Friday, October 11, 2019

Jack Conway, Viva Villa (1934)


Jack Conway, Viva Villa (1934)


  Όχι, μου άρεσε περισσότερο ο «Pancho Villa» του Buzz Kulik, με τους Γιουλ Μπρίνερ, Ρόμπερτ Μίτσαμ και Τσαρλς Μπρόνσον, που είδα το ίδιο καλοκαίρι που κυκλοφόρησε (1968), ή ίσως το επόμενο, στα «σινε-Αστέρια», τον θερινό κινηματογράφο του χωριού μου.
  Γιατί σινε-Αστέρια.
  Μπορείτε να διαβάσετε το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου-από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».
  Μπα, είναι πολύ μεγάλο, θα το βάλω ουρά σ’ αυτή την ανάρτηση, όποιος δεν βαριέται ας το διαβάσει.
  Δεν μου άρεσε ο τρόπος που παρουσιάζεται ο Πάντσο Βίλλα, όχι γιατί δείχνεται συχνά στην ταινία ότι ήταν αγράμματος -και ο Μακρυγιάννης ήταν, στα γεράματα έμαθε γράμματα-αλλά γιατί μας δείχνεται σαν καθυστερημένος, με τις γελοίες γκριμάτσες του, ιδιαίτερα στην αρχή. Ένας τέτοιος άνθρωπος ποτέ δεν θα μπορούσε να ηγηθεί μιας αντάρτικης δύναμης τόσο δυνατής, ώστε να ανατρέψει τον Porfirio Diaz που κυβερνούσε δικτατορικά ευνοώντας τους πλούσιους γαιοκτήμονες που άρπαξαν τη γη των φτωχών αγροτών. Αυτό οδήγησε στην επανάσταση στην οποία παρότρυνε ο Φρανσίσκο Μαδέρο. Υποστηρικτές του ήταν ο στρατηγός Χουέρτα και ο Πάντσο Βίλλα με το άτακτο αντάρτικο σώμα του. Όταν ο Μαδέρο είχε έτοιμο τον νόμο για επιστροφή της γης που άρπαξαν οι γαιοκτήμονες από τους φτωχούς αγρότες, ο Χουέρτα τον δολοφόνησε με αποτέλεσμα να ξεσπάσει καινούρια επανάσταση που τον ανέτρεψε. Ηγετική φυσιογνωμία της ο Πάντσο Βίλλα. Επί τέλους υλοποιήθηκαν τα όνειρα των επαναστατών.
  Η επανάσταση αυτή πέρασε πολλούς κλυδωνισμούς, όμως οι κυβερνήσεις έκλειναν πάντα προς την Αριστερά. Δεν είναι τυχαίο ότι στο Μεξικό κατέφυγε ο Τρότσκι.
  Ενώ η ταινία του Kulik δείχνει τον Πάντσο Βίλλα στη πρώτη φάση της επανάστασης μόνο, η ταινία του Conway τον δείχνει από μικρό παιδί, μάρτυρα του θανάτου του πατέρα του από υπερβολικό μαστίγωμα, μέχρι τη δολοφονία του. Προειδοποιεί βέβαια ότι η ταινία είναι μυθοπλασία που στηρίζεται πάνω σε ιστορικά γεγονότα. Τώρα πια θεωρείται αυτονόητο ότι κάθε ταινία, ιστορική ή βιογραφική, έχει και το μυθοπλαστικό στοιχείο μέσα της, όμως μόνο στις λεπτομέρειες. Τα βασικά ιστορικά γεγονότα δεν διαστρεβλώνονται, σε όσες έχω δει τουλάχιστον. Και, έχοντας δει και την ταινία του Kulik, μπορώ βάσιμα να υποθέσω ότι και σε αρκετές λεπτομέρειες είναι πιστή στα ιστορικά γεγονότα. Μόνο ο τρόπος που παρουσιάζει τον Πάντσο Βίλλα, σε αντίθεση με τον Kulik, με ξενέρωσε. 
  Νομίζω είναι καιρός να ξαναδώ και  το «Βίβα Ζαπάτα».

Τα καλοκαίρια, ήδη από το 1958, λειτουργούσε ο θερινός σινεμάς του χωριού μου, το «σινέ Αστέρια», ελκυστικός ακόμη και για τους γεραπετρίτες. Βλέπαμε δύο έργα τη βδομάδα, μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον. Ψηλά ο έναστρος ουρανός, μπο­ρούσες να γύρεις πίσω το κεφάλι σου στην καρέκλα και να βυθιστείς σε έκσταση ή σε μεταφυσικούς στοχασμούς. Δίπλα στους τοίχους, αναρριχητικά φυτά πρόσφεραν μια σπάνια ομορ­φιά και ευωδία, με τα πράσινα φύλλα τους και τα πολύχρωμα άνθη τους. Ποντίκια σεριανούσαν συνεχώς πάνω στο λεπτό σαν σπάγκο κορμό τους, έχοντας εξοικειωθεί με την παρουσία μας κι εμείς με τη δική τους. Τα διαλείμματα απολαμβάναμε τα αναψυ­κτικά μας, τον πασατέμπο και τα στραγάλια μας. Απολαμβάναμε επίσης και τη διαφήμιση της επόμενης ταινίας από τον οπερατέρ, τον συγχωρεμένο τον Νικολή τον Μουδάτσο. Καθώς δεν ήξερε αγγλικά, και τα ονόματα των ηθοποιών ήταν στα ξένα, διάβαζε «άλλα των αλλών», πράγμα που προκαλούσε την ιλαρό­τητα μας. Η διαφήμιση του επόμενου έργου θα πρέπει να ήταν γι’ αυτόν μια φοβερή δοκιμασία, γιατί κάποτε δεν κρατήθηκε και μας φώναξε από το μικρόφωνο «Μη γελάτε, γιατί ανέ κατεβώ κάτω...», πράγμα που έκανε μεν τα δικά μας γέλια να σταματή­σουν μπροστά στο φόβο της απειλής, ξέσπασαν όμως άλλα δυνατότερα από τους υπόλοιπους θεατές, που πιο σοβαροί από εμάς περιορίζονταν απλά να χαμογελούν μ’ αυτές τις διαφημί­σεις.
Εκτός από αυτό το γέλιο, άφθονο γέλιο πρόσφεραν στην οθόνη ο Βουτσάς, ο Φωτόπουλος, ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης. Επίσης μας διασκέδαζαν τα κλάματα των διπλανών μας όταν βλέπαμε τις ταινίες του Ξανθόπουλου. Κάποτε βέβαια το παρακάναμε. Ένας χωριανός μας σηκώθηκε αγριεμένος από τα γέλια μας, στη μέση μιας παράστασης, και άρπαξε τον μικρότερο της παρέας από το λαιμό, λέγοντας του «Να σε πνίξω μωρέ, να σε πνίξω;». Φύγαμε κακήν κακώς και δεν τολμήσαμε να ξαναειρωνευτούμε τους ευσυγκίνητους χωριανούς μας.
Ο κινηματογράφος αυτός είχε την ίδια μοίρα με τους περισ­σότερους «τελευταίους παράδεισους», μετά την έλευση της τη­λεόρασης. Το καλοκαίρι του ’70 ο σινεμάς δεν άνοιξε, αφού το προηγούμενο καλοκαίρι οι θεατές είχαν λιγοστέψει επικίνδυνα, ξανάνοιξε όμως το ’71, για να μην ξανανοίξει έπειτα ποτέ πια.
Σήμερα μου αρέσει να ξαναβλέπω τις ταινίες που πρωτοείδα εκεί, όχι τόσο για αυτές τις ίδιες (στο μεταξύ, μπορώ να περηφανευτώ ότι απέκτησα καλύτερο γούστο) όσο γιατί με γεμίζουν με αναμνήσεις. Πολλές από αυτές τις είδαμε σκαρφαλωμένοι σε μια γειτονική μουριά ή στη διπλανή ταράτσα, όταν δεν είχαμε να πληρώσουμε το εισιτήριο.


No comments:

Post a Comment