Sunday, January 30, 2011

Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι

Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 307

Θα αρχίσω με κάτι που έχω ξαναπεί, ότι ο Κούντερα και ο Μπόρχες είναι οι πιο αγαπημένοι μου εν ζωή (ο θεός να τους δίνει χρόνια) συγγραφείς. Την αβάσταχτη ελαφρότητα τη διαβάζω σε δεύτερη ανάγνωση. Η πρώτη ήταν από την έκδοση της Εστίας, το 1986, τρία χρόνια μετά την έκδοση του έργου στο πρωτότυπο.
Η στόφα του Κούντερα είναι η στόφα του δοκιμιογράφου. Δεν είναι τυχαίο που κάποιοι θεωρούν ως κορυφαίο έργο του το «Γέλιο», το πρώτο του έργο, και πιστεύω πως αυτό οφείλεται στο ότι εκεί σχεδόν απουσιάζει ο δοκιμιακός λόγος.
Το έργο ξεκινάει με ένα σχόλιο πάνω στην ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Όμως το κυρίως σχόλιό του αναφέρεται στον Οιδίποδα. Ο Οιδίπους, λέει, όταν συνειδητοποίησε την καταστροφή που έσπειρε γύρω του, ένοιωσε τόσο ένοχος, παρόλο που αυτό έγινε άθελά του, και μάλιστα ενώ προσπάθησε να το αποφύγει, που έβγαλε τα μάτια του. Οι δικοί μας πολιτικοί, μας λέει (μιλάει για την Τσεχοσλοβακία, μην πάει αλλού ο νους σας, λίγο πριν και λίγο μετά την Άνοιξη της Πράγας, 1967 για τους νεότερους), ενώ ξέρουν ότι είναι ένοχοι, όχι μόνο δεν βγάζουν τα μάτια τους αλλά αποποιούνται κάθε ευθύνη.
Μιλάει επίσης για το αγαπημένο μου θέμα, τις «ρίζες της σύμπτωσης». Πώς οι συμπτώσεις παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή μας. Αντιγράφω τον μοιραίο διάλογο, που ένωσε τη ζωή των δυο ηρώων.
«-Περίεργο, είπε εκείνη, είσαστε στο έξι. –Ποιο είναι το περίεργο; ρώτησε εκείνος… -Είσαστε στο δωμάτιο έξι κι εγώ στις έξι τελειώνω τη δουλειά μου» (σελ. 55).
Αν ο διάλογος ήταν ανάποδα δεν θα εντυπωσίαζε, θα ήταν απλώς ένα καμάκι. Όμως η κοπέλα φαίνεται να εντυπωσιάστηκε πραγματικά.
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας μας έλεγε κάποτε ότι είπε ο Πυθαγόρας νομίζω, πως κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ξεχωριστό αριθμό. Εμένα είναι το έξι αντεστραμμένο, δηλαδή το 9. Στα τρία από τα τέσσερα τελευταία σπίτια όπου έχω ζήσει τα τελευταία 27 χρόνια το νούμερο της οδού που μένω είναι 9. 29 Γενάρη γεννήθηκα, να ευχαριστήσω από εδώ άλλη μια φορά όσους μου ευχήθηκαν στο facebook, αλλά και οι λίγοι φίλοι που μου ευχήθηκαν τηλεφωνικά (κάποιους τους ενημέρωσαν τα παιδιά τους, φίλοι μου στο facebook). 9 είναι τα βιβλία που έχω εκδώσει μέχρι στιγμής (αυτό θα μου πείτε δεν πιάνει, αφού σε λίγο μπορεί να γίνουν δέκα). Με 99.999 ευρώ ξελασπώνω εντελώς οικονομικά (Να δούμε, αυτό θα πιάσει;). Κοίτα να δεις, τώρα το συνειδητοποίησα, οι δυο από τους τέσσερις αριθμούς του αυτοκινήτου μου είναι 9: 9859.
Στην επόμενη σελίδα ο Κούντερα θα σχολιάσει πιο διεξοδικά το τυχαίο, ή μάλλον τις τυχαίες συμπτώσεις που αποδεικνύονται αποφασιστικές για τη ζωή μας. Πιο πριν, στη σελίδα 54, είχε γράψει:
«Το τυχαίο είναι που κάνει τέτοια μάγια, όχι το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αξέχαστος πρέπει τα τυχαία να συναντώνται σ' αυτόν απ' την πρώτη στιγμή, όπως τα πουλιά πάνω στους ώμους του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης».
Πιο κάτω (σελ. 57) μιλάει για την ομορφιά του τυχαίου (το εννοεί με την σημασία της σύμπτωσης) σχολιάζοντας μια σύνθεση του Μπετόβεν και την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι (Στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού γνωρίζεται η Άννα με τον Βρόνσκι, τον άνδρα που στάθηκε αιτία να βάλει τέρμα στη ζωή της πέφτοντας στις ράγες ενός τραίνου) για να καταλήξει: «θα μπορούσαμε δικαίως να προσάψουμε στον άνθρωπο ότι είναι τυφλός στα τυχαία αυτά στην καθημερινή ζωή και ότι στερεί έτσι τη ζωή από τη διάσταση της ομορφιάς της».
Έρωτας και πολιτική είναι το θέμα του βιβλίου. Και σεξ. Ο Τόμας, χειρούργος, είναι από αυτούς που αρνούνται να συμβιβαστούν με την νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς. Ερωτεύεται την Τερέζα, αλλά παράλληλα κάνει και άλλες ερωτικές –σεξουαλικές για την ακρίβεια- σχέσεις, ακόμη και όταν είναι πια παντρεμένοι.
Επειδή υπάρχει πάντα η υποψία ότι ο συγγραφέας σε κάθε του έργο αυτοβιογραφείται, ο Κούντερα θεωρεί σκόπιμο να μιλήσει για τον εαυτό του και να μας πει ότι δεν είναι αυτός ο Τόμας. «Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος μου είναι οι ίδιες μου οι δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν», μας λέει. Για να μην τον περάσουμε δηλαδή για κανένα μανιακό του σεξ.
Το σεξ και ο έρωτας μπορεί να είναι αλληλοτεμνόμενοι κύκλοι, αλλά δεν είναι ταυτόσημοι. Όμως πώς θα μπορούσε να τελειώσει ο έρωτας ανάμεσα στον Τόμας και την Τερέζα, ένας έρωτας που περνούσε κατά διαστήματα κρίσεις εξαιτίας του ότι ο Τόμας ξενοπηδούσε; Ο Κούντερα βρήκε έναν έξυπνο τρόπο: τους σκοτώνει σε ένα τροχαίο. Και μάλιστα προσημαίνει το θάνατό τους, ώστε να μην αγανακτήσουμε όσο θα έπρεπε με τη συμπεριφορά του Τόμας απέναντι στη γυναίκα του, αλλά να νοιώσουμε προκαταβολικά τον «έλεο» για τον θάνατό τους (Παρεμπιπτόντως, το τροχαίο που βάζει τέρμα στον έρωτα τον συζητάω στις δυο προπροηγούμενες αναρτήσεις μου).
Να σχολιάσουμε τώρα κάποια ειδικά σημεία του έργου. Διαβάζουμε: «Είχε γονατίσει στο προσκέφαλο της και του είχε έρθει η ιδέα πως του την είχαν στείλει μέσα σ' ένα καλάθι, στην επιφάνεια του νερού. Έχω ήδη πει ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ' άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη» (σελ. 209). Σε ένα καλάθι, σαν τον Μωυσή. Λάθος του Κούντερα εδώ, δεν είπε καμιά κουβέντα η Τερέζα. Απλώς ο ίδιος έπλασε τη μεταφορά στο μυαλό του. Και την ερωτεύτηκε. Επίσης, κρίμα που προσθέτει το «επικίνδυνες». Ας μας άφηνε με την ψευδαίσθηση. Όταν θέλεις να αναδείξεις τον έρωτα, δεν του βάζεις ταυτόχρονα και ένα βαρίδι.
Και η απόδειξη ότι δεν ήταν η «κουβέντα», βρίσκεται στην προηγούμενη σελίδα: «Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή». Μ' άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της ποιητικής του μνήμης. Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. «Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν παρά μόνον πάνω στο χαλί». Όταν έπλασε ο ίδιος τη μεταφορά, πάνω στην ποιητική του μνήμη, είναι που η Τερέζα μετακόμισε από το χαλί στην καρδιά του.
Διαβάζουμε: «…ένας άντρας θέλει ν’ αλλάξει τη γυναίκα του και μια γυναίκα τον άντρα της…» (σελ. 302). Δεν συμφωνώ. Συμφωνώ περισσότερο με μια ρήση που κυκλοφόρησε, ανάμεσα σε άλλες, στο διαδίκτυο, και δεν θυμάμαι τίνος είναι: Η γυναίκα παντρεύεται τον άνδρα με την ελπίδα ότι θα τον αλλάξει. Τελικά διαψεύδεται, ο άνδρας δεν αλλάζει. Ο άνδρας παντρεύεται τη γυναίκα με την ελπίδα ότι θα μείνει πάντα όπως είναι. Και αυτός διαψεύδεται: η γυναίκα αλλάζει.
Θα μπορούσαμε να θέσουμε το ζήτημα σε ψηφοφορία.
Σε μια κινηματογραφική διασκευή υπάρχει πάντα μια συμπύκνωση του λογοτεχνικού έργου, για να χωρέσει στο δίωρο, έστω στο τρίωρο μιας παράστασης. Στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Φίλιπ Κάουφμαν (1988), με την Ζιλιέτ Μπινός νεότατη και πανέμορφη, διαπιστώσαμε το εξής παράδοξο: κάποια ερωτικά επεισόδια στην ταινία διαρκούν περισσότερο από ό, τι στο μυθιστόρημα. Ίσως γι αυτό η ταινία τράβηξε κοντά στο τρίωρο (171 λεπτά για την ακρίβεια). Έπρεπε να καλυφθούν όλα τα γούστα.
Αλλά στον Κούντερα θα επανέλθουμε.

Saturday, January 29, 2011

Δημήτρης Κεραμεύς, Το άλλο μπλουζ

Δημήτρης Κεραμεύς, Το άλλο μπλουζ, ΑΛΔΕ 2011 (σειρά metroαναγνώσματα), σελ. 54

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια συναρπαστική ιστορία και μια πρωτότυπη αφήγηση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της νουβέλας αυτής

Μετά το αστυνομικό μυθιστόρημά του με τίτλο «Αυτός που είχε…» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, ο Δημήτρης Κεραμεύς εκδίδει, πάλι από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, τη νουβέλα του «Το άλλο μπλουζ» (Η επόμενη ανάρτησή μας, παρεμπιπτόντως, θα είναι για ένα άλλο μπλουζ, το «Οδυσσέας και μπλουζ» της Ευγενίας Φακίνου).
Παρόλο που η νουβέλα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αστυνομική, έχει τα χαρακτηριστικά ενός αστυνομικού μυθιστορήματος: είναι διάσπαρτη από πτώματα. Και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αστυνομική, γιατί ο δολοφόνος (ή μάλλον οι δολοφόνοι) δεν συλλαμβάνονται στο τέλος, χωρίς όμως να ξεφύγουν από τη θεία δικαιοσύνη.
Η αφήγηση στηρίζεται στην εναλλαγή τριών χρόνων της ιστορίας: ενός χρόνου του εγκλήματος και δύο χρόνων των τύψεων. Το έγκλημα ήταν ο βιασμός μιας δεκατριάχρονης, που τον διέπραξαν επίσης δεκατριάχρονα παιδιά. Ο βιασμός αυτός είχε σαν συνέπεια τον θάνατό της. Αυτός είναι ο χρόνος του εγκλήματος. Ο χρόνος των τύψεων έρχεται κατόπιν, όταν τα τέσσερα παιδιά που συμμετείχαν (για την ακρίβεια οι τρεις, ο άλλος ήταν απλώς στην παρέα), δίνουν ραντεβού κάθε χρόνο, όπου σε μια κραιπάλη μεθυσιού προσπαθούν να πνίξουν τις τύψεις τους. Αφηγηματικά δίνεται ο χρόνος 2001, με επεισόδια συμπερίληψης και ψευδομοναδικότητας, επεισόδια δηλαδή που, παρόλο που περιγράφονται ως μοναδικά για το 2001, συνέβαιναν και όλα τα προηγούμενα χρόνια σε παραλλαγές. Περιλαμβάνει όμως και μοναδικά επεισόδια, αυτά της αυτοκτονίας τους, ή μάλλον των τριών από αυτούς, αφού ο τέταρτος, που δεν συμμετείχε στον βιασμό, σώθηκε.
Το έγκλημα αυτό στιγμάτισε βαθιά τον ψυχισμό τους, τραυματίζοντάς τον ανεπανόρθωτα, με αποτέλεσμα να καταντήσουν ναυάγια στην προσωπική τους ζωή. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής-μάρτυρας του βιασμού, ο τέταρτος της παρέας, γράφει στις ημερολογιακές του σημειώσεις στις 15 Ιουλίου 2001 σε συμπεριληπτική αφήγηση: (…θα παίρναμε τα άθλια μεταφορικά μας μέσα, που κάναμε μια ζωή θυσίες για να αποκτήσουμε τα ανόητα, τα άχρηστα σημάδια μιας εξίσου ανόητης ψευδαίσθησης καλής ζωής και θα πηγαίναμε στα συντρίμμια μας, ο καθένας στα δικά του, για να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε ότι ζούμε. Μέχρι να ερχόταν η επόμενη χρονιά και μετά η επόμενη, η επόμενη» (σελ. 31).
Στις 15 Ιουλίου 1973, ένα χρόνο και πέντε μέρες πριν την εισβολή στην Κύπρο, έγινε ο βιασμός. Τα ραντεβού των τύψεων ξεκίνησαν 20 χρόνια μετά. Στα τριάντα τους είχαν ήδη καταντήσει ψυχολογικά ράκη.
Τα μοναδικά γεγονότα τα οποία αφηγείται στον τρίτο αφηγηματικό χρόνο είναι τα γεγονότα που προηγήθηκαν του δικού του θανάτου, από τροχαίο, δυο χρόνια μετά. Ο αφηγητής είναι εδώ εντελώς αυτοδιηγητικός, αφού οι σύντροφοί του είναι ήδη νεκροί. Τον δικό του θάνατο θα τον αφηγηθεί τριτοπρόσωπος αφηγητής, εν είδει αστυνομικού ρεπορτάζ σε εφημερίδα, που φέρει τον τίτλο «Αυλαία στο φονικό(;) της Θάσου». Ο Κεραμεύς, με θεατρικές σπουδές, χρησιμοποιεί έναν θεατρικό όρο στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο, το μόνο που δεν φέρει ημερολογιακή ή αριθμητική ένδειξη.
Το μοντάζ με τον χρόνο δημιουργεί ένα πρωτότυπο σασπένς. Ενώ τα βασικά σασπένς είναι το «σασπένς του τι» (θα γίνει στο τέλος) ή «σασπένς του πώς» (φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος), εδώ έχουμε ένα «σασπένς του τι ήταν εκείνο» (που οδήγησε τους ήρωες σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση και σ’ αυτή τη συμπεριφορά), ένα σασπένς δηλαδή που αναφέρεται στο παρελθόν. Το σασπένς αυτό λύεται κοντά στο τέλος της αφήγησης, στις σελίδες 34-40, που είναι η ιστορία του βιασμού.
Επινοητικός στη σύνθεση ο Κεραμεύς αποδεικνύεται ένας ταλαντούχος συγγραφέας. Επίσης συγγραφέας με καλπάζουσα φαντασία, κρίνοντας από το εντελώς πρωτότυπο στόρι της νουβέλας αυτής. Σίγουρα θα μας δώσει και άλλα ενδιαφέρονται και πρωτότυπα έργα.

Saturday, January 22, 2011

Αλέξανδρος Βαλαβάνης, Για όσο κρατήσει

Αλέξανδρος Βαλαβάνης, Για όσο κρατήσει, ΑΛΔΕ 2010 (σειρά metroαναγνώσματα), σελ. 57

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια συγκινητική νουβέλα και ένα έξυπνο διήγημα περιλαμβάνονται στον μικρό αυτό τόμο

Μια νουβέλα και ένα διήγημα περιλαμβάνονται στον μικρό τόμο ενός από τα τέσσερα metroαναγνώσματα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα (τα δυο τα έχουμε ήδη παρουσιάσει)
που φέρει τον τίτλο της νουβέλας: «Για όσο κρατήσει». Θα μιλήσουμε πρώτα για αυτό.
Πέρα από την αφηγηματική άνεση που χαρακτηρίζει τη γραφή του Βαλαβάνη, το πιο χαρακτηριστικό ίσως σε αυτή την νουβέλα είναι η λεπτομερειακή προσωπογράφηση του ήρωά του, του Βασίλη.
Ο Βασίλης είναι ένας δειλός, εσωστρεφής τύπος, που σέρνεται κυριολεκτικά από τη μητέρα του, η οποία έχει μια έντονη επιρροή πάνω του. Δεν είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, απεναντίας κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να ξεφύγει, είναι το σύμπλεγμα της μητέρας του που μένει πεισματικά και υπερπροστατευτικά προσκολλημένη στο γιο της, ένα σύμπλεγμα με το οποίο δεν ασχολήθηκε ο Φρόιντ για να το ονοματίσει. Όμως κάποτε ο Βασίλης καταφέρνει να εξεγερθεί. Την εξέγερση αυτή τη δίνει με μια θαυμάσια μεταφορά ο Βαλαβάνης. Αντιγράφουμε:
«Ο Βασίλης ήταν ένας χείμαρρος, ένα ποτάμι που σε κάποιο σημείο η μητέρα του είχε στήσει ψηλό φράγμα για να συγκρατεί τα νερά του. Με τα χρόνια όμως τα νερά αυξάνονταν και ο ποταμός φούσκωνε. Τη μέρα που ο ποταμός αυτός είχε φουσκώσει πάρα πολύ, το φράγμα αυτό –αλλά ίσως και κανένα φράγμα στον κόσμο-δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα νερά του. Στο πέρασμά τους, το ορμητικά νερά, διέλυσαν κάθε ίχνος του φράγματος που επί είκοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια τα περιόριζε. Είναι γνωστό πως το νερό του ποταμού δε γυρίζει πίσω. Ο Βασίλης που είχε πάρει την απόφαση ν’ αλλάξει, τα είχε καταφέρει. Ήταν αδύνατο η μητέρα του να κερδίσει το χαμένο έδαφος και να τον ξαναχειραγωγήσει» (σελ. 38).
Η υπερπροστασία της μητέρας του, η δική του ατολμία, ήταν η αιτία που η Διαμαντούλα απομακρύνθηκε από κοντά του. Όταν αποτίναξε την υπερπροστασία της μητέρας του βρήκε τον εαυτό του, απόκτησε θάρρος πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να αναβαθμιστεί στον επαγγελματικό τομέα, αλλά και να ξανακερδίσει την Διαμαντούλα.
Υπάρχει ένας μίτος που ενώνει αυτό το έργο με το άλλο έργο της σειράς, το «Κράτα με στα χείλη σου» της Χριστίνας Καμπά. Εκεί κάναμε τη διαπίστωση ότι η ματαίωση στον έρωτα οφείλεται είτε σε συγκεκριμένες συνθήκες είτε στο τυχαίο. Και ξαναβρισκόμαστε στο ίδιο δίπολο και εδώ. Με μια διαφορά: Όπως κάποιες συνθήκες οδήγησαν στη ματαίωση του έρωτα, κάποιες άλλες οδήγησαν στην επανάκτησή του. Όμως ο δεύτερος τύπος ματαίωσης, το τυχαίο, είναι σχεδόν πανομοιότυπο και στα δυο έργα: ένα τροχαίο. Η δεύτερη φάση του έρωτά τους δεν κράτησε πολύ. Ο Βασίλης, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητό του να συναντήσει την Διαμαντούλα, συνάντησε πιο πριν το θάνατο.
«Ο Βασίλης έχασε τη ζωή του ανόητα και απρόβλεπτα μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου. Έτρεχε με κοντά ενενήντα χιλιόμετρα την ώρα τη στιγμή της σύγκρουσης. Εντός πόλεως και χωρίς να φορά τη ζώνη του…» (σελ. 43-44).
Ηθικόν δίδαγμα: Τρέχοντας μπορεί να φτάσουμε πιο γρήγορα στον προορισμό μας, όμως δημιουργείται το ενδεχόμενο να μη φτάσουμε ποτέ.
Το σύντομο διήγημα που έχει τον τίτλο Chat, με το οποίο κλείνει ο μικρός αυτός τόμος, είναι ολότελα μοντέρνο και έξυπνα δοσμένο.
Δυο άτομα, ένας νεαρός και μια κοπέλα κάνουν chat στο διαδίκτυο, ένα ιντερνετικό φλερτ. Δεν έχουν βάλει φωτογραφία στο προφίλ τους, γνωρίζονται μόνο σαν αόριστες φιγούρες. Δίνει καθένας μια σύντομη περιγραφή του εαυτού του.
Ανταποκρίνεται αυτή η περιγραφή στην πραγματικότητα;
Κανένας δεν έχει παραποιήσει την εικόνα για τον εαυτό του. Όμως, καθώς λένε ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, και αυτοί στην περιγραφή τους δεν χρησιμοποίησαν παραπάνω από είκοσι, είναι φυσικό η φαντασιακή παράσταση που σχημάτισαν με βάση αυτές τις λέξεις να αφίσταται από την πραγματικότητα.
Κάποτε αποφασίζουν να βρεθούν. Θα αρέσει άραγε ο ένας στον άλλο;
«Εκείνη είχε πλήρη επίγνωση του ότι το ενδεχόμενο να μην του πολυαρέσει επικρατούσε σε σχέση με το ενδεχόμενο να μείνει ευχαριστημένος από την εικόνα της. Πίστευε όμως πως μετά από τόσες συνομιλίες που είχαν κάνει με την από κοντά γνωριμία τους, θα εκτιμούσε την εσωτερική της ομορφιά και το χαρακτήρα της...» (σελ. 57).
Τι σου είναι όμως οι άνδρες!!! Σπάνια εκτιμούν την εσωτερική ομορφιά και τον χαρακτήρα, ενώ βρίσκουν απείρως ελκυστικότερα τα εξωτερικά κάλλη. Και οι γυναίκες βέβαια δεν είναι χαζές (ούτε η Αφροδίτη ήταν χαζή, απλά ήθελε να αυταπατάται), και γι αυτό ξοδεύουν περισσότερο χρόνο φροντίζοντας την ομορφιά τους (αγοράζοντας ρούχα, επισκεπτόμενες κομμωτήρια, φροντίζοντας τη σιλουέτα τους με δίαιτες που συχνά είναι μοιραίες-βλέπε νευρική ανορεξία), παρά τον εσωτερικό τους κόσμο, με το να διαβάζουν βιβλία, να παρακολουθούν διαλέξεις, να επισκέπτονται εκθέσεις ζωγραφικής, να παρακολουθούν τις συναυλίες στο μέγαρο, κ.τ.ό.
Και το διήγημα τελειώνει:
«‘Άλλος ο εικονικός κόσμος, άλλος ο πραγματικός’, σκέφτηκε ο Βασίλης πιάνοντας την Αφροδίτη αγκαζέ για να πάνε για καφέ.
Ευτυχώς σε λίγες μέρες έπρεπε να παρουσιαστεί στο στρατό!».
Αφηγηματικά άνετος, διεισδυτικός ψυχογράφος και χιουμορίστας, ο Αλέξανδρος Βαλαβάνης είναι ένας πολύ καλός συγγραφέας. Ελπίζουμε ότι οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν θα τον αποτρέψουν από το να γράφει.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, January 15, 2011

Χριστίνα Καμπά, Κράτα με στα χείλη σου

Χριστίνα Καμπά, Κράτα με στα χείλη σου, ΑΛΔΕ 2010 (σειρά metroαναγνώσματα), σελ. 37

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια θλιβερή ιστορία ματαιωμένου έρωτα μας δίνει η συγγραφέας σ’ αυτό το πεζογράφημα

Μετά την ποιητική συλλογή «Κλεμμένες στιγμές» η Χριστίνα Καμπά επανέρχεται στην πεζογραφία, με την οποία άλλωστε έκανε την εμφάνισή της στα νεοελληνικά γράμματα, με το διήγημα «Η ενοχή των πέπλων» στο συλλογικό, «7 ψυχές 7 ζωές».
Την αφηγηματική άνεση που συναντήσαμε σ’ αυτό το διήγημα, το οποίο παρουσιάσαμε, μαζί με όλα τα διηγήματα της συλλογής, στο Λέξημα, συναντάμε και στο «Κράτα με στα χείλη σου», μια σύντομη νουβέλα που δημοσιεύτηκε στη σειρά «metroαναγνώσματα» των εκδόσεων ΑΛΔΕ. Όταν γράφαμε για το διήγημα αυτό ήμασταν σίγουροι ότι τη Χριστίνα Καμπά θα την ξανασυναντούσαμε. Δεν φανταζόμασταν τότε ότι η επόμενη συνάντηση θα ήταν στην ποίηση (την ποιητική της συλλογή την έχουμε επίσης παρουσιάσει στο Λέξημα), όμως η μεθεπόμενη ήταν στην πεζογραφία.
Η θεματική της, όπως και στην ποιητική της συλλογή, είναι ο έρωτας, όχι όμως με τη μορφή ενός αδιατάρακτου ευτυχισμένου ειδυλλίου, αλλά ενός έρωτα ματαιωμένου.
Στη ζωή οι ματαιώσεις είναι δύο ειδών: οι ματαιώσεις που έρχονται σαν αδήριτη συνέπεια συνθηκών ζωής, λαθεμένων υπολογισμών και εκτιμήσεων, αλλά και πιέσεων να ακολουθήσουμε δρόμους για τους οποίους δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, και οι ματαιώσεις που έρχονται με την μορφή του τυχαίου. Στη νουβέλα αυτή βλέπουμε τον έρωτα ματαιωμένο και με τους δυο τρόπους.
Η Κασσάνδρα, η ηρωίδα της ιστορίας της, ερωτεύεται πρόωρα, μένει έγκυος πρόωρα, και εξωθείται κυριολεκτικά σε ένα γάμο πρόωρα. Ο έρωτας γρήγορα πεθαίνει, όχι μόνο από το «πρόωρα», αλλά και επειδή ο σύντροφος δεν αποδεικνύεται αντάξιος του έρωτά της. Πρόκειται για τη ματαίωση της πρώτης κατηγορίας, ο έρωτας που φθείρεται με μια μαθηματική αναγκαιότητα.
Η ηρωίδα, απογοητευμένη από τη σχέση της, θα αφεθεί, όχι χωρίς αντίσταση, στον έρωτα ενός νεαρού που φαίνεται κυριολεκτικά να τη λατρεύει.
Και αναρωτιέται κανείς: πώς θα ματαιωθεί στην περίπτωση αυτή ο έρωτας;
Και ερχόμαστε στη δεύτερη περίπτωση: με τη μορφή του τυχαίου. Και το τυχαίο αυτό έρχεται με τη μορφή ενός τροχαίου, που θα κόψει το νήμα της ζωής και των δύο ηρώων. Θα κυλιστούν αιμόφυρτοι στην άσφαλτο, όταν η μηχανή του νεαρού θα καρφωθεί σε μια σταματημένη νταλίκα. «…κρύα η άσφαλτος που υποδέχτηκε τα κορμιά τους. Ο Άρης σύρθηκε κοντά της. –Φίλα με! Κράτα με στα χείλη σου… ήταν τα τελευταία της λόγια». Αυτές είναι και οι τελευταίες γραμμές της νουβέλας.
Οι τελευταίες πεζές γραμμές. Γιατί στη συνέχεια υπάρχει ένα ποίημα. Η Χριστίνα δεν ξεχνάει και τον ποιητικό της εαυτό, ακόμη και όταν γράφει πρόζα. Εμείς όμως θα επιλέξουμε να παραθέσουμε ένα άλλο ποίημα, που υπάρχει στο εσωτερικό της νουβέλας.
«Δάκρυα υδραργύρου κυλούν στο πάτωμα.
Ανοίγω το παράθυρο για να πετάξω ό, τι απόμεινε απ’ το θερμόμετρο.
Σε τούτη την κάμαρη αδύνατον να μετρηθεί η φωτιά.
Στο χνωτισμένο τζάμι θα γράψω το όνομά σου.
Δεν μπορώ, το χέρι τρέμει.
Ο επίδεσμος φταίει.
Μα τι νομίζουν, πώς έτσι συγκρατούν τη ζωή;
Δεν τη θέλω αφού δεν την έχω.
Με θεωρούν λεπρή.
Δεν έχω αυτιά.
Έχω κρύψει δυο δάχτυλα για να γράφω.
Μη με τυλίγετε με νυφικό νεκρικό» (σελ. 23).
Τι υπέροχος στίχος! «Έχω κρύψει δυο δάχτυλα για να γράφω». Είναι η περιουσία κάθε συγγραφέα. Αυτά τα δυο δάχτυλα της Χριστίνας Καμπά έχουν να μας δώσουν ακόμη πολλά.

Monday, January 10, 2011

Αντώνης Δεσύλλας, Σαν παλιό σινεμά

Αντώνης Δεσύλλας, Σαν παλιό σινεμά, Εκδόσεις ΑΛΔΕ 2010, σειρά «metroαναγνώσματα», σελ. 38

Η παρακάτω βιβλιοκριτική παρουσιάστηκε στο Λέξημα

Θαυμάσια διηγήματα νοσταλγίας περιέχονται σ’ αυτή τη συλλογή

Και η καινούρια συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Δεσύλλα που έχει τον τίτλο «Σαν παλιό σινεμά», όπως και η προηγούμενή του που είχε τίτλο «Μελωδία κρυστάλλων» (την έχουμε παρουσιάσει στο Λέξημα) εντάσσεται στην «ποιητική της νοσταλγίας». Με μια διαφορά: στη «Μελωδία κρυστάλλων» πρωταγωνιστούν αντικείμενα, ενώ στη συλλογή αυτή άνθρωποι.
Ο τίτλος «Το παλιό σινεμά» ανακαλεί συνειρμικά ένα πασίγνωστο κινηματογραφικό έργο που έχει κι αυτό σαν θέμα τη νοσταλγία του παρελθόντος, το «Σινεμά ο παράδεισος» του Γκιουζέπε Τορνατόρε. Η νοσταλγία του ασπρόμαυρου σινεμά είναι σχεδόν κυρίαρχη στα άτομα της γενιάς μας (παρεμπιπτόντως βλέπω ότι το cine+, που παρουσιάζει έργα κυρίως σινεφίλ, με την καινούρια χρονιά αρχίζει να βάζει και ασπρόμαυρες ταινίες της δεκαετίας του ’60, ταινίες που τόσο αγαπήσαμε).
Το πρώτο διήγημα της συλλογής έχει τίτλο «Κράτα γερά Καραβάγγο», και αναφέρεται στην μεταπολεμική εποχή της ανοικοδόμησης και της αντιπαροχής. Γίνεται αναφορά σε κινηματογραφικά έργα και ο τίτλος είναι κινηματογραφική ατάκα. Και το διήγημα τελειώνει: «Η Ελλάδα αλλάζει εποχή. Μια εποχή κατεδαφίζεται και μαζί της η εποχή του ασπρόμαυρου κινηματογράφου» (σελ. 10).
Το επόμενο διήγημα, «Ο δικολάβος», αναφέρεται σε έναν αυτοδίδακτο δικηγόρο που, ρίχνοντας τις τιμές, εύρισκε πελατεία. Ήταν η εποχή που η συντεχνία άφηνε ακόμη ανοιχτές τις πόρτες για τέτοιους τύπους. Ανθρώπους σαν τον κυρ Σίμο Πετράκη δεν θα ξανασυναντήσουμε ποτέ πια.
Το «Μαράκες» αναφέρεται στον Μάριο, έναν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο μιας γενιάς μουσικών που προσάρμοζαν ξενόφερτη μουσική στα ελληνικά δεδομένα, βολεύοντάς την όπως όπως με τους στίχους, βάζοντας και ξένες λέξεις για να βγαίνει το μέτρο. Ήταν η εποχή της ρούμπας και του μάμπο: «και σερά, σερά, ας γίνει ό, τι είναι γραφτό/ Απόφαση πάρτο αυτό, και σερά σερά». Παρεμπιπτόντως φαίνεται πως και οι εγγλέζοι έλυναν το πρόβλημα με παρόμοιο τρόπο. Θυμάμαι ακόμη το στίχο «Que sera, sera, whatever will be, will be…».
Ο «Λούλης ο Κοκοράκιας» μου θύμισε τον Μπέλο των παιδικών μου χρόνων, που με ξεψυχισμένη φωνή (ήταν ήδη γέρος και πολύ άρρωστος), διαλαλούσε την πραμάτεια του έξω από την αυλή του σχολείου μας: κοκόριααααα!!! Κοκόριαααα!. Είχε και μαλλί της γριάς, που απαρέγκλιτα αγοράζω όταν καμιά φορά το συναντώ σε κανένα πανηγύρι. Από νοσταλγία.
Ο Πίπος στο «Βαρύ γλυκός σε χοντρό φλιτζάνι» προσωπογραφείται ατομικά σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τύπους στους οποίους δίνεται το γενικό περίγραμμα σε σχέση με το επάγγελμα που ασκούν.
Παραπλανητικός ο τίτλος. Ο Δεσύλλας περιγράφει λεπτομερώς την παρασκευή του βαρύ γλυκού όχι από έναν καφετζή, αλλά από έναν ποτοπαραγωγό. Τα ηδύποτα παρασκευάζονταν τότε σε βιοτεχνική βάση. Ο Πίπης είχε μια τέτοια βιοτεχνία. Καταπιάστηκε μ’ αυτήν αφού δεν τα κατάφερε στις σπουδές του στην Ιταλία. Στο τέλος τη βιοτεχνία του την έκλεισε η χούντα όταν αρνήθηκε να κάνει δήλωση.
Υπάρχουν άραγε ακόμη τέτοιες βιοτεχνίες στην Κέρκυρα; Πάντως στην Κρήτη το καζάνισμα της ρακής καλά κρατεί.
Θα παραθέσουμε στο σημείο αυτό ένα δείγμα γραφής, μια γλαφυρή περιγραφή της παρασκευής του «βαρύ γλυκού», σε μια αφήγηση συμπερίληψης (iteration):
«Όλα θα ακολουθούσαν το ίδιο τελετουργικό. Το αργό βράσιμο του νερού στο μπακιρένιο μπρίκι πάνω στο καμινέτο, η αυστηρά μετρημένη ποσότητα στις αναλογίες νερού, καφέ, ζάχαρη, το ανακάτεμα με ειδικό χάλκινο κουταλάκι κι απαιτούμενες στιγμές που το χαρμάνι αυτό θα σήκωνε καϊμάκι και θα ήταν έτοιμο αχνιστό για το φλιτζάνι, όλα με την ίδια σειρά, με τις ίδιες κινήσεις και στην ίδια ώρα. Κι αμέσως η επόμενη φάση του αδειάσματος του αχνιστού καφέ από το μπρίκι στο χοντρό φλιτζάνι με ανεβοκατέβασμα του χεριού σε ύψος τόσο πάντα, που να ελέγχεται ότι δε θα χυθεί απ’ έξω η παραμικρή ποσότητα και να είναι σίγουρο ότι με τον τρόπο αυτόν θα δημιουργηθούν στο φλιτζάνι μία χοντρή κι ίσως μια δυο μικρότερες φουσκάλες» (σελ. 25-26).
Το επόμενο διήγημα είναι το «Ατελιέ» της Μπεμπέκας. Οι ράφτρες σήμερα ασχολούνται με τα ραψίδια της ανώτερης τάξης. Οι φτωχός λαός ψωνίζει ετοιματζήδικα, από τα μαγαζιά. Ο φτωχότερος στις εκπτώσεις και ο ακόμη πιο φτωχός από τα καλάθια και τις λαϊκές. (Οι πλούσιοι ψωνίζουν κι αυτοί από τα μαγαζιά, αλλά μάρκες). Όμως εκείνη την εποχή που δεν υπήρχαν τα ετοιματζήδικα όλες οι γυναίκες ράφτονταν στις ράφτρες, και οι άντρες στους ράφτες, ή, όπως τους έλεγαν στην Κρήτη, φραγκοράφτες. Στο χωριό μου είχαμε δυο. Με αυτό το όνομα ξεχώριζαν οι ράφτες που έφτιαχναν «φράγκικα» από τους ράφτες που έφτιαχναν τις κρητικές βράκες και τα γιλέκα. Η Μαρίκα, η συγχωρεμένη η ξαδέλφη μου, όταν πια τα ετοιματζήδικα άρχισαν να κατακτούν και το χωριό μας, ανέβηκε στην Αθήνα όπου υπήρχαν ακόμη λαϊκές οικογένειες που ράβονταν στις ράφτρες.
Ο «Χελώνας» ήταν ο τύπος που μετέφερε τις πομπίνες από τον ένα σινεμά στον άλλο. Τρεις είχε η Κέρκυρα, και έπρεπε να υπάρχει τέλειος συγχρονισμός. Και η τρεις έπαιζαν την ίδια ταινία, και ξεκινούσαν με χρονική απόσταση ο ένας από τον άλλο όση ήταν η διάρκεια της πομπίνας. Και φυσικά υπήρχαν πάντα καθυστερήσεις, γι αυτό και ο γραφικός τύπος που μετέφερε τις πομπίνες πήρε το παρατσούκλι «Χελώνας».
Στο χωριό μου τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Η πομπίνα έπρεπε να έλθει από την Ιεράπετρα ή από τον Άγιο Νικόλαο, και οι καθυστερήσεις καμιά φορά ήταν πολύ μεγάλες. Συνέβαινε κάποιες φορές να γίνει λάθος, να ανακατωθούνε οι πομπίνες, με αποτέλεσμα να δούμε πρώτα το τέλος και μετά τη μέση της ταινίας.
Με αυτό το διήγημα κλείνει θεματικά η συλλογή η οποία ξεκινάει με ένα διήγημα που, αν και δεν έχει σαν θέμα το σινεμά, έχει άφθονες αναφορές σ’ αυτόν. Έτσι δικαιολογείται και ο τίτλος.
Για την αφηγηματική ικανότητα του Αντώνη Δεσύλλα έχουμε ήδη μιλήσει. Την θεματική του πρωτοτυπία την είδαμε και στο «Αντιβαντού», ένα μυθιστόρημα που παρουσιάσαμε στο blog μας. Και στα δυο τελευταία του έργα, παρόλο που έχουν ίδιο θέμα, υπάρχει διαφορά στην πραγμάτευσή του όπως είπαμε. Φαίνεται πως με κάθε καινούριο έργο του Δεσύλλα θα έχουμε ένα εφέ έκπληξης.
Τελειώνοντας να πούμε δυο λόγια για τη σειρά metroαναγνώσματα. Είναι μια σειρά με μικρά φτηνά βιβλιαράκια, που θα μπορεί κανείς να τα κουβαλάει εύκολα στο μετρό, και να τα διαβάζει πηγαίνοντας ή γυρίζοντας από τη δουλειά του. Και όχι μόνο στο μετρό. Έτσι ο χαμένος χρόνος που ξοδεύουμε στα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν θα είναι και τόσο χαμένος.

Wednesday, January 5, 2011

Γιάννης Πούλος, Πρόσωπα και προσωπεία

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Γιάννης Πούλος, Πρόσωπα και προσωπεία, Αθήνα 2010, σελ. 31

Με το Γιάννη γνωριζόμαστε για πάνω από 30 χρόνια. Ήμασταν μαζί στους αγώνες που ξεκίνησαν στη δικτατορία και συνεχίστηκαν μετά, για να φέρουμε το σοσιαλισμό. Το μόνο που καταφέραμε ήταν να έλθει ένα σοσιαλιστικό κόμμα στην εξουσία (δεν ήταν και λίγο, σκεφτείτε ότι οι πρώην ληστοσυμμορίτες αναγνωρίστηκαν ως αγωνιστές).
Ίσως δεν αγωνιστήκαμε αρκετά. Ίσως απλά δεν γινότανε-ας θυμηθούμε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989. Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία για να τη συζητήσουμε εδώ.
Ο Γιάννης, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ, έχει κληρονομήσει το μανάβικο του πατέρα του. Το δούλευε εξ ολοκλήρου τα καλοκαίρια, που ο πατέρας του, ο συγχωρεμένος ο κυρ Χρήστος κατέβαινε στο νησί για διακοπές. Χειρονακτική εργασία. Εμείς οι άλλοι φοιτητές, που δεν είχαμε την πολυτέλεια τη δική του, έπρεπε να προλεταριοποιηθούμε για να δούμε πώς δουλεύει η εργατική τάξη.
Εγώ δούλεψα σε ένα επιπλοποιείο. Γυαλίζαμε με γυαλόχαρτο τα έπιπλα από το βερνίκι. Ανθυγιεινή δουλειά. Μας έδιναν και ένα μπουκάλι γάλα, που κάπως λέει εξουδετέρωνε τη σκόνη από τα πνευμόνια μας. Στο τέλος της εβδομάδας στηθήκαμε να πάρουμε το βδομαδιάτικο. 198 δραχμές. Όταν έφτασε η σειρά μου, λέω στον επιστάτη που μας πλήρωνε «Καλά, χάθηκε ο κόσμος να τα στρογγυλέψετε σε 200 δραχμές;». Με κοίταξε καλά καλά από την κορφή μέχρι τα νύχια, και μου είπε: -Εσύ να μην ξανάρθεις.
Βίαιη προλεταριοποίηση. Ξαναγύρισα στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών που δούλευα, και πια δεν διανοήθηκα να δουλέψω προλετάριος. Εξάλλου χειρονακτικά δούλευα από χρόνια, στο λιομάζωμα, στις διακοπές των Χριστουγέννων, στα χωράφια των γονιών μου.
Πάλι παρασύρθηκα, όπως μου συμβαίνει συχνά στις βιβλιοκριτικές μου, με συνειρμούς και αναμνήσεις. Ας ξαναγυρίσουμε στον Γιάννη.
Ο Γιάννης μετουσίωσε ένα μέρος από την αγωνιστικότητά του και τη διάθεσή του για κοινωνική προσφορά σε ποίηση. Ή μάλλον άφησε τον ποιητή που είχε μέσα του να μιλήσει, αφού ποίηση και αγώνας δεν είναι πράγματα ασυμβίβαστα (βλέπε Ρίτσος, Νερούντα, Χικμέτ, Μαγιακόφσκι κ.λπ.)
Η συλλογή του χωρίζεται σε τρία μέρη. Το «Πρόσωπα και προσωπεία» που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή είναι το δεύτερο μέρος. Το πρώτο είναι τα «Καλοκαίρια» και το τρίτο τα «Πολιτικά».
Ανάμεσα στα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται στο δεύτερο μέρος είναι και ο διηγηματογράφος Πάνος Καρνέζης, με το ποίημα «Ο ξενιτεμένος».
«…Τώρα σχεδιάζεις στο χαρτί χαρακτήρες, πρόσωπα και σχέσεις
στην ομίχλη του Λονδίνου, συντροφιά για νάχεις.
Κι’ είναι τόσο δυνατά και αληθινά τα πλάσματα,
που τα λόγια τους, οι πράξεις τους, τα αισθήματα,
φτάνουν μέχρις εδώ να μας θυμίζουν την ιστορία μας,
τα λάθη, την μοναξιά, τις ‘μικρές ατιμίες’ μας» (σελ. 18).
Μιλάει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, αλλά ποτέ σε πρώτο ενικό. Όταν είναι να μιλήσει για τον εαυτό του γράφει για τον Γιάννη ή τον μανάβη.
Το καλύτερο ποίημα κατά τη γνώμη μου στη συλλογή είναι το «Άγγελος», και αναφέρεται σε ένα προσωπείο, σε μια μάσκα που κυκλοφορεί σε χιλιάδες αντίτυπα.
«Πέρασες μια μέρα και μου είπες
-θέλω να…
Μα πριν τελειώσεις ρώτησα.
-Μήπως να περπατάς στα βουνά, ν’ ακούς τα πουλιά και να μαζεύεις χόρτα;
-Όχι
-Μήπως θες να περπατάς στη θάλασσα δίπλα στο κύμα;
-Όχι.
-Να ’χεις μια καλή παρέα στο τζάκι πίνοντας κρασί;
-Όχι
-Μήπως να διαβάζεις, να πίνεις, να χορεύεις, να τραγουδάς;
-Όχι.
-Τότε θες να ’χεις κοντά σου την όμορφη γυναίκα σου;
-Όχι, θέλω να παρκάρω το αμάξι μου» (σελ. 15).
Ο Γιάννης δεν ενδιαφέρεται για πρωτοπορίες, δεν περιφρονεί την ομοιοκαταληξία και τον δεκαπεντασύλλαβο, απλά θέλει να εκφράσει ποιητικά κάποιες ανησυχίες του, την αγάπη του για το πράσινο και τη θάλασσα-οικολόγος ων- και το σαρκασμό του για την πολιτική κατάντια μας: «Όταν την κόρη του καθηγητή πήρες γυναίκα/σαν άλογο από ράτσα/έγινες υπουργός στην πιάτσα».
Δεν ξέρω ποιον έχει υπόψη του, πάντως είναι πολλές οι περιπτώσεις που η έδρα δόθηκε προίκα στην κόρη του καθηγητή.
Κλείνοντας την παρουσίαση να αναφέρουμε ότι την ποιητική αυτή συλλογή κοσμούν και φωτογραφίες από τρεις ωραίους πίνακες τριών ζωγράφων, στους οποίους ο Γιάννης αφιερώνει και από ένα ποίημα. Αυτοί είναι οι Κατερίνα Κασσαβέτη, Τάκης Σιδέρης και Μιχάλης Μανουσάκης.
Ο Γιάννης, μια και ξεκίνησε να γράφει, είμαστε σίγουροι ότι θα συνεχίσει. Έχει την ευαισθησία, έχει και το ταλέντο, ελπίζουμε μόνο να του αφήνει χρόνο το μανάβικο. Ας παρηγορηθεί με τη σκέψη ότι αν δεν είχε το μανάβικο, θα δούλευε ίσως λογιστής σε μια εταιρεία που τώρα με την κρίση θα τον είχε απολύσει, όπως συνέβη με ένα φίλο μου.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, January 1, 2011

Otar Iosseliani, Monday morning

Otar Iosseliani, Monday morning (2002)

Δεν είχα δει ποτέ έργο αυτού του σκηνοθέτη, και κάποτε ήλθε η ώρα. Ήταν το «Δευτέρα πρωί», που πρόβαλε πριν λίγες μέρες το cine+. Δεν ξέρω πως είναι τα προηγούμενα έργα του, πάντως αυτό είναι σαν τα έργα του Ζακ Τατί (επ’ ευκαιρία ξαναείδα σήμερα το «Ο θείος μου» που το είχα στο περίμενε εδώ και μέρες) και του παλαιστίνιου Ελία Σουλεϊμάν. Χωρίς τα γκανγκ του βωβού, τουλάχιστον στο βαθμό που τα χρησιμοποιεί ο Mel Brooks στο Silent movie, ο Ιοσσελιάνι περιορίζει το λόγο στο ελάχιστο, για να παρουσιάσει κωμικά επεισόδια σε μια απούσα πλοκή. Μας άρεσε πάρα πολύ, όταν τον συναντάμε θα τον βλέπουμε. Να ευχηθούμε τέλος καλή χρονιά σε όσους διαβάσουν αυτό το σύντομο post, αλλά και σε όσους δεν τον διαβάσουν.
A, ναι, τώρα μου ήλθε στο μυαλό, monday morning couldn’t guarantee, στίχος από το Monday Monday των Mamas and the papas (βεβαιωμένο, το τσεκάρισα στο google).
Επίσης: Monday morning feel so bad, οι πρώτες λέξεις από το Friday on my mind των Electric Prunes (αυτό δεν το τσέκαρα, είμαι σίγουρος, ήταν από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια).