Thursday, June 11, 2020

Λόγγου, Δάφνις και Χλόη


Λόγγου, Δάφνις και Χλόη 3ος αιώνας μ.Χ. 

  Καθώς πιστεύω στην υπεροχή του γραπτού λόγου απέναντι στην εικόνα, σχεδόν πάντα γράφω για το βιβλίο και μετά προσθέτω δυο λόγια για την κινηματογραφική ή τις κινηματογραφικές μεταφορές του, τις οποίες βλέπω μετά. Εδώ όμως συνέβη το αντίστροφο. Είδα πρώτα το «Δάφνις και Χλόη» (1931) του Ορέστη Λάσκου, και μετά μου πέραση η ιδέα να διαβάσω και το έργο του Λόγγου, γράφοντας πρώτα γι’ αυτό. Όπως κάνουμε και στην κοινωνική ανθρωπολογία, αναζητούμε τον Ur-myth, τον αρχέμυθο, για να μελετήσουμε καλύτερα τις εκδοχές του.
  Να το πούμε από τώρα, το έργο υπάρχει στο διαδίκτυο σε μετάφραση Ηλία Βουτιερίδη (Ελευθερουδάκης, 1921) απ’ όπου το διαβάσαμε και από το οποίο θα κάνουμε τις παραπομπές, ενώ το ελληνικό κείμενο σε κριτική έκδοση υπάρχει στο Gutenbergproject.
  Το έργο είναι ένα βουκολικό ερωτικό μυθιστόρημα και αναφέρεται στο ειδύλλιο δυο νεαρών βοσκών, του δεκαπεντάχρονου Δάφνη (Δάφνης με η, όπως τον έχει ο Βουτιερίδης στη μετάφρασή του) 
και της δεκατριάχρονης Χλόης (ίδιες ηλικίες με του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας). Και οι δυο είναι γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών που οι γονείς τους τους παράτησαν, μωρά, στο έλεος της τύχης (στο τέλος θα μάθουμε τους λόγους).
  Ο Λάμωνας βλέπει πολλές φορές να χάνεται από το κοπάδι μια γίδα. «Κάποια φορά την παρακολουθεί να βρει πού πηγαίνει κι απάνω στο καταμεσήμερο, αφού πήρε κατά πόδι τη γίδα, τη βλέπει να στέκεται μ' ανοιχτά τα πόδια προσεχτικά μήπως πατώντας με τα νύχια της το μωρό του κάνει κανένα κακό, και τούτο σαν από μάννας βυζί να βυζαίνη το γάλα. Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο».
  Το παίρνει φυσικά και το μεγαλώνει μαζί με την γυναίκα του τη Μυρτάλη.
  Αυτός ήταν ο Δάφνης.
  Και η Χλόη;
  «Κι όταν πια είχαν περάσει δυο χρόνια, βοσκός από γειτονικά χτήματα, που τον έλεγαν Δρύαντα, ενώ έβοσκε, βρίσκει κι αυτός κατά τύχη παρόμοια πράγματα και βλέπει τα ίδια… Στη σπηλιά αυτή των Νυμφών πηγαίνοντας συχνά προβατίνα νιόγεννη, έκανε πολλές φορές να θαρρούν πως χάθηκε. Θέλοντας ο Δρύαντας να τη συμμαζέψη και να τη βάλη στην προτητερινή τάξη, αφού λύγισε δεμάτι από χλωρές βέργες και τόκαμε παρόμοιο με θηλιά, εζύγωσε στο βράχο για να την πιάση εκεί. Μα άμα έφτασε κοντά, δεν είδε τίποτε από όσα περίμενε, παρά την προβατίνα να δίνη σαν άνθρωπος το μαστάρι της για να τρέχη μπόλικο το γάλα κ' ένα παιδί, χωρίς να κλαίη, να φέρνη λαίμαργα από το ένα μαστάρι στάλλο το στόμα, παστρικό και χαρούμενο, επειδή η προβατίνα του έγλυφε με τη γλώσσα το πρόσωπο, άμα χόρταινε. Θηλυκό ήταν το παιδί τούτο· και κείτονταν κοντά του σπάργανα και σημάδια, φασκιά ολόχρυση, ποδήματα χρυσοκέντητα και βρακάκια χρυσοΰφαντα».
  Παίρνει κι αυτός λοιπόν το μωρό και το μεγαλώνει μαζί με τη γυναίκα του τη Νάπη.
  Η μοίρα των γιδιών και των προβάτων είναι να τελειώνουν τη ζωή τους κάτω από ένα μαχαίρι. Στην αρχή στο σπίτι μας είχαμε δυο πρόβατα, με το μαλλί των οποίων η μητέρα μου έπλεκε φανέλες για τον πατέρα μου (φορούσε χοντρές φανέλες γιατί είχε πάθει πλευρίτιδα στα νιάτα του, όπως και η μητέρα μου) και εμένα πουλόβερ. Επειδή όμως έβγαζαν παχύ γάλα, με πολλά λιπαρά (η μητέρα μου έπρεπε να το αραιώνει ρίχνοντας μέσα νερό πριν το βράσει) και λιγότερο από ό,τι οι κατσίκες, τα αντικαταστήσαμε με κατσίκες, καθώς περνούσαμε πια στην «κοινωνία της αγοράς» (βλέπε το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά») και τις φανέλες και τα πουλόβερ τα αγοράζαμε.
  Τι γίνεται λοιπόν με τα πρόβατα και τις κατσίκες όταν γεράσουν;
  Σφάζουν τα πρόβατα και τις κατσίκες όταν γεράσουν.
  Όμως δεν τα έσφαζαν οι χωριανοί, τα πήγαιναν στο χασάπη, τον Ανδρέα το Βογιατζή. Μόνο τις κότες έσφαζαν μόνοι τους. Για τη μητέρα μου βέβαια ήταν αδύνατο να σφάξει κότα, τις έσφαζε ο πατέρας μου.  
    Να έγινε άραγε το ίδιο και με την κατσίκα και το πρόβατο που βύζαξαν το Δάφνη και τη Χλόη; Αναρωτιόμουνα.
  Ο Λόγγος, επειδή σκέφτηκε ότι όλοι οι αναγνώστες του θα αναρωτιόντουσαν, μας έβγαλε στο τέλος από την αμφιβολία. Μας λέει ότι πέθαναν από γεράματα και τις έθαψαν. Μάλιστα στο μνήμα τους έβαζαν και στεφάνι.
  Και πώς έφτασαν στο σημείο να ερωτευθούν οι δυο νέοι;
  Μας λέει ο Λόγγος:
  «Κ' ήτανε πια ο ένας δέκα πέντε χρονών κ' η άλλη μικρότερη δυο χρόνια, όταν ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας βλέπουν την ίδια νύχτα τέτοιο όνειρο. Τους φάνηκεν ότι οι Νύμφες εκείνες, που ήτανε στη σπηλιά, όπου η πηγή, όπου βρήκε το παιδί ο Δρύαντας, παράδωσαν το Δάφνη και τη Χλόη σε παιδί πολύ ζωηρό κι όμορφο, που είχε φτερά στους ώμους κ' εκρατούσε σαΐτες μικρές μαζί με δοξάρι. Κι αφού άγγιξε και τα δυο παιδιά με μια σαΐτα, τα πρόσταξε να βόσκουνε στο εξής ο ένας τα γίδια κ' η άλλη τα πρόβατα».
  Αφού βόσκανε τα πρόβατα δίπλα δίπλα, τι πιο φυσικό να πιάσουν φιλίες και μετά να ερωτευθούν. Όμως την ολοκλήρωση της σχέσης τους δεν θα τη δούμε παρά μόνο στο τέλος του μυθιστορήματος, τη βραδιά του γάμου τους:
  «τότε όμως, άμα ενύχτωσε, τους εσυντρόφευαν όλοι ίσαμε την κάμαρά τους, άλλοι παίζοντας το σουραύλι, άλλοι τη φλογέρα κι άλλοι κρατώντας αψηλά μεγάλες λαμπάδες. Κι όταν έφτασαν κοντά στη θύρα, ετραγουδούσανε με σκληρή κι άγρια φωνή, σαν να ξέσκιζαν τη γις με τσουγγράνα κι όχι σαν να τραγουδούσαν του γάμου το τραγούδι. Κι ο Δάφνης κ' η Χλόη αφού επλάγιασαν γυμνοί, αγκαλιάζονταν κ' εγλυκοφιλιόντανε, κ' έμειναν άγρυπνοι όλη τη νύχτα πιο πολύ κι από τις κουκουβάγιες. Και έκαμε ο Δάφνης της Χλόης κάτι από όσα τον είχε δασκαλέψει η Λυκαίνιο· και τότε η Χλόη πρωτόμαθε ότι όσα εγίνονταν στο δάσος ήτανε βοσκών παιγνίδια».
  Ποια ήταν η Λυκαίνιο;
  Θα το πούμε όταν έλθει η σειρά της.
  Ο Δάφνης έπεσε σε ένα λάκκο, παγίδα για λύκους, μαζί με τον τράγο που κυνηγούσε. Τους ανέσυρε ο Δόρκωνας ο γελαδάρης.
  Ο Δάφνης, βρώμικος από το πέσιμο, πηγαίνει στη λίμνη των νυμφών να πλυθεί. Βγάζει τα ρούχα του και ολόγυμνος πέφτει στο νερό. Βλέποντάς τον έτσι γυμνό η Χλόη τον ερωτεύεται.
  Υποφέρει πολύ το ερωτευμένο κορίτσι. Ας την ακούσουμε.
  «Τώρα εγώ είμαι άρρωστη, μα δεν ξέρω ποια η αρρώστια· πονώ και δεν έχω πληγή· λυπάμαι κι όμως κανένα από τα πρόβατά μου δεν έχασα. Καψόνω κι όμως κάθουμαι σε τέτοιον ίσκιο. Πόσα βάτα μ' αγκύλωσαν πολλές φορές και δεν έκλαψα. Πόσες μέλισσες μ' εκέντρισαν, μα έφαγα. Αυτό που μου τρυπάει τώρα την καρδιά είναι σκληρότερο από όλα εκείνα. Όμορφος είναι ο Δάφνης όπως και τα λουλούδια· όμορφα μιλάει το σουραύλι του όπως και τ' αηδόνια· για κείνα όμως δε λέω τίποτε. Άμποτε να γινόμουνα σουραύλι του για να με φυσάη· άμποτε να γινόμουνα κατσίκι για να με βόσκη εκείνος. Ω! κακό νερό, μονάχα το Δάφνη έκαμες όμορφο κ' εγώ του κάκου ελούστηκα. Χάνουμαι, αγαπημένες Νύμφες, και μήτ' εσείς δε σώζετε την κόρη, που αναθράφηκε κοντά σας. Ποιος θα σας βάλη στεφάνια ύστερ' από μένα; ποιος θα αναθρέψη τα δυστυχισμένα τ' αρνιά; ποιος θα περιποιηθή τον τραγουδιστή το τζίτζικα, που εγώ τον έπιασα με πολύ κόπο για να με κοιμίζη, λαλώντας κοντά στη σπηλιά; να τώρα εγώ αγρυπνώ για το Δάφνη κ' εκείνος του κάκου λαλάει».
  Θα έλθει γρήγορα και η σειρά του Δάφνη να την ερωτευθεί. Όμως πώς;
  Ο Έρωτας τα κανόνισε πάλι.
  Ο Δόρκωνας ερωτεύτηκε τη Χλόη. -Ε, δεν γίνεται, λέει στον Δάφνη, πρέπει να διαλέξει έναν από τους δυο μας.
  Τη φωνάζουν και αρχίζουν να μιλούν για τον εαυτό τους, ανεβάζοντάς τον, και για τον ερωτικό αντίζηλο, κατεβάζοντάς τον. Αφού τους ακούσει και τους δυο η Χλόη θα διαλέξει. Όχι δείχνοντας ή ονομάζοντας, όχι. Θα φιλήσει αυτόν που θα επιλέξει.
  Πρώτος μιλάει ο Δόρκωνας, όμως εμείς θα παραθέσουμε τα λόγια του Δάφνη.
  «— Εμένα με ανάθρεψε γίδα καθώς τον Δία. Και βόσκω τράγους που θα τους κάμω μεγαλείτερους από τα βώδια τουτουνού· και δε βρωμάω καθόλου εξαιτίας τους, αφού δε βρωμάει κι' ο Πάνας, που στο περισσότερο μέρος του κορμιού του είναι τράγος. Και μου είναι αρκετό το τυρί και το ψημένο ψωμί και τ' άσπρο κρασί, όσα έχουνε πλούσιοι χωριάτες. Είμαι άτριχος· μα είναι κι' ο Διόνυσος· μελαχροινός· μα κι' ο υάκινθος είναι μελαψός· όμως κ' ο Διόνυσος είναι ομορφότερος από τους σάτυρους κι' ο υάκινθος από τους κρίνους. Αυτός είναι ξανθός σαν αλεπού και μουσάτος σαν τράγος κι' άσπρος σαν γυναίκα από τη χώρα. Κι' αν είναι ανάγκη να φιλήσης εσύ, εμένα θα μου φιλήσης το στόμα, τουτουνού όμως τις τρίχες του γενιού του. Και θυμήσου, παρθένα, ότι σε ανάθρεψε προβατίνα, μα κι' ότι είσαι όμορφη».
  Φυσικά η Χλόη επιλέγει τον Δάφνη και τον φιλάει. Αυτό το πρώτο φιλί είναι που άναψε στην καρδιά του τον έρωτά του για την Χλόη. Τώρα πια δεν υποφέρει μόνο αυτή αλλά κι αυτός.
  Να πούμε ότι αυτοί οι λεκτικοί διαξιφισμοί αντλούν την καταγωγή τους από τους σοφιστές και τους πλατωνικούς διαλόγους. Θα συναντήσουμε ανάλογους και πιο κάτω.
  «— Τι λοιπόν μούκαμε της Χλόης το φιλί; Τα χείλη της είναι πιο τρυφερά κι από τα τριαντάφυλλα και το στόμα της πιο γλυκό κι από τις κερήθρες· μα το φιλί της πιο φαρμακερό κι από το κεντρί της μέλισσας. Πολλές φορές εφίλησα κατσικάκια· πολλές φορές εφίλησα σκυλάκια νιογέννητα και το μουσκάρι που εχάρισε ο Δόρκωνας· μα το φιλί τούτο είναι αλλιώτικο. Πιάνεται η αναπνοιά μου, χτυπάει η καρδιά μου, λυόνει η ψυχή μου κι όμως θέλω να ξαναφιλήσω. Ω νίκη κακή! Ω αρρώστια παράξενη, που μήτε τ' όνομά της δεν ξέρω να ειπώ. Άρα γε μαγιοβότανο είχε φάει η Χλόη, προτού να με φιλήση; μα πώς δεν πέθανε; Πώς λαλούνε τ' αηδόνια και το σουραύλι μου σωπαίνει! πώς χοροπηδούν τα γίδια κ' εγώ κάθουμαι! πώς λουλουδίζουν τ' άνθη κ' εγώ στεφάνια δεν πλέκω! Οι μενεξέδες και τα γιατσέντα ανθίζουν κι ο Δάφνης μαραίνεται! Τάχα κι ο Δόρκωνας πιο όμορφος από μένα θα φανή;».
  Ο Δόρκωνας δεν το βάζει κάτω, αλλά δεν θα τα καταφέρει.
  Διαβάζουμε:
  «ύστερα όμως, αφού έπλενε το πρόσωπό της, εφορούσε στεφάνι από κλαδιά πεύκου και ζώνονταν το λαφοτόμαρο· κι αφού εγέμιζε το καρδάρι κρασί και γάλα, έπινε μαζί με το Δάφνη».  
  Να πεις σε κάποιον σήμερα για κρασί ανακατεμένο με γάλα, θα ανατριχιάσει. Όμως ήταν τα κύρια συστατικά του κυκεώνα, τον οποίο έπιναν άφθονο οι ομηρικοί ήρωες. Δοκίμασα κι εγώ να τον φτιάξω, δίνει τη συνταγή ο Όμηρος, δεν θυμάμαι αν ήταν στην «Ιλιάδα» ή στην «Οδύσσεια», αλλά δεν μου άρεσε. Ίσως γιατί δεν πέτυχα τις αναλογίες, ίσως πάλι γιατί δεν είμαι ήρωας.
  Πλακώνουν κουρσάροι, κλέβουν κοπάδια και ό,τι άλλο βρουν, πληγώνουν θανάσιμα τον Δόρκωνα. Αυτός, ετοιμοθάνατος, λέει στη Χλόη:
  «Σου χαρίζω και το σουραύλι, που με δαύτο, παραβγαίνοντας στο τραγούδι ενίκησα πολλούς γελαδάρηδες και γιδάρηδες. Κ' εσύ για πληρωμή μου κ' ενώ ακόμη ζω φίλησέ με και πεθαμένο κλάψε με. Κι αν ιδής άλλονε να βόσκη τα βόιδια μου, θυμήσου με.
  Σαν είπε αυτά ο Δόρκωνας και φίλησε το στερνό φιλί, τούφυγε η ψυχή με το φιλί και τη λαλιά».
  Αργότερα και ένας άλλος «κακός», ένας συνονόματός μου, Λάμπης (στα κρητικά) που πήγε να απαγάγει τη Χλόη, συγχωρείται.
  Η Χλόη θα αφηγηθεί στον Δάφνη τα καθέκαστα με τον Δόρκωνα, εκτός από το φιλί που του έδωσε. Αθώο κορίτσι, αλλά όχι αφελής.
  Εξομολογούνται τα πάθη τους στο Φιλητά, ζητώντας του να τους τα εξηγήσει. Η εξήγηση είναι απλή: είναι ο έρωτας. Και τι είναι ο έρωτας;
  «— Θεός είναι, παιδιά μου, ο έρωτας, νέος κι όμορφος και φτερωτός· και για τούτο του αρέσουν τα νιάτα κι αναζητάει την ομορφιά κ' ενθουσιάζει τις ψυχές. Κ' έχει τόση δύναμη, όση μήτε ο Δίας· ορίζει τα στοιχεία, ορίζει και τάστρα, ορίζει κι αυτούς τους θεούς· μήτ' εσείς δεν ορίζετε τόσο τα γίδια και τα πρόβατα· τ' άνθη όλα του έρωτα έργα είναι· τα δέντρα τούτα αυτουνού δημιουργήματα· απ' αυτόν τρέχουνε και τα ποτάμια και φυσούν οι άνεμοι. Είδα εγώ και βουβάλι που ερωτεύτηκε και, σαν να το κέντησε η μυίγα, εμούγκριζε· και τράγο, που αγάπησε γίδα και την ακολουθούσε παντού. Κ' εγώ ο ίδιος σαν ήμουνα νέος ερωτεύτηκα την Αμαρυλλίδα· και μήτε φαΐ θυμώμουνα, μήτε πιοτό έβαζα στο στόμα μου, μήτε κοιμώμουνα. Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, το κορμί μου επάγωνε· εφώναζα σαν να μ' εχτυπούσαν· εσώπαινα σαν να ήμουνα νεκρός· έμπαινα στα ποτάμια σαν να εκαιγόμουν· έκραζα βοήθεια τον Πάνα, επειδή κι αυτός αγάπησε την Πύτη. Ευχαριστούσα τον αντίλαλο, που εφώναζε τόνομα της Αμαρυλλίδας ύστερ' από μένα. Ετσάκιζα τα σουραύλια, επειδή μου γήτευαν τα βόιδια, μα δε μούφερναν την Αμαρυλλίδα. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα γιατρικό του έρωτα, που να πίνεται, που να τρώγεται, που να λέγεται με ξόρκια, παρά μονάχα το φιλί και τ' αγκάλιασμα και το πλάγιασμα με γυμνά τα κορμιά.
  Ο Φιλητάς λοιπόν, σαν τους έμαθεν αυτά, φεύγει, αφού τούδωκαν λίγα τυριά κ' ένα κατσικάκι κερατιάρικο πια. Κ' εκείνοι άμα έμειναν μονάχοι επειδή τότε πρωτάκουσαν για έρωτα, τους πλάκωσε την ψυχή κάποια λύπη και τη νύχτα όταν εγύρισαν στα σπίτια τους, παράβαναν τα δικά τους με τα όσα άκουσαν:
— Πονούν οι ερωτευμένοι· κ' εμείς πονούμε. Δεν τους μέλει για φαΐ· κ' εμάς το ίδιο δε μας μέλει. Δε μπορούνε να κοιμηθούνε· μα κ' εμείς τώρα υποφέρνουμε το ίδιο. Θαρρούνε πως καίγουνται· και σ' εμάς υπάρχει η φωτιά. Θέλουμε να βλέπη ο ένας τον άλλονε· για τούτο παρακαλούμε να ξημερώση γληγορότερα. Απάνου κάτω αυτό είναι ο έρωτας· κι αγαπιόμαστε χωρίς να το ξέρουμε. Μα αν είναι τούτο ο έρωτας κ' εγώ αυτός που αγαπιέται, γιατί λοιπόν υποφέρνουμε αυτά; και γιατί ζητάμε ο ένας τον άλλον; Αληθινά τα είπεν ο Φιλητάς. Το παιδί, που ήτανε στον κήπο, είδανε κ' οι πατέρες μας στ' όνειρό τους εκείνο κι αυτό πρόσταξε να βόσκουμ' εμείς τα κοπάδια. Πώς μπορεί να το πιάση κανένας; Μικρό είναι και θα φύγη. Και πώς μπορεί να του ξεφύγη κανείς; Φτερά έχει και θα τόνε φτάση. Πρέπει να παρακαλέσουμε τις Νύμφες να μας βοηθήσουνε. Μα μήτε ο Πάνας βοήθησε το Φιλητά, όταν αγαπούσε την Αμαρυλλίδα. Λοιπόν, όσα γιατρικά είπε, αυτά πρέπει να ζητήσουμε· φιλί κι αγκάλιασμα και να ξαπλωθούμε καταγής γυμνοί· κάνει κρύο, μα θα το υποφέρουμε κ' εμείς όπως ο Φιλητάς.
  Αυτό τους γίνηκε νυχτερινό μάθημα. Κι όταν την άλλη μέρα έβγαλαν τα κοπάδια στη βοσκή, φιληθήκανε μόλις ιδώθηκαν, πράμα που δεν το είχαν κάμει ποτέ προτήτερα, και σφιχταγκαλιαστήκανε. Μα δεν τολμούσανε να δοκιμάσουν και το τρίτο γιατρικό, να πλαγιάσουν αφού γδυθούν, επειδή ήτανε πολύ αδιάντροπο όχι μονάχα για παρθένες παρά και για νιους γιδάρηδες. Πάλε λοιπόν είχαν αγρύπνιες και θυμόντανε όσα είχανε γίνει και παραπονιόντανε για όσα είχαν αφίσει:
— Και φιληθήκαμε, μα κανένα διάφορο· αγκαλιαστήκαμε, και τίποτα περισσότερο απ' αυτό. Λοιπόν το πλάγιασμα είναι το μόνο γιατρικό του έρωτα· πρέπει να το δοκιμάσουμε κι αυτό· χωρίς άλλο κάτι καλλίτερο από το φιλί θε νάναι μέσα σε τούτο».
  Φυσικά δεν φτάνει. Όμως η ώρα της Λυκαίνιο δεν ήλθε ακόμη.
  Έρχονται Μεθυμναίοι για κυνήγι. Τα σκυλιά τους τρομάζουν τα γίδια που κατεβαίνουν στον παραλία. Τρώνε το παλαμάρι από λινάρι με το οποίο είχαν δέσει τη βάρκα, μια και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να φάνε. Πώς να γυρίσουν τώρα στο πλοίο;
  Το πλοίο το παίρνουν τα κύματα, και εξοργισμένοι αποφασίζουν να πάρουν τον Δάφνη σαν σκλάβο, για να αναπληρώσουν τη ζημιά. Στη διαιτησία του Φιλητά που δίνει το δίκιο στον Δάφνη (πάλι έχουμε δικανικούς) δεν πείθονται, γίνεται συμπλοκή, οι χωριάτες τους παίρνουν στο κυνήγι. Το Δάφνη, πληγωμένο, τον μεταφέρει η Χλόη στις νύμφες και του πλένει τις πληγές.
  Οι Μεθυμναίοι ξαναγυρνάνε, και αυτή το φορά αρπάζουν τη Χλόη και τα κοπάδια της, καθώς και άλλα κοπάδια. Ο Δάφνης κατηγορεί τις νύμφες ότι δεν προστάτεψαν τη Χλόη. Οι τρεις νύμφες έρχονται στον ύπνο του και του λένε:
  «— Μη μας κατηγοράς καθόλου, Δάφνη, επειδή εμείς νοιαζόμαστε για τη Χλόη περισσότερο από σένα. Εμείς κι όταν ήτανε μωρό τη λυπηθήκαμε και σε τούτη εδώ τη σπηλιά την αναθρέψαμε. Εκείνη δεν έχει να κάνη τίποτε με τους κάμπους και με τα πρόβατα του Λάμωνα. Μα και τώρα έχουμε φροντίσει εμείς για κείνη να μη την πάνε σκλάβα στη Μέθυμνα, μήτε να γίνη μερτικό από τα πλιάτσικα των εχτρών».
  Το πώς γίνεται αυτό, ας μην το περιγράψουμε, είναι ο μαγικός ρεαλισμός που βλέπουμε και στα ομηρικά έπη, όταν οι θεοί παρεμβαίνουν υπέρ ή κατά ενός από τα δυο στρατόπεδα. Γεγονός είναι ότι η Χλόη επέστρεψε σώα και αβλαβής. Και ο ειρηνοποιός Λόγγος βάζει τελικά τα δυο στρατόπεδα, των Μεθυμναίων και των Μυτιληνιών, να φιλιώνουν.
  Πλακώνει ο χειμώνας, τα κοπάδια είναι στα μαντριά, οι βοσκοί απασχολούνται με άλλα πράγματα, πώς να βρεθούν οι δυο νέοι;
  «Η Χλόη ήτανε φοβερά ανίκανη και δεν έκοβε το μυαλό της, επειδή πάντα βρισκότανε σιμά της η ψευτομάννα, μαθαίνοντάς τη να ξαίνη τα μαλλιά και να στρήφτη τ' αδράχτι και μιλώντάς της όλο για παντρειά. Ο Δάφνης όμως, καθώς δεν είχε τι να κάνη κ' ήτανε και πιο έξυπνος από την κορασιά, τέτοιο πράγμα εσοφίστηκε για να ιδή τη Χλόη».
  Φαλλοκρατικό ε;
  Όμως τι σοφίστηκε;
  Σοφίστηκε να βγει για να παγιδέψει τάχα κοτσίφια.
  Ο Λόγγος μας παραθέτει ένα διάλογό τους όταν επιτέλους βρέθηκαν και έμειναν μόνοι.
  «— Για σένα ήλθα Χλόη.
— Το ξέρω, Δάφνη.
— Για σένα σκοτώνω τα κακόμοιρα τα κοτσύφια. Πού λοιπόν θα καταντήσω για σένα; Να με θυμάσαι.
— Σε θυμάμαι· μα τις Νύμφες που σ' ορκίστηκα κάποτε σ' εκείνη τη σπηλιά, όπου θα πάμε μόλις το χιόνι λυώσει.
— Μα είναι πολύ, Χλόη, και φοβάμαι μήπως εγώ πριν απ' αυτό λυώσω.
— Κάνε κουράγιο, Δάφνη· καυτερός είν' ο ήλιος.
— Άμποτε να ήταν τόσο καυτερός, όσο η φωτιά που καίει την καρδιά μου».
  Και θυμήθηκα τη μαντινάδα:
  Φωτιά με καίει και πονώ, Θε μου κι είντα φωτιά ’ναι.
  Αφού δεν σβήνει με νερό, τσ’ αγάπης πρέπει να ’ναι.
  Ξαπλώνουν λοιπόν οι νέοι γυμνοί, όμως τίποτα, δεν ξέρουν τι να κάνουν παραπέρα. Εδώ μπαίνει στη σκηνή η Λυκαίνιο, η οποία λιγουρεύεται τον Δάφνη. Όταν μαθαίνει το πρόβλημά του, προθυμοποιείται αμέσως να του διδάξει τον έρωτα.
  «Κι αφού ετέλειωσε το ερωτικό μάθημα, ο Δάφνης έχοντας ακόμη ποιμενικό μυαλό, ξεκίνησε τρεχάλα για τη Χλόη να της κάνη αμέσως όσα είχε μάθει, σαν να φοβότανε μήπως αργώντας τα ξεχάση· μα η Λυκαίνιο αφού τον εσταμάτησε, τέτοια του είπε:
— Ακόμη και τούτα πρέπει να σε μάθω, Δάφνη. Εγώ όντας γυναίκα δεν έπαθα τώρα τίποτε· επειδή από καιρό αυτά άλλος άντρας μου τάμαθε, παίρνοντας την παρθενιά μου για πλερωμή. Μα η Χλόη, άμα παλέψη μαζί σου τον πόλεμο αυτό, θα φωνάξη και θα κλάψη και θα κείτεται με πολύ αίμα σαν σκοτωμένη· εσύ όμως μη φοβηθής το αίμα, μόνε όταν την καταφέρης να σου παραδοθή φέρ' τηνε σε τούτο το μέρος για να μη την ακούση κανένας κι αν φωνάξη· κι αν δακρύση να μη την ιδή κανένας· κι αν ματώση να πλυθή στην πηγή και να θυμάσαι ότι εγώ πριν από τη Χλόη σ' έχω κάνει άντρα».
  Και μετά;
  «Και κάποτες επλάγιασαν μαζί και γυμνοί κ' εσκεπάστηκαν μ' ένα τομάρι γίδας. Κ' εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, αν δεν τρόμαζε το Δάφνη το αίμα. Κ' έτσι από φόβο μη δεν κρατήση τη φρονιμάδα του, δεν άφινε τη Χλόη να γυμνύνεται πολύ, ως που απορούσεν η Χλόη, μα ντρεπότανε να ρωτήση την αφορμή».
  Έτσι θέλησε ο Λόγγος, να ολοκληρώσουν τις σχέσεις τους οι δυο νέοι τη νύχτα του γάμου τους.
  Πρόκειται να έλθει το αφεντικό που ορίζει όλα τα υπάρχοντα του τόπου. Οι βοσκοί είναι στη δούλεψή του. Όμως πιο πρώτα έρχεται ο γιος του ο Άστυλος με τον «παράσιτό» του, τον Γνάθωνα. Ο Γνάθωνας έχει βάλει στο μάτι τον Δάφνη. Του την πέφτει.
  «Και σαν τον είδε ήμερο, κάνοντας του καρτέρι τη νύχτα, που γύριζε τα γίδια απ' τη βοσκή, πρώτα τον εφίλησε βγαίνοντας μπροστά του· ύστερα τον παρακαλούσε να του γυρίση τα πισινά του, έτσι όπως κάνουν οι γίδες στους τράγους. Κι όταν πια αργά ο Δάφνης ένοιωσε τι ήθελεν ο Γνάθωνας, τούλεγεν ότι φυσικό είναι να καβαλικεύουν οι τράγοι τις γίδες· μα κανένας ποτέ δεν είδε τράγο να καβαλικεύη τράγο, μήτε κριάρι αντί προβατίνες κριάρι, μήτε κόκκορα αντί για όρνιθες κόκκορα. Ο Γνάθωνας όμως ήταν ικανός να τον αναγκάση με τη βία, βάνοντας χέρι επάνω του· μα ο Δάφνης άνθρωπο μεθυσμένο και μόλις στεκάμενο στα πόδια του, αφού τον έσπρωξε, τον έρριξε χάμω στη γις, και φεύγοντας γλήγορα σαν σκυλάκι, τον άφισε πεσμένο κάτω κ' έχοντας ανάγκη άντρα, όχι παιδιού για να τον τραβήξη από το χέρι. Και δεν τον εζύγονε πια καθόλου, παρά πότ' εδώ και πότ' εκεί έβοσκε τα γίδια, αποφεύγοντας εκείνον και γυρεύοντας τη Χλόη».
  Ο Γνάθωνας δεν τον βάζει κάτω. Παρακαλεί τον Άστυλο να τον πάρει μαζί στην πόλη, σαν σκλάβο του.
  Κι ύστερα σου λένε για τις πόρνες, που σ’ αυτές υπάρχει μια εμπορική συναλλαγή, για την οποία συμφωνούν και τα δυο μέρη. Οι σκλάβοι και οι σκλάβες ήταν έρμαια των σεξουαλικών ορέξεων των αφεντικών τους.
  Τελικά αποδεικνύεται ότι ο Δάφνης είναι γιος του αφεντικού και ο Άστυλος αδελφός του. Όσο για τη Χλόη, το αφεντικό, βλέποντας τα αντικείμενα που βρήκε δίπλα της ο Δρύαντας που τη μεγάλωσε, πείθεται ότι είναι αρχοντοπούλα, και παύει να έχει αντίρρηση για το γάμο της με τον Δάφνη.
  Στην εισαγωγή διαβάζουμε, από τις συνομιλίες του Γκαίτε με τον Έκερμαν:
  «Πρέπει να γράψη κανένας ολάκαιρο βιβλίο για να δείξη όλες τις ομορφιές του έργου αυτού. Καλό είναι να το διαβάζουμε μια φορά το χρόνο· πάντα κάτι μαθαίνουμε και νοιώθουμε όλη τη δροσερή εντύπωση της σπάνιας ομορφιάς του».
  Είναι σαρανταπέντε σελίδες όλες κι όλες μαζί με την εισαγωγή, διαβάστε το, έστω μια φορά. Εγώ σκέφτομαι να το διαβάσω και δεύτερη, στο πρωτότυπο. Εδώ διαβάσαμε στο πρωτότυπο τα ομηρικά έπη, στο «Δάφνη και Χλόη» θα κολλήσουμε που, γραμμένο τον τρίτο μετά Χριστού αιώνα, έχει μια γλώσσα πολύ πιο προσιτή σε μας από ότι η κλασσική γραμματεία;
  Ωραιότατο το ερωτικό μυθιστόρημα του Λόγγου, που δείχνει το μέγεθος αλλά και την αθωότητα του έρωτα μέσω της συστολής της πρώιμης εφηβείας. Παρέθεσα εκτενή αποσπάσματα αφενός γιατί είχα την άνεση κάνοντας αντιγραφή και επικόλληση, και αφετέρου γιατί δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι θα κοιτάξετε να το διαβάσετε.
  Και τώρα ο λόγος για τις ταινίες.
  Και πρώτα πρώτα για την ομώνυμη ταινία του Ορέστη Λάσκου, που γυρίστηκε το 1931.
  Αλλά πρώτα θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο.
  Όταν βλέπουμε μια ταινία η οποία είναι μεταφορά μυθιστορήματος, έχουμε την τάση να πιστέψουμε ότι όσα υπάρχουν στην ταινία υπάρχουν και στο μυθιστόρημα. Ξέρουμε βέβαια ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι, πράγμα που το διαπιστώνουμε αν διαβάσουμε αμέσως μετά ή έχοντας διαβάσει λίγο πριν το μυθιστόρημα. Εγώ αναρωτήθηκα κατά πόσο η ταινία του Λάσκου μένει πιστή στο μυθιστόρημα και κατά πόσο αποκλίνει απ’ αυτό. Φυσικά ξέρω ότι δεν χωράνε όλα όσα περιέχει ένα μυθιστόρημα σε μια ταινία, όμως το ζήτημα δεν είναι τόσο τι παραλείπεται όσο το τι προστίθεται.
  Εδώ ο Λάσκος παραλείπει βέβαια επεισόδια, είπαμε, δεν μπορούν να χωρέσουν όλα στην ταινία, όμως η παράλειψη του επεισοδίου με τον Γνάθωνα που θέλει να πηδήξει τον Δάφνη προφανώς έγινε για να μη σοκαριστεί το κοινό. Επίσης προσθέτει ένα επεισόδιο που δεν υπάρχει στην ταινία.
  Ο Άστυλος, ο γιος του αφεντικού, θέλει να βιάσει την Χλόη. Ο Δάφνης που καταφτάνει τον κτυπάει στο κεφάλι.
  Πώς, κτύπησε το γιο του άρχοντα; Θάνατος η ποινή. Και όχι με ανώδυνο θάνατο αλλά μετά από φριχτό μαστίγωμα.
  Ευτυχώς μετά τις πρώτες βουρδουλιές καταφτάνει ο μαντατοφόρος, να σταματήσει ο δήμιος. Είχε γίνει η αποκάλυψη, ο Δάφνης είναι γιος του άρχοντα.
  Στη βικιπαίδεια, διαβάζω, ο Λάσκος ήταν ο πρώτος ευρωπαίος σκηνοθέτης που παρουσίασε γυμνό ηθοποιό. Είχε και άλλες πρωτιές ο Λάσκος, που μπορείτε να τις διαβάσετε στο σύνδεσμο που παραθέτει η βικιπαίδεια.
  Στη βικιπαίδεια διαβάζω επίσης, δίπλα στη μουσική, το όνομα Άγις Αστεριάδης. Πιθανώς δεν επιμελήθηκε απλώς τη μουσική αλλά την έγραψε, και θα παίχτηκε, όπως συνηθιζόταν στις βουβές ταινίες της εποχής, είτε με πιάνο ή ορχήστρα είτε με γραμμόφωνο, πράγμα που είναι και το πιο πιθανό. Όμως στη μουσική που άκουγα εγώ αναγνώρισα τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό. Διάβασα μετά ότι ήταν μουσική του Μωρίς Ραβέλ, το «Δάφνης και Χλόη σουίτα Νο 2», με την οποία επενδύθηκε μεταγενέστερη κόπια. Μπορείτε να την ακούσετε στο δεκαπεντάλεπτο απόσπασμα από την ταινία που είναι αναρτημένο στο youtube. Θα μπορούσα να αναρτήσω ολόκληρη την ταινία, αλλά όχι, δεν σκοπεύω να χάσω και το δεύτερο λογαριασμό μου στο youtube. Τον πρώτο μου τον ανέστειλαν για παραβίαση δικαιωμάτων, πράγμα που μου προκαλεί τώρα κάποια προβλήματα.
  Η σουίτα αυτή, όπως και η σουίτα Νο 1, είναι αποσπάσματα από το μπαλέτο του Ραβέλ «Δάφνης και Χλόη», που θεωρείται από τα καλύτερα έργα του. Μπορείτε να το βρείτε στο youtube σε διάφορες εκτελέσεις. 
  Ο Λάσκος, μετά από τριάντα οκτώ χρόνια, το 1969, έκανε και δεύτερη μεταφορά του μυθιστορήματος.
  Πάλι παραλείπει τα επεισόδια με τους Μεθυμναίους, και πάλι, πιστεύω για τον ίδιο λόγο, για να μην ανεβεί το κόστος. Όμως παραλείπει και άλλα που δεν έχουν σχέση με το κόστος της ταινίας, όπως για παράδειγμα το ό,τι τόσο ο Δάφνης όσο και η Χλόη ήσαν αρχοντόπουλα, και φυσικά δεν εμφανίζεται κανένας πατέρας, κανένας αδελφός. Μ’ αυτό τον τρόπο εγκαταλείπει τον κοινό τόπο των αφηγημάτων της εποχής, οι φαινομενικά ταπεινής καταγωγής νέοι να αποκαλύπτεται ξαφνικά ότι είναι γόνοι αριστοκρατικών ή πλούσιων οικογενειών. Όπως και στην αρχαία τραγωδία, άτομα ταπεινής καταγωγής δεν μπορούν να είναι κεντρικά πρόσωπα, παρά μόνο στις κωμωδίες.
  Εδώ ο Γνάθωνας δεν σκοτώνεται από τους Μεθυμναίους αλλά από τον Λάμπη, στην προσπάθειά του να τον εμποδίσει να βιάσει τη Χλόη. Πιο πριν είχε βιάσει την Γκιζέλα Ντάλι, η οποία στην αρχή έφερε ελαφρά αντίσταση, προφανώς για τα προσχήματα.
  Ο Λάσκος προσθέτει εδώ και ένα κωμικό πρόσωπο, τον Αντώνη Παπαδόπουλο, δούλο του Γνάθωνα. -Άδικα πολεμάς, του λέει, αυτή αγαπάει τον Δάφνη. Το «Τι βαράς αφεντικό; Όλο βαράς, όλο βαράς» είναι μια ατάκα που την θυμάμαι. Ίσως την επανέλαβε και σε άλλες ταινίες.
  Αρκετά καλή ταινία, χωρίς βέβαια τις πρωτιές της πρώτης.  
  Είδαμε και τις «Μικρές αφροδίτες» του Νίκου Κούνδουρου, τις οποίες εμπνεύστηκε, διαβάζω, από το μυθιστόρημα του Λόγγου.
  Πέρα από τα δυο μικρά παιδιά, που σε ηλικία είναι αντίστροφα απ’ ότι στο έργο του Λόγγου, δεκαπεντάχρονη η κοπέλα και δεκατριάχρονος ο μικρός (τελικά η Κλεοπάτρα Ρώτα που υποδύεται το κορίτσι είναι δεκατριών χρονών ενώ ο Βαγγέλης Ιωαννίδης ελαφρώς μικρότερος), η ταινία δεν βλέπω να έχει άλλη σχέση με το «Δάφνης και Χλόη». Δεν ξέρω με τα «Θεοκρίτου ειδύλλια» που, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, αποτέλεσαν επίσης πηγή έμπνευσης του Κούνδουρου. Επίσης δίπλα στο ζευγάρι των μικρών βλέπουμε το ζευγάρι των μεγάλων, τον Τάκη Εμμανουήλ και την Ελένη Προκοπίου, που δεν υπάρχει στο «Δάφνις και Χλόη». Πιο ταιριαστός θα ήταν ο τίτλος «Αφροδίτες», αφού πρόκειται για μια μικρή και μια μεγάλη.
  Το «Δάφνις και Χλόη» είναι ένα ερωτικό ειδύλλιο ενώ το «Μικρές αφροδίτες» είναι ένα ποιητικό αισθησιακό δράμα. Το «Δάφνις και Χλόη» έχει πλοκή, το «Μικρές αφροδίτες» έχει σκηνές γεμάτες αισθησιασμό.  
  Μέσα απ’ αυτές βλέπουμε το αιώνιο ερωτικό παιχνίδι άντρα και γυναίκας. Ο άνδρας φλερτάρει, θέλει να πηδήξει. Η γυναίκα αντιστέκεται, από τον άντρα στον οποίο θα δοθεί ζητάει έρωτα. Στο τέλος βέβαια θα ενδώσει.
  Του ζητάει να την πάρει μαζί του. Αυτός της λέει ότι δεν γίνεται. Αυτή νοιώθει απελπισμένη, εγκαταλειμμένη.
  Τα πράγματα με τον νεαρό δεν πάνε καλύτερα. Κι εδώ το κορίτσι τον δυσκολεύει. Του ζητάει να κάνει άθλους για να γίνει δική του, όπως στα παραμύθια. Όμως εδώ δεν πρόκειται για παραμύθι, τα πράγματα είναι επικίνδυνα, αρνείται να διανυκτερεύσει στη σπηλιά που του λέει, είναι γεμάτη φίδια, και οι λύκοι το βράδυ δεν φοβούνται. -Μα γι’ αυτό σε στέλνω κι εγώ, του λέει.
  Δεν θα καταφέρει να την κάνει δική του. Αντίθετα θα την κάνει με το ζόρι δική του ένας μεγαλύτερος νεαρός, ο οποίος κυριολεκτικά τη βιάζει ενώ αυτή αντιστέκεται, όχι για τα μάτια όπως η Γκιζέλα Ντάλι στη δεύτερη ταινία του Λάσκου αλλά πραγματικά, όμως στο τέλος παραδίδεται. Ο νεαρός αυτός θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια σύμφυρση του Γνάθωνα, του Δόρκωνα και του Λάμπη. Ο μικρός παρακολουθεί γεμάτος ζήλεια.
  Το ντύσιμό τους, με προβιές ως βοσκοί που είναι, δημιουργεί πρόσθετο αισθησιασμό, στον οποίο παραπέμπει συνειρμικά το πρωτόγονο ντύσιμο, που είναι εν πολλοίς αποκαλυπτικό. Όσο για την Προκοπίου, το ντύσιμό της, σαν μόδα της εποχής, μου θύμισε το ντύσιμο της όμορφης κοπέλας και στα δυο «Jumanji».
  Τη σκληρότητα του αισθησιασμού αυτού υποβάλλουν και τα βράχια, που αποτελούν σχεδόν το μόνιμο σκηνικό στα διαδραματιζόμενα.
  Αλήθεια, Γιώργο, πότε βγαίνει η καινούρια σου ποιητική συλλογή που έχει τίτλο «Βράχια»;
  Και πότε τοποθετείται η ιστορία χρονολογικά;
  Αυτό θα το μάθουμε στο τέλος, όπου ο Κούνδουρος μας πληροφορεί: «Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου είχε χαραγμένη μια ζωγραφιά και από κάτω έγραφε: 200 π.χ.». Θα μπορούσε να το κάνει πιο ρεαλιστικό αν έγραφε: 145η Ολυμπιάδα.
  Δεν το λέω επειδή είναι πατριώτης μου, γεραπετρίτης και αυτός, αλλά η μουσική που έγραψε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για την ταινία είναι θαυμάσια, όπως αναγνωρίζουν όλοι.
  Είδαμε και την ταινία του Rob Reiner «The princess bride» (1987) που, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, έχει ομοιότητες με το έργο του Λόγγου. Ήθελα από περιέργεια να δω ποιες είναι αυτές οι ομοιότητες. Η υψηλή βαθμολογία του στο IMDb ήταν ένα ακόμη κίνητρο.
 Το έργο είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο διαβάζει ο παππούς στον εγγονό. Κατά διαστήματα, αποστασιοποιητικά, διακόπτεται η ροή της ιστορίας με τον εγγονό να κάνει παρατηρήσεις πάνω στην αφήγηση.
  Μια κοπέλα ερωτεύεται το αγροτόπαιδο που είναι στη δούλεψή της. Όμως είναι φτωχός, για να μπορέσει να την παντρευτεί πρέπει να μαζέψει λεφτά. Αποφασίζει να ταξιδέψει και να κάνει την τύχη του. Όμως το πλοίο τους αιχμαλωτίζεται από τον τρομερό πειρατή Ρόμπερτς, ο οποίος σκοτώνει όλους όσους βρίσκονται πάνω σ’ αυτό, όπως το συνηθίζει. Η άτυχη κοπέλα κλαίει για το θάνατο του αγαπημένου της.
  Ο βασιλιάς την επιλέγει για νύφη του, μια απλή γυναίκα του λαού. Όμως έχει το σχέδιό του: τη νύχτα του γάμου τους θα τη σκοτώσει και θα ενοχοποιήσει ένα γειτονικό βασίλειο για τη δολοφονία της, για να του κηρύξει πόλεμο.
  Όλη η πλοκή είναι οι περιπέτειες του νέου και της νέας, μέχρι να καταφέρουν να ξεφύγουν οριστικά. Δυο άντρες θα τους βοηθήσουν, ο ένας εξαιρετικός στην ξιφομαχία, ο άλλος δυνατός σαν τον Οβελίξ.
  Όμως δεν είναι τόσο η πλοκή, όσο οι κωμικές σκηνές που βλέπουμε σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, η οποία βέβαια διανθίζεται και με το φανταστικό, όπως όλα τα παραμύθια.
  Τελικά έκανα πολύ καλά που την είδα, πολύ μου άρεσε.
  Δεν υπήρχε περίπτωση να μη δω και το μπαλέτο του Ραβέλ. Ήμουνα σίγουρος ότι θα έβρισκα κάποια εκτέλεσή του στο youtube. Ξεκινάει με couleur locale, με τους χορευτές να είναι πιασμένοι σαν να χορεύουν χασάπικο, συρτάκι ή πεντοζάλη. Στην πρώτη πράξη βλέπουμε το ευτυχισμένο ζευγάρι, με τον ανταγωνιστή τον Δόρκωνα να παραμερίζεται από τους γύρω. Στη δεύτερη πράξη πλακώνουν οι πειρατές και αιχμαλωτίζουν τη Χλόη για να την ελευθερώσει τελικά ο Πάνας. Στην τρίτη πράξη τους βλέπουμε πάλι ευτυχισμένους μαζί. Την περίληψη μπορείτε να τη διαβάσετε στη βικιπαίδεια.  
    Από την «Συνοπτική ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» του Γιάννη Σολδάτου την οποία διαβάζω τώρα αντιγράφω: «Η αισθηματική περιπέτεια ­Δάφνις και Χλόη ’66 της Μίκας Ζαχαροπούλου έφερε ξανά στην κινηματογραφική επικαιρότητα τον παλιό μύθο του Λόγγου. Η σκηνοθέτιδα διασκεύασε το μύθο και τον μετέφερε στη σύγχρονη εποχή» (σελ. 54).
  Από τις ελλείψεις της βικιπαίδειας, που δεν το αναφέρει.
  Δυστυχώς στο youtube βρήκα μόνο το θέμα και το βασικό τραγούδι από την ταινία, σε μουσική Νότη Μαυρουδή.  

No comments:

Post a Comment