Tuesday, June 25, 2019

Ιβαν Τουργκένιεφ, Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου


Ιβαν Τουργκένιεφ, Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου (μετ. Βασίλης Ντινόπουλος), Ερατώ 2011, σελ. 152

  Διαβάσαμε και το τελευταίο έργο του Τουργκένιεφ που είχαμε, το «Ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου», αλλά θα διαβάσουμε και ό, τι άλλο μας πέσει στα χέρια μας. Το «Ημερολόγιο» του τίτλου μας ανακαλεί συνειρμικά το «Ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκόγκολ, έργο στο οποίο γίνεται αναφορά μέσα στη νουβέλα, και το οποίο διδαχθήκαμε στο πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών, εννοείται από την αγγλική μετάφραση. Το «Ενός περιττού ανθρώπου» μας ανακαλεί επίσης συνειρμικά τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Robert Musil.
  Έχουμε γράψει για τη θεματική εμμονή του Τουργκένιεφ, κάτι εξάλλου που αναφέρει και η βικιπαίδεια, το θέμα της ανεκπλήρωτης αγάπης, που στη μη εκπλήρωσή της συμβάλει κάποιες φορές η παρουσία ενός τρίτου ατόμου. Εδώ βλέπουμε και μια άλλη εμμονή, την εμμονή της μονομαχίας. Στα τρία τελευταία έργα του που διαβάσαμε (Τα άλλα δυο είναι οι «Ανοιξιάτικοι χείμαρροι» και «Πατέρες και παιδιά») βλέπουμε τον ήρωά του να μονομαχεί.
  Ημερολογιακή νουβέλα λοιπόν στην οποία ήρωας του Τουργκένιεφ μας δηλώνει από την αρχή ότι σύντομα πρόκειται να πεθάνει, και θέλει να αφηγηθεί τη ζωή του. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που αφηγείται είναι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας της νιότης του.
  Ο περιφρονητικός τρόπος με τον οποίο μιλάει για τον εαυτό του μας ανακαλεί επίσης στη μνήμη τον αφηγητή στο «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι. Όχι, δεν επηρεάστηκε από αυτό ο Τουργκένιεφ, το επιβεβαίωσα ψάχνοντας στο διαδίκτυο, το έργο του Ντοστογιέφσκι εκδόθηκε το 1864 ενώ του Τουργκένιεφ δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1850.
  Υπάρχει και εδώ το τετράγωνο που είδαμε στο «Ανοιξιάτικοι χείμαρροι» και στο «Πατέρες και παιδιά», όμως με μια μεγάλη διαφορά. Εκεί είχαμε δυο γυναίκες και δυο άντρες, εδώ έχουμε μια κοπέλα, τη Λίζα και τρεις άνδρες, τον πρίγκιπα, τον Μπιζμιόνκωφ και τον αφηγητή, ο οποίος κατάλαβε τελικά ότι ήταν περιττός.
  Κι εδώ έχουμε τον ματαιωμένο έρωτα της Λίζας, όπως και της «Άσια» και της Τζέμμα στους «Ανοιξιάτικους χείμαρρους», καθώς ο πρίγκιπας έφυγε τελικά από την πόλη χωρίς να τη ζητήσει σε γάμο. Εξάλλου δεν της το υποσχέθηκε, αλλά ούτε και αυτή του το ζήτησε. Όμως, δηλώνει «…αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπώ και πάντοτε θα τον αγαπώ και καθόλου δεν τον θεωρώ ένοχο μπροστά μου, τουναντίον…» (σελ. 113-114). Αυτό δεν εμποδίζει τον Μπιζμιόνκωφ  που την αγαπάει να της κάνει πρόταση γάμου, και αυτή να δεχθεί.
  Και ο ήρωάς μας;
  Αγαπάει, αλλά χωρίς να παίρνει χαμπάρι ότι η κοπέλα δεν τρέφει απέναντί του κανένα ανάλογο αίσθημα, παρά μόνο το αίσθημα της φιλίας. Δυο ματαιωμένους έρωτες λοιπόν βλέπουμε στη νουβέλα, το δικό του και της κοπέλας.
  Αλλά ας ψάξουμε για τις υπογραμμίσεις μας, να παραθέσουμε αποσπάσματα.
  «Στις ευτυχισμένες μέρες της νιότης μου οι δάσκαλοι μας έλεγαν και έφερναν ως παράδειγμα το χαρακτηριστικό της αρρενωπής υπομονής εκείνου του νεαρού Λακεδαιμόνιου, ο οποίος αφού είχε κλέψει μια μικρή αλεπουδίτσα την έκρυψε κάτω από τη χλαμύδα του και χωρίς να βγάλει άχνα την άφησε να φάει όλα τα σωθικά του, προτιμώντας με αυτό τον τρόπο τον ίδιο τον θάνατο απ’ την ντροπή» (σελ. 64-65).
  Δεν θυμάμαι οι δικοί μας δάσκαλοι να μας είχαν αφηγηθεί αυτή την ιστορία, είχα διαβάσει όμως ότι στους νεαρούς σπαρτιάτες η κλοπή ήταν συγγνωστή εφόσον δεν τους έπιαναν, διαφορετικά ήταν μεγάλο όνειδος για τον κλέφτη.
  «Μόνον τότε, μόνον μετά την εκδίωξή μου απ’ το σπίτι των Οζιόγκιν έμαθα τελικά πόση ικανοποίηση μπορεί ν’ αντλήσει ο άνθρωπος όταν βλέπει την ίδια του τη δυστυχία» (σελ. 103).
  Όχι κάθε άνθρωπος, αλλά σίγουρα ο αφηγητής στο «Υπόγειο».
  «Το ίδιο εκείνο βράδυ ήρθε τρέχοντας σ’ εμένα κάποιος Παντοπιπόπουλος, Έλληνας περαστικός, που όλως τυχαίως είχε ξεμείνει στην πόλη» (σελ. 108-109).
  Συνηθίζω να παραθέτω κάθε απόσπασμα που έχει να κάνει με την Ελλάδα. Για να δούμε όμως, είναι όντως Παντοπιπόπουλος το όνομά του στο πρωτότυπο ή μήπως αποτελεί μετάφραση στα ελληνικά από κάποιο ρώσικο συνθετικό; Ας το ψάξουμε βάζοντας τον πρωτότυπο τίτλο «Дневник лишнего человека». Τελικά έτσι είναι, Пандопипопуло.
  Πολύ ωραίος ο Τουργκένιεφ, θα διαβάσω, όπως είπα, και ό, τι άλλο έργο του πέσει στα χέρια μου.   

No comments:

Post a Comment