Saturday, July 11, 2020

Σταυρούλα Δημητρίου, Τα ιοβόλα και η χαμένη αθωότητα


Σταυρούλα Δημητρίου, Τα ιοβόλα και η χαμένη αθωότητα, Μελάνι 2020, σελ. 85

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ποιήματα γεμάτα ευαισθησία, και μάλιστα από μια δικαστικό

  Η Σταυρούλα Δημητρίου είναι η δεύτερη δικαστικός που ξέρω, μετά τη συγχωρεμένη τη Ρούλα την Κακλαμανάκη, που ασχολείται με την πεζογραφία και την ποίηση. Το τελευταίο της βιβλίο είναι μια ποιητική συλλογή που έχει τίτλο «Τα ιοβόλα και η χαμένη αθωότητα».
  Ο εξομολογητικός, αυτοβιογραφικός χαρακτήρας είναι εμφανής, ιδιαίτερα στην πρώτη από τις τρεις ενότητες που απαρτίζουν τη συλλογή, και που θέμα της είναι ο έρωτας. Ο έρωτας σαν μνήμη, όπως συμβαίνει με όλους μας, είναι μια γλυκιά ή μια πικρή ανάμνηση. Παραθέτουμε το πρώτο ποίημα.
  «Είναι που η μορφή σου έρπει μέσα στη σκέψη μου
πάνω στο κορμί μου
εντός μου ο ίλιγγος τόσος
δρόμος το κορμί σου τώρα, περνάω μέσα από θαύματα
πάω κατά χαμού αναβάτης σ’ έναν γύρο θανάτου
σαν πρωινή μοτοσικλέτα πεσμένη στην άσφαλτο
με δαχτυλιές από αίμα στα νίκελ της».
  Το έχουμε ξανασχολιάσει, η ακραία μορφή του ελεύθερου στίχου είναι το πεζόμορφο ποίημα. Το ποίημα «Στην Τετάρτη διάσταση» μάλιστα απαρτίζεται από δυο στροφές, από τις οποίες η δεύτερη είναι πεζόμορφη. Την παραθέτουμε.
  «Πληγώνει κάποιο άρωμα νύχτας, κάπου αγιόκλημα θυμιατίζει φτάνει μέχρι το άγουρο φιλί, το στρατευμένο με κόκκινο φύλλο πορείας μέσα στα χρόνια, καταφλεγόμενη η ερωτιάρα μνήμη το ξανασυναντάει τα καλοκαίρια να γυροφέρνει σ’ εκείνο τον σταθμό, άγουρο πάντα, της επιστρέφει την αφή του. Δεν είναι οι παλιοί έρωτες ησυχαστήρια… Τι αφλογιστία που παθαίνουν…» (σελ. 11).
  Τα επόμενα τέσσερα ποιήματα είναι πεζόμορφα.    
  Θα παραθέσουμε το αμέσως επόμενο, «Να ’ρχεσαι», σε ποιητική φόρμα.
  «Τι τη φυλάς ακόμα αυτή τη φωτογραφία
ο Έρωτας τέλειωσε
πέσαν οι υπογραφές
ο καθένας μας θα τραβήξει όπως μπορεί
απαγορεύονται τα ταξίδια
οι αναστεναγμοί
απαγορεύονται οι αναμνήσεις
Τα μνημόσυνα, οι λεμονανθοί.
Μπορείς να ’ρχεσαι όμως στο όνειρό μου
ανάλαφρα να ’ρχεσαι
χωρίς κι εσύ να ξέρεις γιατί
από πλήξη, από ό,τι θες
ακόμα και από αφηρημάδα
όπως όταν από αφηρημάδα παίρνουμε λάθος δρόμο
ή προσφέρουμε άλλα ονόματα
ή σαν γιορτή που σου παράπεσε.
Να ’ρχεσαι
ανάλαφρα να ’ρχεσαι» (σελ. 17).
  Αυτό το ποίημα μου άρεσε περισσότερο από όλα της συλλογής.
  Ενώ οι περισσότεροι ποιητές μας δίνουν ποιήματα που σπάνια ξεπερνάνε τη μια σελίδα, εδώ η Δημητρίου μας δίνει δισέλιδα, τρισέλιδα, και τετρασέλιδα ποιήματα. Το «Τι έρωτας τι θάνατος» είναι οκτασέλιδο. Παραθέτουμε κάποιους στίχους απ’ αυτό.
  «Ή στον ύπνο μου καμιά φορά
το παραμιλητό μου
πέτρα δεμένη στον λαιμό μου
σε μπλε υγρό σκοτάδι με βυθίζει
στο βυθισμένο ναυάγιο
του έρωτα…» (σελ. 22)
  Και
«Να ’ρθεις απόψε πάλι
δώσε εξάπαντος σημεία ζωής
άλλη μια νύχτα να βγάλω.
Αν δεν έρθεις
φιλί φιλί όλη νύχτα θα σε συναρμολογήσω
λεία στις φτερούγες σου να τυλιχτώ
να νιώσω πάλι τον χαμό
και να με πάρεις φεύγοντας μαζί σου…» (σελ. 24)
  Στο δεύτερο μέρος υπάρχει ο απόηχος του έρωτα, πλεγμένος μέσα σε εικόνες φύσης, όμως όχι ειδυλλιακές.
  «Πώς ξύπνησε ο τόπος! Κάμπος!
Ανάποδα λουλούδια, σπαρμένος με τις ρίζες στο κεφάλι,
ρίζες μαύρες σαν κεφάλια ξεμαλλιασμένα πάνω στο βλαστό.
Πώς ξύπνησε ο τόπος! (σελ. 33).
  Θα παραθέσω την αρχή από το πεζόμορφο «Επισκεπτήριο».
  «Τους ένιωσα εκείνο το βράδυ. Ένας ένας έρχονταν έφευγαν, άλλοι απ’ την πόρτα, άλλοι απ’ το παράθυρο, άλλοι απ’ τον τοίχο φώναζαν τη μάνα με τ’ όνομά της, χόρευε η ανάσα της μάνας, τους άκουγε, τους φώναζε κι αυτή με τ’ όνομά του τον καθένα, νοικοκύρη μου, Χρυσάνθη, πατέρα, Αρσινόη, Κάλλιω, Σίσια, αδελφούλα μου…» (σελ. 39).
  Εγώ δεν τους είδα, τους είδε όμως η μητέρα μου.
  Γύρισα αργά το βράδυ και την βρήκα ξετρουμισμένη. -Τι έχεις μάνα; -Είδα τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τον… τον…
  Μου παρέθεσε μια μεγάλη λίστα.
  -Βρε μάνα, αποκοιμήθηκες στην καρέκλα και τους είδες όνειρο.
  -Όχι, όχι, δεν κοιμόμουνα, τους είδα πραγματικά.
  Ξάπλωσα να κοιμηθώ και άκουσα τη φωνή της: -Λάμπη! Λάμπη!
  Την είχε πιάσει πάλι μια κρίση, σαν αυτές που την έπιαναν πάντα. Μόνο που αυτή ήλθε μετά από το εγκεφαλικό που είχε πάθει πριν λίγους μήνες.
  Δυο η ώρα το βράδυ κτυπούσα την πόρτα της γειτόνισσας να πάρω τηλέφωνο το 166.
  Μετά από είκοσι μέρες πέθανε, στο Κρατικό Νίκαιας.
  Στο τρίτο μέρος η Δημητρίου εστιάζει κυρίως σε «όντα», και για αυτά τα ίδια αλλά και για τους συνειρμούς που τροφοδοτούν. Μου θύμισε τη «Μαγεία της μη διεκδίκησης» του Μανόλη Πρατικάκη. Παραθέτουμε κάποιους από τους πιο χαρακτηριστικούς τίτλους: «Στο δάσος», «Τα κίτρινα φύλλα», «Χελιδόνι πώς σε λένε;», «Το πατρικό», «Το κάδρο», «Πέρδικα κρασάτη» κ.ά.
  Να παραθέσω το ποίημα που μου άρεσε περισσότερο, το οποίο έχει τίτλο «Τα κίτρινα φύλλα μου».
  «Υποκλίνομαι στα κίτρινα φύλλα της σημύδας.
Όχι, δεν θα πέσουν ποτέ σε μάρμαρο άσπρο
με ουλές χρονολογίας.
Σε μαλακό χώμα, νωπό της θλίψης θα πέσουν.
Όχι αυτά,
τα άλλα, τα δικά μου
τα δευτερόλεπτά μου, οι σφιγμοί μου
οι αναστεναγμοί μου
τα κίτρινα φύλλα πάνω στην καρδιά μου» (σελ. 54)
  Και μια εικόνα από την πλατεία Αμερικής, ή ίσως από την πλατεία Βικτωρίας
  «…και μη ζαλίζεις να ρωτάς τα ίδια
αν έχουν αιμοπετάλια κι αυτοί…
εδώ είναι βαθιά Ασία
μοιράζονται μεταξύ τους ένα άσυλο δυάρι,
πάνω κόσμο, κάτω κόσμο
πρώτη σκάλα, κάτω υπόγειο αριστερά
πρώτη θέση στο Μεταγωγών
πρώτη θέση στο βαγόνι αποδημίας
με θέα το σκοτάδι
τραυλίζουν τη γλώσσα σου
σαν να έχουν πάθει εγκεφαλικό» (σελ. 73-74).
  Το πεζόμορφο «Μην πυροβολείτε τα έψιλον της Ελευθερίας» εκτείνεται σε δυόμισι σελίδες. Πρόκειται για μια αντικυνηγετική καταγγελία, που βασίζεται φαντάζομαι σε μια προσωπική εμπειρία της ποιήτριας.  
  «Και τότε ζυγίζεις τη μοναξιά της κάθε ψυχής μπροστά στον φόβο του θανάτου» (σελ. 77).
  Θα παραθέσουμε ακόμη την τελευταία, μικρή παράγραφο του ποιήματος.
  «Βγήκε ο ήλιος, χρύσωσε τον κάμπο και το βουνό, αραίωσαν οι ντουφεκιές, αλλά πιο πυκνό και εκκωφαντικό το εσαεί, που τίποτα δεν γίνεται σωστά εδώ πάνω στη γη και τίποτα δεν διορθώνεται ούτε με ποιήματα ούτε με παραδείγματα ούτε με παραβολές» (σελ. 78).
  Ας μην απογοητευόμαστε. Στο κάτω κάτω η τέχνη, και φυσικά η ποίηση, μας κάνουν να νοιώθουμε καλύτερα σ’ αυτή τη γη όπου «τίποτα δεν διορθώνεται».
  Υπάρχει και ένα παρά λίγο τρισέλιδο τέταρτο μέρος, με σύντομα πεζόμορφα ποιήματα, με τα τελευταία συντομότατα, σαν χάι κου. Παραθέτω το τελευταίο:
  «Μ’ αρέσει να ξύνω τις πληγές μου. Έτσι γράφεται κανένα πικρό ποίημα» (σελ. 85).
  Συγκινητικά με τον εκ βαθέως χαρακτήρα τους αυτά τα ποιήματα, δείχνουν την ευαισθησία της ποιήτριας. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα.
  Και, όπως πάντα, καταλήγουμε με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που συναντήσαμε.
Δεν είσαι εδώ, δεν μ’ αγαπάς, τίποτα δεν αγγέλλεις (σελ. 13).
Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις (σελ. 21)
Μες στις αγριοκληματιές και μες στις αγριάδες (σελ. 41).
Δορκάδα του θολού νερού στο δάσος τρομαγμένη (σελ. 50).
Πουλάκι είσαι και κελαηδάς, πουλάκι είσαι και κρύβεις
πόσα ραμφίζεις μυστικά στου αέρα τα σοκάκια (σελ. 55).
«ανάκουστους κελαηδισμούς» παρθένας χελιδόνας (σελ. 56)
Μαύρο και το σπαθάκι του που παίρνει τις ψυχούλες (σελ. 56).
Τους άκουγε, τους φώναζε κι αυτή με τ’ όνομά τους (σελ. 56)
  Υπάρχουν και άλλα μέτρα, όμως εμείς θα παραθέσουμε από ένα, δειγματικά.
Μην ήταν αυτό που στο βάθος ζητούσες (σελ. 64, αμφίβραχυς)
Δίχως μάτια οι πνιγμένοι
Τα ραντάρ αχρηστευμένα (σελ. 68, τροχαίος)
Οι εργολάβοι βροντάνε τις τσέπες (σελ. 68 ανάπαιστος)

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment