Νίκος Λαγκαδινός, Είσαι παράνομος ρε, Δυτικός Άνεμος 2015,
σελ. 140
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Πέντε άτομα αφηγούνται την προσωπική τους ιστορία, που
ξεκινάει από τα μαύρα χρόνια της κατοχής και καταλήγει στη χούντα.
Ποιος είναι ο
παράνομος;
Ένας πιτσιρικάς που
πουλάει κουλούρια.
Και ποιος του το
λέει;
Ένας αστυνομικός.
Και γιατί το «ρε»;
Ε, δεν θα απαντήσω
σ’ αυτό.
Μιλάμε για την
αμέσως μετά τον εμφύλιο περίοδο, όταν η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις
πληγές τις από την κατοχή και τον εμφύλιο, όταν η απίστευτη φτώχεια έστελνε τα
παιδιά της στην ξενιτιά (μετά από 60 χρόνια θα τα έστελνε πάλι στην ξενιτιά η
ανεργία), και οι αριστεροί υφίσταντο κάθε είδους διώξεις από τους νικητές στον
εμφύλιο.
Έχω δηλώσει στους φίλους μου ότι δεν αντέχω άλλο εμφύλιο. Εν
τάξει, να ξέρεις το παρελθόν σου, αλλά όχι και να το αναμασάς συνεχώς.
Όμως το βιβλίο του Λαγκαδινού δεν είναι ένα βιβλίο για τον
εμφύλιο, με εμβριθείς αναλύσεις για τα γεγονότα, τα οποία είναι σε όλους λίγο
πολύ γνωστά. Είναι πέντε μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν, όχι ως πρωταγωνιστές
αλλά ως μάρτυρες, μάρτυρες και με την άλλη σημασία της λέξης, όπως είναι ο
άμαχος πληθυσμός που πληρώνει τα σπασμένα στις συγκρούσεις των ενόπλων. Για
παράδειγμα, ένας παπάς με την ομάδα του σκότωσαν ένα γερμανό και εξευτέλισαν το
πτώμα του, αλλά το χωριό την πλήρωσε.
Μπορεί να μη με ενδιαφέρει πια ο εμφύλιος, όμως με
ενδιαφέρει πάρα πολύ ο αντίκτυπος που είχε στους μάρτυρες αυτούς. Ίσως η
ιστοριογραφία θα έπρεπε να λαμβάνει πολύ περισσότερο υπόψη της τέτοιου είδους μαρτυρίες.
Οι αφηγήσεις είναι πραγματικές όπως μπορώ να υποθέσω από
ενδοκειμενικές ενδείξεις, αφηγήσεις τις οποίες ο Λαγκαδινός αναπαράγει με τη
συγγραφική του πένα χωρίς να προδίδει την προφορικότητά τους, το πιο
χαρακτηριστικό στοιχείο της αυθεντικότητάς τους.
Υπάρχουν επίσης στις αφηγήσεις της Μαριγώς, του Γαρμπή (του
κουλουρά από την αφήγηση του οποίου πήρε την ατάκα ο Λαγκαδινός και την έβαλε
ως τίτλο του βιβλίου), του Γρατσουνιά και των άλλων εγκιβωτισμένες αφηγήσεις,
κάποιες από τις οποίες δεν έχουν άμεση σχέση με τα ιστορικά γεγονότα αλλά
δίνουν μια χιουμοριστική νότα στη συνολική αφήγηση.
Όμως ας δώσουμε κάποια αποσπάσματα.
«Μη νομίσετε ότι το έργο το είχα δει μέσα στην αίθουσα,
καθισμένος σε καρέκλα. Απλώς ήταν ένα δέντρο δίπλα στη μάντρα του σινεμά και
είχα σκαρφαλώσει μέσα στα κλαδιά» (σελ. 65).
Εγώ είχα δει πολλά έργα σκαρφαλωμένος στη μουριά που είναι
μπροστά από το σινεμά του Φαφούτη στο χωριό μου. Πού λεφτά για εισιτήριο εκείνα
τα δύσκολα χρόνια. Μάλιστα μια φορά ήλθε και κοίταζε με το φακό από κάτω, μήπως
είχε σκαρφαλώσει κανείς. Εγώ είχα λουφάξει στην κορυφή, με την καρδιά μου να
τρέμει. Ευτυχώς το πυκνό φύλλωμα με έκρυψε.
Ναι, αυτοβιογραφούμαι συχνά μέσα από τις βιβλιοκριτικές μου.
Το παραπάνω επεισόδιο το θυμόμουνα πάντα, όμως αυτό που θα
αφηγηθώ μετά το σχετικό απόσπασμα που θα παραθέσω το είχα ξεχάσει εντελώς, και
ανακλήθηκε συνειρμικά στη μνήμη μου διαβάζοντάς το.
«…τότε παίρναμε εισιτήρια με την κανονική τιμή και τα
πουλάγαμε στη μαύρη αγορά. Μας κυνηγούσε η αστυνομία, αλλά είχαμε μάθει να την
αποφεύγουμε. Έβγαινε καλό μεροκάματο…» (σελ. 84).
Ήμουν φοιτητής, στα χρόνια της χούντας. Δεν θυμάμαι πώς
βρέθηκε στα χέρια μου ένα εισιτήριο για κάποιο ματς. Ποδοσφαιρόφιλος δεν υπήρξα
ποτέ, δυο φορές όλες κι όλες πήγα στη ζωή μου σε γήπεδο, φοιτητής, κι αυτό για
λόγους πατριωτικούς, για να υποστηρίξω των ΟΦΗ (και τις δυο φορές έχασε).
Θέλησα λοιπόν να το πουλήσω. Είχα ακούσει για τη μαύρη αγορά εισιτηρίων, και
είπα να δοκιμάσω την τύχη μου. Θυμάμαι, είχα σταθεί σε ένα από τα πεζοδρόμια
της Ομόνοιας.
-Εισιτήριο για το ματς…
Όσο και αν κατέβαζα την τιμή δεν τσίμπαγε κανείς. Ευτυχώς
που κατάφερα την τελευταία στιγμή και το πούλησα στην κανονική του τιμή.
Πήγα και άλλη μια φορά σε γήπεδο, αλλά σε αγώνα μπάσκετ.
Οικογενειακώς, με τσάμπα εισιτήρια. Φεύγοντας είχα πλουτίσει το λεξιλόγιό μου
με μερικές βρισιές που μέχρι τότε αγνοούσα.
Η γυναίκα μου μού έβαζε συχνά τις φωνές γιατί δεν παίρνω το
γιο μας να πάμε στο γήπεδο, «όπως κάνουν όλοι οι μπαμπάδες».
Ε, τι να κάνουμε, δεν είμαι όπως όλοι οι μπαμπάδες.
Μια εγκιβωτισμένη αφήγηση με μια παραβολική ιστορία
καταλήγει:
«Αυτά μου είπε ο αστυνομικός με τον αριθμό 118, για να μου
δώσει να καταλάβω ότι δεν πρέπει να στεναχωριέμαι, και ότι δεν είναι μόνο τα
λεφτά στη ζωή μας, αλλά είναι κι άλλα πράγματα…» (σελ. 100).
Και θυμήθηκα μια γελοιογραφία που διάβασα παλιά στο facebook: Η βουλή, μετά από
ολονύκτια συνεδρίαση για τη λήψη μέτρων για την κρίση, απεφάνθη: Το χρήμα δεν
φέρνει την ευτυχία στη ζωή.
Αυτή την ατάκα δεν μπορώ να μην την παραθέσω:
«Ρε, άφησέ τους… οι πολιτικοί δεν νοιάζονται για μας. Για τη
μάσα νοιάζονται…» (σελ. 74).
Οι αφηγήσεις αυτές με συνάρπασαν κυριολεκτικά, και είμαι
σίγουρος ότι θα συναρπάσουνε κι εσάς.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment