Saturday, August 29, 2020

Άννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέφσκι, Ο Ντοστογιέφσκι και εγώ

Άννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέφσκι, Ο Ντοστογιέφσκι και εγώ (μετ. Σ. Βουρδούμπα), Γκοβόστης χχ, σελ. 363

 


  Μέχρι τώρα έχω διαβάσει πολλές αυτοβιογραφίες και βιογραφίες, όμως πρώτη φορά διαβάζω μια βιογραφία-μαρτυρία. Το βιβλίο της Άννας Γρηγόριεβνα για τον σύζυγό της είναι συναρπαστικό σαν μυθιστόρημα. Παραθέτει πολλά επεισόδια από τη ζωή τους, γεμάτα σασπένς. Και βέβαια επεισόδια που προσωπογραφούν τον σύζυγό της, όπως το πάθος του για τη ρουλέτα, τις ελεημοσύνες που έδινε στους φτωχούς παρά τα οικονομικά προβλήματα που είχαν οι ίδιοι, και την παθολογική ζήλεια του. Από τις πιο συγκινητικές σελίδες είναι εκείνες όπου περιγράφεται ο σπαραγμός από την απώλεια δυο παιδιών τους, ενός κοριτσιού μόλις τριών μηνών και ενός αγοριού που πέθανε σε ηλικία τριών χρόνων, από σπασμούς επιληψίας, κληρονομημένης από τον πατέρα του.

  Η Άννα Γρηγόριεβνα αφηγείται πολλές κρίσεις επιληψίας που έπιαναν τον άντρα της και τα φρικτά συμπτώματά της, όταν ήταν έντονη. Μετά την κρίση για αρκετές μέρες ένιωθε μια «καταθλιπτική μελαγχολία».

  Υπέφερε πράγματι πολύ ο Ντοστογιέφσκι, αν τον συγκρίνουμε με τους δυο άλλους κορυφαίους ομοτέχνους του, τον Τολστόι και τον Τουργκένιεφ. Κανείς τους δεν είχε τα προβλήματα υγείας που είχε ο Ντοστογιέφσκι και κανείς τους δεν πήγε στα κάτεργα όπως ο Ντοστογιέφσκι για επαναστατικές δραστηριότητες. Αριστοκράτες αυτοί, είχαν την οικονομική άνεση να χτενίζουν τα έργα τους ενώ ο Ντοστογιέφσκι έπρεπε να γράφει γρήγορα γιατί χρειαζόταν χρήματα. Αυτό το εκμεταλλεύονταν οι εκδότες πληρώνοντάς του περίπου το ένα τρίτο το τυπογραφικό από όσο πλήρωναν τον Τολστόι και τον Τουργκένιεφ, η Άννα παραπονιέται συχνά γι’ αυτό. Το πώς τον κατάκλεψε και κοίταξε να τον ρίξει ένας εκδότης τότε που έγραφε τον «Παίχτη», χάρη στον οποίο γνώρισε την Άννα που τη χρησιμοποιούσε σαν στενογράφο, είναι απίστευτο. Το ρομάντζο που ακολουθεί είναι από τα πιο ωραία που έχω διαβάσει.

  Η μη σφιχτοδεμένη πλοκή των έργων του οφειλόταν στην πίεση του χρόνου να τελειώσει. Καθώς τα μυθιστορήματα ήταν τα σήριαλ τους εποχής, δημοσιεύονταν σε συνέχειες στα περιοδικά, ένας τρόπος που τους εξασφάλιζε συνδρομητές, έτυχε να έχουν δημοσιευτεί τα πρώτα κεφάλαια ενός βιβλίου του χωρίς ο ίδιος να έχει μια σαφή εικόνα για το πώς θα τα τελειώσει.

  «Πόσες φορές, μέσα σ’ αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια [τόσο κράτησε ο γάμος τους, μέχρι τον θάνατο του Ντοστογιέφσκι το 1980] δεν είδα ένα μυθιστόρημα κομματιασμένο μ’ αυτό τον τρόπο: δυο-τρία κεφάλαια είχαν δημοσιευτεί σ’ ένα περιοδικό, το τέταρτο ήταν στο τυπογραφείο, το πέμπτο ταξίδευε με το ταχυδρομείο για τον Ρωσικό Μηνύτορα, κι όσο για τα τελευταία, δεν ήταν ακόμα γραμμένα και μάλιστα ούτε σχεδιασμένα στο μυαλό του» (σελ. 167-168).

  Ακόμη:

  «-Ανησυχούσα, μου εξήγησε, γιατί πρέπει χωρίς άλλο νάχω τελειώσει αυτό το μυθιστόρημα ως την 1η του Νοέμβρη [Αυτός ο απατεώνας ο εκδότης του του είχε βάλει ποινική ρήτρα. Μάλιστα εξαφανίστηκε την παραμονή επί τούτοις, και ο Ντοστογιέφσκι το κατέθεσε σε αστυνομικό τμήμα παίρνοντας απόδειξη με την ημερομηνία της παράδοσης]. Ε, λοιπόν, δεν έχω ακόμη καταστρώσει ούτε το σχέδιό του. Το μόνο που ξέρω είναι πως πρέπει να μην είναι μικρότερο από εφτά τυπογραφικά, της έκδοσης Στελόβσκι».

  Θυμήθηκα τώρα, στα νιάτα μου, ένας εκδότης – όχι ο Θάνος - για τον οποίο είχα κάνει μια μετάφραση, τύπωσε πυκνογραμμένες τις σελίδες για να βγουν λιγότερα τυπογραφικά. Η αμοιβή ήταν 700 δραχμές το τυπογραφικό.

  Για να αποφύγει την εκμετάλλευση των εκδοτών η Άννα αποφάσισε να ασχοληθεί η ίδια με τις εκδόσεις των έργων του. Ριψοκίνδυνη κίνηση, όμως στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Συμβούλευσε μάλιστα και τη γυναίκα του Τολστόι να κάνει το ίδιο.

  Εκτός από τη συντήρηση της οικογένειάς του βοηθούσε οικονομικά την οικογένεια του αδελφού του μετά το θάνατό του, ο οποίος τόσο του είχε συμπαρασταθεί στις δυσκολίες του, καθώς και τον πρόγονό του από τον προηγούμενο γάμο του. Όλοι αυτοί ήσαν τρομερά απαιτητικοί στις χρηματικές τους απαιτήσεις, και δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι το γάμο του με την Άννα. Ίσως και να ένιωσαν ανακουφισμένοι, λέω τώρα εγώ, όταν πέθανε η πρώτη του γυναίκα και μπορούσαν να τον απομυζούν με μεγαλύτερη άνεση.

  Πολλοί συνάδελφοί του συγγραφείς τον ζήλευαν, και δεν ήταν και λίγοι οι κριτικοί που του έκαναν επιθέσεις. Όμως το κοινό είχε αλάθητο κριτήριο, αγαπούσε τα έργα του.

  «Όταν πεθάνω, Άννια, να πεις να με θάψουν εδώ, ή όπου αλλού θελήσεις, μα να θυμάσαι πως δεν θέλω να με θάψουν στο κοιμητήρι του Βόλκοβ, εκεί που θάβουν τους ανθρώπους των γραμμάτων· αρκετά μ’ έχουν βασανίσει στη ζωή» (σελ. 275).

  Μου έκαναν εντύπωση τα χαμηλά τιράζ της εποχής. Οι «Δαιμονισμένοι» κυκλοφόρησαν σε 3.500 αντίτυπα στην πρώτη έκδοση. Κρίνοντας από τις αμοιβές, πρέπει ένα βιβλίο να κόστιζε πολύ ακριβά. Πώς να το αγοράσουν οι μουζίκοι;

  Η περιγραφή της κηδείας του είναι επίσης συγκλονιστική, με μια κοσμοπλημμύρα να συνοδεύει τον νεκρό του στην τελευταία του κατοικία.  

  Θα συνεχίσουμε παραθέτοντας αποσπάσματα.

  «Μη φανταστείτε όμως, πως το δικό τους μυθιστόρημα τελείωσε με κείνη τη λύση που τη λέμε δω στη Ρωσία Πολιτικό γάμο» (σελ. 68).

  Το φαντάζεστε ότι το 1867, τότε που παντρεύτηκαν, υπήρχε ήδη ο πολιτικός γάμος;

  «Ο Ντοστογιέφσκι, βέβαια, δεν είχε καμιά συμπάθεια για τις μηδενίστριες εκείνου του καιρού. Η άρνηση κάθε θηλυκότητας σ’ αυτές, η βρωμιά τους, η πρόστυχη γλώσσα τους κι ο ζεμανφουτισμός τους, μονάχα αηδία του προκαλούσαν. Λοιπόν, σ’ εμένα εκτιμούσε ακριβώς τα αντίθετα προτερήματα. Με τον καιρό οι ιδέες του άλλαξαν ολότελα…» (σελ. 122).

  Αλλά ούτε και για τους μηδενιστές είχε συμπάθεια.

  «Τις εντυπώσεις που ένιωσε στη γέννηση της κόρης μας, ο Ντοστογιέφσκι τις χρησιμοποίησε στο βιβλίο του Οι δαιμονισμένοι, εκεί που περιγράφει τον τοκετό της γυναίκας του Σάτοβ» (σελ. 130-131).

  Είναι γνωστό ότι πολλά επεισόδια σε ένα μυθιστόρημα με φανταστική πλοκή είναι πραγματικά.

  «...Σήμερα, τριανταπέντε χρόνια από το θάνατό του…» (σελ. 205).

  Γράφτηκε λοιπόν το 1915, όμως δημοσιεύτηκε το 1925, μετά το θάνατό της (1918), ενώ δυο χρόνια πιο πριν είχαν δημοσιευτεί τα ημερολόγιά της.

  «Αυτή η ιστορία της καστανής αγελάδας μου φάνηκε παράξενη, και την συνέδεσα με τη λαϊκή παράδοση που βεβαιώνει πως μπορεί να κρίνει κανείς για τον αυριανό καιρό από την πρώτη αγελάδα που θα συναντήσει να γυρίζει από τα λιβάδια» (σελ. 252).

  Και θυμήθηκα το ανέκδοτο:

  -Ξέρεις, λέει ο χωρικός στον τουρίστα, υπάρχει ένας χωριανός μας που μπορεί να σου πει τι καιρό θα κάνει παρατηρώντας τις αγελάδες. -Αλήθεια; -Δεν με πιστεύεις; πάμε να τον ρωτήσεις ο ίδιος.

  Πηγαίνουν στο χωράφι που δούλευε ο χωριανός του και ο τουρίστας τον ρωτάει: -Αλήθεια είναι ότι μπορείς να πεις τι καιρό θα κάνει παρατηρώντας τις αγελάδες; -Και βέβαια. -Και πώς το κατορθώνεις αυτό; -Να, κοιτάζω τις αγελάδες. Αν είναι όρθιες πάει να πει ότι θα βρέξει, αν είναι ξαπλωμένες πάει να πει ότι δεν θα βρέξει. -Μα εγώ βλέπω αυτή τη στιγμή τις αγελάδες σου και οι μισές είναι όρθιες και οι άλλες μισές είναι ξαπλωμένες. -Αυτό πάει να πει ότι μπορεί να βρέξει και μπορεί και να μη βρέξει.

  «Όπως και ο πατέρας μου, τηρούσα και γω ακριβώς και αυστηρά τους τύπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας· έδινα μεγάλη σημασία στις σαρανταήμερες παρακλήσεις για την ψυχή του πεθαμένου. Μέσα σ’ αυτές τις σαράντα μέρες, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες, η ψυχή του νεκρού βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας» (σελ. 335).

  Έχει γούστο!

  Συναρπαστικό σαν μυθιστόρημα είναι το βιβλίο της Άννας Γκριγόριεβνα. Δεν είναι μόνο το ό,τι μας αφηγείται τη ζωή του άντρα της αλλά και το ότι παραθέτει επεισόδια με έντονο σασπένς, καθώς και αστεία επεισόδια όπως την πρωταπριλιάτικη φάρσα που της έκανε ο άντρας της.

  Εξαιρετικό.

  Στον Ανρί Τρουαγιά θα τα ψάλω αφού τελειώσω τη βιογραφία του για τον Ντοστογιέφσκι και γράψω.

 

No comments:

Post a Comment