Sunday, July 30, 2017

Wim Wenders, Falsche Bewegung (The wrong move, Λάθος κίνηση, 1975)

Wim Wenders, Falsche Bewegung (The wrong move, Λάθος κίνηση, 1975)


  Αφού είδαμε το πρώτο μέρος της τριλογίας road movie του Wim Wenders «Η Αλίκη στις πόλεις» που προβάλλεται από την Πέμπτη 27-7-2017 (κοίτα να δεις, τρία εφτάρια) σε επανέκδοση στους κινηματογράφους, είδαμε και το τρίτο μέρος της τριλογίας «Στο πέρασμα του χρόνου» που θα προβληθεί επίσης σε επανέκδοση τις 31-8-2017, οπότε και θα αναρτήσουμε. Ε, θα ήταν κρίμα να μη δούμε και το δεύτερο μέρος, τη «Λάθος κίνηση», αφού μπορούμε έτσι να αποκτήσουμε μια σφαιρική εικόνα της τριλογίας.
  Η «Λάθος κίνηση», σε αντίθεση με τις άλλες δυο ταινίες, είναι έγχρωμη. Επίσης σε αντίθεση με τις άλλες δυο ταινίες που το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Βέντερς (στην πρώτη με τη βοήθεια του Veith von Fürstenberg), εδώ το σενάριο το έγραψε ο Peter Handke, και βασίζεται στη «Μαθητεία του Βίλχελμ Μάιστερ» του Γκαίτε. Ο Βίλχελμ βέβαια του Βέντερς είναι ένας σύγχρονος γερμανός. Και οι τρεις ταινίες παρουσιάζουν μοναχικούς ήρωες. Όμως μόνο οι δυο τελευταίες παρουσιάζουν και «Ζωές των άλλων», ανθρώπων εξίσου μοναχικών και δυστυχισμένων που ο κεντρικός ήρωας (και στις τρεις ταινίες τον υποδύεται ο Rüdiger Vogler) συναντάει στην πορεία της περιδιάβασής του. Επίσης στις δυο τελευταίες έχουμε και το θέμα της αυτοκτονίας. Στη «Λάθος κίνηση» οι πέντε συνοδοιπόροι στη μοναξιά τους θα μείνουν σχεδόν όλοι μέχρι το τέλος της ταινίας, ενώ στο «Πέρασμα του χρόνου» ο συνοδοιπόρος μέχρι το τέλος θα είναι ένας.
  Αλλά θέμα της ανάρτησής μας είναι ο Βίλχελμ. Αμέσως μόλις ξεκινάει το ταξίδι του συναντάει στο τραίνο τον Hans Christian Blech με τη δεκατετράχρονη βουβή Ναστάζια Κίνσκι. Ζητιανεύουν, αυτή κάνοντας ακροβατικά και αυτός παίζοντας τη φυσαρμόνικά του. Πιο πριν όμως είχε πάρει το μάτι του την Hanna Schygulla, στο παράθυρο ενός τραίνου που πήγαινε παράλληλα με το δικό του, και μαγεύεται. Θέλει να την ξανασυναντήσει. Και θα την ξανασυναντήσει. Και στην παρέα θα προστεθεί ένας νεαρός ποιητής. Και οι πέντε τους θα αποτελέσουν στο εξής ένα αξεχώριστο κουιντέτο.
  Τους βλέπουμε να προχωρούνε σε ένα δρομάκο. Ξάφνου ακούνε φωνές. Σταματάνε. Στην ταράτσα ενός σπιτιού ένας άντρας και μια γυναίκα τσακώνονται. Ξαφνικά ο άνδρας αρπάζει τη γυναίκα από τον λαιμό. Θα την πνίξει ή θα την ρίξει στο δρόμο; Δεν θα καθίσουν να δουν τη συνέχεια. Προχωρούν. Σε λίγο θα ακούσουν έναν διαταραγμένο να ουρλιάζει από το μπαλκόνι του: -Έχεις ιδέα τι σημαίνει πόνος; Ε, γουρούνι, ξέρεις τι είναι το να περνά ένα ανεμόπτερο μέσα από το μυαλό σου;
  Ο επόμενος δυστυχισμένος που θα συναντήσουν είναι ένας μοναχικός πλούσιος. Ετοιμαζόταν να αυτοπυροβοληθεί με την καραμπίνα του όταν του κτύπησαν την πόρτα, όπως τους είπε. Προσφέρεται να τους φιλοξενήσει. Την επομένη, θα ξεκινήσουν ένα περίπατο σε ένα πανέμορφο ορεινό τοπίο. Μακρά πλάνα, με συζητήσεις πάνω σε διάφορα θέματα, ο Vogler με τους υπόλοιπους, με έναν κάθε φορά, από τις πιο όμορφες σκηνές του έργου. Όταν θα γυρίσουν στο σπίτι θα βρουν τον άνθρωπο που τους φιλοξένησε να έχει κρεμαστεί. Και θα φύγουν πανικόβλητοι.
  Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι ο Vogler ήταν περίπου ισορροπημένος. Όμως όταν τον βλέπουμε να αρπάζει τον Blech για να τον ρίξει στην θάλασσα, καταλαβαίνουμε ότι κι αυτός δεν στέκει και τόσο στα καλά του. Τέτοια αστεία δεν κάνεις ποτέ.
  Δηλαδή τα κάνεις. Θυμάμαι στην επιστράτευση που κυνηγούσα στους διαδρόμους της Γεωργικής Σχολής της Λάρισας όπου είχαμε στρατοπεδεύσει τον φίλο μου τον Γιάννη τον Πευκιανάκη με το πιστόλι μου (ήμουν έφεδρος ανθυπολοχαγός) κάνοντας τάχα τον μεθυσμένο. Το πιστόλι φυσικά ήταν άδειο και ασφαλισμένο. Ο Γιάννης όμως, προνοητικά ποιώντας, το έβαλε στα πόδια. Είχαμε πιει κάμποσα ούζα. Μετά που έφερα στο μυαλό μου το επεισόδιο σκέφτηκα ότι μπορεί να ήμουν πράγματι μεθυσμένος. Πάντως όχι διαταραγμένος σαν τον Vogler, θέλω να πιστεύω δηλαδή.
  Μετά βέβαια από αυτό το επεισόδιο ο Blech θα το βάλει στα πόδια πανικόβλητος. Σε λίγο θα φύγει και η Ναστάζια. Ο νεαρός ποιητής τούς είχε εγκαταλείψει πιο πριν. Ο Χάνα δεν θα φύγει, θέλει να μείνουν μαζί, όμως αυτός θα φύγει, με την αμυδρή υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούν. Πέντε μοναχικοί άνθρωποι βρίσκονται ξανά μόνοι. Στις συζητήσεις μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί αρκετά το θέμα της μοναξιάς.
  Φαντάζομαι ότι ο Handke στο σενάριό του κράτησε αρκετό από το λόγο του Γκαίτε. Και η «Μαθητεία του Βίλχελμ Μάιστερ» γίνεται ένα ακόμη βιβλίο must, ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβάσω κάποια στιγμή.  
  Αφού είδα τρεις ταινίες του Βέντερς μέσα σε λίγες μέρες είπα να δω μια ακόμη, το «Άλικο γράμμα».

  Το έχω κάνει κάμποσες φορές, να διαβάζω ένα μυθιστόρημα και μετά να βλέπω και τις ταινίες που έχουν γυριστεί πάνω σ’ αυτό, και να κάνω μια συνολική ανάρτηση. Καμιά φορά προσθέτω εκ των υστέρων και για κάποια ταινία που δεν είχα δει τότε που έκανα την ανάρτηση. Αυτό έκανα και τώρα, «κόλλησα» σαν ουρά αυτά που έγραψα για το «Άλικο γράμμα» του Βέντερς στην συνολική ανάρτηση που έκανα για το μυθιστόρημα και για άλλες δυο ταινίες. Για όσους ενδιαφέρονται θα παραπέμψω σ’ αυτή την ανάρτηση

Friday, July 28, 2017

Dick Lau, Emmanuelle in Hong Kong (2003)

Dick Lau, Emmanuelle in Hong Kong (2003)


  Πάνω στην ιστορία της γνωστής μας Εμμανουέλλας ο Ντικ Λάου έφτιαξε μια παρόμοια για το Χονγκ Κονγκ. Ψυχρή η Έμιλι, η γυναίκα του Υονγκ ο οποίος είναι ψυχίατρος.  Ενδίδει για μια θεραπεία της σε ένα κάστρο όπου γίνονται τελετουργικά όργια (μου θύμισαν, χωρίς το σεξουαλικό, το «Μάτια ερμητικά κλειστά» του Κιούμπρικ). Η κουνιάδα του έχει και αυτή ψυχολογικά προβλήματα, αθεράπευτη περίπτωση αποφαίνεται στον άντρα της.  
  Είχε επιτυχία η θεραπεία; Ναι. Η γυναίκα του τού λέει ότι είναι ένας loser, ότι ήταν ψυχρή γιατί δεν τον έκανε κέφι. Στο εξής θέλει να ζήσει τη ζωή της.
  Unhappy end; Όχι, μετά τη δήλωσή της διαβάζουμε στην οθόνη Happy end. Ποιο είναι αυτό το happy end; Θα κάνει σεξ με την κουνιάδα του, φορώντας και οι δυο μάσκες. Όμως κάποια στιγμή θα τις πετάξουν.
  Υπάρχει και ένα θλιβερό επεισόδιο για το οποίο διαψευστήκαμε στις αφηγηματικές μας αναμονές. Η όμορφη καλόγρια είναι άρρωστη, παίρνει φάρμακα. Κάποια στιγμή θα σταματήσει να τα παίρνει. Ο επίσκοπος εκβιάζει τον Γιονγκ να υπογράψει για να σταλεί σε ένα άσυλο. Αναγκάζεται να υπογράψει.
  Η αφηγηματική αναμονή είναι ότι θα θεραπευτεί με το σεξ. Όμως όχι, θα αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της.

  Πολύ μου άρεσε αυτή η ταινία: άκουσα ωραίες μουσικές, ανάμεσα στις οποίες δυο αγαπημένα μου κομμάτια: Το «Χειμώνα» από τις «Τέσσερις εποχές» του Βιβάλντι και το τελευταίο μέρος, allegro con fuoco, της «Συμφωνίας του Νέου Κόσμου» του Ντβόρζακ. 

Cecilia Ahern, Υ.Γ. Σ’ αγαπώ

Cecilia Ahern, Υ.Γ. Σ’ αγαπώ (μετ. Μαρία Νταή), Διόπτρα 2016,  σελ. 448


  Έχω πάψει πια να αγοράζω βιβλία, για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι η κρίση. Ο δεύτερος είναι ότι έχω πολλά αδιάβαστα που είχα αγοράσει πριν κρίσης, αλλά και λίγο μετά, μέχρι να προσγειωθώ. Ο τρίτος είναι ότι μου δίνουν τα βιβλία τους διάφοροι φίλοι συγγραφείς. Έτσι δεν επισκέπτομαι πια την Πρωτοπορία και την Πολιτεία, όταν είμαι περαστικός βέβαια, μήπως δω καμιά προσφορά. Αυτό που έκανε ο φίλος μου ο Πολ πριν λίγες μέρες, που πέρασε από την Πολιτεία και αγόρασε, προσφορά, τέσσερα βιβλία με είκοσι ευρώ, εγώ έχω σταματήσει να το κάνω εδώ και χρόνια. Και βέβαια ποτέ δεν κοιτάζω τις βιτρίνες. Όταν όμως βρεθώ μπροστά σε προσφορές πάνω σε πάγκους στα πεζοδρόμια, δεν αντέχω στον πειρασμό να ρίξω μια ματιά, αλλά πιέζω τον εαυτό μου να απομακρυνθώ όσο γίνεται πιο γρήγορα, πριν βρω κάτι ελαφρώς ενδιαφέρον και μπω σε έναν ακόμη πειρασμό, να το αγοράσω.
  Πριν κανένα μήνα περνούσα από το πεζοδρόμιο της Ιπποκράτους, εκεί που ήταν παλιά η Πανεπιστημιακή Λέσχη. Εκεί βρίσκεται ένα περίπτερο, όπου δίπλα του είναι πάγκοι με βιβλία σε προσφορά, ένα με δύο ευρώ. Είχα ξαναπάρει ένα δυο, παλιά. Είπα να ρίξω μια ματιά. Και το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο, 527 σελίδες, μόνο ένα ευρώ. Καταπληκτική προσφορά. Το αγόρασα. Ο τίτλος του ήταν «P.S. я люблю теба».
  Είχα χρόνια να διαβάσω ρώσικο βιβλίο. Δηλαδή όχι ότι έχω διαβάσει στη ζωή μου πολλά, τρία όλα κι όλα: «Τα παιδικά χρόνια» του Γκόρκι, την «Άννα Καρένινα» και τους «Αδελφούς Καραμάζωφ», αυτούς για τρίτη φορά. Από το «Πόλεμος και Ειρήνη» διάβασα καμιά εβδομηνταριά σελίδες και μετά πλάκωσαν άλλα πιο επείγοντα και το άφησα, χωρίς να εγκαταλείψω το όνειρο να το διαβάσω κάποια στιγμή στο πρωτότυπο, μια και το θεωρώ σαν το καλύτερο βιβλίο που διάβασα ποτέ. Ο Άρνολντ Χάουζερ στην «Κοινωνική ιστορία της τέχνης» (γράφηκε τη δεκαετία του 1930) το θεωρούσε ως το καλύτερο μυθιστόρημα που γράφηκε ποτέ.
  Πολύ παλιά διάβαζα γερμανικά αισθηματικά μυθιστορήματα, σε εκδόσεις σαν τα δικά μας Βίπερ, της Marie Louise Fischer και ενός Gonzalik, με γλώσσα απλή και απλή σύνταξη, για να εμπεδώσω τα γερμανικά που ήξερα. Σκέφτηκα ότι και αυτό το βιβλίο, εμφανέστατα αισθηματικό μυθιστόρημα όπως φαινόταν από τον τίτλο, δεν θα είχε καμιά δύσκολη γλώσσα. Έτσι το αγόρασα για να φρεσκάρω λίγο τα ρώσικά μου, που σχεδόν το μόνο φρεσκάρισμα που τους κάνω είναι βλέποντας καμιά ρώσικη ταινία.
  Το βιβλίο, διάβασα στο εξώφυλλο, μεταφράστηκε σε 42 γλώσσες και πούλησε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα. Από τότε θα πούλησε και άλλα.
  Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα της 21χρονης τότε εγγονής ενός πρωθυπουργού της Ιρλανδίας, που εκδόθηκε το 2004.
  Επινοητική η Σεσίλια Άχερν πραγματεύεται ένα θέμα με εντελώς πρωτότυπο τρόπο. Ή μάλλον δυο: τη δύναμη του έρωτα και την αναγκαιότητα να ξεφύγουμε από το πένθος του νεκρού συντρόφου.
  Ο Τζέρυ είχε καρκίνο στον εγκέφαλο. Οι δυο εγχειρήσεις που έκανε δεν θα κατάφερναν να τον σώσουν. Κάποια στιγμή θα πέθαινε. Και, ξέροντας πόσο τον αγαπούσε η Χόλι, σκέφτεται πώς να την κάνει να ξεπεράσει γρήγορα το πένθος της, μια και ο θάνατός του ήταν αναπόφευκτος. Και κάνει το εξής: γράφει δέκα επιστολές τις οποίες η Χόλι θα παραλάμβανε μετά, μαζεμένες σε ένα δέμα, με την υπόδειξη να ανοίγει ένα κάθε πρωτομηνιά. Σε κάθε γράμμα, το οποίο τέλειωνε με το υστερόγραφο «Σ’ αγαπώ», τις έλεγε να κάνει κάποια πράγματα. Το πρώτο ήταν να τραγουδήσει καραοκέ. Ένα άλλο ήταν να πάει διακοπές στην Ισπανία με δυο φίλες της, είχε ήδη κλείσει τα εισιτήρια σε ένα πρακτορείο με την εντολή να της τα παραδώσουν μια ορισμένη ημερομηνία. Το τελευταίο ήταν να συνεχίσει τη ζωή της, να μην διστάσει να ξαναερωτευτεί.
  Αν το συγκρίνει κανείς με το προαποικιακό έθιμο στην Ινδία, όταν πέθαινε ο μαχαραγιάς να καίνε τη γυναίκα του στην πυρά (σιγά που θα άφηνε να την πηδήξει άλλος), καταλαβαίνει κανείς το ψυχικό μεγαλείο του Τζέρι. Και κάπου στην Αφρική υπήρχε ένα ανάλογο έθιμο, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πού. Να το διάβασα άραγε στον «Ανυποψίαστο ανθρωπολόγο» και να ξέχασα να το περάσω στη βιβλιοκριτική που έγραψα, δεν είμαι σίγουρος.
  Πέρα από αυτή την πρωτότυπη σύλληψη με τις επιστολές τα υπόλοιπα επεισόδια στο βιβλίο είναι λίγο πολύ τυπικά: Οι σχέσεις με τους γονείς, οι σχέσεις με τα αδέλφια, οι σχέσεις με τους φίλους, η δουλειά, κ.ά.
  Όμως να παραθέσω ένα απόσπασμα, σε μετάφραση της μετάφρασης.
  Το 12ο κεφάλαιο ξεκινάει ως εξής:
  «Οκτώ το βράδυ όταν η Χόλι τελικά έφτασε σπίτι της, ήταν ακόμη μέρα. Χαμογέλασε. Όταν όλα γύρω είναι τόσο φωτεινά, λιγοστεύουν οι λόγοι να βυθιστεί στην κατάθλιψη».
  Συνήθιζα το καλοκαίρι να κλείνω τα παντζούρια για να μη ζεσταίνεται το σπίτι με την αντηλιά. Δεν ήθελα να χρησιμοποιώ τον κλιματισμό, ξέρω ότι είναι αρκετά ανθυγιεινός, και χρησιμοποιούσα μόνο τους ανεμιστήρες. Και κάθε λίγο βέβαια πήγαινα και έκανα ντουζ να δροσιστώ. Συνειδητοποίησα όμως ότι αυτή η σκοτεινιά μου δημιουργούσε κατάθλιψη. Έτσι στον τωρινό καύσωνα (γράφω τη σημείωση αυτή την πρώτη του Ιούλη, όταν έξω η θερμοκρασία το μεσημέρι, κατά το meteo.gr φτάνει στους 44 βαθμούς) είπα ότι δεν γίνεται, θα χρησιμοποιήσω και το κλιματιστικό. Με ανοιχτά τα παντζούρια νοιώθω πολύ πιο άνετα. Τελικά δεν γίνεται να έχεις και την πίττα σωστή και τον σκύλο χορτάτο.     
  Ήταν ευχάριστη έκπληξη να συναντήσω τη λέξη панихида (κάπου στο τέλος του 12ου κεφαλαίου). Έψαξα από περιέργεια τη μετάφραση στο translate.google και βρήκα ότι αγγλικά σημαίνει requiem και ελληνικά μνημόσυνο. Παννυχίδα, η ολονύχτια αγρύπνια, εδώ δίπλα στον νεκρό Τζέρυ.
  Και μια ακόμη ελληνική λέξη, λίγο μετά τη μέση του 13ου κεφαλαίου: пироманы, πυρομανείς.
  Στο google είδα ότι οι κριτικοί δεν εκφράστηκαν και πολύ κολακευτικά γι’ αυτό το μυθιστόρημα, όμως το αναγνωστικό κοινό, όπως φαίνεται, τους έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια. Δεν πα να λένε οι κριτικοί, εμένα μου άρεσε. Σκέφτηκα μάλιστα να το προτείνω στον εκδότη μου τον Αλέξανδρο, αλλά συγκρατήθηκα. Μια φορά που του πρότεινα κάποιο άλλο βιβλίο έβαλε τα γέλια. Είχε ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά. Άσε να το ψάξω λοιπόν, σκέφτηκα, και είδα ότι πράγματι είχε μεταφραστεί.
  Είδαμε και την ομότιτλη ταινία (2007) του Richard LaGravenese
  Το λήμμα της βικιπαίδειας γράφει κάποιες διαφορές από το μυθιστόρημα. Να προσθέσω κι εγώ ότι η σκηνή που κόντεψαν να παρασυρθούν από τη θάλασσα οι τρεις φίλες μεταφέρεται εδώ σε μια λίμνη, με τη βάρκα τους ακυβέρνητη. Στην ταινία φιλιούνται με το φλερτ της και διαπιστώνουν ότι δεν ταιριάζουν. Κουφό. Στο μυθιστόρημα, ενώ είναι έτοιμη να του δώσει θετική απάντηση, τον βλέπει με την πρώην του. Όμως εμφανίζεται ένας άλλος υποψήφιος στο τέλος, όχι ο ίδιος με εκείνον που εμφανίζεται στην ταινία, αφήνοντας τη βεβαιότητα ενός happy end. Τέλος η μεγάλη διαφορά είναι ότι η παρουσία του Τζέρυ είναι πολύ πιο έντονη στην ταινία από ό,τι στο μυθιστόρημα, και το επεισόδιο με την πρώτη τους συνάντηση είναι πραγματικά κορυφαίο. 

Thursday, July 27, 2017

Jean-Paul Reppeneau, Belles Familles (Η δικιά μας οικογένεια, 2015)

Jean-Paul Reppeneau, Belles Familles (Η δικιά μας οικογένεια, 2015)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Ο Roman Jakobson χαρακτήρισε την πεζογραφία σαν μια τεράστια μετωνυμία της πραγματικότητας και την λυρική ποίηση σαν μια τεράστια μεταφορά. Θα μπορούσαμε να κάνουμε εδώ μια διόρθωση και να πούμε ότι μια τεράστια μετωνυμία της πραγματικότητας δεν είναι μόνο η πεζογραφία αλλά και ο κινηματογράφος· αλλά και η ποίηση όταν είναι αφηγηματική, όπως π.χ. ο «Ερωτόκριτος» και τα ομηρικά έπη. Ο Ζολά είχε επίσης χαρακτηρίσει το μυθιστόρημα σαν μια «φέτα ζωής», όπως και το θέατρο. Το θέατρο μπορεί να μην αφηγείται, αλλά παρουσιάζει ιστορίες «ζωντανά».
  Έκανα αυτή την εισαγωγή για να επισημάνω ότι στον κινηματογράφο, και φυσικά στο μυθιστόρημα από το οποίο ο κινηματογράφος συχνά αντλεί τα σενάριά του, οι καταστάσεις που παρουσιάζονται είναι στο βασικό τους σχήμα τυπικές: έρωτες, χωρισμοί, γάμοι, θάνατοι… σε επεισόδια επίσης λίγο πολύ τυπικά. Στη «Δικιά μας οικογένεια» τα επεισόδια που βλέπουμε δεν είναι και τόσο τυπικά. Τυπικό είναι ο άντρας να εγκαταλείπει την οικογένειά του για μια άλλη γυναίκα και να συζεί μαζί της, όμως δεν είναι καθόλου τυπικό να της αφήνει το σπίτι σε μια επιστολή διαθήκη, η επιστολή να κρύβεται από τον μικρό γιο για να το κληρονομήσει η μητέρα του, ένας άντρας που τα έχει με την κόρη της άλλης γυναίκας να έχει αγοράσει το σπίτι για να τους το προσφέρει αλλά η αγορά να μπλοκάρεται γιατί το θέλει και ο δήμος, για να κτίσει στη θέση του μια πολυκατοικία. Μεγάλο μπέρδεμα, και ο μεγάλος γιος που θα μπλεχτεί σ’ αυτό θα χάσει μια μεγάλη συναλλαγή με πελάτες στην Αγγλία, γιατί δεν μπόρεσε να πάει στο ραντεβού τους και η κινέζα φίλη του δεν μπόρεσε να τους διαχειριστεί.
  Η ταινία χαρακτηρίζεται σαν κομεντί, αλλά κυρίως είναι κοινωνική ταινία όπως τη λέμε εμείς, drama όπως τη λένε η εγγλέζοι. Όμως το επεισόδιο στο φεστιβάλ, προς το τέλος της ταινίας, μοιάζει σαν καθαρή κωμωδία χωρίς να είναι. Και βέβαια είναι και κομεντί, γιατί στο τέλος θα δούμε δυο καινούρια ζευγάρια (στη μέση μπαίνει και ο κινέζος αρχιμουσικός), και τις εντάσεις  και τα μίση ανάμεσα στις δυο οικογένειες του πατέρα να έχουν καταλαγιάσει.

  Πολύ μου άρεσε αυτή η ταινία. 

Paolo Genovese, perfetti sconosciuti (Οι απολύτως άγνωστοι, 2016)

Paolo Genovese, perfetti sconosciuti (Οι απολύτως άγνωστοι, 2016)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Βλέποντας την ταινία μου ήλθαν στο μυαλό δυο πράγματα. Το πρώτο, η πάγια θέση του καθηγητή μου (εποπτεύοντος του διδακτορικού μου) Θόδωρου Γραμματά ενάντια στη θεαματικότητα, το να ξοδεύεις δηλαδή σε σκηνικά, κοστούμια κ.λπ. για να κάνεις θεαματική και ελκυστική στο ευρύ κοινό μια θεατρική παράσταση, πράγμα που κάνει το εμπορικό θέατρο. Το δεύτερο, αυτό που γράφω συχνά σε σχέση με τον ιρανικό κινηματογράφο, ότι δεν χρειάζεται μια ταινία να είναι υψηλού προϋπολογισμού για να είναι καλή. Βέβαια ένα πλατύ κοινό αρέσκεται στο χολιγουντιανό πότλατς με καταστροφές αυτοκινήτων, εμπρησμούς κ.λπ. που αυτό μπορεί μεν να αποτελεί μια κάποια εγγύηση για την εμπορικότητα της ταινίας, όχι όμως απαραίτητα και για την ποιότητά της.
  Τέτοια είναι και η περίπτωση της ταινίας του Πάολο Τζενοβέζε «Οι απολύτως άγνωστοι». Έχει θεατρική δομή στη σύλληψη και θα μπορούσε εύκολα να διασκευασθεί σε θεατρικό έργο, αφού όλη η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε ένα σαλόνι, σε ένα δείπνο μιας ομάδας φίλων, των οικοδεσποτών, δυο ζευγαριών, και ενός ακόμη που ήλθε σόλο.
  Γίνεται λόγος για τα καλά κρυμμένα μυστικά που κρύβουν τα μηνύματα στα κινητά. Και αποφασίζεται  να παίξουν ένα παιχνίδι: ό,τι μηνύματα θα λαμβάνουν στα κινητά τους να τα διαβάζουν και οι άλλοι. Και όταν παίρνουν τηλεφώνημα να απαντούν μπροστά σε όλους και να μην ζητούν συγνώμη και να πηγαίνουν ξέμακρα να απαντήσουν για να μην ενοχλήσουν την παρέα, όπως γίνεται συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις. Αυτά που θα διαδραματιστούν θα αποκαλύψουν πράγματα που δεν μπορούσαν να φανταστούν, όπως π.χ. τα γκομενιλίκια των ανδρών, αλλά και των γυναικών, που κάποια έχουν να κάνουν με πρόσωπα που βρίσκονται στο ίδιο τραπέζι. Θα διαρραγούν οι σχέσεις τους;
  Η σάτιρα του Τζενοβέζε είναι διπλή: αφορά αφενός στις καταστάσεις που αποκαλύπτονται και αφετέρου στο πώς αντιμετωπίζονται, στο τέλος της ταινίας.
  Με υψηλότατο ΙΜDb, είναι μια εξαιρετική ταινία.
  Διαβάζω τώρα στο ιταλικό λήμμα της βικιπαίδειας ότι η επιτυχία της ταινίας ήταν τέτοια ώστε έγιναν  δυο remake, από τις οποίες το ένα είναι του δικού μας Θοδωρή Αθερίδη με τίτλο «Τέλειοι ξένοι». 


Wim Wenders, Alice in den Städten (Alice in the cities, Η Αλίκη στις πόλεις, 1974)

Wim Wenders, Alice in den Städten (Alice in the cities, Η Αλίκη στις πόλεις, 1974)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους σε επανέκδοση.
  Η Αλίκη επιστρέφει από τη χώρα των θαυμάτων στις πόλεις: Νέα Υόρκη, Άμστερνταμ, Μόναχο, και κάποιες ακόμη που δεν θυμάμαι. Όμως πριν συναντήσουμε την Αλίκη θα γνωρίσουμε τον Φιλίπ.
  Στις πρώτες σκηνές του έργου τον βλέπουμε με μια μηχανή, Polaroid(;), (Είχα μια πολαρόιντ που έβγαζε αμέσως τις φωτογραφίες, χωρίς να χρειάζεται να πας σε φωτογράφο να τις εμφανίσεις), ακουμπισμένο στην κολώνα μιας γέφυρας, καθισμένο πάνω στην άμμο, να φωτογραφίζει τη θάλασσα. Μας δίνει αμέσως την εικόνα ενός μοναξιασμένου ατόμου (μου θύμισε τον Τράβις στο «Παρίσι-Τέξας», πράγμα που θα επιβεβαιωθεί και στη συνέχεια. Μιλάει φωναχτά μόνος του μια και δεν έχει με ποιον να μιλήσει, η φίλη του τον διώχνει από το σπίτι της, και δεν είναι έτοιμος να παραδώσει το κείμενο που υποσχέθηκε για το περιοδικό στο οποίο εργάζεται, παρά μόνο τις φωτογραφίες που τράβηξε. Όχι, δεν θα πάρει προκαταβολή, να στρωθεί και να γράψει μια ιστορία.
  Και θα συναντήσει την Αλίκη με τη μαμά της. Η μαμά της θα του την παρατήσει, και αυτός θα αναλάβει το δύσκολο έργο να βρει τη γιαγιά της να της την παραδώσει. Καθόλου εύκολη υπόθεση, όμως η πλοκή δεν οικοδομείται στο σασπένς αν θα την βρει τελικά ή όχι, αλλά στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στην Αλίκη και σ’ αυτόν. Τρυφερή, συγκινητική, θα τον αποσπάσει από την κατάθλιψη στην οποία είναι βυθισμένος. Και ναι, θα γράψει τελικά την ιστορία.
  Η ταινία μου θύμισε το «La strada» του Φελίνι, σαν αντιστροφή της. Σ’ αυτή ο Άντονι Κουίν θρηνεί που έχασε την Τζιουλιέτα Μασίμα, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά τη μοναξιά του. Εδώ ο μοναχικός Φιλίπ, με την συντροφιά της μικρής Αλίκης που κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση, βρίσκει τη δύναμη να συνεχίσει.

  Όσοι δεν την έχετε δει δεν πρέπει να τη χάσετε, κι εσείς που την έχετε δει δεν θα ήταν άσχημο να την ξαναδείτε, όπως έκανα εγώ. 

Elia Kazan, On the waterfront (Το λιμάνι της αγωνίας, 1954)

Elia Kazan, On the waterfront (Το λιμάνι της αγωνίας, 1954)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους σε επανέκδοση.
  Φαντάζομαι οι περισσότεροι, οι παλιότεροι σίγουρα όλοι, έχετε δει «Το λιμάνι της αγωνίας». Είναι πια μια κλασική ταινία, και όπως τα κλασικά λογοτεχνικά έργα τα διαβάζει κανείς και τα ξαναδιαβάζει, έτσι μπορεί κανείς να τη δει και να την ξαναδεί.

  Δυο είναι τα βασικά θέματα της ταινίας: η εγκληματικότητα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει εισχωρήσει σε ένα συνδικάτο, και η συνειδησιακή μεταστροφή. Το συνδικάτο είναι ένα συνδικάτο λιμενεργατών που ο ηγέτης του, γκάγκστερ που κατάφερε να το ελέγξει, καθορίζει ποιος θα δουλέψει και ποιος όχι με βάσει το ποιος δίνει τον οβολό του, απαράλλαχτα όπως τα καταστήματα που πληρώνουν για «προστασία». Αυτό φυσικά είναι παράνομο, και ένας που δοκίμασε να το καταγγείλει δολοφονήθηκε. Αθέλητος συνεργός ο Μάρλον Μπράντο, που θα δώσει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. Όμως ένας παπάς που στέκεται στο πλευρό των λιμενεργατών, ο έρωτας και η δολοφονία του αδελφού του θα οδηγήσουν στην σταδιακή μεταστροφή του, και από τσιράκι του ηγέτη θα γίνει αμείλικτος εχθρός του. Αισιόδοξο το τέλος, με τους λιμενεργάτες να εξεγείρονται και με τη δικαιοσύνη να θριαμβεύει. 
  Συγκλονιστικό!!!!
  Είχα κάνει ήδη τις αναρτήσεις για τις καινούριες ταινίες της Πέμπτης που είχα δει στις αβάν πρεμιέρ και συνέχισα με την αυτοβιογραφία του Άρθουρ Μίλερ (εκδόσεις Καστανιώτη, όταν το τελειώσω θα γράψω σχετικά) και πέφτω πάνω στο παρακάτω απόσπασμα.

  «Μια μέρα, μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι, εβδομάδες τώρα, προσπερνούσα κάποιο σύνθημα στους τοίχους που έλεγε Dove Pete Panto? χωρίς ποτέ να κάνω τον κόπο να σκεφτώ τι σήμαινε «Πού είναι ο Πιτ Πάντο;». Κοντά στις αποβάθρες, το μυστήριο αυτό ερώτημα κάλυπτε κάθε σχεδόν επιφάνεια και δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω ότι ήταν μια ακόμη απόδειξη για τον άλλο εκείνο κόσμο που υπήρχε στα κράσπεδα του ειρηνικού, παλιομοδίτικου Μπρούκλιν Χάιτς, για τον κόσμο του λιμανιού με τα συνδικάτα του εγκλήματος, με τις δολοφονίες, με τα χτυπήματα, με τα πτώματα που ρίχνονταν στο νερό τη νύχτα. Σιγά σιγά, η φράση άρχισε να κάνει την εμφάνισή της και σε σταθμούς του Υπογείου και, γραμμένη με κιμωλία, στα κτήρια της Κορτ Στριτ. Τελικά ο φιλελεύθερος Τύπος έπιασε το θέμα με την PM (την προοδευτική καθημερινή εφημερίδα που έβγαινε στην περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά) να εξηγεί ότι ο Πιτ Πάντο ήταν ένας νεαρός λιμενεργάτης που είχε αποπειραθεί να ηγηθεί μιας εξέγερσης των απλών ανθρώπων ενάντια στην αρχηγία του προέδρου του συνδικάτου Τζόζεφ Ράιμαν και της παρέας του (πολλοί από τους οποίους ήταν σίγουρα μαφιόζοι), που ήταν και επικεφαλής της Διεθνούς Ένωσης Λιμενεργατών. Κάποιο βράδυ την ώρα που έτρωγε, βγήκε από το σπίτι του μετά από ένα ανώνυμο τηλεφώνημα κι από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Το κίνημα που καθοδηγούσε έσβησε» (σελ. 136). 

Michael Showalter, The big sick (Έρωτας μετ’ εμποδίων, 2017)

Michael Showalter, The big sick (Έρωτας μετεμποδίων, 2017)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Μια ακόμη ταινία με θέμα «Τα σύνορα της αγάπης». Αυτός κωμικός, αυτή ψυχολόγος. Αυτός ιρανός μουσουλμάνος, αυτή αμερικάνα χριστιανή. Πώς θα τα καταφέρουν; Οι γονείς εκατέρωθεν σίγουρα θα έχουν αντιρρήσεις. Έχουν και τις δικές τους κόντρες, όταν αυτή ανακαλύπτει ένα πακέτο με φωτογραφίες υποψήφιων νυφών.
  Όταν αυτή αρρωστήσει και καταφτάσουν οι γονείς της, ε, δεν θα τον συμπαθήσουν αμέσως. Όμως θα τους κερδίσει. Με τους δικούς του όμως τι γίνεται; Οι δικοί του είναι πιο σκληροπυρηνικοί, καθότι μουσουλμάνοι. Ούτε να το ακούσουν.
  Αλλά ποιος δίνει σημασία. Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός που λέει ο δικός μας λαός…
  Να μην το ξεχάσουμε, στο ρόλο της κοπέλας είναι η Ζωή Καζάν. Δεν το είχα υποψιαστεί, το διάβασα στη βικιπαίδεια: είναι η εγγονή του Ελία Καζάν. Δεν πιστεύω να υπάρχει κανείς που να μην τον ξέρει. Επειδή όμως ίσως υπάρχουν κάποιοι, να πούμε ότι είναι έλληνας από την Κωνσταντινούπολη που μετανάστευσε στην Αμερική και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες. Ας παραθέσουμε καλού κακού και τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας.
  Θυμήθηκα και την ταινία του Rajkumar Hirani «PΚ», πάλι με θέμα «τα σύνορα της αγάπης». Αυτός πακιστανός, αυτή ινδή. Εκεί οι αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο θρησκευτικές κοινότητες, μουσουλμάνων και ινδουιστών, συχνά καταλήγουν σε αιματηρές συγκρούσεις.
  Τελικά θα έχουμε το σύνηθες happy end;
  Δεν θα το αποκαλύψω, να πάτε να δείτε την ταινία.

   

Andrew J. Cohen, The house (Επιχείρηση Καζίνο, 2017)

Andrew J. Cohen, The house (Επιχείρηση Καζίνο, 2017)
  
  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Πρόκειται για μια χαριτωμένη κωμωδία που έχει σαν θέμα τη γονεϊκή αγάπη.
  Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει ένας γονιός για να στηρίξει το παιδί του;
  Μπορεί να φτάσει και μέχρι το φόνο;
  Δεν αμφιβάλλω καθόλου, αν και σ’ αυτή την ταινία δεν χρειάστηκε να φτάσουν μέχρι εκεί. Ο διεφθαρμένος δημοτικός σύμβουλος για πρώτη φορά φροντίζει να μη δοθεί η υποτροφία στην κόρη του ζευγαριού για να επενδύσει τα χρήματα στη δημιουργία ενός χώρου αναψυχής, με απώτερο στόχο να τον ιδιοποιηθεί. Τι θα κάνουν τότε οι γονείς;
  Την ιδέα τους την έδωσε ένας gambler, ένας τζογαδόρος, τον οποίο παράτησε η γυναίκα του για αυτό του τον εθισμό, ενώ η τράπεζα είναι έτοιμη να του βγάλει το σπίτι στο σφυρί για χρέη. Θα στήσουν ένα παράνομο καζίνο στο σπίτι του. Θα μοιράσουν τα κέρδη, και αυτός θα ξεπληρώσει το χρέος και αυτοί θα πληρώσουν τα δίδακτρα για το κολέγιο της κόρης τους.

  Βέβαια το καζίνο είναι παράνομο, οι παίχτες δεν είναι όλοι τίμιοι, και ο αστυνόμος καραδοκεί. Με αυτά τα δεδομένα είναι φυσικό τα πράγματα να μην κυλίσουν ομαλά. Θα υπάρξουν διάφορες αναστατώσεις και ανατροπές, όμως στο τέλος θα θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, και… τέλος καλό όλα καλά. 

Dziga Vertov, Enthusiasm (Ενθουσιασμός-Η συμφωνία του Ντόνμπας, 1930)

Dziga Vertov, Enthusiasm (Ενθουσιασμός-Η συμφωνία του Ντόνμπας, 1930)

 
  Από σήμερα στην Αλκυονίδα.
  Πριν λίγες μέρες είδαμε τον «Άνθρωπο με την κινηματογραφική μηχανή» του Dziga Vertov. Σειρά έχει σήμερα ο «Ενθουσιασμός», η αμέσως επόμενη ταινία του, η οποία είναι ομιλούσα.
  Τρόπος του λέγειν. Παρά το ότι ακούμε ήχους και μουσικές, καθώς ο λόγος είναι ελάχιστος, κυρίως συνθήματα, η ταινία βρίσκεται στην παράδοση του βωβού κινηματογράφου. Και βέβαια διακρίνουμε την ποιητική του Βέρτοφ που είδαμε και στον «Άνθρωπο με την κινηματογραφική μηχανή»: γρήγορο ρυθμό με μικρά πλάνα, ενώ και στα λίγα μεγάλα που υπάρχουν βλέπουμε συνεχή κίνηση: παρελάσεις, σιδηροδρομικές άμαξες, βαγονέτα σε ανθρακωρυχεία, χοροί, κ.ά.
  Ήταν ευτυχής συγκυρία που ξαναδιάβασα μόλις πρόσφατα τη «Γλώσσα του κινηματογράφου» του Μαρσέλ Μαρτέν, γιατί στην ταινία είδα και αρκετές άλλες τεχνικές που περιγράφει ο Μαρτέν, με το μοντάζ, με τη μηχανή λήψης, με το φωτισμό, κ.λπ.
  Παρεμπιπτόντως, στην ανάρτηση που έκανα για το βιβλίο ένας φίλος άφησε σχόλιο στο facebook ότι πρόκειται για ευαγγέλιο. Πραγματικά, δεν νομίζω να υπάρχουν πάρα πολλά καινούρια πράγματα που έχουν γράψει μεταγενέστεροι συγγραφείς για τη γλώσσα του κινηματογράφου, που εγώ θα το έλεγα καλύτερα για τις κινηματογραφικές τεχνικές. Επειδή είναι εξαντλημένο (τελικά φίλος στο facebook μου άφησε σχόλιο ότι υπάρχουν ακόμη, αν δεν έχουν ήδη παρθεί, δυο αντίτυπα στην Πρωτοπορία), καλό θα ήταν να περάσει ένα νόμο το υπουργείο πολιτισμού, σε περίπτωση που ένα βιβλίο έχει εξαντληθεί και ο εκδοτικός οίκος δεν σκοπεύει να το επανεκδώσει, ή, προπαντός, όταν έχει κλείσει ο εκδοτικός οίκος, να έχει το δικαίωμα να το ψηφιοποιεί η εθνική βιβλιοθήκη και να το διαθέτει στο κοινό. Την ψηφιοποίηση όλων των βιβλίων, και όχι μόνο των εξαντλημένων, την έχει κάνει η εθνική βιβλιοθήκη της Νορβηγίας.
  Το έργο, επίσης ντοκιμαντέρ, μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη. Στο πρώτο βλέπουμε την θρησκοληψία και στη συνέχεια την μετατροπή των ναών σε άλλους χώρους. Ο σταυρός από τον τρούλο ρίχνεται κάτω και στη θέση του μπαίνει μια σημαία. Οι εικόνες απομακρύνονται από την εκκλησία. Ακούμε και το σλόγκαν: Ο αγώνας ενάντια στη θρησκεία είναι αγώνας για το μέλλον.
  Κούνα που τον κούναγε τον Βέρτοφ. Όταν ένας Βολταίρος δηλώνει «Ακόμα και αν δεν υπήρχε θεός θα έπρεπε να τον ανακαλύψουμε» καταλαβαίνει κανείς ότι το παιχνίδι είναι χαμένο.
  Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στον αγώνα των εργατών του Ντόμπας, αλλά και εθελοντών, να ολοκληρώσουν το πενταετές πλάνο εξόρυξης άνθρακα μέσα σε τέσσερα χρόνια, μια και ήταν ολότελα απαραίτητος στη βιομηχανία και υπήρχε έλλειψη. Το τρίτο μέρος αναφέρεται στους αγρότες και στην προσπάθειά τους να ολοκληρώσουν το δικό τους πλάνο.
  Είναι ταινία προπαγάνδας ή διαφώτισης;

  Είναι μια ταινία ενθουσιασμού· ενθουσιασμένος ο τριανταπεντάχρονος Βέρτοφ με τον ενθουσιασμό των εργατών και των αγροτών με τον οποίο ανταποκρίθηκαν στο αίτημα για την πιο γρήγορη οικοδόμηση του σοσιαλισμού φτιάχνει μια ταινία-ποίημα που αξίζει να τη δείτε. 

Monday, July 24, 2017

Michael Winterbottom, 9 songs (2004)

Michael Winterbottom, 9 songs (2004)


  Είναι η τέταρτη ταινία που βλέπω του Michael Winterbottom, μετά το «In this world», το «Trishna» και το «Welcome to Sarajevo».
  Η ταινία αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τις προηγούμενες. Ή μάλλον έχει μια σχέση, ότι και αυτή τοποθετείται σε ένα διαφορετικό χώρο από τις προηγούμενες, το Λονδίνο.
  Η ταινία, με τις τολμηρές σκηνές της, θα εικονογραφούσε καλύτερα το «50 αποχρώσεις του γκρι», που η κινηματογραφική μεταφορά του ήταν ένα ρομάντζο χωρίς τολμηρές ερωτικές σκηνές.
  Πάρα πολλές ταινίες έχουν μια δυο τολμηρές ερωτικές σκηνές, είναι ένα από τα υλικά που προβλέπει η συνταγή για την επιτυχία της ταινίας, αυτή όμως ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της ερωτικές σκηνές διαφόρων τύπων, με 9 τραγούδια σε ιντερμέτζο που εικονογραφούσαν τη φάση της σχέσης.
  Μου το είπε ο Γιάννης και δεν το πίστευα: πολλοί σκηνοθέτες απαιτούν από τους ηθοποιούς πραγματικό σεξ. Σίγουρα δίνει μεγαλύτερη αυθεντικότητα, αλλά τα ταίρια των ηθοποιών, εκτός και αν είναι ταίρι και εκτός πλατώ, πώς να το εισπράττουν άραγε; Είχα την υποψία, αλλά στην τελευταία σκηνή πείσθηκα. Εξάλλου το γράφει και η βικιπαίδεια. Θα παραθέσω την πιο ευνοϊκή κριτική του Guardian:  "Nine Songs looks like a porn movie, but it feels like a love story. The sex is used as a metaphor for the rest of the couple's relationship. And it is shot with Winterbottom's customary sensitivity.

   

Sunday, July 23, 2017

Patrice Chéreau, Intimacy (2001)



  Ο Jay έχει μια σεξουαλική σχέση με την Κλαιρ κάθε Τετάρτη ένα δίωρο. Δεν μιλάνε, κάνουν μόνο σεξ. Όμως αυτό τους καλύπτει; Στην πορεία της ταινίας αποδεικνύεται πώς όχι. Τρέφουν αισθήματα ο ένας για τον άλλον, που θα αποκαλυφθούν σιγά σιγά. Όμως αυτή είναι παντρεμένη με παιδί. Όταν θα τα ομολογήσουν, θα κάνουν παθιασμένα έρωτα. Η βικιπαίδεια λέει για τελευταία φορά. Για μένα δεν μου ήταν σαφές. Ο σύζυγος πιο πριν είχε πει να τη μοιραστούν, αλλά μετά πρόσθεσε ότι αστειευόταν. Αυτός θα της ζητήσει να μείνει, αυτή θα αρνηθεί. Την ρωτάει αν παράτησε τον άντρα της, η απάντησή της ήταν όχι.
  Λογικά όμως θα πρέπει να ήταν η τελευταία φορά. Ένας έρωτας δεν μπορεί να είναι παράνομος για πολύ καιρό. Η μεγάλη απόφαση αργά ή γρήγορα παίρνεται. Αν δεν παρθεί, τότε η σχέση είναι απλά σεξουαλική.
  Μπορεί όμως και όχι. Υπάρχουν αντιτιθέμενες πιέσεις επιλογής που λένε οι βιολόγοι. Από τη μια ο παράνομος έρωτας, από την άλλη το παιδί ή τα παιδιά. Κάποτε η ζυγαριά γέρνει προς τη μια μεριά, κάποτε προς την άλλη. Και δεν γίνεται να έχεις και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο, παρά μόνο όταν η εξωσυζυγική σχέση είναι απλά σεξουαλική. Ξέρω την περίπτωση μιας που άφησε τον άντρα της για το φίλο της. Του παράτησε και τα παιδιά. Ο γιος της, όταν έγινε 18 χρονών αυτοκτόνησε. Από τότε δεν έβγαλε τα μαύρα.
  Την ιστορία μου τη διηγήθηκε μια φίλη μου. Τον φίλο της τον ξέρω. Συχνά συναντιόμασταν στον παιδικό σταθμό όπου αφήναμε ή παίρναμε τα παιδιά μας.
  Η ταινία, παρόλο που κέρδισε κάποια βραβεία, δεν φαίνεται να άρεσε στο κοινό. Είδα χαμηλή βαθμολογία στο IMDb, και επειδή εμένα μου άρεσε πολύ έβαλα 8. Συνήθως δεν βάζω βαθμολογία παρά όταν διαφωνώ ριζικά με τη βαθμολογία που βλέπω.

Saturday, July 22, 2017

James Ponsoldt, The cicle (Ο κύκλος, 2017)

James Ponsoldt, The cicle (Ο κύκλος, 2017)


  Παίζεται ακόμη στους κινηματογράφους.
  Η Emma Watson (Χάρι Πότερ) έχει προσληφθεί από μια παντοδύναμη εταιρεία, τον «Κύκλο». Στόχος του κύκλου είναι η πλήρη διαφάνεια στις ζωές των πολιτών. Η εισβολή στην ιδιωτικότητα γίνεται με μια κάμερα που καταγράφει όλες τις κινήσεις αυτού που τη φοράει. Εξαιρούνται τρία λεπτά όταν βρίσκεται στην τουαλέτα (ξέχασαν να προσθέσουν και μια άλλη εξαίρεση). Αυτό έχει πλεονεκτήματα (εντοπίζονται χαμένα άτομα) αλλά και μειονεκτήματα, όταν κάποιος θέλει να διατηρήσει την ιδιωτικότητά του. Ο εντοπισμός του φίλου της, με τον οποίο έχουν καιρό να ιδωθούν, θα έχει μοιραίες συνέπειες.
  Μόνο οι «από κάτω», είναι διαφανείς. Όταν η Emma κάνει διαφανείς και τους δυο επικεφαλής της εταιρείας, ένας από αυτούς λέει «την πατήσαμε».
  Περιμέναμε μια ανατροπή μετά από αυτό, όμως όχι. Τα πράγματα φάνηκαν να κυλούν όπως και πριν. Εντελώς κουφό το τέλος. Ίσως όμως να πρόκειται για σκηνοθετική αδεξιότητα, στο μυθιστόρημα πιθανόν το τέλος να μην είναι τόσο περίεργο.
  Η κατάργηση της ιδιωτικότητας είναι μεγάλο θέμα. Γινόμαστε όλο και πιο διαφανείς, εκτιθέμεθα, με τις αναρτήσεις μας στα blog, στο facebook, το Instagram, και δεν ξέρω πού αλλού. Εγώ την πάτησα, όπως και η κόρη μιας φίλης μου, αλλά και αρκετοί άλλοι. Βέβαια, να πούμε, ουδέν καλόν αμιγές κακού, όμως πρέπει να έχουμε το νου μας.
  Ποια προσοχή, στις συνομιλίες μας στο τηλέφωνο; Ο Snowden μας αποκάλυψε αρκετά. Στην ιδιωτικότητα του σπιτιού σας; Και με κλειστό τον υπολογιστή μπορούν να σας παρακολουθούν από την web-camera, αν δεν το ξέρετε.  

  Προσοχή λοιπόν. Η Η

Μαρσέλ Μαρτέν, Η γλώσσα του κινηματογράφου

Μαρσέλ Μαρτέν, Η γλώσσα του κινηματογράφου (μετ. Ε. Χατζίκου), Κάλβος 1978, σελ. 354


  Το διάβασα τότε που εκδόθηκε, και αποφάσισα να το ξαναδιαβάσω μια και ασχολούμαι τώρα πιο συστηματικά με το σινεμά.
  Από τότε που γράφηκε το βιβλίο βέβαια έχουν συντελεσθεί αρκετές αλλαγές στην έβδομη τέχνη (ψηφιοποίηση, 3D κ.α.) όμως η γλώσσα έμεινε βασικά η ίδια. Να παραθέσω τα περιεχόμενα. I. Οι βασικοί χαρακτήρες της κινηματογραφικής εικόνας. ΙΙ. Ο δημιουργικός ρόλος της μηχανής λήψης. ΙΙΙ. Τα μη ιδιαίτερα κινηματογραφικά στοιχεία. IV. Οι ελλείψεις. V. Οι συνδέσεις. VI. Μεταφορές και σύμβολα
VII. Τα ηχητικά φαινόμενα. VIII. Το μοντάζ. IX. Το βάθος πεδίου. Χ. Οι διάλογοι. ΧΙΙ. Οι δευτερεύουσες αφηγηματικές μέθοδοι. ΧΙΙ. Ο χώρος. ΧΙΙΙ. Ο χρόνος.
  Το βιβλίο αυτό είναι βέβαια ιδιαίτερα χρήσιμο για εκείνους που ασχολούνται με τον κινηματογράφο δημιουργικά, σαν σκηνοθέτες, camera-men, κ.λπ. αλλά έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον για τον απλό θεατή.
  Είναι όπως στη μουσική: δεν χρειάζεται να ξέρεις μουσική για να απολαύσεις ένα μουσικό κομμάτι, όμως αν ξέρεις μπορείς να εμβαθύνεις περισσότερο.
  Μεγάλο μέρος είναι αφιερωμένο στον βουβό κινηματογράφο ο οποίος μας έχει δώσει κορυφαίες ταινίες. Ας σκεφτούμε μόνο τον Αϊζενστάιν, τον Σαρλώ, αλλά και τους Χοντρό-Λιγνό. Επίσης δίνει άφθονα, υπερβολικά άφθονα παραδείγματα από ταινίες, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να μην κατανοήσει και ο τελευταίος αναγνώστης.
  Θα παραθέσω δυο αποσπάσματα.
  «Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι μια απότομη αλλαγή ρυθμού μπορεί να δημιουργήσει έντονα εφέ έκπληξης» (σελ. 192). Στην επόμενη σελίδα μιλάει για το «εφέ διάρκειας και στατικότητας».
  Σχεδόν το ένα τρίτο του διδακτορικού μου («Αφηγηματικές τεχνικές») αναφέρεται στα εφέ. Φυσικά έχω παραδείγματα και από τον κινηματογράφο.
  Διαβάζουμε:
  «Πολλοί απ’ τους καλούς κινηματογραφιστές ενοχλήθηκαν απ’ αυτή την αναγκαιότητα [των μεσότιτλων στον βουβό κινηματογράφο] και προσπάθησαν να ξεφύγουν. Έτσι οι «Ράγες» του Λούλου Πικ έχουν ένα μόνο ενδιάμεσο τίτλο…» (σελ. 238).
  Δεν δίνει άλλο παράδειγμα. Αν είχε δει, ή αν είχε συγκρατήσει στη μνήμη του, την ταινία «Η δεσποινίδα και ο αλήτης» του Μαγιακόφσκι που είδαμε πρόσφατα θα είχε δώσει ένα ακόμη παράδειγμα με δυο μόνο μεσότιτλους.  
  Κρίμα που αυτό το βιβλίο δεν κυκλοφορεί πια. Θα έπρεπε να ψηφιοποιηθεί και να κατατεθεί στην εθνική βιβλιοθήκη, ώστε να είναι προσβάσιμο από τον καθένα. Η εθνική βιβλιοθήκη της Νορβηγίας έχει ψηφιοποιήσει όλα της τα βιβλία, και έτσι μπορεί να έχει πρόσβαση ο κάθε αναγνώστης σε βιβλία εξαντλημένα, που δεν κυκλοφορούν πια στο εμπόριο.

  Τελικά, ψάχνοντας στο διαδίκτυο για να βρω σύνδεσμο με το βιογραφικό του, είδα ότι υπάρχει ελεύθερο το pdf του βιβλίου, για τους ισπανομαθείς και τους πορτογαλομαθείς

Thursday, July 20, 2017

Pier Paolo Pasolini, Accattone (1961)

Pier Paolo Pasolini, Accattone (1961)


  Από σήμερα στο «Ζέφυρο».
  Ο «Ακατόνε», η πρώτη ταινία του Παζολίνι, βασίζεται στο μυθιστόρημά του «Μια βίαιη ζωή».
  Ο Ακατόνε είναι νταβατζής. Ο Παζολίνι μας τον παρουσιάζει στην αρχή της ταινίας σαν ένα τολμηρό και ριψοκίνδυνο νεαρό. Επίσης μεγαλόψυχο, αφού φιλοξενεί τη γυναίκα ενός άλλου νταβατζή που βρίσκεται στη φυλακή. Τον κάρφωσε η ίδια η γυναίκα του για την άσχημη συμπεριφορά απέναντί της. Αναλαμβάνει και την πόρνη του, που τώρα δουλεύει για λογαριασμό του.
  Στη συνέχεια όμως μας παρουσιάζεται ένας άλλος Ακατόνε. Ακαμάτης, μαθαίνουμε ότι τον έχει διώξει η γυναίκα του από το σπίτι. Οι δικοί της δεν θέλουν να τον δουν στα μάτια τους. Έφτασε στο σημείο να κλέψει ένα σταυρό από το λαιμό του παιδιού του.  
  Οι φίλοι του είναι ίδια κουμάσια. Οι δουλειές δεν πάνε καλά, είναι συνεχώς πεινασμένοι. Αλλά το θεωρούν υποτιμητικό να πάνε να δουλέψουν.
  Κάποιοι φίλοι του κλέφτες του προτείνουν να δουλέψει μαζί τους. Αρνείται. Το θεωρεί επικίνδυνο, μετά τον πόλεμο, λέει, τους πιάνουν εύκολα.
  Η μεταστροφή του Ακατόνε θα αρχίσει όταν ερωτευθεί. Ο αρχικός του στόχος είναι να βγάλει την κοπέλα στο κλαρί, αλλά μετανιώνει. Πηγαίνει να δουλέψει, αλλά η δουλειά είναι σκληρή. Σκέφτεται την πρόταση που του έκαναν οι κλέφτες. Θα πάει να τους βρει, πράγμα που θα αποβεί μοιραίο γι’ αυτόν.
  Πρέπει να πω ότι στην αρχή δεν μου άρεσε η ταινία. Το έχω ξαναγράψει, όταν δεν μπορώ να ταυτιστώ ή να συμπαθήσω τον κύριο ήρωα η ταινία δεν μου αρέσει. Διαβάζω ότι δίχασε τους κριτικούς. Εμένα με δίχασε η ταινία. Άρχισε να μου αρέσει όταν είδα τη συνειδησιακή μεταστροφή του.

     

Dominique Farrugia, Sous le même toit (room(h)ates, Μαζί και χώρια, 2016)

Dominique Farrugia, Sous le même toit (room(h)ates, Μαζί και χώρια, 2016)


Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Ο Ιβάν και η Ντελφίν είναι δεκαπέντε χρόνια παντρεμένοι, με δυο παιδιά (σωστά μαντέψατε, αγόρι και κορίτσι, όπως σε όλες-ή σχεδόν όλες-τις ταινίες που έχουμε δυο παιδιά). Η Ντελφίν νοιώθει πλήξη, και προτείνει-τι προτείνει, αποφασίζει-να ζήσουν στο εξής σαν ανοιχτό ζευγάρι. Ο Ιβάν δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να συμμορφωθεί. Έλα όμως που το ίδιο βράδυ του τυχαίνει μια περίπτωση; Σαν ανοιχτό ζευγάρι που είναι πια το λέει στην Ντελφίν. Αυτή γίνεται έξω φρενών, δεν το περίμενε, και τον διώχνει από το σπίτι. Μπορεί να είναι κωμωδία, αλλά δεν είναι καθόλου κωμικό το να σε διώχνει η γυναίκα σου από το σπίτι και να αναγκάζεσαι να μένεις σε φίλους, μέχρι που θα σε βαρεθούν κι αυτοί και θα μείνεις στο δρόμο. Βέβαια κάποια επεισόδια είναι παρατραβηγμένα, αλλά είπαμε, έχουμε κωμωδία.
  Θέλει να γυρίσει σπίτι. Αυτή αρνείται να τον δεχτεί. Της δείχνει τότε το συμβόλαιο του σπιτιού, το 20% του ανήκει, άρα θα μείνει στο 20% του σπιτιού. Αναγκάζεται να υποχωρήσει, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Και ακολουθούν πιο απίθανα, και γι’ αυτό πιο σπαρταριστά, επεισόδια, σε μια από τις καλύτερες κωμωδίες της χρονιάς. Δεν πρέπει να τη χάσετε. 

Dany Boon, R.A.I.D dinge (M.A.T. Μονάδα Αποδόμησης Τάξης, 2016)

Dany Boon, R.A.I.D dinge (M.A.T. Μονάδα Αποδόμησης Τάξης, 2016)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Πολύ σύντομα ξαναείδαμε τον Dany Boon, που πρόσφατα απολαύσαμε σαν «Αρχιτσιγκούνη», σε τριπλό ρόλο: σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού. Εδώ είναι εκπαιδευτής στα ΜΑΤ, και εκπαιδεύει την Alice Pol. Ο μπαμπάς της υπουργός, ο αρραβωνιαστικός της γιος του βασιλιά των ελαστικών της Ευρώπης, και βέβαια δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι τη λαχτάρα της να πάει στα ΜΑΤ, που παρά τις αποτυχημένες προσπάθειές της εξακολουθεί να επιμένει. Ανησυχούν μήπως στο τέλος πάει και καταταγεί στη λεγεώνα των ξένων. Συνωμοτούν ο μπαμπάς ο υπουργός να εκβιάσει τον διοικητή των ΜΑΤ να την δεχτούν, με στόχο να αποθαρρυνθεί και να παραιτηθεί. Εκπαιδευτής θα είναι ο Dany Boon, που δεν την βλέπει καθόλου με καλό μάτι. Τον ίδιο τον έχει παρατήσει η γυναίκα του.
  Και ακολουθούν πολλά σπαρταριστά επεισόδια, κάποια σατιρικά, με την Alice Pol να τα κάνει κυριολεκτικά θάλασσα, όμως στο τέλος να σώζει την ζωή του πρωθυπουργού και να παρασημοφορείται.
  Είδαμε ξανά το μοτίβο «η αρχική αντιπάθεια γίνεται έρωτας», που το ξαναείδαμε επίσης πρόσφατα και στην ταινία του Woody Allen «Η Χάννα και οι αδελφές της» που προβλήθηκε σε επανέκδοση.   

  Ψάχνω την ταινία στο IMDb για να της βάλω ένα οχτάρι και δεν τη βρίσκω. Φαντάζομαι αργότερα να τη βάλουν. 

Jean Girault, Les grandes vacances (Οι ασύλληπτες διακοπές του Λουί ντε Φινές, 1967)

Jean Girault, Les grandes vacances (Οι ασύλληπτες διακοπές του Λουί ντε Φινές, 1967)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.
  Πρέπει να ομολογήσω ότι ο Λουί ντε Φινές, τότε που μεσουρανούσε στην κωμωδία, εμένα δεν μου άρεσε. Μου φαινόταν πολύ παρατραβηγμένος ο τύπος που ενσάρκωνε, πάντα να τσακώνεται, πάντα έτοιμος να εκραγεί. Όμως πριν λίγους μήνες που τον είδα στο «Όσκαρ» (1967) του Eduard Molinaro μου άρεσε πολύ, περισσότερο από τον Συλβέστερ Σταλόνε, που κι αυτός μου άρεσε βέβαια, στο «Όσκαρ» (1991) του John Landis. Τελικά η σκηνοθεσία και το σενάριο (το «Όσκαρ» είναι μεταφορά από θεατρικό έργο) παρασύρουν και τον ηθοποιό σε μια καλύτερη ερμηνεία, ή ίσως κάνουν να φαίνεται καλύτερο το παίξιμό του.
  Έκανα αυτή την εισαγωγή γιατί και στις «Απίθανες διακοπές» μου άρεσε ο Λουί ντε Φινές, πιστεύω γιατί η ταινία είναι καταπληκτική σαν κωμωδία, γι’ αυτό εξάλλου και η επανέκδοσή της.
  Ο Λουί ντε Φινές στέλνει το γιο του στο σπίτι ενός συνεργάτη του στην Αγγλία για να βελτιώσει τα αγγλικά του στα οποία είχε πολύ κακό βαθμό. Σε αντάλλαγμα θα φιλοξενήσει την κόρη του. Όμως ο γιος του δεν έχει καμιά διάθεση να πάει στην Αγγλία, έτσι στέλνει ένα φίλο του. Αντί για Αγγλία θα πάρει ένα κότερο με τους φίλους του και θα κατευθυνθούν στη Χάβρη. Μαζί τους θα πάρουν και την αγγλιδούλα. Ο Λουί ντε Φινές θα αποδυθεί σε ένα ανθρωποκυνηγητό για να τη βρει, χωρίς να φαντάζεται ότι είναι μαζί με το γιο του. Και θα δούμε πολλά σπαρταριστά επεισόδια σ’ αυτή την ταινία, μια πραγματικά απίθανη κωμωδία.
  Και βέβαια, όπως σε όλες τις κωμωδίες, το happy end είναι ένας γάμος. Δεν θα σας πω, αλλά είναι εύκολο να μαντέψετε ποιοι παντρεύονται. Όμως καλύτερα να πάτε να τη δείτε.
  Και, συνειδητοποιώ τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ότι το σασπένς δεν είναι και τόσο σημαντικό στις κωμωδίες, το πιο σημαντικό είναι οι χιουμοριστικές ατάκες και τα κωμικά επεισόδια.  

Whitt Stillman, love and friendship (Έρωτες και φιλίες 2016)

Whitt Stillman, love and friendship (Έρωτες και φιλίες, 2016)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Πρόκειται για μια απολαυστική κωμωδία, βασισμένη στο επιστολικό μυθιστόρημα της Jane Austin, «Lady Susan».
  Η Λαίδη Σούζαν είναι χήρα και απένταρη. Όμορφη, κοκέτα και καρδιοκατακτήτρια, θέλει να παντρέψει την κόρη της την Frederica με τον πλούσιο, καλόκαρδο αλλά και αρκετά αφελή σερ Τζέημς Μάρτιν, λύνοντας έτσι το οικονομικό της πρόβλημα. Έχοντας μόλις «διωχθεί» από το κτήμα του λόρδου Μάνερινγκ όταν η γυναίκα του κατάλαβε τη σχέση της με τον άντρα της, θα καταφύγει στον κουνιάδο της. Θα φλερτάρει με τον αδελφό της γυναίκας του, τον νεαρό Ρέτζιναλντ, και δεν θα περάσει πολύς καιρός και θα δώσουν υπόσχεση γάμου. Όμως τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο νεαρός ανακαλύπτει τη σχέση της με τον Ρέτζιναλντ.
  Σοφιστικέ κωμωδία, σαν αυτές των προπερασμένων αιώνων (Σαίξπηρ, Μολιέρος, Όσκαρ Ουάιλντ), είναι αρκετά ξεκαρδιστική κάποιες φορές. Και, όπως όλες οι κωμωδίες, τελειώνει με happy end. Οι νέοι θα παντρευτούν, ενώ η Λαίδη Τζέην θα αποτελέσει την κεφαλή ενός ερωτικού τριγώνου, με τις άλλες δυο γωνίες να καταλαμβάνονται από τον αφελή σύζυγο και τον εραστή.

  Αξίζει να τη δείτε. 

Wednesday, July 19, 2017

Μπετόβεν και Σούμπερτ

Μπετόβεν και Σούμπερτ

  Διαβάζοντας την παράγραφο ενός βιβλίου μου ήλθε στο μυαλό μια σκέψη που έκανα πριν χρόνια: Αν ο Μπετόβεν είχε πεθάνει 31 χρονών, όσο και ο Σούμπερτ, πριν προλάβει να γράψει τη δεύτερη συμφωνία του, θα είχε την ίδια θέση με τον Σούμπερτ στο μουσικό πάνθεον;
  Και την επεξέτεινα.
  Αν ο Ντοστογιέφσκι είχε πεθάνει 45 χρονών, πριν γράψει τα μεγάλα του μυθιστορήματα (δεν θα είχε προλάβει να τελειώσει το «Έγκλημα και τιμωρία»), θα είχε την ίδια θέση που έχει σήμερα, δίπλα στον Τολστόι, ο οποίος σ’ αυτή την ηλικία είχε γράψει το «Πόλεμος και Ειρήνη» και την «Άννα Καρένινα»;

  Ρητορική, φυσικά, η ερώτηση. 

Monday, July 17, 2017

Gene Wilder (1933-2016) Φίλα με σαν ξένος και Η γυναίκα που δεν ήθελε

Gene Wilder (1933-2016) Φίλα με σαν ξένος και Η γυναίκα που δεν ήθελε


Gene Wilder, Φίλα με σαν ξένος (μετ. Θανάσης Χειμωνάς), ΑΛΔΕ 2011, σελ. 333

 Η πρώτη συγγραφική απόπειρα του γνωστού ηθοποιού Τζην Γουάιλντερ, η αυτοβιογραφία του, με την οποία αποκαλύφθηκε το συγγραφικό του ταλέντο

  Είναι ένα βιβλίο από το είδος που μου αρέσει: αυτοβιογραφία. Είναι η αυτοβιογραφία ενός ηθοποιού που μου αρέσει: του Gene Wilder. O Gene Wilder, σε αντίθεση με πολλούς επώνυμους, δεν έχει γράψει μόνο την αυτοβιογραφία του: έχει γράψει ακόμη δυο μυθιστορήματα και ένα τόμο διηγήματα. Η αυτοβιογραφία του αποκάλυψε στο αναγνωστικό κοινό ότι έχει ταλέντο όχι μόνο ως ηθοποιός, όχι μόνο ως ζωγράφος, αλλά και ως συγγραφέας.
  Αμέσως από τις πρώτες σελίδες καθηλώνει τον αναγνώστη με την αφηγηματική του τεχνική: Αποδέκτης της αφήγησής του είναι η Magie, η ψυχολόγος του. Άρα ξέρουμε ότι θα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, όσο αποκαλυπτικός μπορεί να είναι ένας ψυχαναλυόμενος που έχει καταφέρει να ξεπεράσει τις περισσότερες αντιστάσεις του. Και το αποδεικνύει. Μιλάει χωρίς ενδοιασμούς για μια νεύρωσή του, έναν ιδεοψυχαναγκασμό, τον ιδεοψυχαναγκασμό να προσεύχεται.
  Ένας ηθοποιός που έχει διαπρέψει στην κωμωδία θα είναι και ο ίδιος καλός ως κωμωδιογράφος. Το απόδειξε γράφοντας το σενάριο μιας από τις πιο ξεκαρδιστικές κωμωδίες που έχω δει, τον Φρανκενστάιν Τζούνιορ. Το αποδεικνύει και στην αυτοβιογραφία του, γράφοντας με έναν απολαυστικό τρόπο για τις πρώτες του σεξουαλικές εμπειρίες.
  Εμείς οι απλοί αναγνώστες απολαμβάνουμε μια συναρπαστική αφήγηση. Οι αναγνώστες-ηθοποιοί και σκηνοθέτες αντλούν μαθήματα μέσα από το έργο, μαθήματα που θα τους φανούν χρήσιμα στη δουλειά τους.
  Ένα παράδειγμα: Λέει κάπου ότι ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσεις τη δουλειά ενός σκηνοθέτη είναι να δεις μια ταινία του χωρίς ήχο, ώστε να μην παρασυρθείς από το σενάριο και τη μουσική. Ακόμη δείχνει τη σημασία του μοντάζ στο τελικό αποτέλεσμα της ταινίας. Λέγει ότι κόβοντας και ράβοντας μια δεκατετράλεπτη «καταστροφή», έφτιαξαν ένα οκτάλεπτο αριστούργημα.
  Αλλά δεν είναι μόνο η συναρπαστική αφήγηση. Διαβάζουμε με ενδιαφέρον για τα παρασκήνια ταινιών που εμείς οι παλιοί αγαπήσαμε, και που ασφαλώς θα αγαπούν και θα αγαπήσουν οι νέοι θεατές, μια και οι ταινίες του τώρα είναι προσβάσιμες σε πλατύτερο κοινό μέσω της τηλεόρασης, των video clubs, και των προσφορών εφημερίδων και περιοδικών. Έτσι έμαθα ότι μια από τις καλύτερες κωμωδίες που είδα ποτέ, «Αυτοί οι τρελοί παραγωγοί», δεν έκανε τα εισιτήρια που τις άξιζαν γιατί κάποια ανόητη κινηματογραφική κριτικός έθαψε την ταινία. Ακόμη διαβάζουμε και για άλλα πρόσωπα του κινηματογράφου, όπως π.χ. για τον Μελ Μπρουκς και τον Ρίτσαρντ Πράιορς, με τους οποίους ο Wilder γύρισε μερικές από τις καλύτερες ταινίες του.
  Στα κείμενά μου γράφω συχνά για τις συμπτώσεις που μου έχουν τύχει στη ζωή μου. Ο Wilder μιλάει κάμποσες φορές όχι για συμπτώσεις, αλλά για κάποιες ευτυχείς συγκυρίες και πού τον οδήγησαν: Το αφηγηματικό σχήμα είναι «αν»…. «θα», σε υποθετικό λόγο τρίτου είδους όπως τον διδάσκονται οι σπουδαστές των αγγλικών, και με την αρνητική εκδοχή σε ένα ή και στα δυο σκέλη. Αν δεν γινόταν αυτό και αυτό, δεν θα συναντούσε την Madeline Kahn, την παρτενέρ του στον «Φρανγκενστάιν Τζούνιορ» και στον «Μικρότερο αδελφό του Σέρλοκ Χώλμς». «Αν»... «Δεν θα παντρευόμουν στην Τζίλντα», για να αναφέρουμε μόνο δυο παραδείγματα.
  Έχουμε την τάση να θεωρούμε τη ζωή των διασημοτήτων ανέφελη και ευτυχισμένη, όμως οι βιογραφίες τους αποκαλύπτουν ότι πολλοί από αυτούς έχουν περάσει αρκετές δύσκολες καταστάσεις στη ζωή του. Ο Wilder είδε την Τζίλντα του να πεθαίνει από την επάρατο, ενώ και ο ίδιος μόλις κατάφερε να ξεφύγει.
  Διαβάζοντας τον επίλογο, αναρωτιόμαστε: Δεν μπόρεσε ο Wilder να εκδώσει νωρίτερα το βιβλίο του, ή δεν θέλησε; Χρονολογία έκδοσης είναι το 2005, ενώ στον επίλογο διαβάζουμε ότι πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από τότε που κατάφερε να αναρρώσει ξεπερνώντας τον κίνδυνο. Η μέρα αυτή, όπως αναφέρει, ήταν η 10η Φεβρουαρίου 2000. Δεν ξέρω τι πράγματα έκανα εκείνη την ημέρα, αλλά ξέρω ότι το βράδυ διασκέδασα με τους φίλους μου, αυτούς που με επισκέφτηκαν για να με συγχαρούν για την ονομαστική μου εορτή. 
  Ο Wilder είναι ταλαντούχος συγγραφέας, με λεπτή αίσθηση του χιούμορ, και επινοητικός αφηγηματικά. Έστω και καθυστερημένα δρέπει δάφνες και στη λογοτεχνία, όπως έκανε και στον κινηματογράφο. Να του ευχηθούμε μακροζωία, για να απολαύσουμε και άλλα έργα του.

Gene Wilder, Η γυναίκα που δεν ήθελε (μετ. Δημήτρης Μαμαλούκας) ΑΛΔΕ 2011, σελ. 172

Ένα μυθιστόρημα με δραματική πλοκή, που καταλήγει όμως σε ένα απροσδόκητα ευτυχισμένο τέλος

  Όταν κάποιος έχει μια επιτυχημένη καριέρα ως ηθοποιός δεν θα ψάξει να βρει μήπως έχει και άλλα ταλέντα, ή, ακόμη και αν έχει, δεν θα διανοηθεί να τα καλλιεργήσει, αφού συνήθως δεν του μένει χρόνος να ασχοληθεί και μ’ αυτά. Ο Jean Wilder είναι λογοτεχνικό ταλέντο, αλλά πιστεύω ότι το ανακάλυψε αργά στη ζωή του, και συγκεκριμένα μετά τα εξήντα του, όταν, μειώνοντας τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του. Εκεί αποκαλύφθηκε το ταλέντο του, και αποφάσισε να το καλλιεργήσει. Έτσι έγραψε τρία ακόμη βιβλία, δύο μυθιστορήματα και μια συλλογή με διηγήματα, που γνώρισαν ενθουσιώδη υποδοχή τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική. Τη βιογραφία του, ένα καταπληκτικό κείμενο, την έχουμε ήδη διαβάσει, και πρόκειται να εκδοθεί προσεχώς από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ. Σήμερα θα μας απασχολήσει το μυθιστόρημά του «Η γυναίκα που δεν ήθελε», στα αγγλικά The woman who wouldnt. «Would you like…» τη ρωτά επανειλημμένα ο Τζέρεμι Σπένσερ Γουέμπ προσπαθώντας να την φλερτάρει, όταν την πρωτοβλέπει να κάθεται στο διπλανό τραπέζι, στο σανατόριο όπου νοσηλεύονται και οι δυο, εισπράττοντας απανωτά «No, I wouldnt». Όμως αυτά στην αρχή. Γιατί στη συνέχεια, όταν αναπτύσσεται ο δεσμός τους, η απάντησή της είναι μόνιμα θετική, καθώς συνεχίζουν το παιχνίδι με το would you like. Yes, I would. -Θα ήθελες να κάνεις έρωτα μαζί μου; -Ναι, θα ήθελα.
  Πώς βρέθηκαν στο σανατόριο;
  Η Κλάρα γιατί έπασχε από καρκίνο του στομάχου. Ο Τζέρεμι γιατί είχε περάσει μια νευρική κρίση. Και ο Τσέχωφ για να θεραπεύσει την φυματίωση από την οποία έπασχε, και η οποία τον οδήγησε τελικά στο θάνατο, το 1904, σε ηλικία 44 χρόνων.
  Τόσο παλιά λοιπόν τοποθετείται η ιστορία;
  Ναι, τόσο παλιά, και συγκεκριμένα το 1903.
  Η ατμόσφαιρα του σανατορίου, και μάλιστα το γεγονός ότι το σανατόριο αυτό βρίσκεται στη Γερμανία, δεν μπορεί να μην ανακαλέσει στο νου του αναγνώστη το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, όπου οι δυο ήρωές του, ο Χανς Κάστορπ και η Clawdia Chauchat βρίσκονται επίσης σε ένα σανατόριο, στο γερμανόφωνο Davos της Ελβετίας, όπου διαδραματίζεται η ιστορία.
  Ο Τζέρεμι είναι βιολιστής, και μάλιστα σολίστας. Μια κακή κριτική τον οδήγησε σε νευρική κατάρρευση με αποτέλεσμα να χρειαστεί θεραπεία και τελικά να καταφύγει σε ένα ησυχαστήριο σαν κι αυτό μέχρι να ηρεμήσουν τα νεύρα του. Η Κλάρα έχει μόλις εγκαταλειφθεί από έναν ανάξιο σύζυγο, που δεν άντεξε στην ιδέα να καθίσει δίπλα σε μια γυναίκα που δεν της μένει πολύς χρόνος ζωής.
  Ο Wilder εκδραματίζει εδώ ένα μέρος της προσωπικής του ιστορίας. Η γυναίκα του έπασχε από καρκίνο. Δεν μπόρεσε να τον θεραπεύσει, και τελικά κατέληξε. Περίμενα ένα εξίσου δραματικό τέλος και σ’ αυτό το έργο. Όμως ο Wilder το τέλειωσε όπως θα ήθελε να είχε τελειώσει και στην προσωπική του ζωή, με τη θεραπεία της γυναίκας του.
  Και θυμόμαστε πάλι ένα άλλο έργο, αυτή τη φορά κινηματογραφικό, το «Μίλα της» του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Η κοπέλα είναι σε κώμα και βρίσκεται κάτω από τις φροντίδες ενός νεαρού, ο οποίος την αγαπούσε από παλιά. Θα κάνει έρωτα μαζί της ενώ αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται σε κώμα, με ελάχιστες ελπίδες να συνέλθει. Ξαφνικά όμως αυτή αρχίζει να συνέρχεται. Οι γιατροί ξαφνιάζονται με αυτό το θαύμα, και αρχίζουν να της κάνουν εξετάσεις. Θα ανακαλύψουν ότι είναι έγκυος, πράγμα που θα οδηγήσει τον νεαρό στη φυλακή. Κάποια στιγμή μας λέει ότι θα αποδράσει. Δεν φανταζόμαστε ότι εννοούσε πως θα αυτοκτονήσει. Εδώ το τέλος είναι δραματικό.
  Όπως το γεγονός της εγκυμοσύνης ενεργοποίησε τον ανοσοποιητικό μηχανισμό της κοπέλας με αποτέλεσμα να συνέλθει από το κώμα, έτσι και το γεγονός ότι η Κλάρα έμεινε έγκυος ενεργοποίησε το ανοσοποιητικό της σύστημα με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί ο καρκίνος από το στομάχι της. Το τέλος βρίσκει τους δυο ήρωες, που είχαν ήδη παντρευτεί στο σανατόριο, στη Νέα Υόρκη, ευτυχισμένους με το νεογέννητο μωρό τους.
  Δυο είναι τα κύρια υφολογικά χαρακτηριστικά του Wilder: Η αφηγηματική λιτότητα και το χιούμορ. Μας ήταν ήδη γνωστά από την αυτοβιογραφία του, και τα συναντήσαμε κι εδώ. Η παντελής έλλειψη πλατειασμού και το χιούμορ, τόσο στα επεισόδια όσο και στην αφήγηση, κάνουν την ανάγνωση του βιβλίου αυτού ιδιαίτερα ευχάριστη.
  Το να υπάρχουν επώνυμα πρόσωπα ως ήρωες μυθιστορημάτων είναι πράγμα σπάνιο. Και δεν εννοώ μόνο το ιστορικό μυθιστόρημα ή το μυθιστόρημα που πλησιάζει το ιστορικό, όπως π.χ. ο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι όπου εμφανίζονται στην πλοκή ο Κουτούζωφ και ο Ναπολέων. Ο Άγιος Φραγκίσκος στον «Φτωχούλη του θεού» του Καζαντζάκη είναι πραγματικό πρόσωπο. Μου έρχεται τώρα στο μυαλό και μια ταινία, ο «Ταχυδρόμος» (Il postino, 1994) του Μάικλ Ράντφορντ, με τον Φιλίπ Νουαρέ στο ρόλο του Νερούντα, που διδάσκει τον νεαρό ταχυδρόμο τις περιώνυμες metaphorae, που  θα τις χρησιμοποιήσει με επιτυχία στα ποιήματα που γράφει για να κατακτήσει την εκλεκτή της καρδιάς του. Και όπως διαβάζω στο διαδίκτυο, το έργο είναι μεταφορά από το μυθιστόρημα του Αντόνιο Σκάρμετα «Ο ταχυδρόμος του Νερούντα», και  είχε καλύτερη τύχη (πέντε υποψηφιότητες για όσκαρ) από ό, τι το μυθιστόρημα.
  O Τζέρεμι, με βάση τις απαιτήσεις της οικονομίας του έργου, κάπως πρέπει να αποκτήσει επαφές και με κάποιον άντρα. Ένας επώνυμος σίγουρα είναι πιο ενδιαφέρων αφηγηματικά,  και μπορεί να διηγηθεί ανέκδοτα που δεν θα πήγαιναν στο στόμα ενός κοινού θνητού, όπως το ότι ο Τολστόι σχολίασε μια παράσταση του Θείου Βάνια λέγοντας ότι ήταν κακή, αλλά ο συγγραφέας δεν ήταν χειρότερος από τον Σαίξπηρ. Και, κάτι το οποίο ήξερα, ότι μια κακή κριτική για την πρώτη συμφωνία του Σεργκέι Ραχμάνινωφ οδήγησε τον νεαρό συνθέτη σε νευρική κατάρρευση. Ευτυχώς συνήλθε, για να μας δώσει το υπέροχο δεύτερο κονσέρτο του για πιάνο και ορχήστρα.

  Το βιβλίο είναι εξαιρετικό. Όσοι έχουν απολαύσει τον Wilder ως ηθοποιό σε έργα όπως «Η γυναικάρα με τα κόκκινα» και «Φρανκεστάιν τζούνιορ» μπορούν να τον απολαύσουν σ’ αυτό το μυθιστόρημα εξίσου και ως συγγραφέα.