Thursday, February 20, 2020

Chris Sanders, Το κάλεσμα της άγριας φύσης (The call of the wild, 2020)




  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Τελικά η δημοσιογραφική προβολή έγινε χθες, μια μόλις μέρα μετά από την προγραμματισμένη που ακυρώθηκε λόγω της απεργίας. Έτσι, ενώ είχα σκοπό να γράψω για την ταινία στο τέλος της κριτικής μου για το βιβλίο, τελικά θα γράψω ανεξάρτητα, συγκρίνοντας βέβαια την ταινία με το βιβλίο, όπως κάνω πάντα.
  Το βιβλίο για μένα ήταν πολύ καταθλιπτικό, γεμάτο αγριότητα. Αυτό με αποθάρρυνε από το να δω και άλλες κινηματογραφικές μεταφορές του. Βλέποντας όμως την ταινία του Σάντερς είδα ότι διαφέρει αρκετά ως προς την ατμόσφαιρα από το βιβλίο. Για παράδειγμα η αρχή είναι γεμάτη κωμικά επεισόδια με τις σκανταλιές του Μπακ, του σκυλιού του οποίου τις περιπέτειες θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια. Ακόμη δείχνεται πολύ πιο ανάγλυφα το δέσιμό του με τον μαύρο ταχυδρόμο οδηγό του έλκηθρου, ενώ στη θέση του συνοδηγού του, εντελώς κινηματογραφικά, είναι εδώ μια γυναίκα. Επίσης οι σκηνές αγριότητας απέναντι στον Μπακ και οι τσακωμοί του με τα άλλα σκυλιά περιορίζονται στο ελάχιστο. Μόνο ο αγώνας για την αρχηγία με τον Σπιτς δείχνεται αρκετά παραστατικά, όμως ο Σπιτς εδώ δεν σκοτώνεται, απλά, νικημένος, φεύγει. Ο ταχυδρόμος μάταια τον ψάχνει. Αρχηγός τώρα είναι ο Μπακ. Επίσης σώζει την κοπέλα από βέβαιο πνιγμό όταν σπάζει ο πάγος και βυθίζεται στο ποτάμι, κάτι που δεν συμβαίνει στο μυθιστόρημα. Τέλος τον Harrison Ford με τον οποίο θα συνδεθεί βαθύτατα στο τέλος, τον συναντάει και στην αρχή, στο ταξίδι για την Αλάσκα, και ο οποίος δεν είναι χρυσοθήρας, για άλλο λόγο βρέθηκε εκεί. Και βέβαια η πιο μεγάλη αλλαγή είναι ότι τον Harrison Ford δεν το σκότωσαν οι κακοί ινδιάνοι (τι διάβολο, αν κάποιοι είναι κακοί σ’ αυτή την ιστορία αυτοί είναι οι λευκοί που τους πήραν τη γη) αλλά ένας λευκός που δεν άκουσε τις συμβουλές του Harrison Ford να αναβάλει το ταξίδι με αποτέλεσμα το έλκηθρό του να βυθιστεί στο ποτάμι καθώς έσπασε ο πάγος και, αντίθετα από ότι συμβαίνει στο μυθιστόρημα,  δεν πνίγεται, καταφέρνει και γλιτώνει. Ο Μπακ βέβαια εκδικήθηκε άγρια για το θάνατο του αφεντικού του.
  Και ο Μπακ τι έγινε τελικά;
  Ακολούθησε την κραυγή.
  Τελικά συνειδητοποιώ ότι η μεγαλύτερη διαφορά ενός μυθιστορήματος από μια ταινία είναι ότι, σύμφωνα με τη διάκριση του Henry James, η ταινία είναι showing ενώ το μυθιστόρημα είναι telling. Η ταινία «δείχνει» τις πράξεις των προσώπων από τις οποίες μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για τον χαρακτήρα τους και για το τι αισθάνονται, κυρίως με τα γκρο πλαν, ενώ το μυθιστόρημα «λέγει» για το πώς αισθάνονται και πώς σκέπτονται τα πρόσωπα. Αυτό βέβαια γίνεται ολότελα εμφανές στο μυθιστόρημα του Λόντον, στο οποίο ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής δεν παύει να μας λέει πώς νοιώθει ο Μπακ κάθε στιγμή. Και βέβαια ένα μυθιστόρημα μπορεί να είναι και showing, αυτό προσπάθησε να κάνει στα έργα του ο Henry James, όπως και μια ταινία μπορεί να είναι και telling με το voice over, το οποίο ο Μάλικ χρησιμοποιεί αφειδώς.
  Το μυθιστόρημα δεν θα το συνιστούσα για μικρούς, όμως συνιστώ την ταινία ανεπιφύλακτα.
  Τελικά δεν άντεξα, είδα και την ομώνυμη ταινία του William Wellman, γυρισμένη το 1935, και διαπίστωσα ότι αυτό που γράφει η βικιπαίδεια δεν στέκει καθόλου, ο Κρις Σάντερς ακολουθεί το μυθιστόρημα και όχι την ταινία του Wellman που είναι μια ρομαντική κωμωδία με πρωταγωνιστές τον Κλαρκ Κέημπλ και τη Λορέτα Γιανγκ, και τον Μπακ σε supportive role.
  Δεν έχει νόημα να αναφερθώ στις διαφορές της από το μυθιστόρημα που είναι πολύ περισσότερες από ό,τι στην ταινία του Σάντερς. Απλώς ήθελα να σχολιάσω το unhappy end, που μου θύμισε τον «Βέρθερο» και τον «Ευγένιο Ονιέγκιν», και δεν μπορώ να θυμηθώ ποιες ταινίες. Σε όλες αυτές η γυναίκα, παρά το ό,τι είναι ερωτευμένη με τον άντρα, θα επιλέξει να παραμείνει κοντά στο σύζυγό της. Και όμως, θα ήταν τόσο εύκολο για τον Wellman να αφήσει να πεθάνει ο σύζυγός της από τα κτυπήματα του «κακού», παρά να τον μπάσει στη σκηνή και να χωρίσουν έτσι οι δυο ερωτευμένοι· ή, ακόμα καλύτερα, να μην εμφανιστεί καθόλου, καθώς ο Κλαρκ Γκέιμπλ υποστήριξε την πιο πιθανή εκδοχή, ότι αφού για δυο μέρες δεν έδωσε σημεία ζωής πρέπει να θεωρείται νεκρός. Είναι αδύνατο να επιβιώσει κανείς σ’ αυτό το άγριο, χιονισμένο τοπίο μετά τη δεύτερη μέρα.
  Τελικά η σκηνή του τέλους που θυμόμουνα, αυτή του μυθιστορήματος, ήταν αυτή που είχα δει στην επίσης ομώνυμη ταινία του Ken Annakin, γυρισμένη το 1972. Αποφάσισα να μην τη δω γιατί, λέω, θα με ψυχοπλακώσει, όπως το μυθιστόρημα.

No comments:

Post a Comment