Thursday, October 10, 2019

Florian Henckel von Donnersmarck, Μη χαμηλώνεις το βλέμμα (Werk ohne Autor, 2018)


Florian Henckel von Donnersmarck, Μη χαμηλώνεις το βλέμμα (Werk ohne Autor, 2018)
  

  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Τον Florian Henckel von Donnersmarck τον απολαύσαμε στις «Ζωές των άλλων», μια ταινία που άρεσε πολύ. Σειρά έχει το «Έργο χωρίς δημιουργό», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος.
  Ο Ντόνερσμαρκ κατατρύχεται από την ιστορία της πατρίδας του, που μετά τον πόλεμο χωρίζεται στα δυο. Κάποιους τους έχει ταλανίσει ιδιαίτερα. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και το ζευγάρι της ιστορίας.
  Βλέπουμε τον Κουρτ μικρό παιδί, λίγο πριν τον πόλεμο. Μένει προσωρινά μαζί με τη θεία του, που τον φροντίζει. Όμως αυτή είναι ψυχικά διαταραγμένη. Ο γιατρός στον οποίο απευθύνονται οι γονείς της για θεραπεία θα την «καταδώσει» στους ναζί (ναζί και ο ίδιος) με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ένα ψυχιατρείο, και στη συνέχεια σε μια ειδική μονάδα ανατολικά, όπου εξοντώνουν τους ψυχικά ασθενείς. Είδαμε μια ταινία με αυτό σαν κεντρικό θέμα, βασισμένη σε αληθινή ιστορία αν θυμάμαι καλά, όμως δεν μπορώ να θυμηθώ τον τίτλο.
  Και η κοπέλα;
  Η Ελίζαμπεθ είναι κόρη του γιατρού αυτού, ο οποίος είχε σταλεί διευθυντής σ’ αυτή τη μονάδα εξόντωσης. Η μοίρα θα ενώσει τους δυο νέους μεταπολεμικά. Ο πατέρας, που θα ξεφύγει, έχει αντιρρήσεις, όχι όμως και η μητέρα. Ο Κουρτ σπουδάζει ζωγραφική, η Ελίζαμπεθ ασχολείται με τη ραπτική και τον κόσμο της μόδας.
  Όλη η ταινία, πέρα από το ρομάντζο, έχει σαν κύριο θέμα την ζωγραφική, τόσο στην εκδοχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού όσο και στην εκδοχή της δυτικής μοντέρνας τέχνης. Στη Ανατολική Γερμανία ο καλλιτέχνης πρέπει να συμμορφώνεται με τις επιταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπως επί Χίτλερ με τις αντιλήψεις των Ναζί περί τέχνης οι οποίοι, ως γνωστόν, ήταν αντίθετοι με τις πρωτοπορίες. Μήπως η επιλογή είναι η Δύση με την ελευθερία που προσφέρει στους καλλιτέχνες;
  Όμως κι εκεί ο καλλιτέχνης δεν είναι ελεύθερος. Η πίεση που του ασκεί η αγορά και ο κύκλος των κριτικών που καθορίζει το γούστο είναι μεγάλος, έτσι δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογής αν θέλει να γίνει επιτυχημένος στο χώρο του. Εδώ κάθε παλαβή πρωτοτυπία εκθειάζεται σαν πρωτοπορία. Και βέβαια ο Ντόνερσμαρκ δείχνει αρκετά παλαβά αυτής της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, κάποια από τα οποία τα είχα διαβάσει, θυμάμαι, μαθητής.
  Δεν μου αρέσει η ζωγραφική. Δηλαδή μου αρέσει, ο Βαν Γκονγκ είναι ο αγαπημένος μου, όμως είναι μια τέχνη που βρίσκεται μακριά από τον πολύ κόσμο. Έχω δει ελάχιστους πρωτότυπους Βαν Γκονγκ στη ζωή μου, δεν είχα την πολυτέλεια να είμαι ταξιδεμένος και να επισκέπτομαι τα μουσεία της Ευρώπης. Και η απόλαυση που μπορεί να σου προσφέρει η φωτογραφία ενός πίνακα σε ένα άλμπουμ σαφώς είναι πολύ μικρότερη από ό,τι σου προσφέρει ο ίδιος ο πίνακας.
  Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη μουσική. Μπετόβεν μπορείς να ακούσεις σε οποιαδήποτε αίθουσα συναυλιών της πατρίδας σου. Και η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο να ακούσεις μια συμφωνία του σε μια συναυλία και στο να την ακούσεις από το στερεοφωνικό σου είναι πολύ μικρότερη από ότι η απόσταση ανάμεσα σε ένα πίνακα και στη φωτογραφία του. Όσο για τη λογοτεχνία, εκεί δεν υπάρχει καμιά διαφορά, είτε διαβάσεις τον Σταντάλ σε μια δερματόδετη έκδοση είτε σε βίπερ. Όσο για τον κινηματογράφο, σίγουρα είναι πιο όμορφο να βλέπεις μια ταινία σε αίθουσα από ότι στην τηλεόραση, όμως πόσα από τα αριστουργήματα που γυρίζονται κάθε χρόνο φτάνουν στις αίθουσες; Και αν στην τέχνη υπάρχει η δικτατορία των κριτικών, στον κινηματογράφο υπάρχει η δικτατορία του γούστου των πολλών, που οι επαρχιώτες την ξέρουν πολύ καλά. Ένας αιθουσάρχης της επαρχίας θα φέρει μια ταινία blockbuster και όχι μια ταινία σινεφίλ.
  Θυμάμαι ένα βιβλίο που αγόρασα μαθητής, στέλνοντας ένα κουπόνι από το ρομάντζο. Λεγόταν «Θαύμα καλλιτεχνικής δημιουργίας» (Θυμάμαι ακόμη τον Κούλη που μου το δανείστηκε και δεν μου το επέστρεψε). Εκεί διάβασα ότι υπάρχει ένας κινηματογράφος διαφορετικός από αυτόν που κατέληγε στα cine Αστέρια του χωριού μου (καλοκαιρινός) και στις δυο ή τρεις γεραπετρίτικες αίθουσες. Στο Βήμα είχα δει ότι αυτές οι ταινίες παίζονται σε ένα κινηματογράφο που λέγεται Στούντιο. Μόλις ανέβηκα στην Αθήνα, νομίζω υποψήφιος ακόμη για τις πανελλαδικές, έτρεξα στον κινηματογράφο αυτό. Και την ταινία που είδα την θυμόμουνα πάντα, και την ξαναείδα μετά από χρόνια. Ήταν «Το πόστο» του Ερμάνο Όλμι.  
     
 

No comments:

Post a Comment