Saturday, May 18, 2019

Σεργκέι Αϊζενστάιν, Το λιβάδι Μπιέζιν (1937)


Σεργκέι Αϊζενστάιν, Το λιβάδι Μπιέζιν (1937)

  Ακόμη μια σύμπτωση.
  Διάβαζα το «Ένας κυνηγός θυμάται» του Τουργκένιεφ, συλλογή διηγημάτων ανάμεσα στα οποία είναι και «Το λιβάδι Μπιέζιν, όταν, ψάχνοντας τη βιογραφία του Αϊζενστάιν στη βικιπαίδεια για να δώσω τον σύνδεσμό της στην ανάρτηση που θα έκανα για τον «Αλέξανδρο Νιέφσκι» που παίζεται από την Πέμπτη που μας πέρασε στο «Στούντιο», είδα ότι γύρισε μια ταινία με αυτό τον τίτλο· ταινία που έμεινε ατέλειωτη, γιατί την απαγόρευσαν οι σοβιετικές αρχές καθώς δεν τους άρεσαν, λέει, οι φορμαλιστικές του αναζητήσεις.
  Νόμιζα ότι θα έκανα ό,τι κάνω συνήθως με τις ταινίες όταν είναι μεταφορές λογοτεχνικών έργων, δηλαδή ότι θα έγραφα κάτι γι’ αυτήν στο τέλος της βιβλιοκριτικής μου για το έργο του Τουργκένιεφ. Βλέποντας όμως την ταινία άλλαξα γνώμη. Και αλλάζοντας γνώμη μου πέρασε επί πλέον από το μυαλό ότι θα ήταν ιεροσυλία να κάνω κάτι τέτοιο στον μεγάλο σκηνοθέτη που τόσο θαυμάζω. Όπως βλέπετε λοιπόν, κάνω χωριστή ανάρτηση.
  Γιατί άλλαξα γνώμη.
  Η ταινία δεν έχει σχεδόν καμιά σχέση με το διήγημα του Τουργκένιεφ. Στο διήγημα του Τουργκένιεφ βλέπουμε μια ομάδα παιδιών να πηγαίνουν τα άλογα για βοσκή μέσα στην καλοκαιρινή νύχτα γιατί τη μέρα υποφέρουν από τις αλογόμυγες, και μετά να κάθονται και να αφηγούνται ιστορίες με νεράιδες, με στοιχειά του νερού, κ.λπ. - ο Τουργκένιεφ έχει γράψει διηγήματα με θέμα το φανταστικό, όπως «Ο σκύλος». Στην ταινία του Αϊζενστάιν αυτό είναι απλώς ένα επεισόδιο στην πλοκή. Η ιστορία, το σενάριο της οποίας υπογράφει ο Alexander Rzheshevsky, είναι η εξής:
  Ο πατέρας του Στέποκ σκοτώνει τη μητέρα του στο ξύλο. Κουβαλάει το πτώμα της, ο Στέποκ συνοδεύει. Αγανακτεί με τον πατέρα του. Κρυφακούει μια συζήτηση που έχει με τους κουλάκους που σχεδιάζουν να βάλουν φωτιά στο κολχόζ. Τους καρφώνει. Ο πατέρας του στο καπηλειό, μεθυσμένος, λέει ότι ο γιος του τον πρόδωσε. Και τι λέει η Αγία Γραφή ότι πρέπει να κάνουμε όταν μας προδίδει ο γιος μας; Να τον σκοτώσουμε. Δεν θα τον σκοτώσει βέβαια, όχι τώρα.
  Οι κουλάκοι βάζουν φωτιά στην αποθήκη του Κολχόζ όπου φυλάσσεται το πετρέλαιο. Τα περιστέρια στον περιστεριώνα που είναι στη στέγη της είναι παγιδευμένα, θα καούν. Ο Στέποκ σπάζει τα παράθυρα του περιστεριώνα, τα περιστέρια ελεύθερα πετούν στον ουρανό. Τα παιδιά επευφημούν.
  Οι εμπρηστές που έχουν ξεσκεπαστεί βρίσκουν καταφύγιο σε μια εκκλησία. Τους πιάνουν. Ο κόσμος αδειάζει την εκκλησία από εικόνες και άλλα σκεύη. Θα την κάνουν λέσχη.  
  Οι εμπρηστές, μαζί και ο πατέρας του Στέποκ, δραπετεύουν. Αναζητάει το γιο του. Θα τον βρει. Είναι ανάμεσα στα παιδιά που φυλάνε τα βράδια τον καρπό και τα άλογα (αυτό είναι όλο κι όλο από το διήγημα του Τουργκένιεφ). Τώρα είναι που θα τον σκοτώσει. Μάταια θα προσπαθήσει ο γιατρός που θα φέρουν τα παιδιά να τον σώσει.
  Αναρωτιέμαι, ο λογοκριτής που απαγόρεψε την ταινία, ήταν μεθυσμένος όταν υπέγραψε την απαγόρευση; Ο αντικληρικαλισμός, ο αγώνας κατά των κουλάκων, η κατάλυση της παλιάς πατριαρχικής κοινωνίας, τόσο εμφανή σ’ αυτό το έργο, δεν τα εκτίμησε; Οι φορμαλιστικές αναζητήσεις του Αϊζενστάιν τον μάραναν;
  Η τριαντάλεπτη ταινία που φτιάχτηκε από ό,τι σώθηκε από τα γυρίσματά του είναι πιο αϊζενσταϊνική από όλες τις ταινίες του, με το στυλιζάρισμα των φωτογραφικών πλάνων από τα οποία απαρτίζεται. Οι μεσότιτλοι (στα αγγλικά) σας επιτρέπουν να παρακολουθήσετε άνετα την πλοκή.
  Πολλές φορές τελειώνω την κριτική για μια ταινία λέγοντας ότι υπάρχει στο youtube. Εδώ θα κάνω κάτι επί πλέον: θα σας προτρέψω να τη δείτε. Δεν είναι μόνο ο Αϊζενστάιν, είναι και η θαυμάσια μουσική, αποσπάσματα από έργα του Σεργκέι Προκόφιεφ.

No comments:

Post a Comment