Sunday, July 14, 2019

Ελένη Δραμητινού, Οι αθώοι ανάμεσά μας


Ελένη Δραμητινού, Οι αθώοι ανάμεσά μας, ΑΛΔΕ 2019, σελ. 253

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα τωνΣυντακτών, Σάββατο 13 Ιουλίου 2019 (αφού μπήκε στον προκρούστη των 700 λέξεων) και στο Λέξημα

  Η Ελένη Δραμητινού γεννήθηκε στην Αθήνα, η καταγωγή της όμως είναι από την Κρήτη, και συγκεκριμένα από το Οροπέδιο Λασιθίου. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάστηκε ως οικονομικό στέλεχος του ΟΤΕ. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα, αλλά γρήγορα πέρασε στο μυθιστόρημα. «Οι αθώοι ανάμεσά μας» είναι το τρίτο της μυθιστόρημα.
  Στο πρώτο της μυθιστόρημα, την «Γκιουζέλ Ανθή», με μια ποιητική γλώσσα και με προσχηματικό φόντο της ιστορίας της τη μικρασιατική καταστροφή, μιλάει για την θεσμική καταπίεση της γυναίκας και την συνειδησιακή της αλλοτρίωσή, που φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε να την θεωρεί φυσιολογική και να μην διαμαρτύρεται.
  Στο επόμενο μυθιστόρημά της που έχει τίτλο «Δυο φορές εγώ» η Δραμητινού, με την ίδια ποιητικολυρική γλώσσα, διάστικτη με κρητικές λέξης, τοποθετεί την πλοκή της στον τόπο της καταγωγής της, το Οροπέδιο Λασιθίου. «Όπου κι αν ταξιδεύουμε, κι όπου μας ξημερώνει/ η Κρήτη μάς ακολουθεί χωρίς να μας πληγώνει». Αυτό, εμάς τους κρητικούς.
  Το βιβλίο αυτό της Δραμητινού μου θύμισε την ταινία του κινέζου σκηνοθέτη Γουάνγκ Σιαοσουάι, «Στην αγάπη έχουμε εμπιστοσύνη». Πώς αλλιώς θα άφηνε η αδελφή την δίδυμη αδελφή της να πάει με τον άντρα της προκειμένου να αποκτήσει διάδοχο, μια και η ίδια ήταν στείρα; Κανείς δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι. Στη συνέχεια θα το μεγάλωνε αυτή σαν μητέρα του.
  Στο καινούριο της μυθιστόρημα που έχει τίτλο «Οι αθώοι ανάμεσά μας», η Δραμητινού τιθασεύει τα λυρικά της πετάγματα για να μας δώσει, σε ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ιστορίες και εικόνες των δυστυχισμένων της ζωής, των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων (οι συνειρμοί με τον Ντοστογιέφσκι και τον Κουροσάβα είναι αναπόφευκτοι), των «αθώων» όπως τους αποκαλεί με μια λέξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς σαν λάιτ μοτίφ, που η ζωή τους αδίκησε. Ανάμεσα στους ήρωές της είναι ένας ανάπηρος νεαρός, μια υπέρβαρη που πρέπει να διαχειριστεί τα ειρωνικά σχόλια που ακούει και ένας νεαρός που η κρίση, αφήνοντάς τον άστεγο, τον έριξε στους δρόμους, ή μάλλον στο νεκροταφείο όπου βρήκε καταφύγιο ανάμεσα στους νεκρούς. Πιο πριν είχε νοσηλευθεί σε ψυχιατρείο. Τα ψυχολογικά προβλήματα είναι συνηθισμένα στους δυστυχισμένους της ζωής. Μια άλλη από τις ηρωίδες της Δραμητινού θα αναπτύξει μια διπλή προσωπικότητα, θα ζήσει μια διπλή ζωή, σαν τον «Δόκτωρ Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ». Βλέπουμε ακόμη μια γυναίκα να ψάχνει με αγωνία για την κόρη της. Είναι χρήστης ναρκωτικών και φοβάται τα χειρότερα.
  Υπάρχει και μια άλλη δυστυχία, ο ματαιωμένος έρωτας και η απιστία. Η μια γυναίκα θα βιώνει μόνιμα τη ματαίωση ενώ η άλλη θα διαπιστώσει την απιστία μετά τον θάνατο του συζύγου της. «Δυο γυναίκες μ’ έναν άντρα, κομπολόι με μια χάντρα», θα παραλλάξουμε τον στίχο του γνωστού τραγουδιού, που αποτελεί ένα μοτίβο που το έχουμε συναντήσει και άλλες φορές. Θα εκμανεί όταν το μάθει, όμως συχνά η ζωή επιφυλάσσει τέτοιου είδους δυσάρεστες εκπλήξεις.   
  Εκτός από τη λέξη «αθώος» που επαναλαμβάνεται σαν λάιτ μοτίφ υπάρχουν και φράσεις που επαναλαμβάνονται, αυτούσιες ή σε παραλλαγές, υπογραμμίζοντας μια κατάσταση κομβική για την ψυχολογία των ηρώων. Τέτοια είναι η «Έλειπε ταξίδι μακρινό, για το καλό τους, να μην τους λείπει τίποτα». Αυτός είναι ο μπαμπάς. Υποψιαζόμαστε ότι τα ταξίδια αυτά δεν ήταν και τόσο αθώα. «Δυο ώρες δρόμο». Αυτό της έλεγαν τα παιδιά της, ότι δεν βρίσκονται μακριά, μόλις δυο ώρες δρόμο, για να την παρηγορήσουν. Όμως δεν ήταν δυο ώρες δρόμος, ήταν δυο ώρες πτήση, Λονδίνο-Αθήνα.
  Όμως να δώσουμε κάποια αποσπάσματα, και σαν δείγμα γραφής και για να τα σχολιάσουμε.   
  «Έχουμε χορτάσει φα, μπράβο κυρία Σία. Κάποτε έναν Αύγουστο, ζέστη πολλή, ήμασταν σ’ έναν κήπο και φτιάχναμε τη μάντρα, ζητήσαμε λίγο νερό από τον ιδιοκτήτη κι αυτός μας πέταξε ένα λάστιχο να πιούμε από το νερό της αυλής» (σελ. 108).
  Αυτοί είναι άλλοι «ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι», αλβανοί, τους οποίους πολλοί αντιμετωπίζουν με καχυποψία.
  Την ιστορία αυτή την έχω ακούσει κι εγώ. Και οι δυο νεαροί δεν ήταν αλβανοί, ήταν έλληνες. Δούλευαν στο δρόμο, φοβερή ζέστη, είπα να τους προσφέρω ένα μπουκάλι νερό. Με ευχαρίστησαν και το πήραν. Και μου είπαν αυτή ακριβώς την ιστορία με το λάστιχο.
  «-Ησυχία έχει απόψε, ένα δυο ήρθαν.
-Ποιοι; Ξαναρώτησε η Κικίτσα.
-Αυτοί που κοιμούνται στα παγκάκια, της είπε» (σελ. 131).
  Οι άστεγοι, άλλοι ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι.
  «Ναι, ήταν σίγουρη πως μετά τη σύντομη επίσκεψή τους σ’ αυτή την άτυχη [στο νοσοκομείο] θα ένιωθαν τυχεροί και δυνατοί. Θα φιλούσαν τα παιδιά τους με αγάπη ανακούφισης και θα έτρωγαν όλοι μαζί ένα γιορτινό φαγητό, ας πούμε ένα ωραίο μελωμένο γιουβέτσι. Έτσι θα γιόρταζαν τη ζωή που τους χαριζόταν. Που δεν είχαν μια γραμμή τέλους, που η γραμμή τους ήταν ακόμα άγνωστη, σαν να μην υπήρχε, σαν να ήταν αιώνιοι. Το ήξεραν πως όλοι πεθαίνουν μια μέρα, αλλά προσποιούνταν πως αυτή η μέρα αφορούσε τους άλλους, όχι τους ίδιους» (σελ. 140).
  Το απόσπασμα αυτό τίθεται σαν αντίστιξη στη ζωή των δυστυχισμένων.
  «Άσε τα συγγνώμη και τα ζαχαρώματα, γεράματα ξέρεις τι είναι; Να μαλώνουν τα παιδιά σου ποιος δεν θα έρθει. Να μην έχουν χρόνο ούτε για ένα πέρασμα από το σπίτι σου, να τους κουράζει η ανημποριά σου γιατί δεν μπορεί να τους δώσει αυτά που έχουν συνηθίσει, τα πάντα δηλαδή» (σελ. 149).
  Τα γηρατειά, μια ακόμη δυστυχία. Όμως δεν έχουν όλοι οι γέροι αυτή την αντιμετώπιση από τα παιδιά τους, να το λέμε κι αυτό.
  «…τότε που την έπιανε κρίση κοκεταρίας» (σελ. 228).
  Ελάχιστες γυναίκες τις πιάνει κρίση κοκεταρίας, για τις υπόλοιπες είναι μια μόνιμη κατάσταση.
  Αυτό το μυθιστόρημα της Δραμητινού μου άρεσε ακόμη περισσότερο από τα άλλα. Εύχομαι κι αυτό να είναι καλοτάξιδο.
  Έχω ξεπεράσει τον ιδεοψυχαναγκασμό να ανιχνεύω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους σε πεζά κείμενα, όμως εδώ, χωρίς να το καταλάβω, εμφανίστηκαν από μόνοι τους. Δεν άντεξα στον πειρασμό και τους υπογράμμισα. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι.

Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έμπαινε στο σπίτι (σελ. 46)
Μιλιά δεν θα ’χουν να της πουν όταν τους συναντήσει (σελ. 57)
Έχωναν τις ανάσες τους στου ύπνου τα πλοκάμια» (σελ. 68)
Όλα μεταμορφώνονταν υπό τις προσταγές της (σελ. 190)
Μικρούλη και ανήμπορο σε έναν κόσμο ξένο (σελ. 216)
Τις άφησε ελεύθερες να τρέχουν στο λαιμό της (σελ. 218)
Οι πρωινοί περίπατοι άρχιζαν χωρίς βιάση (σελ. 238)
Μικρές κλαψιάρικες κραυγές σαν φοβισμένο ζώο (σελ. 242)
     

No comments:

Post a Comment