόβλεψη ή καλύτερα πρόλεξη, για το τι θα συμβεί; Αργότερα έχομε το αντίστροφο: ο μικρός κλέβει το μαχαίρι του πατέρα του και λέει στον αδελφό του ότι μ’ αυτό θα τον σκοτώσει. Διπλό σασπένς εδώ: Ποιος θα σκοτώσει ποιον;
Ειδολογικά, περιμένουμε την ένταση στις σχέσεις ανάμεσα σε πατέρα και γιο να διαδεχθεί η συμφιλίωση, ή καλύτερα ο μικρός να αποδεχθεί τον πατέρα του. Έτσι ξεφεύγω γρήγορα από το ερώτημα ποιος θα σκοτώσει ποιον και περιμένω πως θα επέλθει η συμφιλίωση.
Κάνω παρέκβαση: η στοιχειώδης δομή της αφήγησης είναι το παρακάτω σχήμα: αρχική τάξη - διασάλευση της αρχικής τάξης - αποκατάστασης της αρχικής τάξης. Ψάχνω στο διδακτορικό μου, δεν γράφω από πού το πήρα, πάντως δεν νομίζω να το επινόησα εγώ, νομίζω είναι από τον Τσβετάν Τοντόροφ. Στο συγκεκριμένο έργο η αρχική τάξη βρίσκεται εκτός πλαισίου της ιστορίας, με φωτογραφίες μιας ευτυχισμένης οικογένειας, πριν ο πατέρας φύγει. Δεν μας λέγεται γιατί, αλλά μπορούμε να εικάσουμε. Δεν μπορεί να πήγε ταξίδι που κράτησε 12 χρόνια. Το πιο πιθανό είναι να το έσκασε με τη γκόμενα, αλλά μπορεί και να ήταν φυλακή. Ο σεναριογράφος δεν θεώρησε σκόπιμο να μας το πει, γιατί φαντάστηκε ότι ο μέσος θεατής δεν θα αναρωτιόταν. Δεν είχε υπόψη του ότι υπάρχουν θεατές σαν κι εμένα.
Η διασάλευση της αρχικής τάξης επέρχεται με το που έφυγε, ενώ η επιστροφή του δημιουργεί επίσης μια μίνι διασάλευση της ισορροπίας που έχει επέλθει στο μεταξύ στην οικογένεια, που προοιωνίζει όμως την αποκατάσταση της αρχικής τάξης, όλη η οικογένεια πάλι μαζί. Και βασικό στοιχείο αυτής της αποκατάστασης είναι η αποκατάσταση των σχέσεων πατέρα και γιου.
Στην «Αντιγόνη» πώς επέρχεται αυτή η αποκατάσταση; Όχι με την αποφυλάκισή της από τον υγρό τάφο που την έκλεισε ο Κρέοντας, αφού στο μεταξύ έχει αυτοκτονήσει. Η αποκατάσταση γίνεται στο ιδεατό επίπεδο, με τις αξίες της να καταυγάζουν και τον Κρέοντα να υποφέρει μετανιωμένος για το κακό που σκόρπισε γύρω του. Με τον ίδιο ιδεατό τρόπο έρχεται και εδώ η αποκατάσταση.
Τα παιδιά ζητούν από τον πατέρα την άδεια να πάρουν τη βάρκα για ψάρεμα. Η εντολή είναι να γυρίσουν σε μια ώρα. Γυρνούν το σούρουπο. Ο πατέρας χαστουκίζει τον μεγάλο για ανυπακοή, και ο μικρός βγάζει το μαχαίρι. Είναι πολύ μικρός όμως για να τον σκοτώσει, και το βάζει στα πόδια. Ο πατέρας του τον κυνηγάει, όχι για να τον τιμωρήσει αλλά για να μη χαθεί. Ο μικρός ανεβαίνει σε ένα παρατηρητήριο και απειλεί να πέσει κάτω. Ο πατέρας του, στην προσπάθειά του να τον προλάβει, πέφτει κάτω και σκοτώνεται. Τα παιδιά τον μεταφέρουν στην βάρκα, και γυρνάνε πίσω. Πηγαίνουν στο αμάξι τα πράγματα, αλλά γυρνώντας βλέπουν να έχει παρασύρει το κύμα τη βάρκα με τον νεκρό πατέρα τους, να έχει μπάσει νερά στο μεταξύ (πώς έτσι ξαφνικά; Αλλά τώρα μόλις αναρωτιέμαι, όχι όταν είδα την ταινία) και να βουλιάζει. Ο μικρός τρέχει προς τη βάρκα φωνάζοντας σπαρακτικά: πάπα, πάπα. Η διαταραγμένη συναισθηματική σχέση αποκαθίσταται όταν το σώμα του νεκρού πατέρα βουλιάζει στο νερό. Πιο πριν είχαν βρει μια φωτογραφία στο αμάξι του πατέρα τους στην οποία ήσαν αυτοί με τη μητέρα τους, δηλωτικό για τα αισθήματά του. Αυστηρός πατέρας αλλά που τους αγαπούσε, όπως διαπιστώνουμε σε κάποια επεισόδια της ταινίας.
Υπάρχει και ένα άλυτο σασπένς (έχω εντοπίσει τέτοια άλυτα σασπένς και σε μυθιστορήματα). Ο πατέρας ξεθάβει από κάπου ένα κουτί. Δεν μαθαίνουμε τι έχει μέσα. Ένα κρυμμένο θησαυρό μήπως; Τα μυστηριώδη τηλεφωνήματα που παρέτειναν την εκδρομή είχαν σχέση μ’ αυτό το κουτί; Τα ερωτήματα αυτά βρίσκονται έξω από την οικονομία της ταινίας, και γι αυτό μόνο σε ένα περίεργο θεατή σαν κι εμένα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν.
Το πρόβλημα της σχέσης πατέρα-γιου χάνεται πίσω από την περιπέτεια, όμως χωρίς αυτό το πρόβλημα η ταινία θα ήταν καθαρά χολιγουντιανή, καλογυρισμένη βέβαια. Δεν θα την έβαζα όμως ποτέ πάνω από την θαυμάσια ταινία του Σοκούροφ «Πατέρας και γιος». Ούτε φυσικά πάνω από το «Χρώμα του παραδείσου» του Ματζίντ Ματζίντι (Αχ, αυτός ο υπέροχος ιρανικός κινηματογράφος!), όπου βλέπουμε τον πατέρα που θέλει να ξεφορτωθεί με κάθε τρόπο το τυφλό παιδί του, αλλά όταν το παρασύρουν τα κύματα του ποταμού ορμάει απελπισμένος να το σώσει – και το σώζει. Τις παραπάνω ταινίες τις θεωρώ καλύτερες, όμως και αυτή εδώ ήταν μια πολύ καλή ταινία. Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τον «Ορίζοντα γεγονότων» που μου τη συνέστησε. Δεν ξέρω αν θέλει να γράψει εδώ τα σχόλιά του ή στο facebook, κατ'ιδίαν.
Καλά ξυπνητούρια αύριο, δηλαδή σήμερα, είναι 3.13.

Wednesday, March 25, 2009

Συλλογικό, 7 ψυχές 7 ζωές

Συλλογικό, 7 ψυχές 7 ζωές, Εκδόσεις Χρήστου Δαρδανού, 2009

Επτά νέοι συγγραφείς, με την καθοδήγηση του Δημήτρη Βαρβαρήγου, γράφουν ισάριθμα διηγήματα με μια πλατειά θεματική.

«Επτά ψυχές επτά ζωές» είναι ο τίτλος της συλλογής επτά διηγημάτων επτά νέων συγγραφέων, που κάτω από την καθοδήγηση του Δημήτρη Βαρβαρήγου δοκίμασαν το ταλέντο τους, οι περισσότεροι για πρώτη φορά, στο λογοτεχνικό στίβο. Δεν ξέρω αν οφείλεται περισσότερο στο συγγραφικό τους ταλέντο ή στην καθοδηγητική ικανότητα του Βαρβαρήγου, πάντως το αποτέλεσμα υπήρξε άκρως ικανοποιητικό.
Πριν αναφερθούμε σε κάθε διήγημα χωριστά θα θέλαμε να μιλήσουμε για τα κοινά χαρακτηριστικά τους.
Η διάχυση στο χρόνο και τον τόπο αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό των περισσότερων από τα διηγήματα αυτά. Η αίσθηση της ιστορικότητας αλλά και η παγκοσμιοποίηση που διαχέει τον παλιό κοσμοπολιτισμό σε ευρύτερα στρώματα φαίνεται να χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους νέους αυτούς συγγραφείς. Αρχαϊκή εποχή, ελληνιστικοί χρόνοι, σταυροφορίες, αρχές του 20ου αιώνα, δεκαετία του ’50, είναι ο ιστορικός χρόνος στον οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες σε πέντε από τα διηγήματα της συλλογής. Στο άχρονο και άτοπο, που υποδηλώνει όμως σκηνοθετικά ένα αθηναϊκό παρόν διαδραματίζεται μόνο το τελευταίο διήγημα, ενώ το προτελευταίο διαδραματίζεται στην Τρούμπα του ’50. Το πέμπτο διαδραματίζεται στο Λονδίνο του τώρα, και το τέταρτο στην Καβαφική Αλεξάνδρεια. Τα τρία πρώτα στους τόπους που υποβάλλει η χρονολογική τους τοποθέτηση.
Αξίζει να σημειώσουμε μια δομική αρχή, που δεν ξέρω αν έγινε ηθελημένα ή τυχαία, που χαρακτηρίζει τη σειρά με την οποία εμφανίζονται τα διηγήματα αυτά στη συλλογή. Σε σχέση με το χρόνο, υπάρχει η πορεία από το απώτερο παρελθόν στο παρόν, και όσον αφορά τον χώρο, βλέπουμε μια κεντρομόλα τάση, από την περιφέρεια στο αθηναϊκό κέντρο.
Ο θάνατος αποτελεί καταλύτη αισθημάτων σε όλα τα διηγήματα, σε όλες του τις μορφές: φυσικός θάνατος, φόνος, αυτοκτονία. Άλλες φορές πυροδοτεί τη δράση, άλλες πάλι αποτελεί την κορύφωσή της.
Όμως ας καταπιαστούμε με καθένα από τα διηγήματα της συλλογής ξεχωριστά, με τη σειρά που εμφανίζονται στη συλλογή.
Και πρώτα πρώτα με το διήγημα της Χριστίνας Καμπά που φέρει τον τίτλο «Η ενοχή των πέπλων».
Το διήγημα της Καμπά διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός piece bien fait (καλοκαμωμένο έργο), για να δανειστούμε τον όρο από το θέατρο. Συναρπαστική αφήγηση, διαρκές σασπένς, ανατροπές, με μια γλώσσα που ο λυρισμός της δεν πνίγει την ροή της αφήγησης αλλά την κάνει ακόμη πιο μαγευτική. Η Δωρίχα οδηγείται στην πορνεία από τη μητέρα της τη Λαΐδα και την παραμάνα της. Ένας ηλικιωμένος γιατρός την ερωτεύεται και είναι έτοιμος να τη σώσει. Και εκεί που αναμένουμε ένα happy end, σαν αυτό στο «Αναμνήσεις μιας γκέισας» του Arthur Golden, βλέπουμε την Δωρίχα να απαγάγεται από τον αδελφό της Σαπφούς που την ερωτεύεται, προλαβαίνοντας τον γιατρό. Η Σαπφώ τον αποθαρρύνει για αυτή του τη σχέση. Τελικά το αμαρτωλό παρελθόν βαραίνει, ο αγαπημένος δεν της φέρεται πια σαν να είναι η αγαπημένη του αλλά σαν μια πόρνη. Από τον εξευτελισμό αυτό τη σώζει ο θάνατος. Η ζηλιάρα Αθίς, που φοβάται μήπως πέσει στην αγκαλιά της Σαπφούς, τη σκοτώνει.
Το δεύτερο διήγημα με τίτλο «Ίμερος» αναφέρεται στον απελπισμένο έρωτα της Δρυπέτιδας για τον Αλέξανδρο το Μέγα. Όμως αυτός διάλεξε για σύζυγό του την όμορφη Ρωξάνη, και αυτή την έδωσε για γυναίκα στον αγαπημένο του φίλο, τον Ηφαιστίωνα. Ο θάνατος του Αλέξανδρου θα τη ρίξει στην πιο μαύρη απελπισία. Η Μαίρη Πίσια περιγράφει πολύ παραστατικά τον σπαραγμό στον οποίο οδηγεί ένας ματαιωμένος έρωτας. Η τελευταία σελίδα αφηγείται με λυρικά υπαινικτικό τρόπο την πορεία της ηρωίδας προς την αυτοκτονία.
Ο «Ιππότης» της Αθηνάς Ζαχαροπούλου χαραμίστηκε ως διήγημα. Αποτελείται από έξοχους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους που διακόπτονται από σύντομα πεζά. Πρόκειται για τη δραματική ιστορία ενός νεαρού άγγλου που αναγκάστηκε να πάρει μέρος στις σταυροφορίες για να χάσει στο τέλος άδοξα τη ζωή του. Συμβουλή: να ξαναγράψει η συγγραφέας το διήγημα σε στίχους.
Αλλά να δώσουμε ένα δείγμα:
Ειπώθηκαν όλα γρήγορα, με ξένες αποφάσεις
Μέσα μου όπως τις ζύγιζα, είχα ανησυχία
Όμως τριγύρω το έβλεπες πως όλοι αδημονούσαν
Κουβέντιαζαν πως για καλό θα βρούμε τον άγιο τόπο
Μας κοίταζαν με σεβασμό εμάς τους ενταγμένους.
Πόσο μακριά θα πήγαινα δεν είχα καταλάβει.
Και πότε θα είχαμε επιστροφή δεν ήξερε κανένας.
Οι στίχοι αυτοί στο κείμενο είναι συνεχόμενοι μια και πρόκειται για πεζογράφημα. Δεν κρύβονται όμως, ήδη η Ελένη Στασινού τους εντόπισε από το απόσπασμα που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στην Πετρούπολη.
Στις «Άνυδρες βιγκόνιες» της Σμαρώς Κουμεντάκη βλέπουμε τη σεξουαλική σχέση ενός ηλικιωμένου κυρίου με τον φτωχό νεαρό που εκδίδεται για να ζήσει. Και εδώ έχουμε μια αφηγηματική ανατροπή. Ενώ στις πραγματικές ιστορίες της ζωής ο σεβαστός κύριος είναι που πληρώνει με τη ζωή του αυτή τη σχέση – να αναφέρουμε μόνο την περίπτωση του Παζολίνι – εδώ βλέπουμε τον σεβαστό κύριο να σκοτώνει αγανακτισμένος τον νεαρό. Η Κουμεντάκη περιγράφει με διεισδυτικότητα τα αμφιθυμικά αισθήματα που εκτρέφουν τέτοιου είδους σχέσεις.
Ο νεότερος της παρέας, ο Κωνσταντίνος Καφρίτσας, μαθητής, στο διήγημά του «Έρωτάς μου μια Ιθάκη» εκφράζει τον θαυμασμό του για τον Καβάφη. Ο νεαρός αθηναίος πηγαίνει στην Αλεξάνδρεια για να γνωρίσει το ίνδαλμά του. Θα συναντηθούν τελικά, αλλά ένα τροχαίο ατύχημα θα βάλει τέλος στη ζωή του. Στην παραστατική αφήγηση του Καρφίτσα παρεμβάλλονται θαυμάσιοι καβαφικοί στίχοι.
Στα «Φώτα νοτισμένα» της Λίτσας Θεοδωροπούλου έχουμε μια ακόμη αφηγηματική ανατροπή. Ανατρέπεται το στερεότυπο του «κακού» νταβατζή. Ο «προστάτης» εδώ εκμεταλλεύεται τις γυναίκες του όχι για προσωπικό όφελος – δεν του μένουν λεφτά ούτε καν για τσιγάρα – αλλά για να αγοράζει φάρμακα για την αγαπημένη του την Ανθή, που έχει μείνει ανάπηρη σε καροτσάκι από το ίδιο τροχαίο ατύχημα στο οποίο σκοτώθηκαν όλοι οι δικοί της και έμεινε μόνη στον κόσμο. Ένα από τα κορίτσια που εκμεταλλεύεται ο Γιώργος θαυμάζει τη μεγαλοψυχία του. Στο τέλος θα γίνουν ζευγάρι, παρατώντας το επάγγελμα που κάνουν, σε αυτό το συγκινητικό διήγημα.
Το τελευταίο διήγημα της συλλογής που έχει τον τίτλο «Χωρίς όνομα» έχει σαν θέμα το γονιό που παράτησε τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Η μεταμέλεια όμως έρχεται αργά. Αυτοκτονεί αφήνοντας περιουσιακά στοιχεία στο γιο του αφού μάταια ικέτευσε τη συγνώμη του. «Είναι αργά, πολύ αργά για να κοιτάξω πίσω» μονολογεί ο γιος, σχίζοντας το συμβόλαιο που του έφερε η φίλη του. Η Βάσια Τσώτσου που υπογράφει το διήγημα δεν απεικονίζει κυρίως το μίσος, αλλά την τραγικότητα του να μισείς τον ίδιο τον πατέρα σου. Είναι ένα σκληρό διήγημα, που ηχεί και σαν προειδοποίηση.
Κλείνοντας την παρουσίαση αυτή δεν έχω παρά να ευχηθώ καλή συνέχεια. Είμαι πεπεισμένος από τα δείγματα της δουλειάς των νέων αυτών ανθρώπων ότι θα ξανακούσουμε γι αυτούς.

Monday, March 23, 2009

Γιώργος Ρωμανός, Καζαμπλάνκα καφέ

Γιώργος Ρωμανός, Καζαμπλάνκα καφέ, Άγκυρα 2008, σελ. 203

Έρωτας πάνω σε ένα κρουαζιερόπλοιο, με ένα απρόοπτο τέλος

Μετά από πέντε συλλογές διηγημάτων ο Γιώργος Ρωμανός, εκδότης του περιοδικού Πανδώρα, εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Καζαμπλάνκα καφέ». Ελκυστικός για μένα τίτλος, όχι γιατί πίνω καφέ, αλλά γιατί μου αρέσει η Καζαμπλάνκα. Φανταζόμουν ένα καφέ σε κάποια μεγαλούπολη στην Ευρώπη, ίσως και στο Μαρόκο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το καφέ ενός πλοίου. Εκεί διαδραματίζεται η υπόθεση του μυθιστορήματος, πάνω σε ένα κρουαζιερόπλοιο, που περιφέρεται στα διεθνή ύδατα αράζοντας από καιρό σε καιρό και σε κάποιο εξωτικό λιμάνι της Ασίας.
Δεν θα εκπλησσόμουν αν μάθαινα ότι ο συγγραφέας έχει δουλέψει ως ναυτικός και το έργο του είναι αποκρυστάλλωμα των ταξιδιωτικών του εμπειριών, όπως είναι π.χ. πολλά από τα έργα του Joseph Conrad (The heart of darkness, Lord Jim κ.ά) αν και δεν χρειάζεται να είσαι ναυτικός για να γράψεις ένα έργο που η υπόθεσή του διαδραματίζεται στη θάλασσα. Ο Jack London για παράδειγμα δεν υπήρξε ναυτικός αλλά έγραψε τον θαυμάσιο «Θαλασσόλυκο», έργο το οποίο έχουμε παρουσιάσει από το blog μας.
Το έργο στην κυριολεξία είναι ένα λογοτεχνικό δοκίμιο πάνω στον έρωτα, το σεξ και τη μοναξιά, και κυρίως στο σεξ σαν αντίβαρο στη μοναξιά. «Εγώ σου μίλησα γενικά… πως μπορεί μια γυναίκα να γαντζωθεί στο σεξ από απελπισία» (σελ. 128). Σε ένα άλλο απόσπασμα που δυστυχώς δεν τσεκάρισα γράφεται κάτι που είχα διαβάσει πριν χρόνια. Πολλές γυναίκες κάνουν απεγνωσμένα σεξ όχι για την ηδονή του οργασμού που μπορεί και να μην τον νιώθουν, αλλά γιατί αυτές τις στιγμές ένας άντρας τις κρατάει στην αγκαλιά του και δεν νιώθουν μόνες.
Ο Ρωμανός βάζει τον μοναχικό ήρωά του να ζει διάφορες ερωτικές καταστάσεις, ενώ άλλες καταστάσεις παρουσιάζονται σε δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο, με τους ήρωες να τις διηγούνται στις μεταξύ τους συζητήσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο ολοκληρώνεται η εικόνα του «σεξ και μοναξιά».
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό του Ρωμανού μας ήλθε στο νου η παροιμία που λέει «δεν μπορείς να έχεις και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο». Η πίττα έμεινε σωστή. Η γκάμα των σεξουαλικών σχέσεων που περιγράφονται στο βιβλίο είναι πολύ πλατιά. Όμως αυτό βαίνει εις βάρος της πλοκής. Είναι δύσκολο να υπάρξει ταυτόχρονα μια συναρπαστική πλοκή και μια διεξοδική παρουσίαση μιας σειράς σεξουαλικών καταστάσεων. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει για παράδειγμα η Μάρω Βαμβουνάκη, που με προσχηματικές ιστορίες αναπτύσσει το ευρύ φάσμα των ερωτικών αισθημάτων και καταστάσεων που βιώνουν οι ηρωίδες της, με τον δοκιμιακό λόγο –καλύτερα το telling κατά Henry James - του αφηγητή και τον εσωτερικό μονόλογο των ηρωίδων της.
Ενώ όμως η Βαμβουνάκη παραιτείται, ο Ρωμανός δεν παραιτείται. Υπόσχεται μια συναρπαστική πλοκή ξεκινώντας με σασπένς, αλλά η υπόσχεση μόνο εν μέρει υλοποιείται. Ο ήρωας-αφηγητής στην αρχή του μυθιστορήματος γίνεται ακούσιος μάρτυρας της ερωτικής συνεύρεσης μιας γυναίκας. Θα ανακαλύψει αργότερα, κι εμείς μαζί του, ποια είναι αυτή η γυναίκα. Ακόμη υπάρχει ένα νεαρό αγόρι που ρίχνουν στα κρυφά το πτώμα του στη θάλασσα. Θα περιμέναμε μια πιο συναρπαστική πλοκή γύρω από αυτό το επεισόδιο. Το μόνο που μαθαίνουμε είναι η αποθάρρυνση του ήρωα από ένα άλλο πρόσωπο του έργου να ψάξει για περισσότερα.
Και μια και μιλάμε για παροιμίες, υπάρχει και η παροιμία που λέει «Τέλος καλό, όλα καλά». Το τέλος του έργου είναι ολότελα εντυπωσιακό. Η αφηγηματική ανατροπή που συντελείται είναι ειδολογικής φύσης: από τη ρεαλιστική αφήγηση περνάμε στη σουρεαλιστική. Το πλοίο έχει χάσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο. Ο ήρωας από την καμπίνα του όπου έχει καταφύγει με την αγαπημένη του, καταφέρνει να πιάσει στο ραδιόφωνό του έναν σταθμό που μεταδίδει:
«Στις οκτώ και μισή ακριβώς, το υπερωκεάνιο που κατευθυνόταν στις νήσους Ορούρα, από άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία, χάθηκε από το ραντάρ. Τα σωστικά που προσέτρεξαν μετά τη μετάδοση του σήματος κινδύνου δεν βρήκαν κανένα ίχνος του. Υπάρχουν φόβοι πως το πλοίο έπεσε σε μαγνητική θύελλα και βυθίστηκε από αιφνίδια δίνη. Οι έρευνες μέχρις στιγμής δεν απέδωσαν. Στο σημείο που χάθηκαν τα ίχνη του πλοίου δεν ανευρέθησαν επιζώντες. Οι έρευνες θα συνεχιστούν με την ελπίδα ότι το πλοίο εξόκειλε…» (σελ. 202).
Όχι, το πλοίο δεν είχε εξοκείλει. Είχε βυθιστεί.
«…εκείνη όμως ήταν ακόμη δίπλα μου. Όμορφη από έναν άφατο έρωτα. Μόνο που η φιγούρα της λίγο λίγο ξεθώριαζε. Σιγόσβηνε, όπως ένα αχνό φως σε ομίχλη. Χανόταν, και με καλούσε να περάσω μαζί της στην άλλη μεριά!... Λίγο ακόμη και θα την έχανα εντελώς. Την είδα που μου χαμογελούσε και τέντωνε το χέρι της προς το μέρος μου. Θα πήγαινα μαζί της. Δεν θα την άφηνα με τίποτε. Άγγιξα τα λεπτά δάκτυλά της και τα κράτησα σφιχτά». Έτσι τελειώνει το έργο. Μας θύμισε το μυθιστόρημα της Γιασμίνα Χαντρά «Τρομοκρατικό κτύπημα», όπου και εδώ ο ήρωας -αφηγητής είναι νεκρός.
Ο Ρωμανός διαθέτει λογοτεχνικές ικανότητες που δεν τις εκμεταλλεύτηκε όσο ήταν δυνατό στο έργο αυτό. Με λιτό και νευρώδες ύφος, αφηγηματικός στο έπακρο, με ήρωες που αποφεύγουν την πλατειαστική ομφαλοσκόπηση, εξαντλείται σε επιμέρους επεισόδια, σαν να μην μπορεί να ξεκόψει από το παρελθόν του ως διηγηματογράφος. Πιστεύουμε όμως ότι διαθέτει το ταλέντο για κάτι πολύ καλύτερο.

Sunday, March 22, 2009

Ιουστίνη

Τρεις είναι οι Ιουστίνες της Weltliteratur: Η Ιουστίνη του μαρκήσιου ντε Σαντ, η Ιουστίνη του Λώρενς Ντάρρελ και η Ιουστίνη Φραγκούλη.
Δυο φωτογραφίες από τη θαυμάσια δεξίωση που έδωσε απόψε η τελευταία. Οι υπόλοιπες δυστυχώς κουνήθηκαν. Ο Αντώνης με την Εύα, και η Ιουστίνη να αποθανατίζει τους καλεσμένους. Υπέροχοι οι καλεσμένοι, πιο υπέροχη η οικοδέσποινα, με χαμόγελο, κέφι και μπρίο σκόρπισε το κέφι σε όλους μας.

Saturday, March 21, 2009

Κωστής Χατζηφωτεινός, Νισάφι πια

Ο Κωστής Χατζηφωτεινός είναι ένας «άνθρωπος των γραμμάτων», ίσως όσο κανείς άλλος. Κατ’ αρχήν είναι βιβλιοπώλης. Όλοι οι κάτοικοι του Αγίου Νικολάου (Κρήτης) το βιβλιοπωλείο του ήταν που προτιμούσαν, τόσο για τον πλούτο των τίτλων που φιλοξενούσε, όσο και για τον ευγενικό και ευπροσήγορο ιδιοκτήτη. Επίσης είναι γενικός γραμματέας της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Ανατολικής Κρήτης.
Για να ακριβολογούμε, ήταν. Συνταξιούχος πια ζει μαζί με τη γυναίκα του στην Αθήνα, κοντά στο γιο τους τον Δημήτρη, που είναι αξιωματικός του ναυτικού. Όμως εξακολουθεί να είναι κάτι: ποιητής και συγγραφέας. Αυτή τη στιγμή ετοιμάζεται η έκδοση ενός μυθιστορήματός του.
Το τελευταίο του πόνημα που διαβάσαμε και μας εντυπωσίασε είναι το «Νισάφι πια» (εκδόσεις Διηνεκές). Βιβλίο με δυο υπότιτλους: «Μικρασιάτες-κρητικοί-τουρκοκρητικοί-ελληνοκύπριοι-τουρκοκύπριοι» και «Ένα αλλιώτικο ελληνοτουρκικό ημερολόγιο».
Ο παππούς του Χατζηφωτεινού ήταν από τον Γέροντα της Μικράς Ασίας, το σημερινό Didim, που όπως μας λέει ο συγγραφέας το όνομα αυτό προέρχεται από τον ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα που βρίσκεται εκεί. Με τα θλιβερά γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής βρήκε καταφύγιο στον Άγιο Νικόλαο. Ο Χατζηφωτεινός μεγάλωσε με τις ιστορίες του παππού και του πατέρα του για τη Μικρά Ασία, και με τη νοσταλγία για το πατρογονικό τους σπίτι.
Ώσπου κάποτε ο Χατζηφωτεινός αποφάσισε να επισκεφτεί το σπίτι του παππού του. Δύσπιστος στην αρχή για την υποδοχή, βρέθηκε μπροστά στη θερμή φιλοξενία των γειτόνων απέναντι. Και από τότε άρχισε μια περίοδος πολιτιστικών ανταλλαγών και επισκέψεων ένθεν και ένθεν, που τις συγκινητικές εκδηλώσεις της περιγράφει με γλαφυρότητα ο συγγραφέας.
Σκεφτόμουνα ότι αυτό το βιβλίο δικαιούται να πάρει το βραβείο Ιπεκτσί. Ψάχνοντας στο google, διάβασα για τον Ιπεκτσί. Φαίνεται ότι στην αρχή ήταν φανατικός εχθρός των Ελλήνων και κάποια στιγμή έγινε μια μεταστροφή μέσα του, και άρχισε να εργάζεται για την προσέγγιση των δυο λαών. Το αποτέλεσμα ήταν να δολοφονηθεί από τους τούρκους εθνικιστές, τους γκρίζους λύκους. Μάλιστα εικάζεται ότι ο δολοφόνος του είναι εκείνος που έκανε την απόπειρα κατά του Πάπα.
Ποτέ δεν ξέχασα κάτι που είχε γράψει ο Καζαντζάκης σχετικά με τη μικρασιατική καταστροφή: «Τον Άνθρωπο ντρόπιασαν στην Μικρά Ασία, έλληνες και τούρκοι». Στο βιβλίο του Χατζηφωτεινού βρήκα όλο το κείμενο, μια επιστολή στη Γαλάτεια. Ακόμη ο Χατζηφωτεινός παραθέτει αρκετές μαρτυρίες για το πώς ντρόπιασαν τον Άνθρωπο και οι έλληνες, που ντρέπομαι να παραθέσω έστω και δείγμα σ’ αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση.
Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν ιστορικά στοιχεία που είναι άγνωστα σε πολλούς. Και αναρωτιέμαι: αυτοί που επιτέθηκαν σφοδρά στον δήμαρχο Αγίου Νικολάου Αντώνη Ζερβό για τη σχεδιαζόμενη αδελφοποίηση του Αγίου Νικολάου με το Ντέμρε (τα παλιά Μύρα της Λυκίας από όπου καταγόταν ο άγιος Νικόλαος που έδωσε το όνομα στην πρωτεύουσα του νομού Λασιθίου) τι θα έλεγαν για τον Βενιζέλο που πρότεινε τον Κεμάλ Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης; Ευτυχώς υπήρξαν και φωνές υποστήριξης, ανάμεσα στις οποίες και δυο ανθρώπων που εκτιμώ ιδιαίτερα, του πρώην δημάρχου Σητείας Νίκου Πετράκη (παρεμπιπτόντως, ανιψιού του μεγάλου Κωστή Φραγκούλη, του Ανταίου, που τα «Δίφορά» του είναι διαμάντι λαϊκής ποίησης) και του Γιάννη Γαϊτανάκη, λογοτέχνη από την Ιεράπετρα.
Αγαπώ τον πατριωτισμό γιατί σε κάνει να πεθαίνεις για την πατρίδα σου. Μισώ τον εθνικισμό, γιατί σου ξυπνάει τα πιο άγρια και δολοφονικά ένστικτα. Και οι ακραιφνείς εθνικιστές, σε όποια μεριά και αν βρέθηκαν, εξέφραζαν συνήθως τη «φιλοπατρία» τους δολοφονώντας γυναικόπαιδα.
Να ξεχωρίζουμε την πολιτική από τις σχέσεις των λαών. Ο πολιτικός έχει καθήκον να προωθεί τα συμφέροντα της πατρίδας του. Με προσοχή όμως, όχι με φανατισμό. Ο πόλεμος είναι ένα επικίνδυνο διακύβευμα. Ο Βενιζέλος ήταν τέτοιος, όταν συνιστούσε να μην ξεπεράσουμε τα όρια που είχαν συνομολογηθεί με την συνθήκη των Σεβρών. Οι εθνικιστές ήσαν που προκάλεσαν την τραγωδία, τόσο εδώ όσο και στην Κύπρο. Δηλαδή όχι ακριβώς αυτοί, αυτοί ήσαν οι αφελείς που εξυπηρέτησαν τα σχέδια άλλων.
Οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι δεν μισούν, αγαπούν. Είχα διαβάσει παλιά ότι όταν ο φανατισμένος όχλος ξεσπούσε πάνω στο ελληνικό στοιχείο στην Πόλη το 1955, πολλοί τούρκοι προστάτευσαν έλληνες παίρνοντάς τους στα σπίτια τους.
Και, μια σύμπτωση (έχω βαρεθεί να γράφω πια για τις συμπτώσεις που μου συμβαίνουν), πριν ξεκινήσω να γράφω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση κατέβασα στον υπολογιστή μου τα e-mail μου, και στο newsletter των νέων διάβασα για ένα ντοκιμαντέρ με μαρτυρίες ελλήνων που πέρασαν στα τουρκικά παράλια την κατοχή για να ξεφύγουν από τους γερμανούς. Όλοι έχουν να πουν τα καλύτερα λόγια για τους τούρκους που τους περιέθαλψαν. Σας παραπέμπω στο όλο κείμενο με link.
Κλείνω προτείνοντας το βιβλίο αυτό του Κώστα Χατζηφωτεινού για το βραβείο Ιπεκτσί.

Ευρωβίζιον

Αυτό κι αν είναι φοβερό: Ενώ εμείς κατεβαίνουμε με αγγλικό στίχο, οι σουηδοί κατεβαίνουν με ελληνικό. Με τη Σοφία.
Κρίμα! Ο Jostein Gaarder που έγραψε τον "Κόσμο της Σοφίας" δεν είναι σουηδός, είναι νορβηγός. Θυμίζω ότι είναι μια μυθιστορηματική ιστορία της φιλοσοφίας. Δεν ξέρω αν οι σουηδοί είναι σοφοί, πάντως εμείς δεν είμαστε. Ο φίλος που μου το έστειλε γράφει ότι θα ψηφίσει σουηδία. Κι εγώ το σκέφτομαι.

Friday, March 20, 2009

Θόδωρος Αγγελόπουλος, Το λιβάδι που δακρύζει (2004)

 


 Τελικά άκουσα αντιφατικές κριτικές για τη «Σκόνη του χρόνου», άλλοι λένε ότι είναι η καλύτερη ταινία του Αγγελόπουλου και άλλοι πάλι λένε ότι δεν αξίζει τίποτα. Σε μια ιστοσελίδα κάποιος κινηματογραφικός κριτικός την έθαβε.
Βλέποντας το «Λιβάδι που δακρύζει» νομίζω κατάλαβα το λόγο (την ταινία την έγραψα για να τη δω εν ευθέτω χρόνω, όμως διάφορα προβλήματα με οδήγησαν από αναβολή σε αναβολή). Στο «Λιβάδι που δακρύζει» βρήκα τον γνωστό Αγγελόπουλο: τον ποιητικό (όπως ο Ταρκόφσκι, όπως ο Κουροσάβα στα «Όνειρα»), τον εικαστικό και τον λυρικό. Στη «Σκόνη του χρόνου» αυτά τα χαρακτηριστικά του Αγγελόπουλου υπάρχουν σε μικρότερο βαθμό. Εκείνοι που περίμεναν τον γνωστό Αγγελόπουλο κάπως απογοητεύτηκαν. Αυτοί που τον είδαν να προσεγγίζει κώδικες με τους οποίους ήταν πιο εξοικειωμένοι ενθουσιάστηκαν.
Όμως θέλω να γράψω δυο λόγια για το «Λιβάδι που δακρύζει» για να συνοψίσω ανάγλυφα την ποιητική του.
Ο Αγγελόπουλος είναι εικαστικός. Αν μπορούσε θα σταματούσε τα αργά πλάνα του, όμως αυτό θα ήταν ολότελα αντικινηματογραφικό. Το αργό τράβελινγκ της κάμερας δεν ξεγελάει. Είναι όμως σουρεαλιστικά εικαστικός, και γι αυτό εντονότερα ποιητικός. Τα δεκάδες απλωμένα σεντόνια, τα σφαγμένα αρνιά που κρέμονται από το δένδρο, οι προτομές του Στάλιν στοιβαγμένες σε μια αποθήκη στη «Σκόνη του χρόνου» είναι κάποιοι από τους πίνακές του. Ο αργός ρυθμός των ταινιών του για τον οποίο παραπονιούνται τόσοι θεατές έχει να κάνει με αυτή την εικαστικότητα. Οι άνθρωποι που ανεβαίνουν στις σκάλες στη «Σκόνη του χρόνου» σε ένα μεγάλο σε διάρκεια πλάνο, γενικά άνθρωποι που περπατούν και περπατούν, όπως σε αυτό το ενός τετάρτου πλάνο στο «Θίασο», συνιστούν ένα ξεχωριστό στοιχείο της ποιητικής του. Θυμίζουν την τεράστια πορεία των στρατιωτών, σε ένα δρόμο ζιγκ ζαγκ, την οποία παρακολουθεί από κάποιο κτήριο ο «Ιβάν ο τρομερός» στον Αϊζενστάιν.
Και βέβαια ο Αγγελόπουλος έχει το κύριο χαρακτηριστικό του Αϊζενστάιν, το στυλιζάρισμα, που φαίνεται έντονα στο τελευταίο μέρος στο «Λιβάδι που δακρύζει», στη συνάντηση των δυο αδελφών που βρίσκονται σε αντίθετες παρατάξεις στον Εμφύλιο, πάνω στη γραμμή του μετώπου. Και φυσικά στο εντυπωσιακά δραματικό τέλος, όπου βλέπουμε το θρήνο της μάνας πάνω στο νεκρό σώμα του γιου της να καταλήγει σε μια σπαραχτική κραυγή.
Η Ελένη μεγαλώνει σε μια ξένη οικογένεια που την περιμάζεψε. Όταν πεθάνει η θετή της μητέρα, ο θετός της πατέρας θα την αποπλανήσει. Δεν βλέπουμε βέβαια τις σκηνές, απλά ακούμε για τα δίδυμα που μεγαλώνουν σε ορφανοτροφείο, καρπός αυτής της σχέσης. Ο πατέρας θα θελήσει να την παντρευτεί, όμως αυτή το σκάει από την εκκλησία μαζί με το γιο του. (Μου θύμισε το «The pavillon of women», βασισμένο σε έργο της Περλ Μπακ. Δεν θυμόμουνα τον τίτλο. Έσπαζα το κεφάλι μου να τον θυμηθώ, μάταια. Ξαφνικά όμως θυμήθηκα ότι σ’ αυτό το έργο είχα ξαναδεί τον Willem Dafoe που έπαιζε στη «Σκόνη του χρόνου». Ψάχνοντας την βιογραφία του βρήκα και τον τίτλο του έργου. Στο έργο αυτό ο γιος το σκάει με τη νεαρή γυναίκα-παλλακίδα του πατέρα του). Ο γιος, μουσικός, θα ζήσει μαζί της για κάποιο διάστημα και μετά θα φύγει για την Αμερική, ψάχνοντας για μια καλύτερη τύχη και με την ελπίδα να τη φέρει κοντά του μαζί με τα παιδιά της, που τα έχει πάρει εν τω μεταξύ από το ορφανοτροφείο. Θα σκοτωθεί στη μάχη της Οκινάβα. Η Ελένη θα φυλακιστεί γιατί περιέθαλψε έναν αριστερό. Και το έργο τελειώνει όπως είπαμε, με τη συνάντηση των αδελφών και το θρήνο της μάνας πάνω στο πτώμα του αντάρτη γιου της. Τον στρατιώτη γιο της τον είχε θρηνήσει πιο πριν. Τα ζιγκ ζαγκ στο χρόνο υπάρχουν και εδώ, σε πολύ μικρότερο όμως βαθμό από ό, τι στη «Σκόνη του Χρόνου». (Και πάλι οι συνειρμοί, το τραγούδι του Θεοδωράκη «Δυο γιους είχες μανούλα μου…» και φυσικά οι «Αδελφοφάδες» του Καζαντζάκη).
Πριν λίγο είδα το τελευταίο μισάωρο του έργου. Πριν τρεις μέρες είχα δει τις πρώτες δυο ώρες. Θυμάμαι ότι είχα στο νου μου και κάτι άλλα πράγματα να γράψω, αλλά τα έχω ξεχάσει. Όταν γράφω μια βιβλιοκριτική, κοιτάζω τις τσεκαρισμένες σελίδες του βιβλίου με τα υπογραμμισμένα αποσπάσματα. Στην ταινία δεν έχεις αυτή την πολυτέλεια. Στο εξής θα φροντίζω όταν βλέπω μια ταινία να τη βλέπω ολόκληρη, όχι αποσπασματικά, και να γράφω γι αυτήν αμέσως μετά.

Tuesday, March 17, 2009

Γιώργος Παπατριανταφύλλου, Πρόγραμμα Δημοσίων Σχέσεων.





Παρακολούθησα απόψε την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Παπατριανταφύλλου «Πρόγραμμα Δημοσίων Σχέσεων» (εκδόσεις Σταμούλη, σελ. 348) που έγινε στο βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου. Ο Γιώργος είναι ο άντρας της ανιψιάς μου Μαρίας Τζανετάκη. Ο γιος τους είναι 38 ημερών, και μοιάζει στη μαμά του. Εργάζεται στον Kiss fm και παραδίδει μαθήματα πάνω στις δημόσιες σχέσεις σε σχολές και σεμινάρια. Για το βιβλίο μίλησαν οι Νίκος Ελευθερόγλου, Ιωάννης Λαβέτζης (χωριανός μου αυτός) και Ηλίας Τσαουσάκης. Από τα σημαντικά που ειπώθηκαν είναι πως οι δημόσιες σχέσεις είναι ένα εργαλείο για την έξοδο από την κρίση που πλήττει κυρίως τις ΗΠΑ αλλά και γενικά όλο τον κόσμο σήμερα, όμως η σημασία τους δεν έχει συνειδητοποιηθεί πλήρως από τους αρμόδιους φορείς. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:
«Τα προγράμματα Δημοσίων σχέσεων αποτελούν παγκοσμίως ένα από τα αποτελεσματικότερα οχήματα για την επικοινωνία των οργανισμών με το ευρύτερο περιβάλλον τους και τη συνεχή προάσπιση των συμφερόντων τους. Τα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν τα στάδια της έρευνας, της μελέτης των στοιχείων, του στρατηγικού σχεδιασμού και της εκτέλεσης.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, παραθέτοντας για πρώτη φορά διεθνή ερευνητικά στοιχεία σε τομείς επικοινωνίας, διεισδύει σε βάθος στην πρακτική πλευρά των Δημοσίων Σχέσεων, καταθέτοντας προτάσεις και λύσεις, με τη μορφή ξεχωριστών προγραμμάτων, για την καλύτερη εφαρμογή τους. Παρουσιάζεται βήμα προς βήμα η επιτυχής ολοκλήρωση διάφορων προγραμμάτων Δημόσιων σχέσεων όπως:
Σχέσεις με τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ
Διοργάνωση εκδηλώσεων
Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη
Πρόληψη, διαχείριση και επικοινωνιακή αντιμετώπιση των κρίσεων
Loppying
Πολιτική επικοινωνία
Image making
Εσωτερικές Δημόσιες Σχέσεις
Απευθείας επικοινωνία με το κοινό
Ένας χρήσιμος οδηγός για την καθημερινή εφαρμογή των Δημοσίων Σχέσεων στην ελληνική πραγματικότητα».
Το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους εργάζονται σε σχετικούς τομείς.

Thursday, March 12, 2009

Αλίντα Δημητρίου, Η ζωή στους βράχους



Τι μας λέει για την ταινία η Αλίντα Δημητρίου

η ζωή στους βράχους

στο επίσημο πρόγραμμα του 11ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, Θεσσαλονίκη
Εικόνες του 21ου Αιώνα
13-21 Μαρτίου 2009

Η ταινία παίζεται στις 16 Μαρτίου,
ημέρα Δευτέρα,
στην αίθουσα «Π.Ζάννας» και ώρα 8.30 μ.μ.,


Μετά από μια σειρά ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε επί τρεις δεκαετίες, με πρώτο τους «Καρβουνιάρηδες-1977», η Αλίντα Δημητρίου παρουσίασε πέρισυ στο 10ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το «Πουλιά στο Βάλτο» ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Η ταινία αναφέρεται μονάχα σε γυναίκες οι οποίες έλαβαν μέρος στη Εθνική Αντίσταση. Γυναίκες, που όμοια με τους άνδρες, πάλαιψαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Και οι οποίες μετά την απλευθέρωση υπέστησαν πάλι διώξεις, βασανισμούς και εκτελέσεις για αυτή τη συμμετοχή τους.
Στην ταινία παρουσιάζονται 32 γυναίκες. Οι οκτώ δεν πρόλαβαν να δουν την ταινία, έφυγαν.
Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο του Κοινού και ακόμα τέσσαρα άλλα βραβεία στην Αθήνα από διάφορους φορείς.
Φέτος, το Μάρτη του 2009, θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ του Ντοκιμαντέρ μια δεύτερη ταινία με τίτλο «η ζωή στους βράχους» και είναι μεν αυτοτελής, αλλά οπωσδήποτε συνέχεια της πρώτης. Αναφέρεται στον Εμφύλιο – οι γυναίκες πάνε στο βουνό, στο Δημοκρατικό Στρατό - αλλά και στις εξορίες.
Όταν άρχισε το κυνηγητό, μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, άλλες πρόλαβαν και πήγαν στο βουνό και άλλες συνελήφτηκαν. Όλες γιατί ήταν αντιστασιακές. Για όσες από αυτές που συνέλαβαν δε μπόρεσαν τα στρατοδικεία να στοιχειοθετήσου κατηγορία (σε ισόβια ή εκτέλεση) τις έστειλαν εξορία: Χίος – Τρίκερι – Μακρόνησος.
Στην ταινία, τριαντατρείς Γυναίκες καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τις διώξεις που υπέστησαν αυτές και οι οικογένειες τους, μετά την υπογραφή της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945, επειδή έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Άλλες από αυτές τις Γυναίκες για να διασωθούν πήγαν στο Δημοκρατικό Στρατό, ενώ άλλες συνελήφθηκαν και είτε φυλακίστηκαν είτε τις έστειλαν εξορία.
Πρόθεση της ταινίας είναι να αποκαλύψει το ρόλο μιας κοινωνικής ομάδας «χωρίς φωνή» ο οποίος αγνοείται από την επίσημη γραπτή ιστορία
Ο νεότερος κλάδος της «προφορικής ιστορίας» ερευνά τις ζωντανές μαρτυρίες των μη επωνύμων, μαζί και τις βιωματικές εμπειρίες τους για να φωτίσει πληρέστερα το
παρελθόν, και τις δυναμικές της ιστορίας που δε μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν.
Στην ταινία ομάδα «χωρίς φωνή» είναι οι Γυναίκες.

Σκιαγράφηση της ταινίας
Η ταινία αποτελείται από δύο μέρη.

Στο πρώτο μέρος οι Γυναίκες μιλάνε για το Δημοκρατικό Στρατό:
Γιατί πήγαν στο βουνό.
Τις συνθήκες διαβίωσης.
Πολέμησαν στην πρώτη γραμμή δίπλα στους άνδρες.
Δεν το μετάνιωσαν.
Επαναλαμβάνω δυο-τρία λόγια που ακούγονται μέσα στην ταινία:
- Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν ένας άθλος.
- Το 30% του Δ.Σ. ήταν γυναίκες.
- Σάμπως είχαμε και παπούτσια; Δύσκολα, πολύ δύσκολα.
- Μίλησα για την παληκαριά τους. Τι πώς την είχαν; Στον ΕΛΑΣ πώς την είχαμε;

Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στις Γυναίκες που έστειλαν στην εξορία:
Χίος – Τρίκερι – Μακρόνησος
Στη Χίο και το Τρίκερι:
Συνθήκες σκληρής διαβίωσης.
Στέλνουν τα παιδιά σε στρατόπεδα αναμόρφωσης για να μη γίνουν «Βούλγαροι».
Στη Μακρόνησο:
Ψυχολογικά μαρτύρια.
Μέσο εκβιασμού τα παιδιά για να υπογράψουν δήλωση.
Ξύλο άγριο.
Επαναλαμβάνω δυο-τρία λόγια που ακούγονται μέσα στην ταινία:
- Τίποτα δεν καταλαβαίναμε γιατί όλα αυτά τα γράφαμε στα παλιά μας παπούτσια.
- Έπρεπε να το αντέξουμε γιατί εμείς είχαμε το δίκιο.

Στοιχεία της ταινίας:
Παραγωγή: Αλίντα Δημητρίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αφροδίτη Νικολαϊδου
Φωτογραφία: Αλέξης Γρίβας - Αφροδίτη Νικολαϊδου
Μοντάζ: Ηλέκτρα Βενάκη
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Αλίντα Δημητρίου

Έτος παραγωγής 2009
Digital Beta. Έγχρωμη. Διάρκεια 98 min.

Η ταινία δεν έχει χρηματοδοτηθεί από κανένα φορέα και η υλοποίησή της οφείλεται στους τρεις συνεργάτες μου.

Αλίντα Δημητρίου

Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

Το είδαμε σήμερα (Κυριακή 8-3-2009) σε avant premier. O OTE, η πιο σταθερή μας σχέση, έγινε ασταθής, και σήμερα μόλις σταθεροποιήθηκε πάλι, και έτσι κάνουμε τώρα την ανάρτηση.
Ένας έλληνας μετανάστης, στο ταξίδι του στην Αμερική, το 1929, συναντά στο υπερωκεάνιο με το οποίο ταξιδεύει τον Πεσσόα και τον Καβάφη. Συζητάνε και οι τρεις τους πίνοντας τσίπουρο. Ο μετανάστης Καπόπουλος, δεν θυμάμαι το μικρό του, καταγράφει τα της συνάντησης.
Η ταινία προβλήθηκε ως ντοκιμαντέρ. Νομίζω είδα και διαφήμισή της στο facebook.
Η λέξη ντοκιμαντέρ είναι δάνεια, από το γαλλικό documentaire που σημαίνει, όπως διαβάζουμε στο λεξικό, αποδεικτικός, βασιζόμενος σε έγγραφα, τεκμηριωμένος. Το λεξικό Φυτράκη ορίζει τη λέξη ντοκιμαντέρ ως «ταινία κινηματογραφική, μικρού ή μεσαίου μήκους, βασισμένη αποκλειστικά σε ντοκουμέντα, σε στοιχεία της πραγματικότητας». Το προηγούμενο ντοκιμαντέρ που είδα ήταν της Αλίντας Δημητρίου «Πουλιά στο βάλτο: οι γυναίκες της αντίστασης». Ήταν μια σειρά συνεντεύξεων που έδωσαν αγωνίστριες της κατοχής.
Το γύρισμα της ταινίας κράτησε πέντε χρόνια, από το 2002 μέχρι το 2007, όπως μας ειπώθηκε. Βέβαια, ένα τέτοιο λαυράκι θέλει χρόνο να το πετύχει κανείς, δηλαδή να βρει ένα μάρτυρα της συνάντησης Καβάφη-Πεσσόα.
Ο Κώστας ο Μαυρουδής που καθόμασταν μαζί, μου λέει ότι η συνάντηση αυτή είναι φανταστική, και το πρόσωπο φανταστικό. –Δεν είμαστε καλά, του λέω, και τότε τι σόι ντοκιμαντέρ είναι;
Είχε δίκιο. Στη συζήτηση που επακολούθησε - Τίτος Πατρίκιος, Μένης Κουμανταρέας και άλλοι δύο από το χώρο του σινεμά που δεν συγκράτησα τα ονόματά τους – λέχθηκαν αρκετά πάνω σ’ αυτό, ότι δηλαδή η συνάντηση ήταν φανταστική και το πρόσωπο-μάρτυρας της συνάντησης φανταστικό, ενώ εμείς νομίζαμε…
Βγήκα έξω από τα ρούχα μου. Δηλαδή όλο αυτό το πράγμα ήταν στημένο; Δηλαδή η ταινία δεν ήταν ντοκιμαντέρ, και ας είχε κάποια ντοκιμαντερίστικα στοιχεία όπως οι πόλεις που έζησαν οι δυο ποιητές και κάποια χειρόγραφά τους που πήρε ο φακός; Τελικά όλο αυτό το πράγμα δεν ήταν προϊόν έρευνας αλλά μια επινοημένη ιστορία; Μια ταινία δηλαδή από αυτές που ο γιος μου αποκαλεί χλευαστικά «χαμηλού προϋπολογισμού», αν και κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια το γύρισμά της; Καλά, εγώ έμαθα ότι τελικά δεν ήταν ντοκιμαντέρ όπως εννοούμε τη λέξη χάρις στη συζήτηση που ακολούθησε, γιατί τον Μαυρουδή δεν τον πίστεψα, τι θα γίνει όμως με τους θεατές εκείνους που θα δουν την ταινία στις αίθουσες; Δεν θα πιστέψουν, όπως και κάποιοι από τους θεατές που πήραν το λόγο στη συζήτηση, ότι η ιστορία ήταν απόλυτα αληθινή;
Νοιώθω ότι με κορόιδεψαν. Γιατί, η ταινία τελικά δεν ήταν τίποτα. Ένα μεγάλο μέρος της ήταν ανάγνωση ποιημάτων, που υποτίθεται ότι είχαν κοινά στοιχεία. Θα μπορούσαν να βρεθούνε άλλα τόσα ποιήματα από ένα σωρό άλλους ποιητές που να έχουν επίσης κοινά στοιχεία με την ποίηση του Πεσσόα και του Καβάφη. Υπάρχουν και άλλοι ποιητές που έζησαν μια μοναξιασμένη ζωή. Το μόνο που θα δυσκολευόμασταν ίσως να βρούμε είναι ποιητές του διαμετρήματός τους. Αλλά, θα πουν, εμείς αυτούς διαλέξαμε. Όμως η ομοιότητα αυτή, την οποία μόνο επιφανειακά μπορεί να θίξει μια ταινία σε σχέση με ένα μελέτημα, δικαιολογεί το όλο εγχείρημα; Ο Κουμανταρέας είπε ότι ένα κείμενο δικό του για τον Καβάφη και τον Δημήτρη Μητρόπουλο στηρίζεται στην πραγματική σχέση των δυο αυτών ανδρών. Φαντάζομαι ότι το πραγματικό της σχέσης αυτής ήταν που τον οδήγησε να γράψει το κείμενό του. Στην ταινία όμως;
Έτσι γίνεται η παραχάραξη της ιστορίας. Οι περισσότεροι από εμάς θα έχουν διαβάσει την περίφημη επιστολή ενός ινδιάνου αρχηγού στον πρόεδρο των ΗΠΑ. Εγώ σαν οικολόγος την ξέρω για πάνω από τριάντα χρόνια. Και μόλις πριν δυο χρόνια έμαθα ότι ήταν ψεύτικη, ότι ήταν ξεσηκωμένη από μια ταινία των αρχών του προηγούμενου αιώνα και θεωρήθηκε αληθινή, ενώ δεν ήταν παρά επινόηση του σεναριογράφου.
Το πρόβλημα με αυτή την ταινία είναι πιο σοβαρό. Είναι πρόβλημα ειδολογικό. Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί μια ταινία που κινείται ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο ντοκουμέντο; Σίγουρα όχι ντοκιμαντέρ. Πρέπει όμως να επινοηθεί ένας χαρακτηρισμός ο οποίος θα εκτρέφει και τις αντίστοιχες αναμονές χωρίς να τις διαψεύδει.
Αλλά και πάλι υπάρχει το πρόβλημα. Ο θεατής θα ήθελε να ξέρει ποιο είναι το μυθοπλαστικό στοιχείο και ποιο το πραγματικό. Καλύτερα λοιπόν οι τέτοιου είδους ταινίες να χαρακτηρίζονται ως μυθοποιημένες βιογραφίες. Λύνεται όμως το πρόβλημα; Στην «Τροία» είδαμε αρκετές ανακρίβειες. Εμείς οι έλληνες. Οι αμερικάνοι όμως;
Χθες τέλειωσα την «Πολιτεία των ληστών» του Ντέηβιντ Μπενιόφ. Στηρίχτηκε στις αναμνήσεις του παππού του από την πολιορκία του Λένινγκραντ. Το έργο όμως χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας, με αυτό τον χαρακτηρισμό, είναι σαν να σου λέει πως τα επεισόδια που αφηγείται εκεί μέσα δεν είναι όλα πραγματικά. Δεν σε ξεγελάει να πιστέψεις πως είναι ακριβώς η ιστορία του παππού του την οποία ο ίδιος παρουσιάζει λογοτεχνικά.
Τα κάθε είδους ντοκιμαντέρ πάνω σε συγγραφείς δεν προσφέρουν τη γνώση που προσφέρει η γραπτή μελέτη. Βλέπεις εικόνες του συγγραφέα, τα μέρη που έζησε, αντικείμενα που χρησιμοποίησε, κ.λπ. Είναι κάτι ανάλογο με τις επισκέψεις στο σπίτι που γεννήθηκε, στο σπίτι που έγραψε τα περισσότερα έργα του, στον τάφο του κ.ά. Τα ντοκιμαντέρ αυτά προσφέρουν καθαρή συγκίνηση. Η γνώση που αντλείται από εκεί είναι ελάχιστη, σε σχέση με τις βιογραφίες και τις μελέτες για το έργο των συγγραφέων. Σαν συγκριτολόγο εξ ιδιοσυγκρασίας θα με ενδιέφερε μια συγκριτολογική μελέτη Πεσσόα – Καβάφη. Να αγοράσω άραγε το έργο «Φερνάντο Πεσσόα, Κ.Π.Καβάφης», με εισαγωγή, μετάφραση και ανθολόγηση του Γιάννη Σουλιώτη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο; Είμαι σίγουρος ότι θα με ικανοποιήσει περισσότερο από την ταινία, η οποία ξεγελώντας με μου σκότωσε τη συγκίνηση.

Saturday, March 7, 2009

Ελένη Στασινού, Νύχτες υποταγής

Ελένη Στασινού, Νύχτες υποταγής, Άγκυρα 2008, σελ. 450

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μιλώντας για το προηγούμενο έργο της Ελένης Στασινού, την «Οντισιόν», επισημάναμε δυο πράγματα: τη φεμινιστική της οπτική και την επινοητικότητα στη σύνθεση των ιστοριών της, που κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Την ίδια επισήμανση κάναμε και τώρα, διαβάζοντας το τελευταίο της μυθιστόρημα, τις «Νύχτες υποταγής».
Της γης οι κολασμένοι είναι σήμερα οι λαθρομετανάστες, και κυρίως οι γυναίκες, και μάλιστα οι γυναίκες που εμπορεύονται τη σάρκα τους, υπό την προστασία πάντα του κυρίαρχου αρσενικού. Η Αναστάζια ή Στάσα είναι μια τέτοια περίπτωση. Αλλά ακραία. Γνωρίζει το σεξ από την παιδική της ηλικία, από τον πατέρα της. Αυτός στη συνέχεια την εκδίδει. Θα τον διαδεχθεί ο «αδελφός» της, ένα παιδί που περιμάζεψε ο πατέρας της και ο οποίος θα την φέρει στην Ελλάδα. Εδώ θα του ξεφύγει, γνωρίζοντας έναν απατηλό έρωτα. Θα πουλάει το κορμί της για να σπουδάσει τον αγαπημένο της φοιτητή. Αυτός θα παντρευτεί μια πλουσιοκόρη, διατηρώντας βέβαια τη σχέση με την Αναστάζια. Όταν όμως μαθαίνει ότι η Αναστάζια γνωρίζεται με τη γυναίκα του, και έντρομος μην της αποκαλύψει τη σχέση τους, την κτυπάει αφήνοντάς την αναίσθητη και στη συνέχεια τη μεταφέρει και τη φυλακίζει σε ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο, μην έχοντας ξεκαθαρίσει τι θα την κάνει. Όμως ο «αδελφός» τον έχει ανακαλύψει. Του έκλεψε το εμπόρευμα. Τον παρακολουθεί στο ορυχείο. Στη συμπλοκή που ακολουθεί σκοτώνεται, ενώ ο δικηγόρος τραυματίζεται θανάσιμα. Η Ναστάζια καταφέρνει να ξεφύγει και, επί τέλους ελεύθερη από τα αντρικά νύχια, φεύγει για την Ιταλία.
Το θέμα του λαθρομετανάστη έχει αναπτυχθεί τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στον κινηματογράφο. Αναφέρουμε ενδεικτικά το μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» και την κινηματογραφική ταινία Lilian4ever, που πραγματεύεται το trafficking. Η Στασινού χειρίζεται αυτό το θέμα αριστουργηματικά.
Είχαμε γράψει ήδη τις πρώτες γραμμές αυτής της παρουσίασης όπου μιλήσαμε για την επινοητικότητα της Ελένης στη σύνθεση των ιστοριών της, όταν τη συναντήσαμε σε μια βιβλιοπαρουσίαση. Μας είπε ότι η ιστορία είναι εντελώς πραγματική. Έτσι με έκπληξη διαπιστώσαμε για μια ακόμη φορά πως η πραγματικότητα πολλές φορές ξεπερνάει τη φαντασία.
Η Στασινού την αληθινή αυτή ιστορία που πραγματεύεται την αφηγείται με καταπληκτική ενάργεια και ζωντάνια. Από τις πιο ωραίες σελίδες σ’ αυτό το βιβλίο είναι εκείνες που αναφέρονται στο πέρασμα των συνόρων από τους λαθρομετανάστες. Ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι, έχοντας να αντιμετωπίσουν αφενός το κρύο και το χιόνι και αφετέρου τις περιπόλους των συνόρων, πραγματοποιούν πραγματικό άθλο μέχρι να καταφέρουν να περάσουν στη γη της Επαγγελίας. Φαίνεται αστείο, αλλά η Ελλάδα γι αυτούς φαντάζει σαν γη της Επαγγελίας, τουλάχιστον για όσους δεν την θεωρούν σαν ένα προσωρινό σταθμό μέχρι να φτάσουν σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Στο ταξίδι τους δεν είναι όλοι τυχεροί, δεν καταφέρνουν όλοι να φτάσουν στην Ιθάκη τους. Και το ποίημα του Καβάφη, στην περίπτωσή τους φαντάζει σαν σαρδόνια παρωδία. Και το ταξίδι αυτό δεν πραγματοποιείται χωρίς θυσίες. Είναι ανατριχιαστικό το επεισόδιο όπου η μάνα αναγκάζεται να πνίξει το μωρό της για να μην προδοθούν.
Τη μοίρα του μωρού θα μπορούσε να έχει και ο ποιητής και ψυχίατρος Μανώλης Πρατικάκης. Όταν οι γερμανοί έκαψαν τα χωριά τους (τα χωριά τους Βιάννου, στην Κρήτη, και το δικό του χωριό, το Μύρτος), ο Μανώλης ήταν μωρό ολίγων ημερών. Κάποιοι από τους χωριανούς τους, μεταξύ των οποίων και οι γονείς του, είχαν καταφύγει σε μια ρεματιά για να σωθούν. Ο Μανώλης έκλαιγε, και οι υπόλοιποι έλεγαν στην μητέρα του να τον πνίξει για να μη προδοθούν. Ευτυχώς ο Μανώλης σταμάτησε το κλάμα, και έτσι τη γλύτωσε. Βέβαια αν η μητέρα του αρνιόταν να τον πνίξει θα πήγαινε πάλι από σφαίρες των γερμανών.
Κοινωνικοί ανθρωπολόγοι όπως ο Λεβί Στρως έχουν επισημάνει το γεγονός ότι έχουμε την τάση να βλέπουμε με απόλυτες αντιθέσεις, και κυρίως την μανιχαϊστική αντίθεση καλού και κακού. Το έργο αυτό της Στασινού μας κάνει να αναλογισθούμε πόσο σύνθετη είναι τελικά η πραγματικότητα και ότι πολλές περιοχές της δεν είναι άσπρες ή μαύρες, αλλά γκρίζες. Όταν ακούμε για τους «προστάτες» σκεφτόμαστε τη λέξη σαν συνώνυμη του νταβατζή. Δεν ξέρω τι συνδηλώσεις μπορεί να έχει στα τούρκικα η λέξη «νταβατζής», αλλά η λέξη «προστάτης» με τη σημασία του νταβατζή διατηρεί τις συνδηλωτικές αποχρώσεις που έχει η κύρια σημασία της λέξης. Οι προστάτες εκμεταλλεύονται τις γυναίκες, αλλά τους προσφέρουν ταυτόχρονα και προστασία, όχι μόνο πραγματική (στέγη, τροφή κ.λπ.) αλλά και συναισθηματική. Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Τα αμφιθυμικά αισθήματα της ηρωίδας απέναντι στους προστάτες της φαίνονται σε αρκετά σημεία στο βιβλίο. Οι ενοχές που νιώθει ίσως έχουν εκεί την προέλευσή τους.
«Κι ανακαλύπτει με φρίκη πως δεν είναι ικανή να δικάσει κανέναν. Δεν είναι ικανή να κρίνει ούτε ποιος από τους δυο της έκανε το μεγαλύτερο κακό. Και το χειρότερο απ’ όλα; Η ερώτηση. Σε τι υπήρξε καλύτερή τους; Μήπως σε κάθε περίπτωση δεν κάλυπτε προσωπικές της ανάγκες; Μήπως ακόμη και τότε που πρόσφερε, μέσα από τη «δουλειά» της, την άνεση να σπουδάσει ο φοιτητάκος της, κρυβόταν η υπεροχή του ανθρώπου που εξαρτά τους άλλους μέσα από την προσφορά;» (σελ. 446).
Η παράγραφος αυτή είναι χαρακτηριστική μιας άλλης πλευράς της συγγραφέως: είναι ιδιαίτερα διεισδυτική στα μύχια της ψυχής της ηρωίδας της, περιγράφοντας ανάγλυφα και την παραμικρότερη συναισθηματική της απόχρωση. Ο συνδυασμός αυτός, γλαφυρότητα στην αφήγηση των γεγονότων και ακρίβεια στην έκφραση του ψυχικού κόσμου των ηρώων είναι η κύρια αφηγηματική αρετή της Στασινού, και κάνει το έργο της αυτό ιδιαίτερα συναρπαστικό.

Sunday, March 1, 2009

Θόδωρος Αγγελόπουλος, Η σκόνη του χρόνου

Σπάνια πηγαίνω πια σινεμά, τι διάβολο έχουμε τα dvd-recorder και το dsl, όμως χθες έκαμα μια εξαίρεση, για τη «Σκόνη του χρόνου» του Αγγελόπουλου. Πήγαμε μαζί με τον Μανώλη τον Πρατικάκη.
Για τον Αγγελόπουλο έγραψα ένα κείμενο πριν 25 χρόνια, και δημοσιεύτηκε στην «Πολιτιστική» του μακαρίτη του Αντώνη του Στεμνή. Εκεί θυμάμαι που έγραφα ότι οι προβληματισμοί μου, και γενικά της γενιάς μου υποθέτω, πήγαιναν παράλληλα με τους δικούς του. Με άλλα λόγια πιάνει το σφυγμό της εποχής. Το ίδιο πράγμα διαπίστωσα για άλλη μια φορά.
Και θα ξεκινήσω θεωρητικολογώντας. Ο Μανώλης με το που ακούει το όνομα της ηρωίδας, Ελένη, σχολιάζει για τον τυχόν συμβολισμό της. Εγώ υποθέτω ότι πρόκειται για υπερερμηνεία. Αλλά όταν προτείνω και τι δική μου ερμηνεία αναρωτιέμαι κατά πόσο είναι έγκυρη. Πόσοι θα δουν στην ταινία αυτό που είδα εγώ; Και πόσα θα δουν κάποιοι άλλοι που εγώ δεν κατάφερα να δω; Αλλά γι αυτό γίνονται οι συζητήσεις, γι αυτό γράφονται και αυτές οι γραμμές.
Οι μεγάλες αφηγήσεις είναι πια παρελθόν, και η ουτοπία του τρίτου φτερού (αυτό είναι μέσα από την ταινία) μοιάζει με παρωδία. Ο Αγγελόπουλος – πάντα κατά τη γνώμη μας, να μην το επαναλαμβάνω – ενώ στις ταινίες του κάνει ιστορικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά σχόλια, εδώ νομίζω ότι κάνει ένα μεταφυσικό σχόλιο.
Θα εξηγήσω τι εννοώ.
Το δεύτερο μέρος της ταινίας, μου λέει ο Μανώλης που έχει ακούσει διάφορες γνώμες, είναι λέει καλύτερο από το πρώτο.
Τι έχει το πρώτο μέρος;
Η Ελένη (Ιρέν Ζακόμπ), αριστερή, το σκάει από τις ελληνικές φυλακές και καταφέρνει να περάσει στη Σοβιετική Ένωση. Καταλήγει όπου και οι περισσότεροι έλληνες, στην Τασκένδη. Ο ελληνοαμερικανός φίλος της, ο Σπύρος, με ψεύτικο διαβατήριο, θα προσπαθήσει να την απαγάγει. Σε ένα εγκαταλειμμένο τραίνο κάνουν έρωτα, λαχταρώντας ο ένας τον άλλο μετά από τον μακροχρόνιο χωρισμό. Δυστυχώς θα τους αντιληφθούν κάποιοι περαστικοί και θα τους μαρτυρήσουν κατευθείαν. Θα τους συλλάβουν, και αυτή θα εκτοπιστεί σε μια πόλη που είναι συνεχώς καλυμμένη από χιόνια και αυτός επίσης θα εκτοπισθεί. Θα του γράφει γράμματα που αυτός δεν θα λάβει ποτέ.
Κάπου διάβασα ότι η εγγύτητα τρέφει το σεξουαλικό πάθος ενώ η απόσταση τον έρωτα. Θα παραμείνουν για πάντα ερωτευμένοι. Όμως η Ελένη θα φτιάξει σχέση με ένα γερμανοεβραίο που θα της συμπαρασταθεί, τον Γιάκομπ. Το 1976, όταν επί τέλους θα φύγουν από την Σοβιετική Ένωση για τη Δύση, αυτή του λέγει ότι δεν θα τον ακολουθήσει για το Ισραήλ που είναι ο προορισμός του. Σκέφτεται τον μεγάλο της έρωτα, τον οποίο θα συναντήσει μετά, στον Καναδά. Ο Γιάκομπ δεν θα πάει στο Ισραήλ αλλά θα την ακολουθήσει. Θα ζήσουν για κάποιο διάστημα σχεδόν σαν ένα ιψενικό τρίγωνο, που όμως δεν είναι. Τους κάνει μια τελευταία επίσκεψη και στη συνέχεια αυτοκτονεί πέφτοντας από ένα πλοιάριο.
Και περνάμε στο δεύτερο μέρος της ιστορίας.
Η Ελένη, από αυτή τη μοναδική μετά από τόσα χρόνια συνεύρεση στο τραίνο, θα μείνει έγκυος. Ο γιος της όταν γίνεται τριών χρονών στέλνεται να ζήσει με την αδελφή του Γιάκομπ, νομίζω στη Λειψία. Ήδη στην αρχή της ταινίας τον βλέπουμε μεγάλο, με τη γυναίκα του με την οποία έχουν χωρίσει, να ανησυχούν για την κόρη τους η οποία κάποια στιγμή το σκάει και ψάχνουν να τη βρουν. Τη βρίσκουν σε μια εγκαταλειμμένη οικοδομή όπου κατοικούν διάφοροι περιθωριακοί. Είναι μπροστά σε ένα παράθυρο και θέλει να πέσει να αυτοκτονήσει. Η γιαγιά της ανεβαίνει στον όροφο που βρίσκεται. Η μικρή πέφτει στην αγκαλιά της φωνάζοντας: «θέλω να πεθάνω».
Η Ελένη πεθαίνει, και η ταινία τελειώνει με τον Σπύρο (Μισέλ Πικολί) και την εγγονή του, Ελένη κι αυτή, να τρέχουν ανάμεσα στις νιφάδες του χιονιού γελώντας, σε μια σκηνή βιασμένης αισιοδοξίας.
Το πρώτο μέρος του έργου είναι μια ιστορική τραγωδία. Το δεύτερο μέρος είναι ένα αστικό δράμα. Στο πρώτο μέρος οι αδυσώπητες δυνάμεις της ιστορίας κρατούν τους ανθρώπους μακριά τον ένα από τον άλλο και είναι η αιτία της δυστυχίας τους. Στο δεύτερο μέρος, ενώ δεν υπάρχουν εξωτερικά κωλύματα, οι άνθρωποι είναι εξίσου δυστυχισμένοι. Ο γιος δεν θα καταφέρει να τα ξαναφτιάξει με τη γυναίκα του, ενώ η κόρη του, όπως είπαμε, νοιώθει τέτοια μοναξιά και απελπισία. Τελικά, είτε έτσι είτε αλλιώς, ο άνθρωπος δεν ξεφεύγει από τη δυστυχία. Γι αυτό είπα ότι θεώρησα την ταινία σαν ένα γενικότερο σχόλιο για την υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου.
Ο Μανώλης, πληροφορημένος, μου είπε ότι αυτή η ταινία θεωρείται η καλύτερη του Αγγελόπουλου. –Ωχ, είπα όταν το άκουσα, θα έχει γίνει κι αυτός χολιγουντιανός όπως ο αγαπημένος μου Τζανγκ Γιμόου, που μετά από τις τόσες καταπληκτικές του ταινίες (Να ζεις, Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια, Ο δρόμος στο σπίτι κ.λπ.) γύρισε τα Ιπτάμενα στιλέτα και τον Ήρωα.
Τελικά έκανα λάθος. Ήταν ο Αγγελόπουλος που ήξερα. Επικός, δίνει καταπληκτικές σκηνές πλήθους που εντυπωσιάζουν με το αργό travelling της κάμερας. Λυρικός, ώστε να κατηγορηθεί γι αυτό (υπερβολικά λυρικός έγραψαν οι κριτικές, μου λέει ο καλώς ενημερωμένος Πρατικάκης). Αλλά φτιάχνει και μια ταινία με άφθονο σασπένς, που το θεωρώ σαν την πιο μεγάλη αρετή σε μιαν αφήγηση. Οι συνεχείς αναδρομές και τα διαδοχικά ζιγκ ζαγκ στο χρόνο το ευνόησαν.
Αυτά για τον Αγγελόπουλο. Και μια και όταν είναι ζεστό το σίδερο κολλά, είπα να γράψω και για άλλες ταινίες του. Αυτή τη στιγμή κατεβάζω από το ίντερνετ αυτές που βρήκα στο www.mininova.org. Χρόνο να βρούμε μόνο να τις δούμε, χρόνο, χρόνο. Και θυμήθηκα που γράφει κάπου ο Καζαντζάκης για κάποιον γέρο που ζητιάνευε όχι χρήματα αλλά χρόνο. Εδώ και χρόνια έχω αντιστρέψει κι εγώ την παροιμία «Το χρήμα είναι χρόνος». Αν είχα κι άλλα εισοδήματα εκτός από το μισθό μου θα την είχα κοπανήσει από την εκπαίδευση και θα καθόμουνα να διαβάζω, να βλέπω ταινίες, να γράφω, να παίζω λύρα, να βλέπω πιο συχνά φίλους, και άλλα, και άλλα. Δυστυχώς όμως. Να δω αν θα βρω χρόνο να διαβάσω τα τριάντα βιβλία που αγόρασα στο Bazaar της Κλαυθμώνος. Και βέβαια τις ταινίες που επιμένω να γράφω χωρίς να έχω χρόνο να τις δω. Αλλά αυτές δεν μου στοιχίζουν, 20 λεπτά το δισκάκι.