Monday, October 12, 2020

Γρηγόριος Ξενόπουλος, Τέσσερα διηγήματα

Γρηγόριος Ξενόπουλος, Τέσσερα διηγήματα

 


  Τα διηγήματα αυτά είναι «Η Νανότα», «Ο τρελός με τους κόκκινους κρίνους», «Το βραχιόλι» και «Ο μιλημένος ένορκος». Θα μιλήσουμε γι’ αυτά, μαζί με κάποια διηγήματα του Μιχαήλ Μητσάκη, στη Λέσχη Βιβλίου του Victoria Square Project την Τετάρτη 14 Οκτωβρίου, στις έξι η ώρα. Εδώ είναι τα στοιχεία αν θέλετε να συμμετάσχετε διαδικτυακά.

https://us02web.zoom.us/j/86129801606?pwd=MExLWnVOQm9JQkNiUmpCdERTQjJqQT09

Passcode: 172560

 

  Η Νανότα είναι ένα αγρίμι. Ο πατέρας της έχει μόνιμη έγνοια μη χάσει την τιμή της γιατί, όμορφη καθώς είναι, τη γυροφέρνουν ένα σωρό αρσενικοί. Τη φυλάνε εναλλάξ ο πατέρας και ο μικρός του γιος. Όμως πρέπει να προσέξουν και τα γίδια, υπάρχουν και δουλειές του σπιτιού… πάντα καταφέρνει και τους ξεφεύγει.

  «Κι η Νανότα. Πότε για τούτο, πότε για τ’ άλλο, πάντα όξω. Έτσι να έκαναν, τους το έσκαζε. Ήταν βολετό να μην την χάνουν από τα μάτια τους στιγμή; ή έστεκε να τη δένουν από το πόδι στο παλούκι, σαν τις γίδες; Έκαναν οι άνθρωποι ότι μπορούσαν, μ’ αυτό που χρειάζουνταν τώρα για τη «λυσσασμένη» τους, ήταν σαν υπεράνθρωπο…».

  Από το πόδι έδενε την όμορφη γυναίκα του ο «Μοναχογιός». Δεν άκουσα να του ξέφυγε ποτέ. Τον γνώρισα γέρο. Εμείς τα παιδιά τον κοροϊδεύαμε. -Μοναχογιέ, τρως τα μακαρούνια; -Ούχι, φώναζε με αγανακτισμένη φωνή. Αυτό το «ούχι» περιμέναμε να ακούσουμε για να ξεσπάσουμε στα γέλια.

  Και φυσικά κάποια στιγμή την έπαθαν.  

  «– Πατέρα! ε, πατέρα!... Η Νανότα θα μας γκαστρωθεί!... Τ’ ακούς: Εκεί πέρα βρίσκεται πάλι και τρέχα να τη συμμαζώξεις… Εγώ την κυνηγάω δύο ώρες κι’ απόστασα. Δε μπορώ άλλο!... Ακούς;…».

  Τελικά τι έγινε;

  Πήγαινε με τον ένα, πήγαινε με τον άλλο… όμως δεν έγινε αγία σαν τη Μαρία την Αιγυπτία, αντίθετα. 

  «…ήλθε και μέρα που την έχασαν ολότελα. Έψαξαν παντού, μα δε τη βρήκαν πουθενά. Τη φώναξαν σα δαιμονισμένοι, ξελαρυγγιάστηκαν να τη φωνάζουν ώρες, μα δεν έλαβαν απόκριση παρά από τον Αντίλαλο τον αναγελαστή. Άρχισαν τέλος να ρωτούν και κάποιος τους είπε πως είδε τη Νανότα να κατεβαίνει στη χώρα με μια γριά. Ποιος ξέρει ποια μεσίτρα τη μυρίστηκε και την κατάφερε να την πάρει μαζί της, σε κανένα παλιόσπιτο του Αγίου Αγνάντιου, για να τη σαπουνίσει λιγάκι και να την εμπορευθεί».

 

  «Ο τρελός με τους κόκκινους κρίνους» είναι το διήγημα που μου άρεσε περισσότερο.

  Ξέρουμε για ανθρώπους που τρελαίνονται από έρωτα, εξάλλου τη φράση τη χρησιμοποιούμε και σαν μεταφορά, για να δηλώσουμε πόσο πολύ ερωτευμένος είναι κάποιος, αλλά πρώτη φορά διαβάζω να τρελαίνεται κανείς από τύψεις.

  Η αγαπημένη του είναι απελπισμένη που την παράτησε, τον παρακαλεί, οι γονείς της την πιέζουν να παντρευτεί κάποιον τον οποίο δεν θέλει.

  «– Αχ! μη με αφήσεις να πάρω αυτόν που μου δίδουν, μου έγραψε τις παραμονές του μαύρου της γάμου, μη με αφήσεις γιατί θα πεθάνω»… Και το είπε και ο έκαμε…

– Αυτοκτόνησε;

– Όχι, όχι, κάτι χειρότερο… κάτι σπαρακτικότερο: πέθανε από μαρασμό, από θλίψη, από δυστυχία, στα χέρια ενός αγροίκου, ενός πρόστυχου, που δεν μπορούσε όχι να τον αγαπήσει μα ούτε να τον υποφέρει… Ω, Θε μου! Θε μου! Θε μου! Εγώ έκαμα αυτό το έγκλημα!... Εγώ την παράδωσα στα χέρια του, με τους αιώνιους μου δισταγμούς, με την αιώνια μου δυσπιστία!».

  Οι τύψεις για τον θάνατό της τον «τρελαίνουν». Δεν μας λέει ο Ξενόπουλος αν κουβαλούσε κάποια κληρονομική προδιάθεση, όμως το ότι ήταν καλλιεργημένος αποτελεί σίγουρα μια προδιάθεση. Το διάβασμα με μέτρο λοιπόν, θα το πω και στην ομάδα.

  «Ο Πώπος ήταν λόγιος, από τους λόγιους εκείνους που μόνο η Επτάνησος έχει, – ή τουλάχιστον είχε, – από τους λόγιους που κληρονομούν από τον πατέρα τους, (κάποτε μαζί μ’ ένα τίτλο), τη βιβλιοθήκη και την αγάπη του βιβλίου, – που περισσότερο διαβάζουν παρά γράφουν, – που δημοσιεύουν μια φορά στα πέντε χρόνια κανένα άρθρο ή κανένα ποίημα στα εντόπια περιοδικά, – που καλλιεργούν τα γράμματα όχι για φήμη, όχι για παράδες, παρά από ανάγκη επιβλητική της ψυχής, από τον πόθο του ωραίου και του αληθινού. Είναι οι άνθρωποι της υπομονής, της μετριοφροσύνης και της μελέτης. Όσες ώρες τους αφήνουν ελεύθερες οι φροντίδες του κτήματος και τα κοινωνικά χρέη, τις περνούν κλεισμένοι στη βιβλιοθήκη. Ξέρουν απέξω τους κλασικούς, κατέχουν τις γνώσεις των συγχρόνων τους, παρακολουθούν τα ρεύματα των ιδεών, και όταν πεθαίνουν, άγνωστοι όπως έζησαν, αφήνουν στα χειρόγραφα τους, άλλος μια μετάφραση του Πετράρχου, άλλος μια μελέτη περί Εγέλου, άλλος μια Ιστορία του τόπο του».   

  Ο Πώπος κλείνεται στον εαυτό του, δεν θέλει να δει κανένα, και η μόνη του έγνοια είναι η φροντίδα του κήπου του, που είναι γεμάτος κρίνους. Του τους είχε δώσει η αγαπημένη του, πολλαπλασιάστηκαν, και ο Πώπος ξερίζωσε κάθε άλλο λουλούδι στον κήπο του και άφησε μόνο τους κρίνους.

  Ο αφηγητής, που κυριολεκτικά «εισβάλλει» στη μοναξιά του, ακούει την εξομολόγησή του. Όμως το «τρελό» θα το ακούσει στο τέλος.   

  «– Εκείνο που είδες δεν είναι κενοτάφιο… Εκεί από κάτω κοιμάται η ίδια… Την έκλεψα μια νύκτα από το νεκροταφείο!».

  Έτσι τελειώνει το διήγημα.

 

  Στο επόμενο διήγημα ο αφηγητής νιώθει μια απέραντη ζήλεια. Γιατί άραγε η γυναίκα του δεν εννοεί να αφήσει αυτό το ψεύτικο, γυάλινο βραχιόλι και να φορέσει το χρυσό που της έκανε δώρο; Ποιος παλιός αγαπημένος τής το χάρισε και δεν θέλει να το αποχωριστεί;

  Θα υπάρξουν διάφορες φάσεις κατά τις οποίες, τη μια νιώθει να συμβιβάζεται και την άλλη προσπαθεί να τη μεταπείσει.

  Μια νύχτα που κοιμόταν πάει να της το βγάλει από το χέρι. Σπάει και πέφτει κάτω στο πάτωμα.

  «– Μου το έσπασες… εσύ μου το έσπασες! Καλά λοιπόν, πάει, έσπασες κάθε δεσμό μεταξύ μας… Φάνηκες ένας ψεύτης, ένας ανόητος, ένας εγωιστής, ένας περίεργος, ένας κακός… Να, μάθε το, κανένας δεν μου έδωσε αυτό βραχιόλι, καμιά ιστορία δεν είχε, κανένα μυστικό δεν έκρυβε. Το φορούσα από ιδιοτροπία, το ήθελα από ιδιοτροπία… Συ το έκανες ζήτημα, με βασάνισες τόσον καιρό και στο ύστερο… α, σε μισώ, σε αποστρέφομαι γι’ αυτό που έκανες. Ούτε να σε ιδώ πια στα μάτια μου!».

  Χωρίζουν.

  Και μετά;

  Πάλι ένα εφέ έκπληξης ως εφέ τέλους.

  «Ξαναπαντρεύτηκε στην Πόλη. Ένας φίλος μου που την είδε τελευταία, μου είπε πως φορεί πάλι αχώριστα ένα βραχιόλι, – ένα φίδι από κοράλλι και χρυσάφι».

  Το βραχιόλι που της χάρισε.

  Επαναλήφθηκε άραγε η ίδια ιστορία με τον καινούριο άντρα της; Σίγουρα αυτός δεν θα μπορούσε να το σπάσει γιατί ήταν χρυσό, μπορούσε όμως να το πετάξει στη λεκάνη της τουαλέτας.

  Και φτου κι απ’ την αρχή, όμως όχι ad infinitum, ο άνθρωπος δεν ζει αιώνια.

 

  Το τελευταίο διήγημα είναι η αντιστροφή των πρώτων. Ο συγγραφέας μας δηλώνει ήδη με τον τίτλο ότι ο μάρτυρας ήταν μιλημένος. Θα μπορούσε να μας το παρουσιάσει ως εφέ έκπληξης. Είχα διαβάσει ένα ανάλογο διήγημα με τον ένορκο να είναι ο αφηγητής. Στο τέλος μόνο μας αποκαλύπτει ότι είναι μιλημένος.

  Υποκρίνεται τον αγανακτισμένο, τον κουβάλησαν άρον άρον, είναι και γριπιασμένος, παρά τις εκκλήσεις του δεν τον απάλλαξαν.

  «― Μου κακοφαίνεται πολύ ότι θα ξεθυμάνω με τον κατηγορούμενο, αποκρινόταν ο κ. Τιμελίδης. Σας βεβαιώνω, κύριοι, ότι θα είμαι πυρ και σίδηρος!... Το κεφάλι του επί πίνακι θα ζητήσω!

― Όχι δα! αυτό πάλι δεν είναι σωστό, είπε ήρεμα ο κ. Θεοφιλάς, ο κτηματίας, αγαθός άνθρωπος με λευκή γενειάδα. Ο ένορκος πρέπει να είναι δίκαιος και αμερόληπτος… να εξετάζει απαθώς τα υπέρ και τα κατά… και ότι του λέγει η συνείδηση του…

  Ο κ. Τιμελίδης φάνηκε συγκινημένος.

― Έχετε δίκιο! είπε χτυπώντας τον ώμο του κ. Θεοφιλά, αν και μόλις τον γνώριζε. Αυτό είναι! Να ακούσουμε τα υπέρ και τα κατά, και ότι μας πει πλέον η συνείδηση μας, εκείνο να κάμομε».

  Φοβερό θέατρο.

  Τα πρώτα διηγήματα μου άρεσαν περισσότερο από το τελευταίο. Ο λόγος;

  Το έχω ξαναγράψει, οι αποκλίνοντες χαρακτήρες είναι πιο ενδιαφέροντες λογοτεχνικά. Μια νυμφομανής, ένας τρελαμένος από τύψεις, μια ιδιόρρυθμη γυναίκα, σίγουρα δεν είναι ο μέσος άνθρωπος όπως είναι ο μιλημένος ένορκος.

  Ωραίος ο Ξενόπουλος, κρίμα που δεν έχω την πολυτέλεια του χρόνου να διαβάσω κι άλλα του έργα.

  Όμως δεν αποκλείεται.

  Τα διηγήματά του θα συζητηθούν μαζί με διηγήματα του Μιχαήλ Μιτσάκη

 

No comments:

Post a Comment