Friday, September 7, 2018

Αλβέρτος Σβάιτσερ, Τα παιδικά μου χρόνια


Αλβέρτος Σβάιτσερ, Τα παιδικά μου χρόνια (μετ. Αγνή Ν. Διαμαντοπούλου) Γαλαξίας χχ, σελ. 121


  Δεν περίμενα οι εκδόσεις Γαλαξίας να βγάζουν βιβλίο και να μην παραθέτουν την ημερομηνία έκδοσης, αλλά όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα. Οι 250 δραχμές και το πολυτονικό δείχνουν ένα terminus ante quem.
  Το βιβλίο το ψάρεψα από τα αδιάβαστα της Κρήτης για το μικρό του μέγεθος, για να το διαβάσω στο ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα. Στο ταξίδι του πηγαιμού είχα διαβάσει το «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου».
  Η παιδική ηλικία ασκεί μια ακατανίκητη έλξη σε όλους μας, και αυτός ίσως είναι ο λόγος που κάποιοι στις αυτοβιογραφίες τους αναφέρονται κυρίως στην παιδική τους ηλικία. Ο Σαρτρ και ο Γκόρκι είναι συγγραφείς που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό. Τώρα βλέπω και τον Άλμπερτ Σβάιτσερ.
  Τον Σβάιτσερ τον έμαθα από τον Καζαντζάκη. Του αφιέρωσε τον «Φτωχούλη του θεού». Αργότερα λίγα πράγματα διάβασα γι’ αυτόν. Ήταν μια ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα.
  Προτεστάντης θεολόγος, μουσικολόγος, φιλόσοφος, είναι περισσότερο γνωστός για το αποστολικό του έργο σαν γιατρός στη μαύρη Αφρική, με πιο γνωστό την ίδρυση και συντήρηση του νοσοκομείου Λαμπαρενέ στη Καμπόν. Και βέβαια για το νόμπελ Ειρήνης με το οποίο τιμήθηκε το 1952.
  Ο Σβάιτσερ κυρίως καταγράφει επεισόδια από τη ζωή του, που εικονογραφούν το χαρακτήρα του αλλά και φωτίζουν το περιβάλλον στο οποίο έζησε. Υπήρξε ένα εσωστρεφές συνεσταλμένο παιδί, αλλά και έντονα επιθετικό πολλές φορές. Σαν παιδί ιερέα ήταν προνομιούχος πράγμα που έκανε τα άλλα παιδιά να τον κρατάνε σε κάποια απόσταση. Αυτός έκανε κάθε προσπάθεια να μη διαφέρει από αυτούς. Ας δώσουμε ένα σχετικό απόσπασμα.
  «Δεν ήθελα να φορώ παρά γάντια χωρίς δάχτυλα, γιατί οι συμμαθητές μου δεν φορούσαν γάντια. Όλη την εβδομάδα δεν εννοούσα να φορέσω παρά ξύλινα παπούτσια, γιατί τα παιδιά του χωριού φορούσαν παπούτσια μόνο την Κυριακή» (σελ. 26).
  Πιο πριν διαβάσαμε ότι εισέπραξε κάποτε ένα γερό χαστούκι από τον πατέρα του γιατί αρνήθηκε να φορέσει πανωφόρι για να πάει στην εκκλησία, γιατί κανένα από τα παιδιά του χωριού δεν φορούσε πανωφόρι.
  «…ανάμεσα στις ιστορίες που κίνησαν το ενδιαφέρον μου ήταν και η ιστορία των τριών μάγων. Τι έκαναν οι γονείς του Ιησού όλο το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες που τους πρόσφεραν οι μάγοι, διερωτόμουνα, και πώς έμειναν φτωχοί;» (σελ. 30).
  Κι εγώ διερωτώμαι, πώς μετά από αυτή την απορία σπούδασε θεολογία.
  «Ο πάστορας Σέφφερ με είχε ονομάσει Ισαάκ, δηλαδή εκείνος που γελά. Είναι αλήθεια ότι το παραμικρό μου προκαλούσε το γέλιο, και την αδυναμία μου αυτή την εκμεταλλεύονταν οι συμμαθητές μου μέχρι σκληρότητας. Πόσες φορές στον κατάλογο της τάξης μπορούσε να διαβάσει κανείς: Ο Σβάιτσερ γελά» (σελ. 42).
  Να που μοιάζουμε σε κάτι. Στη σχολή αξιωματικών ΚΕΕΜ ήμουν ο γελαδερός.
  Και το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα του.
  «Επίσης δεν μπορούσα να εξηγήσω, και αυτό ακόμη πριν πάω σχολείο, γιατί στη βραδυνή προσευχή με μάθαιναν να παρακαλώ μονάχα για τους ανθρώπους. Κι όταν έφευγε από το δωμάτιο η μητέρα μου, αφού με φιλούσε στοργικά και με καληνύχτιζε, εγώ έκανα μια συμπληρωματική σιγανή προσευχή. Θεέ μου, έλεγα, προστάτευσε και ευλόγησε ό,τι αναπνέει. Προφύλαξε από κάθε κακό όλα τα ζωντανά και κοίμισέ τα εν ειρήνη» (σελ. 48).
  Επίσης:
  Κάθε φορά που η εσωτερική πεποίθησή μου βρίσκεται σε κίνδυνο, η πεποίθηση των άλλων δεν με επηρεάζει πια. Έμαθα να μη φοβούμαι τα πειράγματα των φίλων μου» (σελ. 50).
  Ένα προσωπικό μου απόφθεγμα είναι «Να μη φοβάσαι να διαφέρεις».   
  Γράφει και για τον Όμηρο.
 «Η Ιλιάδα του Ομήρου με άφησε αδιάφορο. Κατόρθωσαν να με κάνουν να την αηδιάσω με τις αδιάκοπες ερωτήσεις για τους συγγενείς, παππούδες, θείες, θείους και εξαδέλφους των ηρώων και των θεών. Οι γενεαλογίες και οι συγγένειες δεν στάθηκαν ποτέ η αδυναμία μου.
  Αντίθετα έμαθα όλο και περισσότερο ν' αγαπώ και να θαυμάζω την Οδύσσεια. Εξακολουθώ να την θεωρώ σαν ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της λογοτεχνίας λόγω της κατασκευής της, της τέχνης που εκδηλώνεται μέσα στην μεγαλειώδη απλότητα στις περιγραφές και αφηγήσεις και στους συλλογισμούς και τις σκέψεις πoυ είναι σπαρμένες μέσα της» (σελ. 86).
  Δεν θα κουράζομαι να επαναλαμβάνω, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
  Αυτά για τον Άλμπερτ Σβάιτσερ, ενδιαφέρουσα η αυτοβιογραφία του.

No comments:

Post a Comment