Κάρλος Φουέντες, Αύρα-Τα γενέθλια (μετ.
Χριστίνα Κόμη-Καλλίνικου), Θεμέλιο 1997
Πήρα
από τις εκδόσεις Καστανιώτη για να παρουσιάσω από το Λέξημα τα «Κρυστάλλινα
σύνορα» του Κάρλος Φουέντες, και πριν βρω το χρόνο να το διαβάσω ανακάλυψα στην
Κρήτη τώρα το Πάσχα τον τόμο με τις δυο νουβέλες του, την «Αύρα» και τα
«Γενέθλια», από τα πρώτα έργα του όπως διαβάζω στο βιογραφικό του. Είπα λοιπόν
να ξεκινήσω μ’ αυτές.
Και τα
δυο έργα είναι ατμοσφαιρικά. Τα επεισόδια εκτυλίσσονται σε κλειστούς,
αποπνικτικούς χώρους, όλο μυστήριο. Το φανταστικό κυριαρχεί.
Αλλά
ας τα πάρουμε ένα ένα.
Η
«Αύρα» είναι από τα πρώτα έργα του Φουέντες, που το έγραψε το 1962, σε ηλικία
34 ετών. Τρία είναι τα πρόσωπα, ο αφηγητής, η «Αύρα» και μια γριά. Ο αφηγητής
ζευγαρώνει με την όμορφη Αύρα. Το εφέ του απροσδόκητου είναι ότι η Αύρα είναι
αύρα, αλλιώς εκτόπλασμα, που δημιουργεί η γριά, από την εικόνα της όταν ήταν
νέα. Η υλοποίηση όμως κρατάει μόνο τρεις μέρες. Μετά πρέπει να ξαναπροσπαθήσει
να την υλοποιήσει πάλι. Αυτό το μαθαίνει ο αναγνώστης μαζί με τον αφηγητή, στο
τελευταίο «ζευγάρωμα» του τελευταίου, όταν με έκπληξη ανακαλύπτει ότι στην
αγκαλιά του δεν βρίσκεται η όμορφη Αύρα αλλά η γριά. Αυτή τον παρηγορεί
λέγοντάς του ότι θα την επαναφέρει.
Το
αφηγηματικό παράδοξο είναι ότι ο αφηγητής έχει αποδέκτη τον ίδιο τον εαυτό του,
περιγράφοντας τα επεισόδια και τις δικές του ενέργειες κυρίως σε χρόνο ενεστώτα
και μέλλοντα.
«Θα
βυθίσεις το κεφάλι σου, τα ολάνοιχτα μάτια σου στ’ ασημένια μαλλιά της
Κονσουέλο, της γυναίκας που θα σε ξαναγκαλιάσει σαν χάνεται το φεγγάρι, φωτεινή
δάδα καλυμμένη από τα σύννεφα, αφήνει και τους δυο σας μες στο σκοτάδι, και
υψώνεται στον αέρα, για λίγο, η ανάμνηση της νεότητας, η ενσαρκωμένη ανάμνηση.
-Θα
γυρίσει Φελίπε, θα τη φέρουμε πίσω μαζί. Άσε με λίγο να πάρω δυνάμεις και θα
την κάνω να γυρίσει».
Έτσι
τελειώνει η νουβέλα.
Στα
«Γενέθλια» που γράφηκαν επτά χρόνια αργότερα, ο Μπόρχες φαίνεται να υπερισχύει
του Πόε, παρόλο που η λέξη «γάτος» («Ο μαύρος γάτος» είναι ένα από τα καλύτερα
διηγήματα του Πόε) εμφανίζεται κάμποσες φορές, ενώ η λέξη «λαβύρινθος» (το
γνωστό σύμβολο του Μπόρχες), τουλάχιστον τρεις. Και ο Κάφκα κάνει την εμφάνισή
του: «…άρχισα ξαφνικά αν ακούω θορύβους που μου φαίνονταν γνωστοί, θορύβους
εντελώς ξένους προς αυτόν εδώ τον πύργο» (σελ. 95). Σε ένα πύργο
διαδραματίζεται η δράση.
Εδώ η
αφήγηση είναι εντελώς κατακερματισμένη. Βλέπουμε
σύντομα αφηγήματα με σύνδεση χαλαρή έως ανύπαρκτη, που χωρίζονται μεταξύ τους
από τελίτσες που καταλαμβάνουν μισή, μια, δυο, δυόμισι γραμμές. Διαλέγουμε ένα
από τα πιο μικρά:
«Ένα
από τα έξι κλουβιά είναι τώρα γεμάτο. Εκεί μέσα κείτεται το πρησμένο και δύσοσμο πτώμα ενός
μεγάλου τίγρη. Οι χαυλιόδοντές του είναι κίτρινοι, σαν κάτι δειλινά» (σελ.
140).
Ο
αφηγητής αποκαλύπτεται σταδιακά. Ο
Φουέντες μας δίνει τις πιο ολοκληρωμένες πληροφορίες γι’ αυτόν στο τελευταίο
απόσπασμα της νουβέλας.
«Ο
Σίγκερ ντε Μπραμπάντε, καθηγητής θεολόγος στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων,
καταδιωκόμενος από τον Ετιέν Τεμπιέ και τον Θωμά τον Ακινάτη, δραπέτευσε στην
Ιταλία και κλείστηκε για πάντα σ’ ένα σπίτι στα περίχωρα του Τρανί, στις όχθες
της Αδριατικής, απέναντι από τις δαλματικές ακτές, κοντά σε παλάτια ρωμαϊκά και
ναούς μέσα σε χρυσοκίτρινες πεδιάδες. Εκεί, δολοφονήθηκε με μαχαίρι από τον
υπηρέτη του, που είχε τρελαθεί, το 1281. Κάποιοι ιστορικοί αμφισβητούν την
ακρίβεια της παραπάνω χρονολογίας».
Εδώ η
αφήγηση είναι ακόμη πιο περίπλοκη και μυστηριώδης. Αν κάτι μπορεί να ρίξει φως
και να βάλει σε κάποια τάξη τα αποσπάσματα αυτά στο μυαλό του αναγνώστη είναι η
λέξη «μετεμψύχωση», που μας συμφιλιώνει με τα πρόσωπα, και το διακείμενο, που
είναι περισσότερο από προφανές ακόμη και στον πιο ανυποψίαστο αναγνώστη: η
θεϊκή τριάδα, και η ιστορία του Ιησού.
«Παρέλειψε επίσης να σου πει πως πέθανε μια Παρασκευή απόγευμα, στα
περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Τα χείλη του είχαν πάνω τους τη γεύση του ξιδιού. Εγώ
το ξέρω. Παρέλαβα το μελανιασμένο από την ασφυξία κορμί του. Το φίλησα γεμάτη
κατάνυξη» (σελ. 153).
Αν δεν
είναι μυθιστορηματική επινόηση, τότε οι παρακάτω ιδέες μάλλον είναι του
Μπραμάντε: «ο κόσμος είναι αιώνιος, η αλήθεια είναι πολλαπλή, η ψυχή δεν είναι
αθάνατη» (σελ. 147). Τις βλέπουμε να αναπτύσσονται στη συνέχεια, αλλά και σε
άλλα σημεία του έργου, σε εκτενή δοκιμιακά αποσπάσματα.
Σκοτεινή
νουβέλα, τι καλά που πήρα για το πλοίο στην επιστροφή μου από την Κρήτη τον Έκο
που αναρτήσαμε προχθές. Ξεκίνησα να διαβάζω τα «Κρυστάλλινα σύνορα». Εδώ η
αφήγηση φαίνεται να είναι πιο διαυγής. Αλλιώς θα πω και για τον Φουέντες
«ήλθον, είδον, απήλθον». Όχι ότι οι νουβέλες είναι κακές, απλά δεν είναι του
γούστου μου. Κάποιους συγγραφείς τους πάμε, και κάποιους άλλους όχι.
(Κοίτα
να δεις, νόμιζα ότι ήταν δική μου επινόηση το «ήλθον, είδον και απήλθον»,
παράφραση της γνωστής ρήσης του Καίσαρα, και βρίσκω στο google 3.130 λήμματα. Σε
ένα από αυτά, σε ένα φόρουμ, γράφει κάποιος ότι το χρησιμοποιούν ως αστείο στην
Κύπρο. Μπορεί να μην είμαι «μεγάλο πνεύμα», απλά να πρόκειται για ζήτημα
κρυπτομνησίας).
(Παρεμπιπτόντως, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, από περιέργεια μήπως και
κάποιος άλλος έγραψε για το βιβλίο, βρίσκω την τιμή του στο Θεμέλιο 7,36 ευρώ.
Εγώ το πήρα μόνο 2,64. Στην πλατεία Κλαυθμώνος, στο παζάρι. Στο ένα τρίτο της
τιμής).
Κάρλος Φουέντες, Τα κρυστάλλινα σύνορα (μετ.
Μαργαρίτα Μπονάτσου), Καστανιώτης 2009, σελ. 262
Μέσα σε εννιά διηγήματα ο Φουέντες αφηγείται
το δράμα που περνάει η πατρίδα του, το Μεξικό.
Πριν
ξεκινήσω να διαβάζω τα «Κρυστάλλινα σύνορα» διάβασα την «Αύρα» και τα
«Γενέθλια», δυο νουβέλες σε ένα τόμο, από τα πρώτα έργα του Φουέντες, εκδόσεις
Θεμέλιο. Ήταν δύο ατμοσφαιρικά έργα, με το στοιχείο του φανταστικού, που μου
θύμιζαν έντονα Έντγκαρ Άλλαν Πόε και λίγο Μπόρχες. Δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα,
και φοβήθηκα μήπως συναντούσα κάτι ανάλογο με τα «Κρυστάλλινα σύνορα». Ευτυχώς
οι φόβοι μου διαψεύστηκαν. Το έργο θα το
χαρακτήριζα ως ένα έργο στρατευμένου ρεαλισμού. Όχι κριτικού, που τον
διακόνησαν γάλλοι συγγραφείς συντηρητικοί στις πολιτικές τους πεποιθήσεις, όχι
σοσιαλιστικού, αφού το όραμα μάλλον έχει καταρρεύσει, παρά τη στράτευση του
Φουέντες στο κομουνιστικό κόμμα, αλλά στρατευμένου. Στρατευμένου με την έννοια
ότι τα προβλήματα της χώρας του, του Μεξικού, αποτελούν τη θεματική εμμονή του.
Δεν ξέρω τι συμβαίνει στα υπόλοιπα έργα του, πάντως εδώ βρήκα έναν Φουέντες να
μιλάει για την πατρίδα του, για τον κόσμο που υποφέρει, για τον διπλανό γίγαντα
τον οποίο τροφοδοτεί με μετανάστες στους οποίους αυτός φέρεται με μεγαλύτερο
ρατσισμό από ό,τι φερόταν στους μαύρους, ακόμη και πριν την κατάργηση της
δουλείας. Το έργο αυτό είναι μια καταγγελία της διαφθοράς και της
εκμετάλλευσης, ένας ύμνος στην αγάπη και την ανθρωπιά και μια ελεγεία για τον
ανθρώπινο πόνο.
Έχουμε
γράψει και παλιά πως το μυθιστόρημα πουλάει και όχι το διήγημα. Κάποιοι, με
έξυπνες επινοήσεις, συρράβουν διηγήματα και τα παρουσιάζουν ως μυθιστόρημα (ένα
παράδειγμα η «Ωντισιόν» της φίλης μου της Ελένης της Στασινού). Εδώ ο Φουέντες
φτιάχνει εννιά διηγήματα στα οποία ο μόνος ενοποιητικός ιστός είναι δυο από
τους ήρωες. Έτσι χαρακτηρίζει το έργο, όπως φαίνεται στο εξώφυλλο, «μυθιστόρημα
σε εννέα διηγήματα».
Κάνοντας
την ανάρτηση για τις νουβέλες έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα ένα άρθρο όπου η
συγγραφέας του λέει ότι την τελευταία δεκαετία (του ’60) ο Φουέντες στα έργα
του μας δίνει τουλάχιστον ένα παράδειγμα της μάγισσας ή της θεάς. Στο
«μυθιστόρημα» αυτό βρήκα σε αφθονία και τους δυο τύπους, της κακιάς γυναίκας
που σου προκαλεί αποστροφή και της καλής γυναίκας για την οποία νοιώθεις αγάπη
και συμπάθεια. Η δεύτερη είναι η δυστυχισμένη, ταλαιπωρημένη εργαζόμενη
μεξικάνα. Η πρώτη είναι η διεφθαρμένη, που κυνηγάει την καλή ζωή χωρίς να έχει
ηθικές αναστολές. Το πιο χαρακτηριστικό βέβαια παράδειγμα είναι Μιτσελίνα, η
νύφη του Λεονάρδο Μπαρόσο. Την διαλέγει για νύφη του, γυναίκα του γιου του,
ανυστερόβουλα, όμως αυτή του την πέφτει. Εκτός από το πρώτο διήγημα, όπου αυτοί
οι δυο είναι οι κεντρικοί ήρωες, εμφανίζονται και σε κάποια από τα επόμενα.
Ο
Φουέντες δεν έχει ξεχάσει τη μαθητεία του στο φανταστικό. Ο Διονίσιο της
«Λεηλασίας» κάθεται σε ένα εστιατόριο. Τρίβοντας ένα μπουκάλι τσίλι, βλέπει να βγαίνει
από μέσα όχι η σάλτσα αλλά ένα μικροσκοπικό αντράκι με καουμπόικο κοστούμι.
Είναι το τζίνι. Τον ευχαριστεί που τον έβγαλε μετά από εγκλεισμό ενός χρόνου,
και τον ρωτάει ποια επιθυμία του θέλει να ικανοποιήσει. «Γυναίκες», απαντάει ο
Διονίσιο, με κάθε καινούριο πιάτο που θα παραγγέλνει θέλει να έρχεται και μια
γυναίκα. Έτσι και γίνεται. Και βλέπουμε να παρελαύνουν κάμποσες γυναίκες, όλες
του τύπου της αποκρουστικής, της κακιάς, της μάγισσας. Έξυπνη επινόηση, για να
παρουσιάσει γυναίκες αυτού του τύπου σε όλες τους τις αποχρώσεις.
Το
υφολογικό χαρακτηριστικό του Φουέντες είναι ότι χρησιμοποιεί αρκετά συχνά το
εφέ της μακροπεριόδου και το εφέ της απαρίθμησης. Για παράδειγμα, ανάμεσα στις
σελίδες 136 και 138, σε δυο σελίδες έκταση, βλέπουμε μόνο τρεις περιόδους. Να
δώσουμε και ένα παράδειγμα απαρίθμησης, με το οποίο χαρακτηρίζεται ο
διεφθαρμένος ήρωας. Ο Εμιλιάνο Μπαρόσο μιλάει για τον αδελφό του τον Λεονάρδο
Μπαρόσο: «Αλλά το αληθινό του όνομα είναι συμβάσεις. Το όνομά του είναι
λαθρεμπόριο. Το όνομά του είναι χρηματιστήριο. Αυτοκινητόδρομοι. Μακίλας
(Εργοστάσια συναρμολόγησης που εμφανίστηκαν κατά μήκος των βόρειων συνόρων του
Μεξικού τη δεκαετία του ’60). Πορνεία. Μπαρ. Εφημερίδες. Τηλεόραση.
Ναρκοδόλαρα» (σελ. 108-109).
Ακόμη,
ο Φουέντες είναι πολύ επινοητικός στις μεταφορές του. Διαβάζω για παράδειγμα. «…με
λιγότερες ρυτίδες στο πρόσωπό του απ’ ό, τι μια παλιά σέλα» (σελ. 37)
«…τινάζοντας τις μπούκλες της σαν σφουγγαρίστρα πολυτελείας» (σελ. 79). Τις
χρησιμοποιεί όπως κάνει συχνά και ο Γιάννης Ξανθούλης, για τις αρνητικές
συνδηλώσεις τους, σαρκάζοντας τα πρόσωπα.
Διαβάζω ακόμη:
«…μιλούσε ατελείωτα στα αγγλικά για χρέη, πληθωρισμό, για το κόστος
ζωής, τις υποτιμήσεις του νομίσματος, περικοπές στους μισθούς, συντάξεις που
δεν έφταναν για τίποτα, όλα πολύ χάλια» (σελ. 58) και «… τη θυσία της χώρας,
της κακοκυβερνημένης, της διεφθαρμένης, της ανάλγητης…» (σελ. 170).
Ναι,
σε πολλά σημεία η περιγραφή που κάνει του Μεξικού θυμίζει την Ελλάδα. Στο μόνο
που η Ελλάδα θυμίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι και αυτή δέχεται
λαθρομετανάστες τους οποίους προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει. Αν και φοβάμαι
ότι αυτό δεν θα γίνεται για πολύ. Στο εξής θα την αποφεύγουν οι
λαθρομετανάστες. Δεν χρειάζεται να μεταναστεύσεις σε μια χώρα που έχει τα χάλια
της δικής σου χώρας. Ξέρω ότι οι νέοι επιστήμονές μας μεταναστεύουν ήδη στο
εξωτερικό. Για τους μη επιστήμονες, μάλλον έχουν κλείσει οι δρόμοι για Σουηδία,
Καναδά, Γερμανία και Αυστραλία.
Μου
άρεσαν πολύ και τα εννιά διηγήματα. Θα θυμάμαι για πολύ τα «Κρυστάλλινα
σύνορα», το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Ένας μεξικάνος
καθαριστής και μια αμερικανίδα ανταλλάσουν ένα απελπισμένο φιλί μέσα από την
τζαμαρία ενός κτιρίου. Επίσης τις «Φίλες», όπου η Μις Έιμι, η στριμμένη γριά,
θα περάσει μια συνειδησιακή μεταστροφή σαν τον Εμπενέζερ Σκρουτζ στις
«Χριστουγεννιάτικες ιστορίες» του Ντίκενς, καθώς και το «Στοίχημα», ένα διήγημα
εκδίκησης. Όμως και τα άλλα διηγήματα, που δεν έχουν το σασπένς και την
κορύφωση των προηγούμενων, είναι επίσης εξαιρετικά.
No comments:
Post a Comment