Από την περασμένη
Πέμπτη στους κινηματογράφους.
Εξαιρετικό θρίλερ
από ένα Κορεάτη σκηνοθέτη. Θρίλερ, γιατί σε κρατάει σε συνεχή αγωνία, αλλά και drama ταυτόχρονα, καθώς ο Λι προσωπογραφεί
με εξαιρετική ακρίβεια τους ήρωές του με τα δράματα που ζουν. Η κοπέλα, με
κάποια ψυχική διαταραχή, αναζητάει το νόημα της ζωής. Πηγαίνει στους bushmen και εντυπωσιάζεται
από την κουλτούρα τους. Υπάρχουν δυο τύποι πεινασμένων, αυτοί που πεινούν για
φαγητό και αυτοί που πεινούν για ένα νόημα ζωής. Για αυτό το δεύτερο είναι και
αυτή πεινασμένη. Οι Βουσμάνοι εκφράζουν τις δυο μορφές πείνας με ένα χορό τον
οποίο περιγράφει στους φίλους της, και καθώς την παρακαλούνε τον επιδεικνύει
κιόλας.
Ο νεαρός κουβαλάει
τα προβλήματά του. Η μητέρα του τους εγκατέλειψε νωρίς. Μεγαλώνει με τον πατέρα
του ο οποίος είναι να μη καθίσει μύγα στο σπαθί του. Αρνείται να ζητήσει
συγνώμη σε ένα κυβερνητικό υπάλληλο τον οποίο κτύπησε, με αποτέλεσμα να
καταδικασθεί σε ενάμισι χρόνο φυλακή. Ο γιος του θα αναλάβει να πουλήσει τη
γελάδα τους αφού δεν μπορεί να τη φροντίζει καθώς μένει στη Σεούλ ενώ το χωριό
τους βρίσκεται ακριβώς στα σύνορα.
Θα συναντηθεί τυχαία
με την κοπέλα, η οποία θα του θυμίσει ότι υπήρξαν συμμαθητές. Θα τον
παρακαλέσει να μείνει σπίτι της και να ταΐζει τη γάτα της μέχρι να
γυρίσει από το ταξίδι της στους Βουσμάνους.
Φυσικά θα κάνουν
έρωτα. Όμως όταν επιστρέφει κουβαλάει μαζί της και ένα φίλο που γνώρισε στο
αεροδρόμιο, όπου είχαν τρεις μέρες καθυστέρηση εξαιτίας της έκρηξης μιας
βόμβας. Πολύ πλούσιος ο φίλος της αλλά περίεργος, νοιώθει την ανάγκη κατά
διαστήματα να καίει παλιά εγκαταλειμμένα θερμοκήπια, τουλάχιστον έτσι λέει.
Πάνω στη σχέση των τριών θα οικοδομηθεί το σασπένς. Το ποιος πραγματικά είναι και
τί είδους είναι τα «θερμοκήπια» που καίει δεν θα αργήσουμε να το υποψιαστούμε,
όπως, φανταζόμαστε, και ο ήρωάς μας. Και για μια ακόμη φορά η ποιητική
δικαιοσύνη θα θριαμβεύσει, η αναμονή της οποίας δημιουργεί το καινούριο σασπένς.
Οποία διαφορά από το
«Σπίτι του Τζακ». Δείτε την ταινία και θα καταλάβετε.
Είναι εμπνευσμένη
από ένα διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι που έχει τον τίτλο «Barn burning». Ψάχνοντάς το στο διαδίκτυο
έπεσα πάνω σε ένα ομώνυμο διήγημα του Φώκνερ. Ο Φώκνερ είναι ο αγαπημένος
συγγραφέας του νεαρού που έχει σπουδάσει δημιουργική γραφή και ετοιμάζεται να
γράψει ένα μυθιστόρημα. Δεν είχα αμφιβολία ότι το διήγημά του θα είχε σχέση με
το διήγημα του Μουρακάμι. Καθώς είμαι συγκριτολόγος ιδιοσυγκρασιακά, όπως με
χαρακτήρισε ένας ξένος φίλος που στο περιοδικό του είχα την πρώτη ξένη μου
δημοσίευση, θα τα διαβάσω και τα δυο για να τα συγκρίνω, και μεταξύ τους και με
την ταινία. Ο Φώκνερ είναι ένας συγγραφέας «που δεν μου πάει», όπως έγραψε ο
συγχωρεμένος ο Κουμανταρέας για τον Φιτζέραλντ, ενώ για τον Φώκνερ έλεγε ότι του
πήγαινε. Για την ακρίβεια, ο Φιτζέραλντ δεν του πήγαινε παλιά, γιατί αργότερα
όχι μόνο του πήγαινε αλλά και μετάφρασε ένα βιβλίο του, «Το πλουσιόπαιδο».
Να δούμε αν θα αρχίσει να μου πηγαίνει και εμένα ο Φώκνερ.
Ο Λι ακολουθεί σε πολλές
λεπτομέρειες το διήγημα του Μουρακάμι, όπως το φανταστικό καθάρισμα του
πορτοκαλιού (στο διήγημα είναι μανταρίνι), στο νυσταλέο της κοπέλας που
κοιμόταν όπου έβρισκε, στην παρομοίωση του φίλου της με τον Γκάτσμπι, και
κάμποσες άλλες. Υπάρχουν όμως και μεγάλες διαφορές. Ο νεαρός δεν ήταν συμμαθητής
της και ήταν τριανταενός ετών, έντεκα χρόνια μεγαλύτερός της. Δεν έμεινε ποτέ
στο διαμέρισμά της για να προσέχει μια γάτα, και ποτέ δεν τα έφτιαξαν, απλά
ήσαν καλοί φίλοι που βρισκόντουσαν μια δυο φορές το μήνα.
Και η μεγάλη διαφορά:
δεν υπάρχει η ποιητική δικαιοσύνη που βλέπουμε στην ταινία.
Κολλάει κάπου ο
Φώκνερ;
Στο κάψιμο των στάβλων
που στον Μουρακάμι γίνονται θερμοκήπια, και στον υπερόπτη πατέρα, που το
επεισόδιο με τη δίκη του φαίνεται αφηγηματικά άσχετο με την κύρια πλοκή της ταινίας,
και φυσικά δεν υπάρχει στο διήγημα. Την έμπασε σ’ αυτήν ο Λι έχοντας προφανώς
υπόψη του το διήγημα του Φώκνερ.
Ο πατέρας μπαίνει
τσαμπουκαλίστικα στο σπίτι του γαιοκτήμονα από τον οποίο νοικιάζει τη γη που
δουλεύει. Η νέγρα τον προειδοποιεί να καθαρίσει τα παπούτσια του για να μην
λερώσει το χαλί. Αυτός την αγνοεί. Λερώνει το χαλί. Του το πάνε σπίτι του με την
εντολή να το καθαρίσει. Το καθαρίζει η γυναίκα του. Όμως η ζημιά έχει γίνει,
είναι ακριβό χαλί, ο δικαστής του επιδικάζει να πληρώσει ένα μέρος από τη σοδειά
του, τίποτα σημαντικό, αρκετά λιγότερο από την αξία του χαλιού. Αυτός τα
παίρνει στο κρανίο και πηγαίνει και βάζει φωτιά στον στάβλο του αφεντικού. Τον
καταδιώκουν, τον πυροβολούν. Η γυναίκα του ακούει τους πυροβολισμούς,
καταλαβαίνει ότι τον έχουν σκοτώσει.
Διάβασα εντελώς
άνετα την αγγλική μετάφραση του Μουρακάμι, ελαχιστότατες οι άγνωστες λέξεις (το
πρώτο μου πτυχίο είναι αγγλικής φιλολογίας). Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για το
διήγημα του Φώκνερ, αν και μπορεί να μην ήταν τόσο οι άγνωστες λέξεις όσο το
ύφος. Ναι, εξακολουθεί να μη μου πηγαίνει. Βέβαια αυτό δεν το έγραψα
απερίφραστα στην ανάρτηση που έκανα για το μυθιστόρημά του «Η βουή και η μανία».
No comments:
Post a Comment