Κνουτ Χάμσουν, Η πείνα (μετ. Βας. Δασκαλάκη) Εκδόσεις Νίκου Δ. Νίκα, 1956, σελ. 159
Είναι το πρώτο βιβλίο που πήρα από το πρακτορείο της Σοφίας Αεράκη στην Ιεράπετρα, μαθητής πρώτης γυμνασίου, και έγραψα στο εξώφυλλο τον αριθμό 1. Ήταν το δεύτερο όμως που αγόρασα στη ζωή μου. Το πρώτο ήταν το «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» και το είχα αγοράσει από το μπακάλικο του χωριού μου που ήταν και ταυτόχρονα πρακτορείο εφημερίδων, από όπου αγοράζαμε τους Μικρούς Ήρωες και τους Γκαούρ Ταρζάν. Επίσης ήταν το τρίτο βιβλίο που είχα. Το πρώτο ήταν ο Μιχαήλ Στρογκόφ», και μου το αγόρασαν οι γονείς μου όταν πήγαμε στο Ηράκλειο, μαθητής έκτης δημοτικού, για να κάνω εγχείρηση αμυγδαλών, η πρώτη από τις οκτώ που έκανα στη ζωή μου μέχρι τώρα.
Διάβασα ότι ο Χαμσούν επηρεάστηκε από τον Ντοστογιέφσκι.
Δεν έχω διαβάσει άλλα έργα του, αλλά αυτό σίγουρα είναι επηρεασμένο από το «Υπόγειο».
Ημιαυτοβιογραφικό, μου θύμισε τα αυτοβιογραφικά του Πολ Όστερ, «Η επινόηση της μοναξιάς» και το «Ημερολόγιο του χειμώνα». Πέρασαν και οι δυο μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στα νιάτα τους. Ακόμη μου θύμισε το «Τιμπουκτού» του Όστερ, όπου παρουσιάζει έναν άστεγο διανοούμενο. Ο αφηγητής του Χαμσούν γράφει άρθρα για κάποια εφημερίδα. Όταν του τα δέχονται τον πληρώνουν, με ικανοποιητικό ποσό μας αφήνει να καταλάβουμε. Στο τέλος τον βλέπουμε να καταπιάνεται με τη συγγραφή ενός διηγήματος και ενός θεατρικού έργου.
Σαν τον άστεγο διανοούμενο του Όστερ είναι και ο αφηγητής του Χαμσούν, αν και έμεινε άστεγος μόνο για λίγο. Παλεύει με την πείνα του και με τη σπιτονοικοκυρά του. Αφού δεν έχει να φάει, είναι πολύ φυσικό να μην έχει να πληρώσει και το νοίκι.
Φαίνεται λιγάκι διαταραγμένος. Συμπεριφέρεται πολλές φορές τρελά με αποτέλεσμα να εκπλήσσει, ακόμη και να τρομοκρατεί τον συνομιλητή του, όπως εκείνον τον γεράκο στο παγκάκι.
Είναι άραγε αυτή η διαταραχή σύμπτωμα της πείνας του, ή η διαταραχή τού δημιουργεί δυσκολίες επιβίωσης που κάποια στιγμή έχουν σαν συνέπεια την αθλιότητα τού να μην έχει να φάει για μέρες; Ο ίδιος υποστηρίζει:
«Είχα την εύθυμη τρελαμάρα που φέρνει η πείνα. Δεν αισθανόμουνα τίποτα μέσα μου, δεν υπόφερα, τίποτα δεν διοικούσε τις σκέψεις μου» (σελ. 57).
Το λέει αυτό με μια διάθεση αυτοκριτικής, καθώς μόλις έχει ανακαλύψει (επινοήσει καλύτερα) μια λέξη, και τώρα προσπαθεί να βρει τι νόημα να της δώσει.
Προσπαθεί μια φορά να ξεγελάσει την πείνα του μασώντας ένα ροκανίδι. Και όταν του πέφτουν στα χέρια του λεφτά και πηγαίνει σε ένα μαγέρικο για να φάει, το στομάχι του δεν αντέχει τόσο φαγητό ξαφνικά, κάνει εμετό.
Η αφήγησή του θα ήταν μια συρραφή επεισοδίων που σχεδόν δεν θα είχε νόημα με ποια σειρά θα τα διάβαζε κανείς αν δεν υπήρχε ένας αφηγηματικός ιστός: το φλερτ του με μια κοπέλα.
Δεν θα ευοδωθεί, δεν υπήρχε άλλωστε περίπτωση με τη συμπεριφορά του. Στο τέλος θα δεχθεί την ελεημοσύνη της που του την στέλνει ανώνυμα, δέκα κορώνες, για να τις πετάξει στα μούτρα της σπιτονοικοκυράς του, που ήδη τον έχει πετάξει έξω από το σπίτι.
Στο τέλος θα τον δούμε να μπαρκάρει σαν μούτσος σε ένα πλοίο που σε λίγο θα αποπλεύσει για την Αγγλία.
Υφολογικά, δεν είδαμε τη ροή συνείδησης για την οποία διαβάσαμε στη βικιπαίδεια, αλλά τον ελεύθερο συνειρμό, με τον οποίο του έρχονται στη μνήμη επεισόδια από τη ζωή του τα οποία αφηγείται σε κάποιον απροσδιόριστο αποδέκτη της αφήγησης με αρκετή σαφήνεια. Επίσης είδαμε πολλές φορές τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, τον οποίο δεν θυμάμαι να συνάντησα σε συγγραφέα τόσο νωρίς (το βιβλίο εκδόθηκε το 1890).
Έχω το σύνδρομο του καλού σαμαρείτη και νιώθω μεγάλη συμπάθεια για τους «Ταπεινωμένους και καταφρονεμένους», όμως αυτός εδώ με την τρελαμένη συμπεριφορά του δεν μπορώ να πω ότι μου κίνησε τη συμπάθεια. Συχνά μιλάει εντελώς απαξιωτικά για τους άλλους.
Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.
«Παρασυρνόμουνα, το ένα ψέμα μου ’φερνε το άλλο. Άναβα, ξεχνούσα την εφημερίδα, τα μυστηριώδη δοκουμέντα. Η εμπιστοσύνη του γερομπασμένου μ’ ερέθιζε και μ’ έκανε να μη ντρέπουμαι καθόλου, ήμουν αποφασισμένος να του λέω ψέματα ανεπιφύλαχτα, να τον αφήσω μ’ ανοιχτό το στόμα, να τον κάμω να τα χάσει.
-Είχε ακούσει για το ηλεκτρικό ψαλτήριο που ανακάλυψε ο Χαλοπάτι; [Ελεύθερος πλάγιος λόγος].
-Ε! ηλεκ..
-Με γράμματα ηλεκτρικά, που γίνουνται φωτεινά στο σκοτάδι!...» (σελ. 23).
Αυτό δεν το είπαμε, λέει και ασύστολα ψέματα.
«Οι ιδέες μου ’ρχονταν απανωτά κι εξακολουθούσαν ακατάσχετες τόσο, που μου ξέφεβγαν [ο μεταφραστής δεν χρησιμοποιεί διφθόγγους] χίλιες λεπτομέρειες μια και το μολύβι μου δε μπορούσε να τρέχει το ίδιο γρήγορα σαν κι αυτές» (σελ. 29).
Αναρωτιέμαι αν είναι πραγματική συγγραφική εμπειρία. Εμένα πάντως δεν μου έχει τύχει.
«Είχε βρέξει την ώρα που κοιμόμουνα, τα ρούχα μου είχαν γίνει μούσκεμα ολότελα κι αισθανόμουνα παγερή κρυάδα σ’ όλο μου το κορμί» (σελ. 50).
Μια φορά είχε κοιμηθεί σε ένα νεκροταφείο. Και μια άλλη φορά στο κρατητήριο ενός αστυνομικού τμήματος, μαζί με άλλους άστεγους. Ήταν καλύτερα από έξω μ’ αυτή το βροχερό καιρό. Όμως δεν θα ήθελε να ξαναπεράσει τη νύχτα του σε τέτοιο κελί, κάποια στιγμή έσβηναν τα φώτα.
Θυμήθηκα μια γελοιογραφία που διάβασα μαθητής. Ο πελάτης λέει στο γκαρσόνι: -Έφαγα και δεν έχω να πληρώσω, και καθότι τυχαίνει να μην έχω και πού να κοιμηθώ, φώναξε τον αστυφύλακα να με κλείσει μέσα.
«Μπήκα σε μια μεγάλη σάλα όπου καμιά σαρανταριά πρόσωπα στέκονταν στη γραμμή, όλοι άστεγοι» (σελ. 59).
Όταν είπε το όνομά του και την ιδιότητά του (δημοσιογράφος) δυσκολεύονταν να τον πιστέψουν. Είπε το παραμύθι ότι ξέχασε τα κλειδιά του σπιτιού του.
Ευτυχώς στον άη Γιώργη και τον Άλλο Άνθρωπο δεν ρωτάνε όνομα και επάγγελμα.
Να μην παραθέσω απόσπασμα εδώ, συχνά πηγαίνει στο ενεχυροδανειστήριο. Δίνει το γιλέκο του, όμως τα κουμπιά του και τα γυαλιά του δεν τα δέχονται, όπως και μια κουβέρτα που τους πήγε.
«Όχι, δεν υπήρχε όριο στις προστυχιές που ήμουν άξιος να κάμω!» (σελ. 330).
Μια τέτοια ομολογία είναι και μια έκφραση αυτοταπείνωσης. Ολότελα ντοστογιεφσκικό αυτό.
Ακόμη:
«Οι ταπεινώσεις μου δεν είχαν τέλος» (σελ. 153).
Αυτοταπείνωση και ταπείνωση λοιπόν.
Είναι εκτενές το απόσπασμα για να το παραθέσω ολόκληρο.
Φωνάζει οργισμένος κατά του θεού, λέγοντας ανάμεσα στα άλλα.
«Θεέ και Άπι [μάλλον κάτι άλλο ήθελε να γράψει ο μεταφραστής] του ουρανού, θέλω να σε βρίσω… Στο λέω καθαρά: Θα προτιμούσα χίλιες φορές να είμαι υπηρέτης στην κόλαση παρά λέφτερος στον βρωμοπαράδεισό σου. Δε δοκιμάζω παρά περιφρόνηση για το ουράνιό σου αχανές…» (σελ. 115).
«Ο φτωχός διανοούμενος είναι ένας πολύ λεπτότερος παρατηρητής από τον πλούσιο διανοούμενο» (σελ. 128).
Ίσως να ’ναι κι έτσι.
«Γιατί ξαφνικά να απομακρύνεστε από μένα, γιατί δε μ’ αφίσατε ήσυχο στη δυστυχία μου; Τι σας έκανα; Σας έκανα τίποτα; Δεν είμαι εγώ εκείνος που ήλθα να σας βρω! Και γιατί ξαφνικά να απομακρύνεστε από μένα, να μ’ αφίνετε σαν να μην μ’ είχατε γνωρίσει ποτέ; Μεγαλόσατε [με όμικρον, όλες τις φορές] τη δυστυχία μου, μ’ εκάματε τόσο δυστυχισμένο τώρα όσο δεν ήμουνα ποτέ μου… Τύλιξε το μπράτσο της στο λαιμό μου, τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. Εγώ στεκόμουν έτσι και την κοίταζα. Μου πρότεινε τα χείλη της· δεν μπορούσα να την πιστέψω. Αυτό που έκανε ήταν χωρίς αμφιβολία μια θυσία που επίβαλνε στον εαυτό της, ένα μέσο για να ξεμπερδέψει από μαζί μου. Είπε κάτι· κι όμως σας αγαπώ, θαρρώ πως είπε. Το είπε πολύ σιγαλά, με μια φωνή που μόλις ακούστη. Μπορεί και να μ’ είχανε γελάσει τ’ αυτιά μου. Κρεμάστηκε όμως με ορμή στο λαιμό μου, κράτησε και τα δυο της χέρια γύρω στο λαιμό μου για κάποιο λεπτό, μάλιστα είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της για να με φτάνει.
Είχα μέσα μου το φόβο πως ανάγκαζε τον εαυτό της να μου δείχνει αυτή την τρυφερότητα.
-Τι ωραία που είστε τώρα! της είπα μοναχά.
Άλλο τίποτα δεν είπα. Τραβήχτηκα μόνο πίσω, έσπρωξα την πόρτα και βγήκα έξω πισωδρομόντας. Εκείνη απόμεινε μέσα» (σελ. 129).
Έτσι τελειώνει το τρίτο κεφάλαιο, το καλύτερο μέρος του βιβλίου.
«Ήθελα να γράψω ένα μονόπρακτο δράμα μεσαιωνικής υπόθεσης, που το είχα τιτλοφορήσει: Το σημείο του Σταυρού» (σελ. 138).
Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Henning Carlsen (1966).
Εξαιρετική μεταφορά, με έναν εκπληκτικό Per Oscarsson, που δικαίως κέρδισε το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού στις Κάννες.
Βέβαια δεν χώραγαν όλα στην ταινία. Για παράδειγμα δεν υπάρχει το επεισόδιο όπου έμεινε στο κρατητήριο.
No comments:
Post a Comment