Sunday, May 30, 2021

Mahmoud Behraznia, Abbas Kiarostami, La leçon de cinéma (1999)

Mahmoud Behraznia, Abbas Kiarostami, La leçon de cinéma (1999)

 


  Όταν ο Abbas Kiarostami μιλάει για τις ταινίες του, δίνει ταυτόχρονα και μαθήματα κινηματογράφου.

  Ο Mahmoud Behraznia έχει μπροστά του τον Κιαροσταμί που του μιλάει για την ταινία του «The wind will carry us» (1999), για τα γυρίσματα, τις δυσκολίες, τις αντιδράσεις που αντιμετώπισε, δείχνοντας ταυτόχρονα και σκηνές. Κάποιες φορές οι σκηνές αυτές δείχνονται μέσα από την οθόνη μιας τηλεόρασης μέσω βίντεο τις οποίες παρακολουθεί ο Κιαροστάμι, σχολιάζοντας. Μάλιστα κάποιες φορές γυρίζει πίσω την βιντεοταινία για να τονίσει αυτό που θέλει να πει.

  Στην ταινία, στόχος ήταν να κινηματογραφήσουν μια κηδεία. Όμως ποια θα ήταν η αντίδραση των χωριανών αν τους το έλεγαν; Διέδωσαν λοιπόν ότι έψαχναν για κάποιο θησαυρό. Τους είπαν βέβαια και για την ταινία, όμως δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ να τους πείσουν να συμμετάσχουν σαν κομπάρσοι. Μια γυναίκα μάλιστα που είχε ένα πιο κεντρικό ρόλο, την πήραν από ένα διπλανό χωριό, καμιά από το χωριό αυτό δεν προσφερόταν. Μετά από τρεις μέρες βαρέθηκε, ήθελε να τα παρατήσει, είδαν και έπαθαν να την μεταπείσουν.

  Σε ένα πλάνο ένας κόκορας διασχίζει το χώρο. Φυσικά ο Κιαροσταμί το κράτησε, σχολιάζοντας ότι τέτοιου είδους απρόοπτα δίνουν μια φυσικότητα στην ταινία. Ο κόκορας αυτός θα κάνει την εμφάνισή του συχνά πυκνά στην ταινία, ενώ κάποιες φορές ακούγεται το κράξιμό του.

  Κι εγώ με την μικρή αδελφή του φίλου μου του Μιχάλη είχαμε πάει σε ένα διπλανό χωριό να παρακολουθήσουμε μια κηδεία. Πρέπει να ήταν γύρω στο 1980. Με είχε πιάσει το λαογραφικό μου. Υπήρχε μια καταπληκτική μοιρολογίστρα που θα έλεγε πολύ ωραία μοιρολόγια στην κηδεία. Δεν είχα κάμερα, που εξάλλου θα ήταν προκλητική, αλλά ένα κασετόφωνο.

  Πήγαμε στην κηδεία, όμως οποία απογοήτευση!!! Η μοιρολογίστρα αυτή δεν ήλθε, γιατί δεν επιτρεπόταν να μοιρολογήσει άλλον νεκρό γιατί πριν λίγες μέρες είχε πεθάνει κάποιος δικός της.

  Τον νεκρό τον μοιρολογούσε η κόρη του. Η καημένη δεν είχε το ταλέντο της μοιρολογίστρας, και έλεγε και ξανάλεγε το ίδιο πράγμα: Ήχασα τον πατέρα μου, δεν έχω μπλιο πατέρα.

  Το ίδιο βράδυ τα είχαμε κοπανήσει σε μια ταβέρνα στην παραλία. Ξημερώματα ήταν, δεν ξέρω τίνος ήταν η ιδέα. Βάλαμε το κασετόφωνο και ακούγαμε την κόρη που έλεγε και ξανάλεγε «Ήχασα τον πατέρα μου, δεν έχω μπλιο πατέρα», και σκάγαμε στα γέλια.

  Ιεροσυλία, ήμασταν δεν ήμασταν τριάντα χρονών, και μάλιστα μεθυσμένοι, δεν ξέρω αν είχαμε το ακαταλόγιστο.

  Η παρακάτω ιστορία είναι από το ίδιο χωριό. Την έχω βάλει στο βιβλίο μου «Εύθυμες κατωχωρίτικες και άλλες ιστορίες», από όπου την αντιγράφω.  

  «Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε πριν χρόνια ο φίλος μου ο Μιχάλης Κωστάκης, από την Παχιά Άμμο.  

  Ο πατέρας πεθαίνει, και οι περισσότεροι χωριανοί, όπως συμβαίνει στα χωριά, συνοδεύουν το ξόδι στην τελευταία κατοικία. Οι τρεις κόρες τον μοιρολογούν. Το μοιρολόι ως είθισται είναι στη μορφή της μαντινιάδας. Και η μητέρα μου με μαντινιάδες θρήνησε τη γιαγιά μου όταν πέθανε. Μια θεια μου μάλιστα, μετά από πενήντα χρόνια, θυμόταν δυο τρεις και μου τις είπε πέρυσι, και κάπου τις έχω γραμμένες.

  Λέει λοιπόν η πρώτη αδελφή, μέσα από τους λυγμούς της:

  «Στον κάτω κόσμο που θα πας κράτα και μια ντομάτα

  να κάτσετε όλοι μαζί να κάμετε σαλάτα».

  Ακολουθεί η δεύτερη αδελφή με τη δική της μαντινιάδα

  «Στον κάτω κόσμο που θα πας κράτα και ένα αγγούρι

  και βάλε και λίγη ρακί μέσα σ’ ένα παγούρι»

  Η τρίτη όμως αδελφή δεν είχε το στιχουργικό τάλαντο των αδελφάδων της. Ίσως να προσπάθησε για κάποια δευτερόλεπτα, δεν της βγήκε, και έτσι φώναξε σπαραχτικά. –Κράτα πατέρα και κιοντανέ (πράσο). Οι χωριανοί, όπως ήταν φυσικό, ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.

  Και επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά το ρηθέν πως δεν υπάρχει γάμος άκλαυτος και κηδεία αγέλαστη. Και βέβαια η πιο γνωστή περίπτωση «γελαστής» κηδείας είναι αυτή που αφηγείται ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο περίφημο διήγημά του «Ο επικήδειος».

  Ο Μιχάλης σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο την αφήγησή του. Όμως εγώ, γράφοντας αυτές τις γραμμές, αναρωτιέμαι: ένοιωσαν καθόλου ντροπιασμένοι οι χωριανοί που έσκασαν στα γέλια με τον κιοντανέ; Και, το σοβαρότερο, πώς να ένοιωσε άραγε η καημένη η τρίτη θυγατέρα, που όχι μόνο δεν μπόρεσε να θρηνήσει τον πατέρα της με τρόπο ανάλογο, όπως οι αδελφές της, αλλά προκάλεσε και τη θυμηδία των συγχωριανών της; Δεν θα ένοιωσε σαν να ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί;

  Μου θυμίζει την Κορντέλια στο «Βασιλιά Ληρ». Όπως και εκείνη, φάνηκε να υστερεί σε λόγια σε σχέση με τις αδελφές της, αλλά, δεν ξέρω γιατί, θέλω να πιστεύω ότι, όπως και η Κορντέλια, αγαπούσε περισσότερο τον πατέρα της».

 

No comments:

Post a Comment