Saturday, December 2, 2017

Θ. Πολλάτος-Θ. Κουραβέλος, Οι ρίζες της ανομίας, Αρμός 2017 σελ. 92

Θ. Πολλάτος-Θ. Κουραβέλος, Οι ρίζες της ανομίας, Αρμός 2017 σελ. 92


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Από την προχθεσινή παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων «Αρμός».
  Κατ’ αρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τους δυο Θανάσηδες για την τιμή που μου έκαναν να είμαι ένας από τους παρουσιαστές του βιβλίου τους στην αποψινή συνάντηση. Στη συνέχεια να πω ότι με ενδιαφέρει κάθε τι που γράφεται για την Κρήτη, την ιδιαίτερη πατρίδα μου. Και τέλος με ενδιαφέρει το τι γράφει γι’ αυτήν ο φίλος μου ο Θανάσης ο Κουραβέλος, που είμαστε χρόνια τώρα μαζί στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας που σύστησε ο αείμνηστος Σωτήρης Δημητρίου, που μας άφησε πέρυσι, στα ενενήντα του, μεγάλος μεν στην ηλικία αλλά με νεανικότατο πνεύμα μέχρι την τελευταία του πνοή. Ήταν μια ευτυχής έμπνευση στιγμής το να τον πάρω στο βίντεο του κινητού μου στην αποχαιρετιστήρια βραδιά πριν τις καλοκαιρινές διακοπές, και δυο μήνες μόλις πριν μας αφήσει, στο σπίτι της Λίλας, αφού τον είχαμε παρακαλέσει να μας μιλήσει για τη σχέση του με τον κινηματογράφο. Γιατί ο Σωτήρης Δημητρίου, εκτός από κοινωνικός ανθρωπολόγος ήταν και θεωρητικός του κινηματογράφου. Να το πω και αυτό, χάρη στο Σωτήρη βρέθηκα να ενδιαφέρομαι για την κοινωνική ανθρωπολογία, αφού προέρχομαι από το χώρο της Λογοτεχνίας, σε τελευταία ανάλυση δηλαδή χάρη στο Σωτήρη βρίσκομαι απόψε σ’ αυτήν εδώ τη θέση. Θα ήθελα να αφιερώσω την αποψινή μου παρουσίαση, σαν ελάχιστο φόρο τιμής, στη μνήμη του.
  «Μικρή συμβολή στην κατανόηση του ελληνικού προβλήματος» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. Φαντάζομαι ότι οι συγγραφείς αναφέρονται στο μικρό μέγεθος του βιβλίου, στις 92 μόλις σελίδες του. Γιατί θα παραλλάξω  κι εγώ τη γνωστή ρήση του Πίνδαρου, μικρό μεν τον δέμας αλλά μεγάλο το πνευματικό βάθος του.
  Σαν σύλληψη είναι ιδιαίτερα επιτυχημένο. Από τη γενική τοποθέτηση του Πολλάτου, τη θέση, πηγαίνουμε στο παράδειγμα του Κουραβέλου που εικονογραφεί τη θέση.
  Το «πολιτισμικό υπόβαθρο», ο τίτλος του κειμένου του Πολλάτου, είναι βασικά εκείνο που θα ευνοήσει ή θα αποθαρρύνει την ανομία. Αρχικά ο Πολλάτος αναφέρει τις συνθήκες που την αποθάρρυναν, και αυτές είναι κυρίως η ανάδυση της αστικής τάξης στον κόσμο της νεωτερικότητας με τους νομικούς και θεσμικούς κανόνες που επικράτησαν με την κυριαρχία της, αλλά κυρίως την εσωτερίκευση αυτών των κανόνων από το άτομο σε μια διαδικασία ενίσχυσης του υπερεγώ, ως αναχώματος στην ενστικτική τάση των ανθρώπων να «ανομήσουν» ιδιοποιούμενοι τα αγαθά του πλησίον τους. Τι γίνεται όμως στα καθ’ ημάς; Θα παραθέσω ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα.  
  «Εκεί που οι αντίστοιχες πνευματικές διεργασίες απουσιάζουν από το ιστορικό πεδίο παρουσιάζονται καθηλώσεις ως προς την ομαλή ανάπτυξη της υποκειμενικότητας, τη ρύθμιση της θυμικής της οικονομίας, την εσωτερίκευση των υπερεγωικών δεσμεύσεων και την απρόσκοπτη λειτουργία της κοινωνικής ζωής υπό το καθεστώς της επιβεβλημένης νεωτερικής θέσμισης. Οι απαιτήσεις δηλαδή που αφορούν στο υποκειμενικό και διυποκειμενικό πεδίο δεν μπορούν να εκπληρωθούν λόγω της ανωριμότητας των συνθηκών, λόγω της δυναμικής των αρχαϊκών ψυχικών και κοινωνικών επιβιώσεων και της αδυναμίας επιβολής του νεωτερικού προτύπου το οποίο στερείται επαρκούς φαντασιακής εκπροσώπησης. Κι εκεί εμφανίζονται σε ολόκληρο το συγκροτούμενο πολιτισμικό τόξο φαινόμενα πεισματικής επιβίωσης της παλαιάς “βυζαντινής ανομίας” που γνωρίζουμε λιγότερο ή περισσότερο, εμμέσως ή αμέσως σε όλες τις ορθόδοξες χώρες» (σελ. 40).
  Ο Κουραβέλος δίνει στο δικό του κείμενο τον τίτλο «Μια ανθρωπολογική ματιά στην περίπτωση της Κρήτης: η ανομία στη Μεγαλόνησο».
  Το πρώτο υποκεφάλαιο το τιτλοφορεί «Γιατί η Κρήτη;».
  Μα γιατί, μας λέει, «Η Κρήτη αποτελεί συνήθη ύποπτο όταν γίνεται λόγος για παραβατικότητα» (σελ. 48). Και συνεχίζει πιο κάτω.
  «Για παράδειγμα, περισσότερα από τα μισά κατασχεθέντα δενδρύλλια κάνναβης στην Ελλάδα το 2006 εντοπίστηκαν στην Κρήτη. Παρόμοια ισχύουν για την παράνομη οπλοκατοχή και οπλοχρησία. Η αναλογία του αριθμού παραβάσεων ως προς τον πληθυσμό είναι πολύ μεγαλύτερη [στην Κρήτη] από ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα».
  Το πιστεύω. Δεν κάνω κακές παρέες, αλλά ένας φίλος μου πρότεινε κάποτε, αν ήθελα, να μου πουλήσει ένα πιστόλι. Δεν σας κρύβω ότι ένοιωσα τον πειρασμό να το αγοράσω. Αρνήθηκα όμως, σκεφτόμενος ότι μπορούσα να το χρησιμοποιήσω σε μια έκρηξη θυμού ή σε μια κρίση κατάθλιψης.
  Ο Θανάσης αναφέρεται εκτενώς και στο φαινόμενο της ζωοκλοπής, αν όχι το πιο χαρακτηριστικό, όμως το πιο παλιό παράδειγμα ανομίας στην Κρήτη. Παραπέμπει συχνά στον Μάικλ Χέρτσφελντ που το μελέτησε στο έργο του «Η ποιητική του ανδρισμού», το οποίο παρουσίασα στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας πριν 30 τόσα χρόνια. Ο Χέρτσφελντ αμφισβητεί ότι η ζωοκλοπή είναι κατάλοιπο της τουρκοκρατίας. Παραθέτω το απόσπασμα από το βιβλίο του που παραθέτει ο Θανάσης.
  «Τέτοια επιμονή για τον ρόλο της Τουρκοκρατίας στη γένεση της ζωοκλοπής παραβλέπει σημαντικά τοπικά τεκμήρια – κυρίως τοιχογραφίες εκκλησιών του 14ου και του 15ου αιώνα, οι οποίες απεικονίζουν τον ζωοκλέφτη να κατεβαίνει στην Κόλαση-που δείχνουν ότι η ζωοκλοπή ήταν φαινόμενο ενδημικό στην Κρήτη τουλάχιστον από την περίοδο της Ενετοκρατίας, ενδεχομένως δε και πολύ πριν από αυτήν… Αλλά τουλάχιστον ένας χωροφύλακας, με τον οποίο συζήτησα το θέμα, επέμενε ότι το φαινόμενο συνιστούσε επιβίωση μιας αρχαίας ελληνικής παράδοσης την οποία μαρτυρούν ομηρικές περιγραφές της ζωοκλοπής» (σελ. 52).
  Δεν ξέρω αν ο χωροφύλακας διάβασε τα ομηρικά έπη, εγώ τα διάβασα πρόσφατα, στο πρωτότυπο, ένα όνειρο ζωής, και μπορώ να το επιβεβαιώσω. Όμως, υπάρχει εδώ μια διαφορά. Η ζωοκλοπή δεν γινόταν στο κοπάδι του γείτονα, ενός ατόμου της κοινότητας, αλλά σε άλλα νησιά (αν δεν με απατά η μνήμη μου η αναφορά στη ζωοκλοπή γίνεται στην «Οδύσσεια»). 
  Και ένα σχετικό ανέκδοτο· δηλαδή τι ανέκδοτο, πραγματική ιστορία.
  Ο γιος έχει πει στον πατέρα του ότι το βράδυ σκοπεύει να πάει να κλέψει ένα κοπάδι. Ο πατέρας του δίνει τις ευλογίες του. Όμως πλακώνουν φίλοι, έρχονται οι μεζέδες και οι ρακές, οι φίλοι δεν λένε να ξεκουμπιστούν, και κατά τα μεσάνυχτα, ο ανυπόμονος πατέρας λέει στο γιο του: -Γιωργιό, εγώ δε σου λέω να πα να κλέψεις, αλλά αν θες να κλέψεις, εδά ’ναι η ώρα.
  Ένα άλλο κεφάλαιο έχει τίτλο «Τιμή-ντροπή: σημασία έχει τι λέει ο κόσμος, όχι τι λέει ο νόμος».
  Σίγουρα έχουμε περάσει από τις κοινωνίες ντροπής στις κοινωνίες της ενοχής, από τις κοινότητες στο κράτος, όμως επιβιώσεις τους παραμένουν, με πιο χαρακτηριστική τη βεντέτα, που κι αυτή καλά κρατεί στην Κρήτη. Τόσο καλά, που η Ιωάννα Καρυστιάνη ασχολήθηκε μ’ αυτή στο μυθιστόρημά της «Κουστούμι από χώμα».
  Δεν ξέρω τι γίνεται στη Μάνη ούτε στη Σικελία, αλλά με έκπληξη διαπιστώνω ότι ήταν και αμερικανικό φαινόμενο. Η πλοκή της βωβής ταινίας του Μπάστερ Κήτον «Η φιλοξενία μας»  που είδα πριν δέκα μέρες έχει σαν θέμα τη βεντέτα. Βέβαια κωμωδία έχουμε, και η βεντέτα λήγει με ένα ειδύλλιο α λα Ρωμαίος και Ιουλιέτα, χωρίς βέβαια την τραγική κατάληξη εκείνου.
  Ο άνθρωπος είναι αρπακτικό ον, και η ντροπή και η ενοχή είναι που βάζουν όρια στην αρπακτικότητά του. Υπάρχει όμως και το αντίθετο, να μην αρπάζεις από τον συνάνθρωπό σου αλλά να δίνεις. Αυτό γίνεται στην Κρήτη με το κέρασμα. Ο Θανάσης σχολιάζει.
  «Για τους νεότερους, που δεν έχουν μεγαλώσει ή ζήσει σε χωριά, δημιουργείται η εντύπωση ότι το κέρασμα είναι η επιτομή της μη υπολογιστικής συμπεριφοράς, της ανιδιοτελούς χαριστικότητας. Όμως αρκετές φορές δεν είναι έτσι. Το κέρασμα μπορεί κάλλιστα να συνιστά επίδειξη ανωτερότητας και εγωισμού. Με την ίδια έννοια, οι ακριβοί γάμοι, τα γενναιόδωρα τσιμπούσια, οι μπαλωθιές, τα κουβαρνταλίκια ή οι επιθετικές προπόσεις, σηματοδοτούν τον αγώνα των οικογενειών να αυξήσουν το γόητρό της, μειώνοντας παράλληλα το γόητρο των άλλων (σελ. 74).
  Θα έλεγα ότι τα κεράσματα έχουν μια αρχή αμοιβαιότητας, δηλαδή κερνάει πότε ο ένας πότε ο άλλος, χωρίς βέβαια να υπάρχει η ακριβής αντιστοιχία στο μέγεθος του κεράσματος. Όμως όταν αυτό παραβιάζεται, αυτός που το παραβιάζει σχολιάζεται αρνητικά πίσω από την πλάτη του. Άκουσα ένα τέτοιο σχόλιο για κάποιον που σε παρέες ποτέ του δεν κέρναγε, αλλά δεχόταν ευχαρίστως τα κεράσματα των άλλων.
  Να σχολιάσω και δυο αποσπάσματα, όπως το συνηθίζω.
  «Τον βυζαντινό Μεσαίωνα δεν διαδέχεται μια βυζαντινή Αναγέννηση. Στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η εξουσία του αυτοκράτορα παραμένει αναμφισβήτητη, ενώ οι πολιτισμικές αλλαγές του 11ου και του 12ου αιώνα αποδεικνύονται ατελέσφορες» (σελ. 12-13).
  Εμείς οι έλληνες υιοθετήσαμε την ονομασία που επέβαλαν οι Δυτικοί για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Βυζάντιο. Οι κινέζοι όμως εξακολουθούν να την ονομάζουν 东罗马, dong luo ma, Ανατολική Ρώμη. Παρεμπιπτόντως είναι οι μόνοι που λένε την Ελλάδα με το όνομά της, 希腊, xila, (προφέρεται shila), Ελλάς, ενώ οι δυτικοί Greece, Grece, Grecia κ.λπ.,  οι τούρκοι Γιουνανιστάν, και με ανάλογη λέξη, με ρίζα το γιουνάν, την αποκαλούν άραβες και άλλοι. Βέβαια και οι γερμανοί έχουν το ίδιο πρόβλημα. Εμείς λέμε Γερμανία και οι άγγλοι Germany, οι γάλλοι  όμως λένε Allemagne, λέξη που χρησιμοποιούν και οι άραβες και φαντάζομαι και άλλοι, ενώ οι γερμανοί λένε Deutschland über Alles.
  Διαβάζουμε:
  «…όπως το έχει διατυπώσει ο Λουκάς Νοταράς, ο τελευταίος Μεγάλος Δούκας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, “το τουρκικό φακιόλι είναι προτιμότερο της παπικής τιάρας”» (σελ. 25).
  Υπάρχει όμως και ο λαϊκός ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος που διέσωσε η μνήμη του πατέρα μου: Καλλιά του τούρκου το σπαθί παρά του φράγκου η κρίση.
  Να παραθέσουμε και έναν ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που εντοπίσαμε, όπως το συνηθίζουμε:
  Μειώνοντας παράλληλα το γόητρο των άλλων (σελ. 74).
  Θανάση και Θανάση, θα κλείσω ευχόμενος να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σας, και να ευχαριστήσω όλους εσάς που με ακούσατε.


Μπάμπης Δερμιτζάκης 

No comments:

Post a Comment