Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Η σπιτονοικοκυρά (μετ. Γιώργος Κοτζιούλας), βιβλιοθήκη για όλους, χχ, σελ. 160.
Ναι, χχ, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει χρονολογία έκδοσης. Υπάρχει όμως η διεύθυνση του εκδοτικού οίκου, Μεσολογγίου 3, με τη διευκρίνιση: πίσω από τη Σόλωνος. Και για καλύτερη εξυπηρέτηση, υπάρχει και χάρτης.
Ήδη μιλήσαμε για το βιβλίο αυτό παρουσιάζοντας το «Ημερολόγιο ενός γελοίου», στο οποίο και παραπέμπω για να μην επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα. Απλά να πω ότι εκτός από τη «Σπιτονοικοκυρά», που με τις 80 πυκνογραμμένες σελίδες της χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα, υπάρχουν και τρία άλλα διηγήματα. Για τα δυο, που εμπεριέχονται στο «Όνειρο ενός γελοίου» που μετέφρασε ο Γ. Σημηριώτης, έχουμε γράψει. Το τρίτο είναι «Ο τίμιος κλέφτης», γραμμένο το 1846. Η «Σπιτονοικοκυρά» γράφηκε το 1847.
Είπα να μην επαναλάβω, αλλά θα επαναλάβω κάτι που έγραψα στην ανάρτηση για το «Όνειρο ενός γελοίου»: Αναρωτιέμαι ποια κατεύθυνση θα είχε ακολουθήσει η πένα του Ντοστογιέφσκι αν δεν συνέβαιναν τα τραγικά γεγονότα του 1849 που σημάδεψαν τη ζωή του: Η καταδίκη σε θάνατο, το στήσιμο μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, η χάρη που δόθηκε την τελευταία στιγμή, η Σιβηρία. Και αυτό γιατί στη «Σπιτονοικοκυρά» βλέπουμε έναν άγνωστο Ντοστογιέφσκι: έναν ερωτικό Ντοστογιέφσκι. Από τις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού αναδύεται ένας φοβερός ερωτισμός, ένας εντονότατος αισθησιασμός, που θα τον ζήλευε και ο πιο ικανός συγγραφέας ερωτικής λογοτεχνίας. Ο ερωτισμός αυτός είναι πλημμυρισμένος από δάκρυα που όμως, αντί να τον μειώνουν, τον κάνουν ακόμη πιο έντονο. (Βρήκα το ρώσικο κείμενο. Στο find του firefox έβαλα τη λέξη слез, δάκρυ, και τη βρήκα 40 φορές ακριβώς, σε διάφορες πτώσεις. Στον πληθυντικό, слезы, δάκρυα, 15 φορές. Είχα παλιά ένα μεράκι με την κειμενογλωσσολογία, ελπίζω να μου ξανάλθει κάποια στιγμή).
«… ένα ζεστό φιλί διαρκείας του φλόγισε τα χείλη…» (σελ. 24). Αμφιβάλλω αν υπάρχει παρόμοια σκηνή σε μεταγενέστερο έργο του Ντοστογιέσκι.
Αυτός είναι ένας άγνωστος Ντοστογιέφσκι. Δίπλα σ’ αυτόν όμως υπάρχει και ο γνωστός, με τους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους ήρωές του, τους μοναξιασμένους, που ηδονίζονται μαζοχιστικά μέσα στην ταπείνωσή τους. Ένας τέτοιος είναι και ο Όρντινοφ, που ο Ντοστογιέφσκι μάς τον παρουσιάζει τόσο διεξοδικά που νομίζουμε πως ξεφεύγει αρκετά από την οικονομία του έργου. Όμως ο Ντοστογιέφσκι αρέσκεται τόσο στην προσωπογράφηση όσο και στην αφήγηση. Γιατί δεν χρειαζόταν, πιστεύουμε, ένα τόσο λεπτομερές πορτραίτο του ήρωά του για να δεχθούμε «κατά το εικός και το αναγκαίον» τον έρωτά του για την Κατερίνα, έρωτα «με την πρώτη ματιά», που τον οδήγησε σε μια απεγνωσμένη αναζήτησή της. Όταν τη βρίσκει μαζί με το γέρο σύζυγό της, ζητάει να υπενοικιάσει μια κάμαρα στο διαμέρισμά τους. Αυτή, που έχει εν τω μεταξύ τσιμπηθεί μαζί του, πιέζει τον άντρα της να δεχθεί. Αυτός δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά και έτσι ο Όρντινοφ μετακομίζει στο σπίτι τους.
Όμως τι του βρήκε; Όπως τον περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι πιο πριν, δεν θα τον έλεγε κανείς ακριβώς ερωτεύσιμο. Μήπως στην αναβροχιά (ο σύζυγός της είναι γέρος)….
Τίποτα τέτοιο. Το τι συμβαίνει το μαθαίνουμε μόλις στο τέλος, για να μην καταστραφεί εντελώς η εντύπωση από τις προηγούμενες σελίδες: η γυναίκα είναι τρελή. Αγαπάει τον Όρντινοφ, αλλά είναι και εξαρτημένη από τον σύζυγό της. Ο Ορντίνοφ σκυλιάζει που τη βλέπει να τον κοιτάζει με έναν «ερωτικό θαυμασμό». Τον αγαπάει και αυτόν, αλλά δεν θα του κάτσει –δεν τον βλέπουμε εξάλλου να το επιχειρεί-αλλά τον θέλει σαν αδελφό, πράγμα που κατά τα άλλα δεν την εμποδίζει να έχει απέναντί του τη συμπεριφορά μιας πολύ ερωτευμένης γυναίκας. Ο άντρας της αποκαλύπτει στον Ορντίνοφ ότι η Κατερίνα είναι τρελή, ότι η ιστορία που του έχει αφηγηθεί για το παρελθόν της είναι απλή φαντασίωση, και καλά θα κάνει να μην την ξαναενοχλήσει. Όταν μετά από δυο βδομάδες τολμάει να επιστρέψει στο σπίτι τους, μαθαίνει ότι έφυγαν και αυτοί σχεδόν αμέσως. Ο γέρος πονηρός, δεν θα το ρίσκαρε να μείνουν.
Όσο για το διήγημα «Ο τίμιος κλέφτης», ο τίτλος τα λέει όλα. Ο Ντοστογιέφκσι μιλάει για έναν φουκαρά που έκλεψε το παντελόνι του ευεργέτη του για να πιει. Το αρνείται. Θα φύγει νιώθοντας ντροπιασμένος. Θα επιστρέψει πολύ αργότερα, και, ετοιμοθάνατος πια, θα ομολογήσει την κλοπή και θα ζητήσει τη συγνώμη του ευεργέτη του.
Διαβάζουμε: «…παράγγειλε μεζέδες, διάταξε να φέρουν ρακί…» (σελ. 33).
«Διάταξε». Στα αγγλικά order. Και μόνη της αυτή η λέξη τοποθετεί στο περίπου χρονολογικά τη μετάφραση. Στην Κρήτη, όταν ήμουν μικρός, λέγαμε «να διατάξουμε» αντί «να παραγγείλουμε».
Διαβάζουμε: «Διάλεξε κατά προτίμηση τους περιπάτους του την ώρα του σούρουπου…» (σελ. 78). Το να περπατήσεις εκείνα τα χρόνια ήταν μέσα στην καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων. Ξέρουμε για τους μακρινούς περιπάτους του Νίτσε. Σήμερα, εκτός από αυτούς που έχουν κάνει εγχείρηση καρδιάς ή έχουν πάθει έμφραγμα, ελάχιστοι περπατούν. Κάποιοι άλλοι κάνουν jogging. Μεγαλύτερη άθληση στη μονάδα του χρόνου, που δεν πρέπει να σπαταλιέται άσκοπα.
Παλιά περπατούσα. Τώρα πηγαίνω κολυμβητήριο. Αν κλείσει το κολυμβητήριο της Γκράβας, όπως φημολογείται, θα ξαναρχίσω να περπατάω.
Διαβάζουμε: «Λένε πως τα βιβλία παλαβώνουν τον άνθρωπο» (σελ. 23).
Έχω μειώσει κι εγώ τους ρυθμούς των βιβλιοπαρουσιάσεων. Καλού κακού…
Αυτά για τον Ντοστογιέφσκι. Θα επανερχόμαστε κατά καιρούς.
Ναι, χχ, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει χρονολογία έκδοσης. Υπάρχει όμως η διεύθυνση του εκδοτικού οίκου, Μεσολογγίου 3, με τη διευκρίνιση: πίσω από τη Σόλωνος. Και για καλύτερη εξυπηρέτηση, υπάρχει και χάρτης.
Ήδη μιλήσαμε για το βιβλίο αυτό παρουσιάζοντας το «Ημερολόγιο ενός γελοίου», στο οποίο και παραπέμπω για να μην επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα. Απλά να πω ότι εκτός από τη «Σπιτονοικοκυρά», που με τις 80 πυκνογραμμένες σελίδες της χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα, υπάρχουν και τρία άλλα διηγήματα. Για τα δυο, που εμπεριέχονται στο «Όνειρο ενός γελοίου» που μετέφρασε ο Γ. Σημηριώτης, έχουμε γράψει. Το τρίτο είναι «Ο τίμιος κλέφτης», γραμμένο το 1846. Η «Σπιτονοικοκυρά» γράφηκε το 1847.
Είπα να μην επαναλάβω, αλλά θα επαναλάβω κάτι που έγραψα στην ανάρτηση για το «Όνειρο ενός γελοίου»: Αναρωτιέμαι ποια κατεύθυνση θα είχε ακολουθήσει η πένα του Ντοστογιέφσκι αν δεν συνέβαιναν τα τραγικά γεγονότα του 1849 που σημάδεψαν τη ζωή του: Η καταδίκη σε θάνατο, το στήσιμο μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, η χάρη που δόθηκε την τελευταία στιγμή, η Σιβηρία. Και αυτό γιατί στη «Σπιτονοικοκυρά» βλέπουμε έναν άγνωστο Ντοστογιέφσκι: έναν ερωτικό Ντοστογιέφσκι. Από τις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού αναδύεται ένας φοβερός ερωτισμός, ένας εντονότατος αισθησιασμός, που θα τον ζήλευε και ο πιο ικανός συγγραφέας ερωτικής λογοτεχνίας. Ο ερωτισμός αυτός είναι πλημμυρισμένος από δάκρυα που όμως, αντί να τον μειώνουν, τον κάνουν ακόμη πιο έντονο. (Βρήκα το ρώσικο κείμενο. Στο find του firefox έβαλα τη λέξη слез, δάκρυ, και τη βρήκα 40 φορές ακριβώς, σε διάφορες πτώσεις. Στον πληθυντικό, слезы, δάκρυα, 15 φορές. Είχα παλιά ένα μεράκι με την κειμενογλωσσολογία, ελπίζω να μου ξανάλθει κάποια στιγμή).
«… ένα ζεστό φιλί διαρκείας του φλόγισε τα χείλη…» (σελ. 24). Αμφιβάλλω αν υπάρχει παρόμοια σκηνή σε μεταγενέστερο έργο του Ντοστογιέσκι.
Αυτός είναι ένας άγνωστος Ντοστογιέφσκι. Δίπλα σ’ αυτόν όμως υπάρχει και ο γνωστός, με τους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους ήρωές του, τους μοναξιασμένους, που ηδονίζονται μαζοχιστικά μέσα στην ταπείνωσή τους. Ένας τέτοιος είναι και ο Όρντινοφ, που ο Ντοστογιέφσκι μάς τον παρουσιάζει τόσο διεξοδικά που νομίζουμε πως ξεφεύγει αρκετά από την οικονομία του έργου. Όμως ο Ντοστογιέφσκι αρέσκεται τόσο στην προσωπογράφηση όσο και στην αφήγηση. Γιατί δεν χρειαζόταν, πιστεύουμε, ένα τόσο λεπτομερές πορτραίτο του ήρωά του για να δεχθούμε «κατά το εικός και το αναγκαίον» τον έρωτά του για την Κατερίνα, έρωτα «με την πρώτη ματιά», που τον οδήγησε σε μια απεγνωσμένη αναζήτησή της. Όταν τη βρίσκει μαζί με το γέρο σύζυγό της, ζητάει να υπενοικιάσει μια κάμαρα στο διαμέρισμά τους. Αυτή, που έχει εν τω μεταξύ τσιμπηθεί μαζί του, πιέζει τον άντρα της να δεχθεί. Αυτός δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά και έτσι ο Όρντινοφ μετακομίζει στο σπίτι τους.
Όμως τι του βρήκε; Όπως τον περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι πιο πριν, δεν θα τον έλεγε κανείς ακριβώς ερωτεύσιμο. Μήπως στην αναβροχιά (ο σύζυγός της είναι γέρος)….
Τίποτα τέτοιο. Το τι συμβαίνει το μαθαίνουμε μόλις στο τέλος, για να μην καταστραφεί εντελώς η εντύπωση από τις προηγούμενες σελίδες: η γυναίκα είναι τρελή. Αγαπάει τον Όρντινοφ, αλλά είναι και εξαρτημένη από τον σύζυγό της. Ο Ορντίνοφ σκυλιάζει που τη βλέπει να τον κοιτάζει με έναν «ερωτικό θαυμασμό». Τον αγαπάει και αυτόν, αλλά δεν θα του κάτσει –δεν τον βλέπουμε εξάλλου να το επιχειρεί-αλλά τον θέλει σαν αδελφό, πράγμα που κατά τα άλλα δεν την εμποδίζει να έχει απέναντί του τη συμπεριφορά μιας πολύ ερωτευμένης γυναίκας. Ο άντρας της αποκαλύπτει στον Ορντίνοφ ότι η Κατερίνα είναι τρελή, ότι η ιστορία που του έχει αφηγηθεί για το παρελθόν της είναι απλή φαντασίωση, και καλά θα κάνει να μην την ξαναενοχλήσει. Όταν μετά από δυο βδομάδες τολμάει να επιστρέψει στο σπίτι τους, μαθαίνει ότι έφυγαν και αυτοί σχεδόν αμέσως. Ο γέρος πονηρός, δεν θα το ρίσκαρε να μείνουν.
Όσο για το διήγημα «Ο τίμιος κλέφτης», ο τίτλος τα λέει όλα. Ο Ντοστογιέφκσι μιλάει για έναν φουκαρά που έκλεψε το παντελόνι του ευεργέτη του για να πιει. Το αρνείται. Θα φύγει νιώθοντας ντροπιασμένος. Θα επιστρέψει πολύ αργότερα, και, ετοιμοθάνατος πια, θα ομολογήσει την κλοπή και θα ζητήσει τη συγνώμη του ευεργέτη του.
Διαβάζουμε: «…παράγγειλε μεζέδες, διάταξε να φέρουν ρακί…» (σελ. 33).
«Διάταξε». Στα αγγλικά order. Και μόνη της αυτή η λέξη τοποθετεί στο περίπου χρονολογικά τη μετάφραση. Στην Κρήτη, όταν ήμουν μικρός, λέγαμε «να διατάξουμε» αντί «να παραγγείλουμε».
Διαβάζουμε: «Διάλεξε κατά προτίμηση τους περιπάτους του την ώρα του σούρουπου…» (σελ. 78). Το να περπατήσεις εκείνα τα χρόνια ήταν μέσα στην καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων. Ξέρουμε για τους μακρινούς περιπάτους του Νίτσε. Σήμερα, εκτός από αυτούς που έχουν κάνει εγχείρηση καρδιάς ή έχουν πάθει έμφραγμα, ελάχιστοι περπατούν. Κάποιοι άλλοι κάνουν jogging. Μεγαλύτερη άθληση στη μονάδα του χρόνου, που δεν πρέπει να σπαταλιέται άσκοπα.
Παλιά περπατούσα. Τώρα πηγαίνω κολυμβητήριο. Αν κλείσει το κολυμβητήριο της Γκράβας, όπως φημολογείται, θα ξαναρχίσω να περπατάω.
Διαβάζουμε: «Λένε πως τα βιβλία παλαβώνουν τον άνθρωπο» (σελ. 23).
Έχω μειώσει κι εγώ τους ρυθμούς των βιβλιοπαρουσιάσεων. Καλού κακού…
Αυτά για τον Ντοστογιέφσκι. Θα επανερχόμαστε κατά καιρούς.
No comments:
Post a Comment