Saturday, September 12, 2020

Lima Baretto, O cangaceiro (1954)

Lima Baretto, O cangaceiro (1954)

 


  Αφού είδαμε το «Ο θεός και ο διάβολος στη χώρα του ήλιου» που παίζεται σε επανέκδοση από την Πέμπτη, είπαμε να ολοκληρώσουμε την εικόνα που έχουμε για τους κανγκασέιρος βλέποντας τον «Κανγκασέιρο» του Λίμα Μπαρέτο.

  Η ταινία είχε τρομερή επιτυχία. Όχι μόνο κέρδισε βραβείο στις Κάννες, αλλά αποτέλεσε και την αρχή μιας σειράς βραζιλιάνικων γουέστερν με πρωταγωνιστές τον Λιμπιάο (για τον οποίο ακούσαμε) και τον Κορίσκο (τον οποίο είδαμε) στην ταινία του Glauber Rocha. Ακόμη και πορνοταινίες γυρίστηκαν με θέμα τους καγκασέιρος, διαβάζω στη βικιπαίδεια.

  Δεν είναι cinema novo, είναι mainstream, μάλιστα κριτικαρίστηκε από κριτικούς για κοινωνιολογικές ανακρίβειες (θα ήθελα πολύ να ήξερα ποιες ήταν αυτές) και από τον Rocha για υπερβολική επιρροή από τα αμερικάνικα έργα.  

  Μου αρέσουν οι mainstream ταινίες όταν είναι καλογυρισμένες, και προπαντός όταν είναι romance, και γι’ αυτό το λόγο η ταινία μου άρεσε πάρα πολύ.

  Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τους καγκασέιρος να εισβάλλουν σε ένα χωριό. Θα τους δούμε βίαιους, αλλά και ιπποτικούς. Ο αρχηγός τους, ο Galdino Ferreira, αρπάζει μια δασκάλα. Έχουν αρπάξει και άλλες γυναίκες που εξυπηρετούν τις σεξουαλικές ανάγκες της συμμορίας του, όμως όχι σαν φυλακισμένες πόρνες αλλά ισότιμες με τους άντρες. Μάλιστα κρατάνε και όπλα.

  Τη δασκάλα όμως ο Galdino τη θέλει για λόγου του, δίνει εντολή να μην την πειράξει κανείς. Όμως ο Teodoro, ένας από τους άνδρες του, την ερωτεύεται. Θα δραπετεύσουν μαζί. Και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι οι προσπάθειές τους να ξεφύγουν και οι προσπάθειες του Galdino να τους πιάσει.

  Ο υπεύθυνος φρουρός θα την πληρώσει άσχημα. Δεν ξέρει πού πήγαν, ο Galdino δεν τον πιστεύει. Θα συρθεί δεμένος πίσω από ένα άλογο όπως ο Έκτορας από τον Αχιλλέα, με τη διαφορά ότι ο Αχιλλέας έσυρε τον Έκτορα νεκρό ενώ ο φρουρός σύρθηκε ζωντανός και κατέληξε νεκρός.

  Η δασκάλα δεν είναι χαζή. -Γιατί με ελευθέρωσες, και μάλιστα με κίνδυνο της ζωής σου; -Γιατί έχω κάνει τάμα να κάνω μια καλή πράξη κάθε χρόνο. -Σε ταμάς; Έλα, λέγε την αλήθεια. -Εντάξει, αρχικά σε λυπόμουν, μετά σε ερωτεύτηκα.

  Όλα αυτά βέβαια ειπώθηκαν κομψά.

  Θα δούμε μια εντυπωσιακή σκηνή με ένα τζάγκουαρ που σκοτώνει ο Τεόντορο, και άλλη μια που τον βλέπουμε να μιλάει με έναν ιθαγενή στη γλώσσα του, πράγμα που καταπλήσσει τη δασκάλα.

  -Έλα στην πόλη, παραδώσου, θα σε τιμωρήσουν με ελαφρυντικά, μετά θα είμαστε μαζί. -Δεν μπορώ να εγκαταλείψω το sertao, τη γη που γεννήθηκα.

  Μπα, μπορούσε, απλά έτσι θέλησε ο σκηνοθέτης. Γιατί θα μπορούσε να δώσει ένα τέτοιο happy τέλος στην ταινία του, σαν αυτό που έδωσε ο Raj Kapoor στην «Awara» που είδαμε πρόσφατα.  

  -Η πόλη είναι κοντά, πήγαινε. -Δεν θα ξαναβρεθούμε; -Ίσως, αργότερα.

  Πρέπει να καθυστερήσει τους διώκτες τους. Δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, μετά από μια σκληρή μάχη αναγκάζεται να παραδοθεί, όχι πριν σκοτώσει κάμποσους και τραυματίσει τον Γκαλντίνο. Αρνείται να του περιποιηθούν το τραύμα, προσημαίνεται ότι ο θάνατός του είναι κοντά και το ξέρει.

  -Μπορείς να επιλέξεις το θάνατό σου, του λέει ο Γκαλντίνο

  -Αν είσαι άντρας να αναμετρηθούμε οι δυο μας, με μαχαίρι.

  -Αυτό δεν γίνεται. Θα πας σε εκείνο το δένδρο, κανείς δεν θα σε πυροβολήσει μέχρι να φτάσεις, αλλά μετά κάθε άντρας θα σου ρίξει από μια σφαίρα. 23 σφαίρες, εγώ δεν θα πυροβολήσω.

  Δεν υπήρχε ελπίδα να γλιτώσει, αλλά εμείς οι θεατές ελπίζουμε ακόμη.

  Γενναίοι και οι δυο τους, δεν φοβούνται το θάνατο.

  Θυμήθηκα πάλι τον Ποκοπίκο.

  Ο φύλαρχος: -Μια και θα πεθάνεις, πες μας ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία.

  Θέλω να πεθάνω από βαθιά γηρατειά.

  Θυμήθηκα και τη γελοιογραφία. Ο εξερευνητής είναι μέσα στο καζάνι και ο φύλαρχος του λέει: Μια και πάσχετε από ζάχαρο θα σας κάνουμε κρεμ καραμελέ.

  Συμπληρώνω πριν αναρτήσω.

  Καθώς διάβαζα χθες στο μπαλκόνι μου, μεσάνυχτα, τον δεύτερο τόμο της «Κοινωνικής ιστορίας του ιρανικού κινηματογράφου» του Hamid Nacify, με έπιασε ξαφνικά νύστα. Δεν ήθελα να κοιμηθώ τέτοια ώρα και να ξυπνήσω αποδιαφώτιστα και να μην ξέρω τι να κάνω. Θυμήθηκα τον Ποκοπίκο και το αποφάσισα: όπως ξαναδιάβασα όλο τον Καζαντζάκη, έτσι θα ξαναδιαβάσω και όλο τον Γκαούρ Ταρζάν.

  Με το που το σκέφτηκα μου πέρασε η νύστα. Διάβασα το πρώτο τεύχος και συνέχισα με ένα ακόμη διήγημα του Παπαδιαμάντη.

 

No comments:

Post a Comment