Friday, May 22, 2020

Ιβάν Τουργκένιεφ, Πρώτη αγάπη και Άντσαρ


Ιβάν Τουργκένιεφ, Πρώτη αγάπη και Άντσαρ (μετ. Γιάννης Μαγκλής), Ζαχαρόπουλος 1988, σελ. 211


  Την «Πρώτη αγάπη» τη διάβασα πριν χρόνια σε reader και έγραψα γι’ αυτήν σε μια συγκριτολογική μελέτη-εισήγησή μου για ένα συνέδριο στη Λιουμπλιάνα (Σλοβενία) που είχε τίτλο «Η πρώτη αγάπη του Κονδυλάκη και του Τουργκιένεφ». Στην έκδοση που έχω του Ζαχαρόπουλου, γράφει στο εξώφυλλο μόνο «Πρώτη αγάπη», ενώ υπάρχει και το «Άντσαρ». Καθώς δεν το πρόσεξα όταν αγόρασα το βιβλίο λίγα χρόνια μετά, σε προσφορά, δεν το διάβασα. Το ανακάλυψα πριν λίγες μέρες και αποφάσισα να το διαβάσω. Ψάχνοντας για εξώφυλλο στο διαδίκτυο, για την ανάρτηση, είδα ότι σε μεταγενέστερη έκδοση αυτό διορθώθηκε.
  «Το άντσαρ είναι δέντρο φαρμακερό της στέπας. Η ένδοξη ποίηση του Πούσκιν, που έχει τον ίδιο τίτλο, συμβολίζει το δεσποτισμό του τύραννου και την τυφλή υπακοή του σκλάβου», διαβάζουμε στην ανυπόγραφη  προλογική σημείωση, ίσως του Γιάννη Μαγκλή.
  Δυο άνδρες και δυο γυναίκες είναι τα κεντρικά πρόσωπα της νουβέλας. Ο ένας είναι ο Αστάκοφ, πλούσιος γαιοκτήμονας που ονειρεύεται έναν καλό γάμο. Η Μαρία είναι η κουνιάδα του Ιπατόφ που τον φιλοξενεί. Η Ναντέζντα είναι φίλη της Μαρίας και ο Βερέτιεφ είναι ο αδελφός της. Η Μαρία είναι μια μελαγχολική ηρωίδα, την οποία έχει ερωτευθεί ο Βερέτιεφ.
  Δυο απ’ αυτούς τους ήρωες τους συνάντησα και στην νεοελληνική λογοτεχνία. Ο Βερέτιεφ έχει αρκετά από τα χαρακτηριστικά του Βαλαχά στο «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα, χωρίς τη σκληρότητά του. Ανεπρόκοπος και ο ίδιος, δεν θα υποχωρήσει όπως ο Βαλαχάς που δέχθηκε τελικά να εργασθεί σαν τελωνοφύλακας. Απεναντίας θα το ρίξει στο ποτό.
  «-Σταθείτε, φώναξε ο Βερέτιεφ κρατώντας την [τη Μαρία]: πέστε, τι θέλετε; Διατάχτε. Θέλετε να ξαναπιάσω υπηρεσία; Να γίνω αγρονόμος; Θέλετε να δημοσιέψω τραγούδια ερωτικά με συνοδεία κιθάρας; Να τυπώσω μια ποιητική συλλογή; Να καταγίνω στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στο χορό πάνω στο σκοινί; Θα κάνω το καθετί, ό,τι διατάξετε, μονάχα για να είστε ευχαριστημένη από μένα. Σας το ορκίζομαι, Μαρία. Θα κάνω το παν.
  Η Μαρία τον κοίταξε σταθερά.
  -Αυτά είναι λόγια, είπε, αλλά οι πράξεις… Ισχυρίζεστε να με υπακούτε…
  -Βέβαια, έκανε.
  -Κι όμως πόσες φορές σας παρακάλεσα…
  -Για ποιο ζήτημα;
  -Να μην πίνετε άλλο, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή» (σελ. 156).  
  Η Μαρία έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της Μαρίκας στο «Φθινόπωρο» του Χατζόπουλου. Μελαγχολική κι αυτή, άρρωστη, θα πεθάνει τελικά από τη φυματίωση, ενώ η Μαρία αυτοκτονεί.
  Γιατί αυτοκτονεί η Μαρία;
  Νομίζω όχι για το φευγιό του Βερέτιεφ προς άγνωστη κατεύθυνση, δεν την είδαμε εξάλλου να πολυσυγκινείται με τον έρωτά του, αν και ίσως της έλλειψαν οι ερωτικές του εξομολογήσεις. Ούτε για το ότι η Ναντέζντα την ξέχασε μετά το γάμο της. «Μακριά από τα μάτια, μακριά από την καρδιά» (σελ. 180) σχολιάζει ο Ιπατόφ. Όταν θα αποφασίσει τελικά να της γράψει, η Μαρία έχει ήδη αυτοκτονήσει.
  Βασικά, πιστεύω, ένιωθε παγιδευμένη στην επαρχιακή της ζωή, και αυτό ήταν ίσως που την οδήγησε στη μελαγχολία και τελικά στην αυτοκτονία. Μπορούμε βέβαια να υποθέσουμε ότι έτρεφε και κάποια ματαιωμένα αισθήματα για τον Αστάκοφ, και η ένδειξη είναι ότι αυτοκτόνησε τη βραδιά που τους επισκέφτηκε. Πιθανόν η επίσκεψη αυτή να υπήρξε ο εκλυτικός παράγοντας της αυτοκτονίας της.
  Η Ναντέζντα έτρεφε σίγουρα αισθήματα απέναντί του, τα οποία δήλωσε εμμέσως πλην σαφώς με το χαρτάκι που του έδωσε, που ήταν μέσα στο περιτύλιγμα μιας καραμέλας. Αργότερα θα διαβάσουμε τον παρακάτω διάλογο:
 «[Αστάκοφ]-Μπα, τον παντρεύτηκε λοιπόν; Πού πήγανε;
  -Στην Άγια-Πετρούπολη. Μου είπε ακόμη να σου θυμίσω ένα κάποιο ρητό μιας καραμέλας» (σελ. 178).
  Το ρητό ήταν «αυτός που με παραμελεί, με χάνει».
  Του άρεσε η Ναντέζντα, σίγουρα θα μπορούσε να είχε κάνει σχέση μαζί της, όμως αυτός είχε «το μυαλό σε γάμο συμφεροντολογικό» (σελ. 172).
  Και η Μαρία του άρεσε, όμως είχε γίνει αγνώριστη όταν την ξαναείδε.
  «Η πόρτα άνοιξε και η Μαρία φάνηκε. Ο Αστάκοφ σηκώθηκε να τη χαιρετήσει κ’ έμεινε ακίνητος από έκπληξη, τόσο είχε αλλάξει από τότε που είχε να τη δει. Το χρώμα είχε εξαφανιστεί από τ’ αδυνατισμένα μάγουλά της, μεγάλος κύκλος μαύρος ήταν γύρω από τα μάτια της και τα χείλη της σφιγγόντουσαν πικραμένα. Όλο το πρόσωπό της σκυθρωπό και σκοτεινό, έμοιαζε πετρωμένο. Σήκωσε τα μάτια στον Αστάκοφ· δεν είχαν πια λάμψη κ’ ένταση» (σελ. 181).
  Ο Αστάκοφ «Ήτανε κύριος εξακοσίων ψυχών και άρχιζε να σκέφτεται το γάμο. Αυτό που επιθυμούσε να συναντήσει ήτανε γυναίκα με μεγάλες σχέσεις, βρίσκοντας ότι ο ίδιος δεν είχε αρκετές. Με μια λέξη άξιζε το επίθετο που στη Ρωσία είχε γίνει πολύ της μόδας: του τζέντλεμαν» (σελ. 116).
  Ο σαρκασμός της τελευταίας πρότασης σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητος.  
  Είχα έτσι κι αλλιώς σκοπό να το γράψω, αλλά ξαναδιαβάζοντας την ανάρτησή μου για το «Φθινόπωρο» θα παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από εκεί:
  «Μα όταν έπειτα λογάριασε πως με το κτήμα αυτό η προίκα της
Μαρίκας ανέβαινε ψηλότερα από της Φιφίκας Πρίφτη…».
  Και θυμήθηκα ένα σχόλιο για τον Μπαλζάκ, ότι στα έργα του, αντίθετα από ό,τι στα ρομαντικά μυθιστορήματα, οι πρακτικές πλευρές της ζωής δεν αγνοούνται καθόλου, όπως πόση προίκα έχει η Α, τι εισόδημα έχει ο Β, κ.λπ.».
  Εδώ οι άνθρωποι της αριστοκρατίας αποτιμούνται με το πόσες ψυχές έχει ο ένας, πόσες ο άλλος. Ζωντανές ψυχές, όχι νεκρές σαν του Γκόγκολ. Εκείνη την εποχή στη Ρωσία υπήρχε ακόμη η δουλοπαροικία.
  Ενώ η Μαρία είναι ένας μελαγχολικός χαρακτήρας γεμάτος εσωστρέφεια, η Ναντέζντα είναι ένας εξωστρεφής χαρακτήρας όλο ζωή. Δεν χαρίζεται σε κανένα, κάνοντας τον αδελφό της, που «την αγαπούσε τρυφερά… να βεβαιώνει ότι αυτή τσιμπούσε όχι όπως η μέλισσα, μα σα σφήκα: γιατί η μέλισσα πεθαίνει αφού πρώτα τσιμπήσει, ενώ η σφήκα αισθάνεται καλύτερα» (σελ. 127).
  Αναρωτιόμουνα αν θα έβλεπα κι εδώ μονομαχία, την οποία συνάντησα σχεδόν σε όλα τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του Τουργκένιεφ που διάβασα μέχρι τώρα. Και πράγματι υπήρξε πρόκληση για μονομαχία στον Αστάκοφ, που όμως τελικά την απέτρεψε ο Βερέτιεφ. Αυτός που θα μονομαχούσε ήταν ο ζηλιάρης  Στελτσίνσκι που τελικά θα παντρευτεί τη Ναντέζντα.
  Ένα ενδιαφέρον υφολογικό στοιχείο είναι η «λεκτικοποίηση» των αισθημάτων εν είδει εσωτερικού μονόλογου.
  «Τα μεγάλα σκοτεινά μάτια της ήτανε σχεδόν πάντα χαμηλωμένα. Ήτανε σαν να έλεγε: -ξέρω καλά ότι όλοι σας με κοιτάζετε· αυτό μ’ ενοχλεί, αλλά, κάντε το, κοιτάτε με» (σελ. 120).
  Αυτή τη λεκτικοποίηση αισθημάτων και διαθέσεων θα τη συναντήσουμε και άλλες φορές στο κείμενο.
  Και εδώ φαίνεται για άλλη μια φορά η υπεροχή της λογοτεχνίας σε σχέση με τον κινηματογράφο. Ούτε το πιο εκφραστικό γκρο πλαν δεν θα μπορούσε να αποδώσει ένα τέτοιου είδους συναίσθημα όπως το παραπάνω.  
  «Η παροιμία έχει δίκιο: τα γηρατειά δεν είναι ευτυχία» (σελ. 182).
  Είπε κανείς το αντίθετο;
  Όμως να παραθέσουμε ένα ακόμη απόσπασμα.
  «-Δεν αμφιβάλλω· είσαι σωστή Μπουμπουλίνα» (σελ. 121), και σε σημείωση διαβάζουμε: Η ηρωίδα μας Μπουμπουλίνα ήταν πολύ γνωστή και αγαπητή στη Ρωσία.
  Θα συναντήσουμε κάποιες αναφορές στην Ελλάδα και στους έλληνες.
  Τη νουβέλα αυτή τη βρίσκω ολότελα τσεχωφική. Όλοι οι ήρωες οδηγούνται, αν δεν την κουβαλούν ήδη, σε μια δυστυχισμένη ζωή.
  Ο Γεγκόρ Καπίτονιτς, ένα από τα δευτερεύοντα πρόσωπα της νουβέλας, είναι απαρηγόρητος από το θάνατο της γυναίκας του «από χολέρα» (σελ. 179).
  Ήταν τόσο ευτυχισμένος μαζί της;
  Μάλλον ένοιωθε να του λείπει, παρόλο που του είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη.
  Για τη δυστυχισμένη τη Μαρία, τα είπαμε ήδη.
  Η φίλη της η Ναντέζντα;
  Διαβάζουμε για τον άντρα της:
  «Ο άντρας της εργαζόταν στη διοίκησή μας. Θα τον έχετε δει επίσης: ένας κούφος μουστακαλής. Άρπαξε μια ωραία γυναίκα και μια καλή προίκα» (177-178).
  Πιο κάτω διαβάζουμε ότι «…δε σύχναζε μονάχα τα πανδοχεία της Ιταλίας, τόνε βλέπανε συχνά στις λέσχες και στις αίθουσες συνδιαλέξεων. Στην αρχή έχασε πολλά χρήματα, ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησε να χάνει. Το πρόσωπό του είχε πάρει την έκφραση αυτή τη μισοφιλύποπτη, τη μισοαναίσχυντη, που παρατηρείται στους ανθρώπους που είναι έτοιμοι ν’ ανταμώσουν κακές περιπέτειες. Έβλεπε σπάνια τη γυναίκα του, που άνετα υπόφερε την απουσία του» (σελ. 186-187).
  Και ο Βερέτιεφ;
  Ο Αστάκοφ τον συνάντησε πέντε χρόνια αργότερα. Δεν θα τον γνώριζε αν δεν του μιλούσε ο ίδιος.
  «Παραλίγο να πέσει απάνω σ’ έναν κύριο σκεπασμένο με παλτό α λα Αλμαβίδα, που στο κεφάλι είχε ένα σκούφο βελούδινο, που το πρόσωπό του αρκετά μαραμένο είχε μουστάκια βαμμένα και που τα μάτια του ήταν πρησμένα και μισοκοιμισμένα» (σελ. 189).
  Παρακάτω διαβάζουμε:
  «Επίμεναν να βλέπουν το Βερέτιεφ σαν άνθρωπο εξαιρετικό, που κλήθηκε να καταπλήξει τον κόσμο, αλλά αυτός, που είχε πιο πολύ μυαλό, ένιωθε καλά την ολοκληρωτική και απέραντη αχρησιμότητά του. Άλλωστε πρέπει να ειπωθεί ότι και έξω από το φιλικό κύκλο του, πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι, αν ο ίδιος δεν είχε καταστρέψει τη ζωή του, δεν θα μπορούσαν να μαντέψουν τι θα ήταν ικανός να γίνει. Αυτοί οι άνθρωποι γελιόντουσαν: οι Βερέτιεφ δεν έγιναν ποτές τίποτα» (σελ. 191).
  Το τελευταίο δεν είναι σχόλιο του τριτοπρόσωπου αφηγητή, είναι κρίση του ίδιου του Τουργκένιεφ.
  Και ο κεντρικός ήρωάς μας, ο Αστάκοφ;
  «Απάνω στο φαρδύ πλακοστρωμένο δρόμο, ανάμεσα σ’ άλλους περπατητές, βάδιζε η παλιά γνωριμιά μας, ο κύριος Αστάκοφ. Από τότε που χωριστήκαμε απ’ αυτόν είχε παχύνει, χωρίς διόλου να γεράσει» (σελ. 189).
  Ενδιαφέρον έχει η αποστροφή στους αναγνώστες, κάτι που, διάβασα, συνήθιζε να κάνει και ο Ντίκενς. Ποιοι χωριστήκαμε απ’ αυτόν; Μα εγώ κι εσείς, αγαπητοί του αναγνώστες.
  Και ο γάμος του;
  «-Να η γυναίκα μου, βιάστηκε να πει ο Αστάκοφ διακόπτοντάς τον. Πάμε να τη βρούμε.
  Και οι δυο τζέντλεμαν τράβηξαν προς μια μικρή χαμηλή άμαξα, πολύ κομψή, που στην πόρτα της φαινόταν το χλομό και γιομάτο θυμωμένη ανωτερότητα πρόσωπο μιας γυναίκας ακόμη νέας, μα κι όλας γριάς» (σελ. 193).
  Αυτός ήταν ο συμφεροντολογικός γάμος που κατάφερε να κάνει.
  Εξαιρετικός ο Τουργκένιεφ, έχω αποφασίσει να διαβάζω κάθε έργο του που πέφτει στα χέρια μου. Το κάνω κιόλας για τους Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Γκόγκολ, Μπουλγκάκοφ και Τσέχωφ.

 

No comments:

Post a Comment