Saturday, July 4, 2020

Η χολεριασμένη και Βαρδιάνος στα σπόρκα


Η χολεριασμένη και Βαρδιάνος στα σπόρκα


  Το διήγημα το διάβασα για το επίκαιρο του θέματος, όπως και τη «Μετανάστιδα». Βέβαια εμείς δεν έχουμε χολέρα, έχουμε κορονοϊό, αλλά οι ομοιότητες είναι μεγάλες.
  Το διήγημα ξεκινάει ως εξής.
  «Τὴν κατωτέρω διήγησιν, καθὼς καὶ τὴν ἄλλην, τὴν ἐπιγραφομένην «Τὸ Θαῦμα τῆς Καισαριανῆς», ἤκουσα ἐκ στόματος τῆς παθούσης, ἥτις εἶναι ἡ κυρα-Ρήνη Ἐλευθέραινα, τοῦ ποτὲ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Ἀθηναία».
  Πρόκειται λοιπόν για αληθινή ιστορία, και μια ενδοκειμενική ένδειξη συνηγορεί σ’ αυτό.   Δεν υπάρχει κανένας λόγος, με βάση την οικονομία του έργου, ο άντρας της χολεριασμένης να είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της.
  Η γλαφυρή γλώσσα του Παπαδιαμάντη έκανε την αφήγηση της γυναίκας ολότελα εντυπωσιακή. Η δίψα της, το πώς προσπάθησε να τη σβήσει, η αποστροφή με την οποία την αντιμετώπιζαν, η καλή γυναίκα που βρέθηκε να της δώσει νερό, είναι συγκλονιστικά. Αλλά πιο συγκλονιστικό είναι το γεγονός ότι ο άνδρας της την παράτησε, όπως ανακάλυψε μετά βλέποντάς τον στην εκκλησία σε μια βάφτιση. Στο σπίτι δεν είχε επιστρέψει, και τώρα τον βλέπει έτοιμο, μαζί με τους γονείς του μωρού, να πάρουν μια άμαξα και να φύγουν. Επέμενε να την πάρουν μαζί τους, ο αμαξάς αρνιόταν, τελικά δέχτηκε. Και οι άλλοι υποχώρησαν, βλέποντας ότι τα συμπτώματά της είχαν υποχωρήσει στο μεταξύ σημαντικά. Ο άντρας της πήγε και έφερε το μωρό τους που ήταν στην κούνια, και όλοι μαζί τράβηξαν για την εξοχή, για το περιβόλι, μακριά από το βακτήριο της χολέρας.
  Και πού ήταν αυτό το περιβόλι;
  Στον άγιο Ιωάννη τον Ρέντη.
  Μήπως γι’ αυτό στήθηκε εκεί η λαχαναγορά;
  Πάντως είναι συγκλονιστικό το πώς η οικογένεια παρατάει τους άρρωστους, από φόβο μην κολλήσουν και οι ίδιοι. Έχω διαβάσει για περιπτώσεις που οι γονείς διώχνουν τα παιδιά τους που έχουν κολλήσει έιτζ από το σπίτι. 
  Συνοψίζουμε:
  Θρησκευτικότητα, ερωτισμό, σάτιρα, ηθογραφία, χιούμορ, ξέχασα τίποτα; Θα τα βρούμε όλα στον Παπαδιαμάντη.

  Βαρδιάνος στα σπόρκα (1993)

  Ένα ακόμη διήγημα του Παπαδιαμάντη που αναφέρεται σε μια πανδημία. Η πανδημία αυτή ήταν η πανδημία χολέρας που έπληξε την Ευρώπη το 1865. Και πάλι, όπως καλιώρα και τώρα, η ελληνική κυβέρνηση πήρε αυστηρά μέτρα για την καταπολέμησή της. Όσα πλοία έρχονταν από την οθωμανική αυτοκρατορία, και ειδικά βέβαια από την Κωνσταντινούπολη που το ελληνικό στοιχείο ήταν ακόμη έντονο, μπαίνανε σε καραντίνα. Άραζαν έξω από το νησί. Ο Βαρδιάνος ήταν ένας φύλακας που τοποθετούσε η υγειονομική υπηρεσία σε κάθε πλοίο ώστε να επιβλέπει την τήρηση της καραντίνας. Όσοι ήσαν ασθενείς έβγαιναν στο νησάκι όπου είχαν στηθεί παραπήγματα επί τούτου, για να φιλοξενούν τους αρρώστους.
  Αυτό είναι το φόντο.
  Και το στόρι;
  Η γριά Σκεύω είναι σίγουρη ότι σε ένα από τα σπορκαρισμένα πλοία βρίσκεται ο γιος της. Είναι γεμάτη αγωνία. Και τι κάνει; Μεταμφιέζεται σε άνδρα και ζητάει ως εκδούλευση από κάποιο υπεύθυνο να τη στείλει ως βαρδιάνο στο πλοίο που είναι ο γιος της. Θα τα καταφέρει, και θα περιποιηθεί το γιο της που θα μεταφερθεί στο νησάκι, έχοντας ξεφύγει τον κίνδυνο.
  Ο τίτλος προϊδεάζει ότι θα διαβάσουμε για φοβερές σκηνές, σαν αυτές που διαβάσαμε στη «Μετανάστιδα» και στη «Χολεριασμένη». Όμως τίποτα τέτοιο, ή μάλλον εντελώς ελάχιστα, στο τέλος. Το διήγημα είναι ολότελα χιουμοριστικό, για να μην πω ξεκαρδιστικό. Μας παρασύρει το γέλιο του γερμανού γιατρού, που το γλεντάει αφάνταστα ακούγοντας την ιστορία της γριάς Σκεύως, πώς κατάφερε να περάσει απαρατήρητη σαν γυναίκα και να προσληφθεί βαρδιάνος.
  «Ο κ. Βίλελμ Βουντ εύρισκε μεγάλην τέρψιν εις την ακρόασιν της διηγήσεως ταύτης. Ηραίωσε τα ροφήματα του τσιμπουκίου του, έπαυσε τους πλαταγισμούς των χειλέων, εγέλα και ήκουε. - Λοιπόν;».
  Αυτή είναι η πιο απολαυστική, και η πιο μεγάλη σκηνή, του διηγήματος.
  Υπάρχει και μια δεύτερη, που το χιουμοριστικό στοιχείο της βρίσκεται κυρίως στο εφέ της επανάληψης. Ένας καλόγερος που ζει κοντά στην παραλία αποφασίσει να αποσυρθεί ψηλά στο βουνό, στο μιτάτο, αγανακτισμένος από το πλιατσικολόγημα που έκαναν στα κηπευτικά του οι χολεριασμένοι, και προπαντός που του βούτηξαν μια από τις δυο κότες του. Θα ακολουθήσει τη γάτα του τη Μπαμπή, που το έσκασε στο βουνό με το που πάτησαν το πόδι στο νησάκι οι χολεριασμένοι
  «Καλά το έλεγα εγώ, πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειξε τον δρόμον, κι έπρεπε να την ακολουθήσω». Τη φράση αυτή θα επαναλάβει έξι φορές, στον ίδιο διάλογο με το γιατρό.
  Το θέμα ασφαλώς το καταλάβατε: δεν είναι άλλο από το μεγαλείο του μητρικού φίλτρου.
  Όμως να παραθέσουμε ακόμη κάποια αποσπάσματα.
  «Τρεις γυναίκες με τα μαύρα είχαν παρουσιασθεί, ημέρα μεσημέρι, εις το σταυροδρόμιον, σιμά εις την οικίαν της. Η πρώτη τούτων ήτο μαύρη, κατάμαυρη το πρόσωπον, η δευτέρα ήτο κίτρινη φλωρί, η τρίτη ήτο κόκκινη κρεμίζι. Κανείς δεν τας εγνώριζεν, αν και ολίγοι τας είδον, και ήτο προφανές ότι ήτο οπτασία, όραμα υπερφυσικόν. Τας είχεν ιδεί αυτή η Λενιώ η Γαρμπίνα, η γειτόνισσά της, η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και μία επταετής κορασίς, η Δεσποινιώ, η θυγάτηρ της Πεπερούς. Ήτο πρόδηλον ότι η πρώτη των τριών εξωτικών γυναικών, η μαύρη, ήτο η Πανούκλα, η δευτέρα, η κίτρινη ήτο βεβαίως η Χολέρα, και η άλλη, η κόκκινη, ήτο χωρίς άλλο η Οστρακιά».
  Οι γυναίκες του λαού έβλεπαν παλιά οπτασίες. Σήμερα, σπάνια. Για τους άνδρες δεν έχω ακούσει.
  «Οι θεαταί είδον τότε και ενόησαν ότι επρόκειτο περί μειοδοτικής δημοπρασίας. Αλλά μόλις επρόφθασαν να το εννοήσωσι, και ηκούσθη η φωνή του κήρυκος «Κατεκυρώθη» κτλ. Εφαίνετο ότι ήσαν «κατακυρωμένα» εκ των προτέρων, και ότι όλα εγίνοντο απλώς διά τον τύπον».
  Εδώ έχουμε τον σατιρικό Παπαδιαμάντη. Η διαφθορά έπεφτε και τότε σύννεφο. Η μειοδοτική δημοπρασία αφορούσε την κατασκευή των παραπηγμάτων. Φυσικά ήταν κακοκατασκευές, κάποιες σωριάστηκαν κάτω με το πρώτο δυνατό φύσημα του ανέμου, καταπλακώνοντας τους άτυχους ένοικους.
  «Αλλ' αι εκ του ασθενούς φύλου έχουσι τούτο το πλεονέκτημα, ότι όχι μόνον χρωματίζουσιν, αλλά και μεταπλάττουσι διά της φαντασίας παν το πραγματικόν, αναπληρούσαι το ελλείπον, και αι πελάτιδες της γραίας Γερακίνας, βλέπουσαι μόνον, ήσαν ικαναί να φαντάζωνται και να προσθέτωσι και να βεβαιώσι πράγματα, τα οποία ουδέποτε είχον συμβεί. Ό,τι είναι παράδοσις εν τη ιστορία, ό,τι έχει την χροιάν του θρύλου και της φήμης, από γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως εξήλθεν».
  Και πάλι ο σατιρικός Παπαδιαμάντης.
  «Τέλος, ήλθε το 1865, και η χολέρα εκομίσθη το θέρος εις την ανατολικήν Ευρώπην, πιθανώς, όπως πάντοτε, διά των μουσουλμάνων προσκυνητών της Μέκκας. Αι δύο «μεγάλαι μουσουλμανικαί δυνάμεις», η μία με το χρυσοφόρον ινδικόν κράτος της, η άλλη με τας προσοδοφόρους της κτήσεις εν Αλγερία, δεν απεφάσισάν ποτε να θέσωσι περιορισμούς τινας εις τα ταξίδια των μωαμεθανών υπηκόων των, και δεν εύρον ποτέ συμφέρον να βιάσωσι την Πύλην όπως εφαρμόσει τελεσφόρα υγειονομικά μέτρα εις την κοιτίδα του μωαμεθανισμού εν Αραβία. Η ταλαίπωρος Ανατολή υπήρξε και τότε, ως τώρα και πάντοτε, υπό τε γεωγραφικήν και κοινωνικήν, υπό πολιτικήν και θρησκευτικήν έποψιν, άφρακτος αμπελών».
  Πάντως η δική μας επιδημία μόνο την Τουρκία φαίνεται να ταλαιπωρεί, όχι τις άλλες μουσουλμανικές χώρες. Και ο κορονοϊός δεν ήλθε από τη Μέκκα, αλλά από την Κίνα. Όμως τα πρώτα κρούσματα στην Ελλάδα, αν θυμάστε, ανάμεσα στα οποία και ο πρώτος νεκρός, ήλθαν από τη χριστιανική Μέκκα, από τα Ιεροσόλυμα.
  «Φυσικά, η μεγάλη πληθύς των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών ήσαν άνθρωποι πτωχοί. Ολίγοι μεταξύ αυτών ήσαν εύποροι. Οι κερδοσκόποι απέθετον τα εμπορεύματά των εις την άκραν της απωτάτης ακτής της ερημονήσου, ελάμβανον τα λεπτά των και έφευγον. Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα, αλλ' εις τα χρήματα όχι. Ελέχθη ότι οι πλείστοι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, απέθανον πραγματικώς εκ πείνης».
  Φρικτό.
  Ουρά ενάμιση χιλιομέτρου για συσσίτιο, στη Σουηδία, από άνεργους, απολυμένους εξαιτίας του κορονοϊού, διάβασα στη λεζάντα που συνόδευε τη σχετική φωτογραφία.
  «Την χολέραν αυτή δεν την εφοβείτο [η γριά Σκεύω. Είχεν υποφέρει ήδη άπαξ όχι πολύ βαρέως από χολέραν, και είχε γλυτώσει, νέα ακόμη, τω 1848, όταν η φοβερά νόσος ενέσκηψεν εις την μικράν παραθαλάσσιον πολίχνην».  
  Κοίτα να δεις! Πριν περάσουν είκοσι χρόνια ξανακτύπησε η χολέρα.
  Μπορούμε να ελπίζουμε με τον κορονοϊό. Η πανδημία του μπορεί να κρατήσει μόνο ένα χρόνο, όπως και οι πανδημίες της χολέρας. Έχω μια αισιοδοξία, που όμως κάπου τη στηρίζω.
  «… όταν ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής εξύπνησε και κατέβη εις τον ευκτήριον οίκον διά να ψάλει τον όρθρον (δεν υπήρχε ναΐσκος εις το μικρόν μετόχιον, αλλά μόνον ευκτήριος οίκος, άνευ θυσιαστηρίου και καταπετάσματος), ενθυμήθη την ημέραν και παρεκάλεσεν, ως είπομεν, τους δύο Αγίους να ελευθερώσωσι τον κόσμον από την χολέραν, ελευθερώνοντες αυτόν από τους χολεριασμένους».
  Ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων δεν διστάζει να σατιρίσει ιερείς που θα έπρεπε να βρίσκονται έξω από τους κόλπους της εκκλησίας. Το διαβάσαμε και στη «Μετανάστιδα».
  «… ο πάτερ Μεθόδιος ο μυλωθρός…».
  Τι μου θύμισε τώρα.
  Πήγαινα δευτέρα δημοτικού όταν ο πατέρας μου, κατά παράκλησή μου, μου αγόρασε μια μέθοδο εκμάθησης της αγγλικής. Ήταν του Xavier de Bouge. Ήταν γραμμένη σε άπταιστη καθαρεύουσα, και εγώ δεν ήξερα καλά καλά τη δημοτική, μόνο τα κρητικά ήξερα. Εκεί διάβασα ότι Miller σημαίνει μυλωθρός. Βέβαια ήταν εύκολο να φανταστώ ότι εννοούσε το μυλωνά. Όμως αυτό το κοχλιάριον με το οποίο μεταφράζει τη λέξη spoon, τι διάβολο ήταν; Δεν μπορεί, ο χοχλιός θα είναι. Όσο για την πηκτή, λέξη με την οποία μεταφράζει το gelatin, δεν μπορούσα να κάνω καμιά υπόθεση. Ούτε και οι γονείς μου ξέρανε να με διαφωτίσουνε.
  Χρόνια αργότερα έμαθα ότι είναι η τσιλαδιά, την οποία μας πρόσφερε άφθονη για μεζέ στη ρακή στο καφενείο του ο Μουδατσογιάννης, που εκτελούσε και χρέη χασάπη.
  Διαβάζοντας αυτό το διήγημα το πήρα απόφαση: θα διαβάσω όλα τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Τα άλλα δυο μυθιστορήματά του δεν θα τα διαβάσω, αφενός γιατί είναι μεγάλα και αφετέρου γιατί τα θέματά τους είναι καταθλιπτικά.
 

No comments:

Post a Comment