Saturday, March 23, 2019

Νίκος Ψιλάκης, Και οι θάλασσες σωπαίνουν


Νίκος Ψιλάκης, Και οι θάλασσες σωπαίνουν, Ηράκλειο, εκδόσεις Καρμάνωρ 2018, σελ. 514

  Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στα «Κρητικά Επίκαιρα», γενάρης-φλεβάρης 2019 και στο Λέξημα

  Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στα μαύρα χρόνια της Κατοχής στα Χανιά

  Μετά την «Πολυφίλητη», ιστορικό μυθιστόρημα η υπόθεση του οποίου τοποθετείται στην εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Ψιλάκης έρχεται στην κατακτημένη από τους Γερμανούς Κρήτη, και συγκεκριμένα στο 1944. Ήταν η χρονιά που μάζεψαν τους εβραίους από την «οβριακή» στα Χανιά και μαζί με άλλους συλληφθέντες, Έλληνες και Ιταλούς λιποτάκτες, τους έβαλαν στο πλοίο «Τάναϊς» για να τους μεταφέρουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Όμως λίγο πριν τη Σαντορίνη το Τάναϊς βυθίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο. Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματός του.
  Κεντρικός ήρωας είναι ο Ρούσσος Κομητάς. Ο γιος του που είναι ξενιτεμένος, μετά από είκοσι περίπου χρόνια επιστρέφει στο νησί. Ψάχνει στοιχεία για το ναυάγιο στο οποίο χάθηκε ο πατέρας του. Μαζί του χάθηκε και κάποια Εσθήρ, την οποία έκρυβε στο κτήμα του.
  Με συνεχείς αναδρομές ο Ψιλάκης μας δίνει τις ψηφίδες του παζλ της ιστορίας τις οποίες συλλέγει σταδιακά ο ήρωάς του. Και οι ψηφίδες αυτές, εκτός από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του υιού Κομητά, υπάρχουν και αφηγήσεις άλλων, γράμματα που πέφτουν στην κατοχή του, αλληλογραφία με άλλα πρόσωπα, ανακοινωθέντα της εποχής, κ.λπ. Με γλαφυρότητα και ποιητικότητα, το γνωστό ύφος του Ψιλάκη, μας δίνει την εικόνα ενός σκοτεινού επεισοδίου της πρόσφατης ιστορίας μας το οποίο φωτίζεται με «μικρο-ιστορίες», οι οποίες συχνά συμπληρώνουν, αλλά και αντιφάσκουν με επίσημες εκδοχές. Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, αλλά οι καταθέσεις των μαρτύρων έχουν τη δική τους βαρύτητα.
  Όμως να παραθέσουμε αποσπάσματα όπως το συνηθίζουμε, και σαν δείγμα γραφής και για σχολιασμό.
  «Μια χούφτα λέξεις μετέωρες ήταν κι ανέμιζαν πάνω και κάτω από τις ρίγες του επιστολόχαρτου σαν ρούχα κρεμασμένα στα μανταλάκια» (σελ.10).  
  Οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές είναι τα βασικά στοιχεία ενός ποιητικού ύφους. Πρόσφατα τις συναντήσαμε σε αφθονία στο «Paradiso» του Χοσέ Λεσάμα Λίμα, που έχει χαρακτηριστεί σαν ποιητικό μυθιστόρημα.
  «Είχε και δηλώσεις δυο νευροχειρουργών, καθηγητάδων…» (σελ. 36).
  Καθηγητάδων, αντί καθηγητών. Δεν είναι νεοηθογράφος ο Ψιλάκης με το φετιχισμό της κρητικής διαλέκτου, όμως συχνά παρεμβάλει λέξεις και τύπους της. Το ανέκδοτο σχετικά με αυτό τον τύπο τον παραθέτω σε μια βιβλιοκριτική μου για τις «Χίλιες και μια νύχτες».  
  «…μπουλούκια καλλιτεχνών, ακόμη κι ο Μανωλάκης ο Μονάντερος, ένας ψιλόλιγνος θεατρίνος που έκανε θραύση στις αυτοσχέδιες σκηνές των χωριάτικων καφενείων» (σελ. 53).
  Τον θυμάμαι, καθώς και κάποιους στίχους του από μια παράσταση που έδωσε στο χωριό μου και που τους επαναλαμβάναμε παιδιά γιατί μας είχαν εντυπωσιάσει: «Και θα δείτε το Μενίδι και θα πείτε κατιτίς, και θα δείτε το Μενίδι πως θα βγει πρωταθλητής.
  «… η δασκάλα της Μαρίνας ήταν αμπάσα, βαριόταν που ζούσε…» (σελ. 60). Αργός, νωθρός, τη θυμάμαι τη λέξη, συχνά η μητέρα μου κατηγορούσε τον πατέρα μου ότι ήταν αμπάσος. Όμως γι’ αυτό έζησε μέχρι τα ενενήντα τέσσερά του. 
  «…ζωή και θάνατος, θάνατος κι ανάσταση γίνονταν ένα» (σελ. 138).
  Υπάρχουν άφθονοι καζαντζακικοί απόηχοι στο μυθιστόρημα.
  «Θεαματικό αλλά όχι ουσιαστικό γεγονός του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε η απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε. Ακούστηκε απ’ όλο τον κόσμο κι έκανε πάταγο μεγάλο. Σήμερα το διηγούμαστε μόνο σαν σπουδαίο κατόρθωμα. [γυρίστηκε και ταινία, προσθέτω εγώ]. Είναι όμως καιρός να λογαριάσομε και πόσοι αθώοι όμηροι εκτελέστηκαν τότε. Εκατόμβες τα θύματα» (σελ.170).
  Εκατοντάδες εκτελέστηκαν και όταν κατέβηκε η σβάστικα από την Ακρόπολη μου είπε κάποιος γνωστός πριν λίγες βδομάδες, γεγονός που αγνοούσα, αν και ήταν εύκολο να το φανταστώ. Όμως δεν θα κρίνω αν έπρεπε να γίνουν αυτές οι αντιστασιακές πράξεις ή όχι, όπως και εκείνη που οδήγησε στην εκτέλεση των διακοσίων το 1944, την ημέρα της πρωτομαγιάς, στην Καισαριανή.
  «…έκαμαν κύκλο μεγάλο, ανεκουλουρίδα…» (σελ. 197).
  Κάποιες φορές κι εγώ όταν γράφω βρίσκω πιο καίρια την κρητική λέξη από την κοινή νεοελληνική.
  «Ακόμη και με τα καβούκια των σαλιγκαριών ήξερε να φτιάχνει πνευστά, τις περίφημες νουνούρες του» (σελ. 212).
  Τι μου θύμισε!!!
  Παίρναμε τη μεμβράνη μιας αράχνης που ήταν κολλημένη σε κάποια πέτρα (εμείς τη λέγαμε νουνούδα), την κολλάγαμε σε ένα «μασούρι» που κόβαμε από ένα καλάμι και το κάναμε «μαντούρα». Κάτω από τη νουνούδα στην πέτρα ήταν νεκρή η αράχνη.   
  «Κάποτε με συμβούλευες να μάθω γράμματα. Και ξένες γλώσσες. Πολλές. Όσες σηκώνει το κεφάλι μου. Όλα μπορεί να τα χάσει κανείς. Λίρες, σπίτια, χωράφια. Όλα μπορούν να μας τα πάρουν, έτσι έλεγες. Όλα εκτός απ’ αυτά που κουβαλούμε στο κεφάλι μας μέσα. Μόνο αυτά θα μας μείνουν στο τέλος» (σελ. 244).
  Στο τέλος, αν έλθει νωρίς αυτό το τέλος. Αν έλθει αργά εξασθενίζει η μνήμη και το Alzheimer παραμονεύει. Ήδη βλέπω να ξεχνάω κινέζικες λέξεις.
  «…να κάνεις καθαρά γράμματα, ευκολοδιάβαστα· να μάθεις καλλιγραφία, το γραφτό είναι ο καθρέφτης του χαρακτήρα. Δείχνει αν έχεις τάξη στη ζωή σου» (σελ. 224).
   Εγώ είχα τον χειρότερο βαθμό στην καλλιγραφία, πέντε ή έξι. Σε ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο γράφω για την κακογραφία μου. Παρηγορήθηκα όταν διάβασα ότι και ο Μαρξ ήταν κακογράφος.
  «Α, όχι. Θα σου βγάλω καινούρια. Πλαστή, με ψεύτικο όνομα, ψεύτικο επώνυμο, ψεύτικα όλα. Τόσα ονόματα υπάρχουν. Μαρία, Σοφία, Βαγγελιώ, Ελπινίκη» (σελ. 252).
  Τελευταίο το Ελπινίκη. Πολύ σπάνιο όνομα, έτσι έλεγαν τη μητέρα μου.
  «Στην παρέα των γερόντων είχα γνωρίσει λίγες ημέρες πριν τον γερο-Χεϊτάνη· σατανάς σημαίνει το παρατσούκλι του…» (σελ. 270).
  Γιατί Χεϊτάνης και όχι Σεϊτάνης, όπως ο «Σεϊτάν Αλαμάν», τίτλος ενός τεύχους του «Μικρού ήρωα» που διάβαζα παιδί;
  Μα γιατί το βιβλίο απευθύνεται πρώτα απ’ όλα στους κρητικούς, και ο κρητικός θα διαβάσει Shεϊτάνης, όπως είναι ακριβώς η προφορά της τούρκικης λέξης.
  «Οι κουρεμένες πάλι» (σελ. 327).
  Ποιες είναι αυτές οι κουρεμένες;
  Αυτές που διαπόμπευσαν κουρεύοντάς τις σύρριζα μετά την κατοχή επειδή είχαν, ή νόμιζαν ότι είχαν όπως την ηρωίδα μας, σχέσεις με Γερμανούς. Πρέπει να ξαναδώ το «Χιροσίμα αγάπη μου».
  «Τα δεινά του βίου μου με δίδαξαν να κρατώ την ομπρέλα πριν ξεσπάσει η καταιγίδα» (σελ. 358).
  Πολύ ωραία μεταφορά.
  «Πρώτη φορά μου μιλούσε κάποιος για τα κατορθώματα του παππού» (σελ. 409).
  Εγώ πριν λίγα χρόνια έμαθα για τα κατορθώματα του προπάππου μου του Ζωγραφαντώνη (Αντώνη Ζωγραφάκη).
  Πήγε να περάσει την πλατεία του Κεντριού με το άλογό του αλλά τον σταμάτησαν οι Τούρκοι στην είσοδο. Γιόρταζαν, είχαν στρωμένα τα τραπέζια με φαγητά. Αυτός δίνει μια του αλόγου του, πηδάει πάνω από τα τραπέζια σπάζοντας πιάτα, μπουκάλια και ποτήρια και βγαίνει από το δρόμο που πάει δυτικά, προς τα βουνά. Οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα του αλλά δεν τον πέτυχε καμιά. Έκανε βδομάδες να ξαναγυρίσει στο χωριό.
  «Έχεις ακούσει τον Glenn Miller να τραγουδά «The man with the Mandolin»; (σελ. 429).
  Μήπως ήταν ο λοχαγός Corelli με το μαντολίνο του, που η ιστορία του γυρίστηκε ταινία;
 
  Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας χάρη στην οποία οι ιταλικές δυνάμεις τάχθηκαν στο πλευρό των συμμάχων υπήρξαν συγκρούσεις των ιταλικών δυνάμεων με τους πρώην συμμάχους τους τους Γερμανούς, έστω κι αν δεν πήραν όλες τη δραματική έκταση που πήραν στην Κεφαλονιά. Η Κρήτη φυσικά δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
  «Δεν ήξερα πώς να τον ζητήσω, δεν ήξερα καν αν ήταν πραγματικός καπετάνιος ή αν είχε μείνει το «καπετάν» σαν μεγεθυντικό πρόθημα στ’ όνομά του λόγω κάποιας παλιότερης θητείας στη θάλασσα» (σελ. 439).
  Και θυμήθηκα το ανέκδοτο.
  Μπαίνει ένας ξενομπάτης σε ένα καφενείο στα Σφακιά. Μόλις είχαν μπει και τρεις σφακιανοί. Φωνάζει ο ένας στον καφετζή: -Ένα καφέ στον Καπετάν Σήφη. -Ένα καφέ στον καπετάν Γιώργη, λέει ο άλλος. -Ένα καφέ στον καπετάν Μανούσο, λέει ο τρίτος. -Φέρε και μένα ένα καπετάν καφέ, του φωνάζει ο ξενομπάτης.  
  «Ήξεραν τι μετέφερε το σαπιοκάραβο, ήξεραν πόσους είχαν φορτώσει στ’ αμπάρια, ήξεραν τι ώρα θα έφευγε, όλα τα ήξεραν. Αλλά οι νικητές δεν κάθονται ποτέ στα εδώλια των δικαστηρίων εγκλημάτων πολέμου» (σελ. 479).
  Ο λόγος στον Χίτλερ: «Δεν ανακαλύψαμε εμείς τον αντισημιτισμό». Αυτό μόνο, δεν θα παραθέσω άλλα σχετικά αποσπάσματα.
  Θα παραθέσω όμως ένα σχετικό απόσπασμα από την κριτική μου για ένα άλλο βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Καλατζή, «Ο φούρνος του Λεωνίδα Τσακμάκι», που περιέχει κάποιες μικρο-ιστορίες που φωτίζουν την μεγάλη ιστορία της οποίας συχνά αμβλύνονται οι οξείες γωνίες.
  «Στο βιβλίο του αυτό ο Καλατζής διαλύει τα στερεότυπα, τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι Γερμανοί και οι σύμμαχοι. «Δείχνανε καλά και ήρεμα παιδιά, μπαρουτοκαπνισμένα… Δεν μοιάζανε με τους άγριους που είδαμε αργότερα στον κινηματογράφο. Δεν τους είδα ούτε μια φορά να σηκώνουνε ναζιστικά το χέρι, ούτε τους άκουσα με το παραμικρό να γαυγίζουν ‘Χάιλ Χίτλερ’» (σελ. 160-161). Όσο για τους συμμάχους, γράφει στις σημειώσεις στο εκτενέστατο διήγημα «Τα ρεβίθια της Αγίας Τριάδος»: (από τα ημερολόγια των πλοίων) «… εφιστάται η προσοχή επί του σήματος S/ONE 28085 /6/7/44 το οποίο ορίζει ότι ιστιοφόρα άτινα φέρουν την σημαίαν του Ερυθρού Σταυρού δέον να βυθίζονται οποτεδήποτε συναντώνται. Τα ιστιοφόρα ταύτα πρέπει να βυθίζονται πάραυτα…» (σελ. 359). Δεν ήταν λοιπόν σεβαστό το σήμα του Ερυθρού Σταυρού από τους συμμάχους. Ο κυβερνήτης ενός υποβρυχίου, ο Κωνσταντίνος Λούνδρας, ο σύζυγος της Ελένης Βλάχου και συνιδιοκτήτης της Καθημερινής, βύθισε ένα γερμανικό αντιτορπιλικό και παρασημοφορήθηκε από τους Έλληνες, όχι όμως και από τους Άγγλους όπως θα έπρεπε, γιατί δεν βύθισε λίγο πριν το «Αγία Τριάς» στο οποίο επέβαινε μια νέα γυναίκα, η Κρινώ, με το μωρό της».
  Εξαιρετικό και αυτό το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη, μην το χάσετε.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment