Saturday, May 18, 2019

Ιβάν Τουργκένιεφ, Ένας κυνηγός θυμάται

Ιβάν Τουργκένιεφ, Ένας κυνηγός θυμάται (μετ. Αντρέας Σαραντόπουλος) Ζαχαρόπουλος 1991, σελ. 256

  Μετά τον «Σκύλο» πήραμε φόρα, σκοπεύουμε να διαβάσουμε όσα έργα του Τουργκένιεφ έχουμε.
  Το «Ένας κυνηγός θυμάται» είναι το πρώτο του έργο, μια συλλογή διηγημάτων στα οποία αφηγείται ιστορίες από τις κυνηγετικές του εξορμήσεις.
  Ιστορίες κατ’ ευφημισμόν. Στην πραγματικότητα τα διηγήματα αυτά είναι κυρίως λυρικές περιγραφές της φύσης και προσωπογραφίες των ανθρώπων που συνάντησε, συνήθως απλών ανθρώπων, μουζίκων. Εξαίρεση αποτελεί το διήγημα «Δυο αφεντικά», όπου προσωπογραφώντας τα, τα στολίζει άγρια. Στην προσωπογραφία του δεύτερου αφεντικού προσθέτει ένα επεισόδιο στο οποίο αφηγείται τη σκληρή τιμωρία στην οποία υπέβαλε έναν δουλοπάροικό του. Και το διήγημα τελειώνει:
  «-Και γιατί πρόσταξε να σε τιμωρήσουν;
-Γιατί το άξιζα, μπάτιουσκα. Εδώ σε μας δεν τιμωρούν για τιποτένια πράγματα· εδώ, χωρίς λόγο, δεν τιμωρούν ποτέ, ποτέ. Το αφεντικό μας δεν είναι τέτοιο· τέτοιο αφεντικό σαν το δικό μας δεν βρίσκεται ούτε σ’ όλη την περιφέρεια.
-Πάμε! είπα στον αμαξά. “Ορίστε, αυτή είναι η παλιά Ρωσία μας!” σκεφτόμουν γυρίζοντας στο σπίτι μου» (σελ. 226).
  Αυτό μου θύμισε τις δίκες της Μόσχας. Η νέα Ρωσία δεν άλλαξε φαίνεται και πολύ από την παλιά.
  Όμως οι περισσότερες αφηγήσεις που διεκτραγωδούν τη ζωή των μουζίκων είναι σε δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο. Μια ακόμη εξαίρεση είναι το διήγημα «Ο λύκος». Σ’ αυτό το διήγημα ο δασοφύλακας πιάνει έναν φουκαρά να κόβει παράνομα δένδρα από το δάσος. Αυτός τον ικετεύει, τι θα απογίνουν η γυναίκα του και τα παιδιά του, αλλά βλέποντάς τον να μη λυγίζει από τα παρακάλια του, αγανακτισμένος του ζητάει να τον σκοτώσει, έτσι κι αλλιώς αν τον παραδώσει στη δικαιοσύνη είναι χαμένος και αυτός και η οικογένειά του. Ο δασοφύλακας τελικά του τη χαρίζει, για πρώτη και τελευταία φορά, αφού βέβαια είχε προηγηθεί η παρέμβαση του Τουργκένιεφ.
  Δεν θα πω ότι με συνάρπασαν αυτά τα διηγήματα, και μάλιστα μια φίλη μου μου είπε ότι τα άφησε στη μέση. Όμως υμνήθηκαν στην εποχή τους, και ο Τουργκένιεφ τα θεωρούσε ως το καλύτερο έργο του. Ο λόγος είναι ότι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην κατάργηση της δουλοπαροικίας, που έγινε δέκα χρόνια αργότερα, το 1861.
  Όμως να δώσουμε κάποια αποσπάσματα ακόμη.
  «Κοίτα γιος να σου πετύχει! Τη νια γυναίκα του δε δέρνει» (σελ. 46).
  Ο πατέρας του Στέποκ όμως τη σκότωσε, κυριολεκτικά, στο ξύλο, στην ταινία «Το λιβάδι Μπιέζιν» του Αϊζενστάιν.
  «-Βοηθός κυνηγού, είπες; Κουμαντάριζες, δηλαδή, τα σκυλιά;
-Ναι· και μια φορά έπεσα από τ’ άλογο. Το αφεντικό μας ήταν ένα αυστηρό γερόντιο: έβαλε και με μαστίγωσαν και μ’ έστειλε στη Μόσχα να μάθω τσαγκάρης» (σελ. 108).
  Άλλο:
  «Όχι, αφεντικό, δεν παντρεύτηκα ποτέ. Η μακαρίτισσα, θεός σχωρέστην, η Τατιάνα Βασίλιεβνα είχε απαγορέψει σ’ όλους την παντρειά. Ο θεός να σε φυλάει! Έλεγε: εγώ είμαι ανύπαντρη-τρέχει τίποτα; γιατί να παντρεύονται οι άλλοι, δε βλέπω το λόγο!» (σελ. 109).
  Άλλο:
  «-Με κατάστρεψε, αφεντικό. Έστειλε δυο γιους μου στο στρατό χωρίς να ’χουν σειρά, και τώρα μου παίρνει και τον τρίτο. Χτες, αφεντικό, μας πήρε την τελευταία γελαδίτσα μας και χτύπησε την κυρά μου, του λόγου του από δω. (Έδειξε τον πρόεδρο). (σελ. 179).
  Άλλο:
  «-Και δε μου λες: τι μισθό παίρνεις;
-Τριάντα πέντε ρούβλια το χρόνο και πέντε ρούβλια για μπότες» (σελ. 191).
  Τώρα, οι μπότες ήταν ακριβές ή ο μισθός μικρός; Μάλλον και τα δυο.
  Άλλο:
  «Στις εκλογές παίζει αρκετά σημαντικό ρόλο, αλλά από τσιγκουνιά δε θέλει ν’ αποκτήσει ένα αξίωμα, αρνείται» (σελ. 218).
  Δεν ήθελε να ρισκάρει. Οι υποψήφιοι ξοδεύουν για την προεκλογική τους εκστρατεία, αλλά μόνο αν εκλεγούν θα κάνουν απόσβεση.
  «-Τι θέλετε να κάνω με το κτηματολόγιο; μου απάντησε ο Μαρντάρι Απόλλονιτς. Αυτό το κτηματολόγιο εδώ μου κάθεται – είπε κι έδειξε το σβέρκο του» (σελ. 225).
  Εμένα μου καθόταν κοντά τρεις μήνες. Μόλις προχθές ξέμπλεξα, μετά από παραμονή πάνω από δυο βδομάδες στα πάτρια εδάφη, ενώ αύριο επιστρέφω στην Αθήνα. Στο παρά πέντε που λένε. Το τι τράβηξα με το γραφείο στο οποίο κατέφυγα για τη διεκπεραίωση των του κτηματολογίου -να μην πω το όνομά του και τους καρφώσω - δεν περιγράφεται. Να σας πω μόνο ότι δυο συνεχόμενα απογεύματα, μόλις είχα κατέβη από την Αθήνα, πήγα και έφαγα από δυο μπακλαβάδες στο Κορονάτο απέναντι για να καλμάρουν τα νεύρα μου.
  «…το ξέρει όλος ο κόσμος: ο ρωσικός λαός είναι μάστορας στα παρατσούκλια» (σελ. 238).
  Σαν τους Πισκοπιανούς; Αποκλείεται.
  Μπορεί να μη μου άρεσαν τα διηγήματα αυτά όσο τα τρία άλλα έργα του Τουργκένιεφ που έχω διαβάσει, αλλά δεν το μετάνιωσα καθόλου που τα διάβασα. Άλλο να ακούς για δουλοπάροικους και άλλο να διαβάζεις με λεπτομέρειες τη σκληρή ζωή που ζούσαν κάτω από αδυσώπητα αφεντικά.

No comments:

Post a Comment