Sunday, July 5, 2020

Νίκος Λαγκαδινός, Εμβατήριο οπισθοπορείας


Νίκος Λαγκαδινός, Εμβατήριο οπισθοπορείας, Δυτικός άνεμος 2019, σελ. 252

  Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Αυτοβιογραφικά και μη κείμενα, το νέο βιβλίο του Λαγκαδινού

  Μετά το «Είσαι παράνομος, ρε» διαβάσαμε το «Εμβατήριο οπισθοπορείας» του Νίκου Λαγκαδινού.
  Ενώ στο «Είσαι παράνομος, ρε» ο Λαγκαδινός παραθέτει μαρτυρίες, στο καινούριο του βιβλίο παραθέτει de profundis αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, αλλά και από τη μετέπειτα. Μιλάει για έρωτες, διαδικτυακούς (φεησμπουκικούς για την ακρίβεια, παραθέτοντας τα chat) και μη, παλιούς και καινούριους. Επίσης παραθέτει και κείμενα μυθοπλασίας, καθώς και σύντομα δοκίμια για την κοινωνικοπολιτική μας κατάσταση. Επίσης μιλάει για συγγραφείς όπως ο Τσέχωφ και ο Γκράχαμ Γκρην, που φαίνεται να είναι οι αγαπημένοι του. Υπάρχουν και αποσπάσματα ημερολογιακά, όπου ο Λαγκαδινός καταγράφει τι έκανε εκείνη την ημέρα.
  Φυσικά δεν μπορείς να είσαι σίγουρος σε πιο βαθμό η μυθοπλασία εισχωρεί στην αυτοβιογραφία και αντίστροφα, που όμως δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η απόλαυση της γλαφυρής πρόζας του Λαγκαδινού, η συναρπαστικότητα των ιστοριών που αφηγείται και η διεισδυτικότητα της σκέψης του πάνω στα σύγχρονα προβλήματα.
  Και κάτι ακόμη.
  Ο Λαγκαδινός παραθέτει ρήσεις συγγραφέων και φιλοσόφων, αποφθεγματικές στην πλειοψηφία τους, που δίνουν μια επιπλέον χάρη στα κείμενά του.
  Όμως να του δώσουμε το λόγο παραθέτοντας αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε, σχολιάζοντας.
  «Πάει ο νους μου στις μαραθώνιες παραστάσεις του Γερμανού σκηνοθέτη Πέτερ Στάιν, όπου ξενυχτούσαμε, εκεί στο ανοιχτό θέατρο της Πετρούπολης» (σελ. 12).
  Στο θέατρο Πέτρας θυμάμαι μια φορά που παγώσαμε βλέποντας ολόκληρη την «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία του Πέτερ Στάιν, η οποία τέλειωσε τα ξημερώματα. Πώς αντιμετωπίσαμε τον ψόφο; Πίνοντας κρασί που αγοράσαμε το διάλλειμα.
  Θυμάμαι ότι κάτι βρήκα, δεν μπορώ να θυμηθώ τι, και κατευθυνόμουν να το παραδώσω όταν από τα μεγάφωνα ανήγγειλαν την απώλειά του και όποιος το βρει… Τώρα θυμήθηκα, πρέπει να ήταν διαβατήριο, κάποιου αλλοδαπού.
  «Δεν ξεχνώ τα μεσημέρια που ακούγαμε – όχι πάντα – από το ραδιόφωνο τη μετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων. Τα πιο πολλά παιδιά ήταν με τον Παναθηναϊκό…» (σελ. 26).
  Περίεργο! Στο χωριό μου ο Παναθηναϊκός ήταν ανύπαρκτος. Οι πιτσιρικάδες είμασταν χωρισμένοι σε ολυμπιακούς και αεκτζήδες. Εγώ ήμουν, είμαι και θα είμαι ολυμπιακός (πάντως όχι φανατικός, να εξηγούμαστε).
   «Και πώς να χωρέσει το μυαλό μου το άδοξο τέλος ενός δεσμού ανολοκλήρωτου εξαιτίας της οικονομικής μου δυσπραγίας! Ήρθε από τη Θεσσαλονίκη με τη μάνα της στο σπίτι μου, να τις κεράσουμε μιλφέιγ! Η μάνα της είδε, κατάλαβε, αποφάσισε κι έσβησε τη σχέση. -Είναι φτωχός… είπε. Τέλος» (σελ. 39).
  Καταραμένη φτώχεια.
  «Τότε, η νεολαία γενικώς αγωνιούσε, συμμετείχε, είχε οράματα… Τότε δεν νοιαζόταν για το βόλεμά της… Τότε, το σύνθημα Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία είχε πραγματικό αντίκρισμα. Τότε, η νεολαία δημιουργούσε τους ηγέτες της, χωρίς να υποψιάζεται ότι συγχρόνως έστρωνε το χαλί για το νέο κατεστημένο που θα αντικαθιστούσε τα συνθήματα των αγώνων της με σφηνάκια, μαγκιά και στιλ…» (σελ. 42).
  Χωρίς σχόλια αυτό.
  «Έγινε σήμερα τόσο φως που οι τυφλοί καθισμένοι στις πέτρες τ’ ακούν σαν κελάηδημα» (σελ. 48).
  Στίχος του Νικηφόρου Βρεττάκου τον οποίο παραθέτει ο Λαγκαδινός.    
  «Νοιώθω την ανάγκη να σημειώσω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω εκείνο που έκανε κάποτε ο Ζολά, όταν έγραφε τη “Νανά”, που μ’ ένα σημειωματάριο στο χέρι έπαιρνε σβάρνα τα πορνεία της εποχής και τα διάφορα περίεργα στέκια για να ακούσει και να καταγράψει τα πρόστυχα αστεία των πελατών και τις λεπτομέρειες των ηθών, που σ’ αυτόν ήσαν άγνωστα» (σελ. 90).
  Να κάτι που δεν ήξερα. Ούτε κι εγώ θα το έκανα, αν ήθελα να γράψω ανάλογο μυθιστόρημα.
  «Ο μεγάλος μουσικός Ρουμπινστάιν έλεγε: -Αν παραλείψω μια μέρα να παίξω, αμέσως το καταλαβαίνω. Αν παραλείψω δυο μέρες, οι φίλοι μου το καταλαβαίνουν. Αν τρεις μέρες δεν ασκηθώ, το κοινό το καταλαβαίνει» (σελ. 113).
  Δυστυχώς στην περίπτωσή μου περνάνε πολλές μέρες μέχρι να ξαναπιάσω τη λύρα. Και ευτυχώς στην περίπτωσή μου δεν έχω κοινό.
  «Κι αυτομάτως ο νους πάει στον Σαίξπηρ που είχε πει, στο περίπου, πως ό,τι είναι οι μύγες για τα τρελόπαιδα, είμαστε κι εμείς για τους θεούς-μας σκοτώνουν για να παίξουν» (σελ. 118).
  Υπάρχουν και χειρότερες εκδοχές, αλλά δεν είναι του παρόντος.
  «Επειδή ο αγώνας είναι άνισος, θεωρώ ότι χρειάζεται θάρρος και αντοχή για να πορεύεται κανείς μόνος, όχι φυσικά για να μην υποκύπτει αλλά για να προσαρμόζεται κάθε φορά στις αξιώσεις της ομαδικότητας, χωρίς να προδίδει την περήφανη μοναξιά της ψυχής του» (σελ. 139).
  Προσυπογράφω απόλυτα.
  «…αυτό που λέγανε για τον Περικλή: από τη στιγμή που ανέλαβε να κυβερνήσει την Αθήνα, δεν τον ξαναείδανε να γελάει…» (σελ. 149).
  Το ξέρατε εσείς αυτό; Εγώ όχι.
  «Εμείς οι έλληνες μπορούμε να υπερηφανευόμαστε για έναν Παπαδιαμάντη, για έναν Καβάφη, για έναν Καζαντζάκη…» (σελ. 183).
  Είναι εύκολο να διαβάσεις όλο τον Καβάφη, αλλά εγώ διάβασα και όλο τον Καζαντζάκη. Χθες αποφάσισα να διαβάσω και όλο τον Παπαδιαμάντη.
  «Τέχνη και μόνο τέχνη, έχουμε την τέχνη για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια» (σελ. 189).
  Αυτό το είπε ο Νίτσε.
  «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει περίπτωση να διορθωθεί ο κόσμος. Γελάω όταν ακούω ότι η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, θα πατάξει ή θα εξαφανίσει τη διαφθορά. Πώς, με ποιο τρόπο; Μπορεί να μου πει κανείς εάν γίνεται ν’ αποστερήσει την ανθρώπινη φύση από τη διαστροφή που επινοεί τις καταστρατηγήσεις, που παρανομεί, που αυθαδιάζει, που διαφθείρει; Και η χώρα μας είναι από χρόνια τώρα, ένα σχολείο πάσης διαφθοράς» (σελ. 193).
  Τι να πω, ας ελπίσουμε ότι τουλάχιστον θα μειωθεί.
  «Πάντως μ’ αρέσει τούτες τις μέρες η βροχή. Νιώθω μιαν απέραντη ανακούφιση. Αρκετές φορές βγήκα για το φούρνο ή για το περίπτερο χωρίς ομπρέλα. Βιαστικός κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι, που τρέχουν συνήθως να σωθούν από το νερό ή-ποιος ξέρει-για να κρύψουν κάποιο λάφυρο της ευτυχίας τους» (σελ. 197).
  Η υπογράμμιση είναι δική μου, πολύ μου άρεσε αυτή η φράση.
  «…όταν η μνήμη βγάζει στη φόρα τα καλά κρυμμένα μυστικά της…» (σελ. 133).
  Το έχω διορθώσει σε όλα τα βιβλία που το συνάντησα και για τα οποία έγραψα κριτικές, θα το διορθώσω κι εδώ. Η σωστή φράση είναι στα φόρα, στα fora, πληθυντικός του forum, που θα πει αγορά.
  Και ένα τελευταίο:
  «Το μέτρο της μελλοντικής ευτυχίας θα είναι ο ελεύθερος χρόνος» (σελ. 251).
  Ήδη από παλιά είχα αντιστρέψει τη ρήση «ο χρόνος είναι χρήμα» κάνοντάς τη «το χρήμα είναι χρόνος». Τώρα, συνταξιούχος, απολαμβάνω πολύ ελεύθερο χρόνο, όμως ουδέν καλόν αμιγές κακού. Με τη σύνταξη άρχισαν να πυκνώνουν τα προβλήματα υγείας.
  Απόλαυση του κειμένου, συγκίνηση, γνώση, απολαμβάνουν οι αναγνώστες του βιβλίου. Εγώ τα απόλαυσα όλα αυτά και γι’ αυτό το συνιστώ και σε σας.
  Και στο τέλος, όπως κάνουμε πάντα, παραθέτουμε τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους  που εντοπίσαμε.
Η μοναξιά τον τύλιξε και με τις δυο παλάμες (σελ. 70)
Η αγάπη είναι παρηγοριά, λίγο μετά την μπόρα (σελ. 84). Στίχος του Σαίξπηρ αυτός.
Υφέρπει και υφίσταται. Πώς να στο εξηγήσω; (σελ. 107)
Ήταν απροσδιόριστη και λίγο ζαλισμένη (σελ.187)
Το φως του γκρίζου δειλινού απλώνεται στο σπίτι (σελ. 192)
Μηνύματα της εποχής που δεν τα πιάνουν όλοι (σελ. 123)
Στο πρόσωπο των γυναικών που συναντά στο δρόμο (σελ. 247)

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment