Saturday, May 16, 2020

Peyman Ghassemkhani, The good, the bad and the corney (2017)


Peyman Ghassemkhani, The good, the bad and the corney (2017)


  Αφού μας έδωσε το εξαιρετικό σενάριο για τη «Σαύρα» του Kamal Tabrizi, ο Peyman Ghassemkhani σκηνοθετεί ο ίδιος το σενάριό του «Ο καλός, ο κακός και ο κοινότυπος». 
  Ο τίτλος αποτελεί παράφραση του «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», ακούμε μάλιστα και τη μουσική του Ennio Morricone.
  Ο σκηνοθέτης, που είναι ο ίδιος ο Mani Haghighi, υποκύπτει στην πίεση της παραγωγού να προσλάβει για το καινούριο του έργο δυο ηθοποιούς, όχι πρωτοκλασάτους βέβαια, που μέχρι τώρα έπαιζαν σε σήριαλ. Όταν του παρουσιάζονται όμως τραβάει τα μαλλιά του. Τέτοιους αφελείς και άσχετους δεν είχε ξανασυναντήσει. Όμως δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς.
  Πριν αναλάβουν το ρόλο τους (ο καλός και ο κακός) πρέπει να εκπαιδευτούν. Και ποιος θα τους εκπαιδεύσει; Ένας αξιωματικός της αστυνομίας που βρίσκεται σε δυσμένεια, γιατί έπιασε μεν τον εγκληματία, αλλά μέσα στην ινδική πρεσβεία, αφού πρώτα έστειλε τρεις υπαλλήλους της στο νοσοκομείο, πράγμα που οδήγησε σε διπλωματικό επεισόδιο.
  Τους βλέπει, τραβάει και αυτός τα μαλλιά του, αλλά στην κατάσταση που βρίσκεται δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
  Και ενώ ξεκινάει να τους εκπαιδεύει, εμπλέκεται σε μια υπόθεση δολοφονίας, και μαζί του βέβαια και οι δυο εκπαιδευόμενοι. Και θα ακολουθήσουν αρκετά σπαρταριστά επεισόδια μέχρι βέβαια να συλληφθούν οι κακοί, στη σύλληψη των οποίων οι δυο ηθοποιοί θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Επίσης θα βοηθήσουν στο να πλεχτεί το ειδύλλιο ανάμεσα στον αστυνομικό και την παραγωγό.
  Όλο το έργο είναι μια παρωδία του κόσμου του κινηματογράφου, από τα κλισέ που βλέπουμε στις ταινίες, όπως όταν ένας αστυνομικός συλλαμβάνει κάποιον που του λέει «Έχεις το δικαίωμα να σιωπήσεις· ό,τι πεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου» μέχρι την «ποιητική δικαιοσύνη» που τελικά θριαμβεύει. Σαρκάζοντάς την ο Ghassemkhani αφήνει στο τέλος ασύλληπτο τον δολοφόνο, όχι για άλλο λόγο αλλά γιατί έτσι γίνεται κάποιες φορές στις ταινίες, ο δράστης μένει ασύλληπτος για να υπάρξει και sequel (θυμάμαι πόσο τρομοκράτησε το γιο μου, παιδί τότε, ακριβώς ένα τέτοιο τέλος σε μια ταινία του James Bond, δεν θυμάμαι ποια). Και βέβαια έχουμε και τη «διάσταση» ανάμεσα στην εμπειρία του αστυνομικού, ότι ο πρώτος ύποπτος είναι τις περισσότερες φορές και ο ένοχος, και στην «κινηματογραφική» εμπειρία των δυο ηθοποιών, ότι ο ένοχος είναι ο υπεράνω πάσης υποψίας.
  Η σάτιρα παίρνει μπάλα και τον κόσμο του ποδοσφαίρου.
  Ο ένας είναι πρώην αποτυχημένος ποδοσφαιριστής, αλλά ένα γκολ που χάρισε τη νίκη στην ομάδα του θα είναι αιτία να γλιτώσουν από τους κακούς.  -Όχι, δεν μπορώ να σκοτώσω αυτόν που έβαλε αυτό το καταπληκτικό γκολ, θα πει αυτός που είναι επιφορτισμένος να τους εκτελέσει. Όμως για να μην υποψιαστούν οι δικοί του βάζει και τον δένουν, και μάλιστα τους ζητάει να του ρίξουν και μια γερή γροθιά στο πρόσωπο για να είναι η ιστορία του πιο πειστική.
  Κωμικά ήταν και τα δυο επεισόδια στην αρχή και στο τέλος της ταινίας, περίπου άσχετα με την πλοκή, courtesy στη γυναίκα του, τη Bahareh Rahnama.
  Μου έκανε εντύπωση η χαμηλή βαθμολογία που έχει η ταινία στο IMDb, μόλις 5.1· αν και δεν θα ’πρεπε, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά. Μπορώ βέβαια να υποθέσω το λόγο: ελάχιστο πιστολίδι, κανένα κυνηγητό με αυτοκίνητα, πράγματα που είναι βασικά συστατικά στη συνταγή του είδους. Η σάτιρα προφανώς άφησε αδιάφορους, αν δεν πέρασε ολότελα απαρατήρητη, τους περισσότερους από τους 1.409 που βαθμολόγησαν. Εγώ θα έβαζα 7, αλλά επειδή τη θεωρώ αδικημένη έβαλα 8.
  Πολύ θα ήθελα να δω και την ταινία «Sensitive floor» της οποίας ο Γασεμχανί υπογράφει το σενάριο, κι αυτή με χαμηλή βαθμολογία, σε σκηνοθεσία, όπως και η «Σαύρα», του Kamal Tabrizi, όμως δεν βρίσκω υπότιτλους, και ιρανικά δεν ξέρω.

No comments:

Post a Comment