Friday, June 8, 2018

Emil Loteanu, Красные поляны (Στις ρεματιές με τα βατόμουρα 1966)


Emil Loteanu, Красные поляны (Στις ρεματιές με τα βατόμουρα 1966)


  Από χθες σε επανέκδοση, στο Ζέφυρο.
  Είναι η δεύτερη συνεχόμενη επανέκδοση έργου του μολδαβού Εμίλ Λοτεάνου, μετά το «Οι τσιγγάνοι πεθαίνουν από αγάπη» (1971), έργο που είχα δει στα φοιτητικά μου χρόνια και μου άρεσε πολύ. Δεν υπάρχει δημοσιογραφική προβολή στις επανεκδόσεις, όμως ευτυχώς υπάρχει το youtube, έτσι είδα τους «Κόκκινους αγρούς», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας.
  Τα βοσκοτόπια ενός κολχόζ έχουν καεί από τον καυτερό ήλιο, δεν υπάρχει χορτάρι, τα πρόβατα πεθαίνουν, και αποφασίζουν να τα μεταφέρουν στα «πράσινα λιβάδια», μέχρι τον επόμενο χειμώνα. Στη διαδρομή τους βέβαια αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα, οι ιδιοκτήτες άλλων κολχόζ που βρίσκονται στο δρόμο τους δεν τους επιτρέπουν να περάσουν μέσα από τη γη τους, υπάρχει και η γραφειοκρατία με τις κατά τόπους αρχές, αλλά τελικά θα τα καταφέρουν.
  Αυτό είναι το φόντο στο οποίο αναπτύσσεται η ιστορία.
  Έχουμε και εδώ το κλασικό «μια γυναίκα, δύο άντρες.
  Η γυναίκα είναι η κόρη ενός βοσκού. Ο ένας άντρας, τον οποίο θα ερωτευθεί και θα την ερωτευθεί και αυτός, είναι ένας δημοσιογράφος που τους συνοδεύει. Ο άλλος άντρας είναι από τους βοσκούς. Και θα παρακολουθήσουμε την προσέγγιση του ζευγαριού κατά τη διαδρομή αλλά και κατά την παραμονή τους στα πράσινα λιβάδια, και τις εντάσσεις που δημιουργούνται με τον αντίζηλο. Ο πατέρας δεν μπορεί να χωνέψει ότι ένας «πρωτευουσιάνος» μπορεί να ερωτευθεί την κόρη του. «Πολύ γρήγορα γυρίζει ο κόσμος», σχολιάζει.
  Τελικά συνειδητοποιώ ότι το μοτίβο της σταχτοπούτας ή του σταχτοπούτου είναι μια υποπερίπτωση των «συνόρων της αγάπης», τα οποία διαπιστώνω ότι δεν είναι μόνο φυλετικά ή θρησκευτικά, όπως τα βλέπω συνήθως σε ταινίες, είναι και ταξικά.
  Τάξεις στη σοβιετική ένωση;
  Ε, πώς να το κάνουμε, ένας «αστός», κάτοικος της πόλης, δεν είναι το ίδιο με έναν «αγροίκο», που κατοικεί δηλαδή στους αγρούς.
  Όμως το στόρι είναι το πρόσχημα για να μας δώσει ο Λοτεάνου ένα ποίημα για την εξοχή. Τα εικαστικά πλάνα με τοπία και φύση είναι άφθονα.
  Είδαμε και ένα λαογραφικό έθιμο. Η κοπέλα πηγαίνει στους αγρούς. Τι κάνει, ψάχνει κάτι που έχασε; ρωτάει ο δημοσιογράφος.
  Τίποτα τέτοιο, απαντάει ο άνδρας τον οποίο ρώτησε. Ψάχνει να βρει ένα άνθος κουκούσκιν (δε βρήκα πώς μεταφράζεται. Ίσως έχει σχέση με τον κούκο). Θα το κόψει με τα δόντια της και θα το ρίξει στη φωτιά. Υπάρχει τέτοια συνήθεια στις κοπέλες μας, όταν θέλουν να εκπληρωθεί μια ερωτική τους επιθυμία.
  Ο ρώσικος κινηματογράφος εκείνης της εποχής, όπως τον θυμάμαι, είναι σε μεγάλο βαθμό ποιητικός και ασχολείται με το ανώδυνο θέμα του έρωτα το οποίο πραγματεύεται σαν ρομάντζο, με ένα φολκλορικό φόντο συνήθως. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις, π.χ. Ταρκόφσκι. Οι Σοκούρωφ και Σβιάγκιντσεφ ήλθαν μετά.  

No comments:

Post a Comment