Sunday, August 29, 2021

Μαρία Σταματάκη, Οικογενειακή παρέλαση, Πηγή 2020, σελ. 230

Μαρία Σταματάκη, Οικογενειακή παρέλαση, Πηγή 2020, σελ. 230

 

 



Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

 Μια εκ βαθέων εξομολόγηση για την παθογένεια μιας οικογένειας

 

  Έχουμε παρουσιάσει άλλα δυο μυθιστορήματα της Μαρίας Σταματάκη, το «Εγώ ήμουν η τελευταία που μ’ αγαπούσα» και «Στα πρώτα της ψηλοτάκουνα». Στο δεύτερο αυτό μυθιστόρημά της κατέληγα:

  «Υφολογικά ανανεωμένη αλλά θεματικά στον ίδιο καταθλιπτικό άξονα της προ- και εφηβικής ηλικίας η Σταματάκη μας παρουσιάζεται και μʼ αυτό το δεύτερο μυθιστόρημά της σαν μια από τις πιο ταλαντούχες πεζογράφους μας. Και μας αφήνει με το σασπένς τι γίνεται η ηρωίδα της όταν ενηλικιώνεται. Αλλά φαντάζομαι αυτό θα μας το πει στο επόμενο μυθιστόρημά της, που θα ολοκληρώνει την τριλογία-εκτός κι αν τη φαντάζεται, βαγκνερικά, ως τετραλογία».

  Τελικά έπρεπε να περιμένουμε έντεκα ολόκληρα χρόνια για να διαβάσουμε  τη συνέχεια. Στο μεσοδιάστημα η Σταματάκη έγραψε κάποια παιδικά, ενώ, ας μην ξεχνάμε, η κύρια απασχόλησή της είναι ο χορός.

  Η ηρωίδα της είναι πια μεγάλη, με παιδιά. Κουβαλάει τα ψυχολογικά προβλήματα που της δημιουργούν άτομα της οικογένειάς της για τα οποία τρέφει αμφιθυμικές σχέσεις. Κεντρική θέση κατέχει ο Λαϊλιάς, όπως φωνάζουν τον Ηλία. Είναι ένας από τα αδέλφια της, δυο χρόνια μεγαλύτερός της, που είναι το κεντρικό πρόσωπο στην αφήγησή της και τον οποίο προσωπογραφεί πλήρως. Επίσης ανατρέχει σχεδόν σε όλο το οικογενειακό της δέντρο, κάνοντας αναφορά στους παππούδες της.

  «Εγώ πήγα αγώι τη μάνα μου στον δεύτερο άντρα της ντυμένη νύφη, έτσι ξεκινάει τη διήγηση ο μπαμπάς. Με τα ίδια, πάντα, λόγια, σαν να έχει αποστηθίσει τον Ερωτόκριτο…» (σελ. 53).

  Άκαρδη μάνα, έχουμε διαβάσει πιο πριν, δεν θα τον δεχθεί στο καινούριο σπιτικό της.

  «Ακόμα εδώ; Άντε λοιπόν, τι στέκεις σαν το ξόανο και με θωρείς; Κοίτα να βοηθάς τον μεγάλο στα χωράφια και στο σπίτι το μικρούλι. Ίσια στο σπίτι, άκουσες; Ναι, είπα και τράβηξα πέρα δίχως φιλί. Μόνος μου στην καρότσα. Τρέχαν τα μάτια μου, γέμισα μύξες και σάλια. Έγινα νήπιο, έκλαιγα και έβριζα, άκαρδη μάνα, σκύλα μάνα, ψεύτρα μάνα…» (σελ. 37).

  Η αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη, τα επεισόδια η Σταματάκη τα αφηγείται σαν ελεύθερους συνειρμούς, συχνά στην ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης στην οποία συμμετέχει. Από την παιδική ηλικία κάνει άλματα στην ώριμη, για να γυρίσει στην εφηβική και ξανά στην παιδική, και πάει λέγοντας, σε ένα αφηγηματικό ζικ ζακ. Η ματαίωση, η απογοήτευση, η θλίψη που κυριαρχούν,  δεν αναιρούν μια στωική, γεμάτη θάρρος αντιμετώπιση των κακοδαιμονιών της ζωής, πράγμα που μας είναι γνωστό από τα προηγούμενα μυθιστορήματά της.

  Όμως θα δώσουμε το λόγο στην συγγραφέα παραθέτοντας αποσπάσματα, σχολιάζοντάς τα.  

  «Πάει να με πιάσει πανικός, ακούω τον σφυγμό μου, όχι, δε θα κλάψω. Θυμήθηκα αυτά που λέει συχνά ο αναλυτής μου, καταφεύγω σε άμυνες, δημιουργώ αντιστάσεις, εκλογικεύω» (σελ. 42).

  Πηγαίνει και σε αναλυτή, αλλιώς ψυχολόγο, όχι μόνο σε ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης.

  «Κι εγώ τι φταίω, ρε μπαμπά, θέλω να φωνάξω. Έχω τρία παιδιά, δυο γιους και μια κόρη, έναν σύζυγο, έναν γκόμενο, έναν ψυχαναλυτή, έναν σκύλο, δουλειά με τρέξιμο» (σελ. 43).

  Ξέχασε τίποτα;

  Ίσως τη γάτα.

  «Χώθηκαν στο δωμάτιό του. Τους έβλεπα από την ανοιχτή τζαμόπορτα. Δεν τον αφήνει να τη φιλήσει. Ούτε στο στήθος. Γρήγορα και στα όρθια. Μετά έμαθα ότι αυτό είναι συνήθεια πόρνης. Η μικρή φεύγει μόνη της. Μετά από λίγο και ο Ηλίας χάνεται στο σκοτάδι» (σελ. 48).

  Καλά για το φιλί στο στόμα, αν και εκεί υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά ούτε στο στήθος; Περίεργη η μικρή, πού την ψώνισε άραγε ο Λαϊλιάς;

  Γιατί η πόρνη;

  «Δεν ξέρω γιατί οι σχέσεις του Ηλία γεμίζουν τον αέρα νοσηρά υπονοούμενα. Ακόμη ψάχνει την εικόνα μιας ρομαντικής μικρής, πριν τα χαστούκια. Ένα καλούπι που έχει έτοιμο από τότε. Τη βάζει στο καλούπι, αυτή δε χωράει, και τότε η επόμενη. Κάτι σαν το γοβάκι της Σταχτοπούτας. Και αυτός πάει και πέφτει στα τσόλια» (σελ. 51).

  Έχει μια διαταραχή ο Λαϊλιάς, αυτό το βλέπουμε συχνά στο μυθιστόρημα. Αν και, σύμφωνα με τις στατιστικές, πολλοί είναι που δέρνουν τις γυναίκες τους, και πολλές είναι αυτές που το ανέχονται.

  «…δε σε χρειάζομαι Ηλία, και το ξέρεις, εσύ είσαι η αιτία της καταστροφής μας, εσύ μας έχεις καταστρέψει.

  Κάθαρμα.

…..

  Και τότε έκλαψα. Για μένα, για την ερημιά και την ορφάνια μου.

  Μετά έπεσα και κοιμήθηκα σαν νεκρή.

  Η μαμά ήρεμη, γαλήνια, με ξενυχτούσε» (σελ. 70).

  Η μαμά ήταν η νεκρή.

  «Οι Ροδοκαναίοι δύσκολα εμπιστεύονται, αλλά και αν το καταφέρουν, εύκολα δυσπιστούν. Ντρέπομαι για τον αδελφό μου, επίσης ντρέπομαι για την ντροπή μου. Τι αγάπη είναι αυτή να φυγαδεύω τον Ηλία από τη ζωή μου; Ποιο είναι το πολύ ή το λίγο, το αναγκαίο ή το περιττό, το ανόητο ή το ουσιώδες στη ζωή μου; Ζητάω μια απάντηση και ο Μας [ο Θωμάς, ο άντρας της] είναι από μόνος του μια απάντηση, μια κατάφαση στη ζωή μου» (σελ. 125).

  Μιλήσαμε και πιο πριν για τα αμφιθυμικά αισθήματα που τρέφει για τον αδελφό της. Πιο κάτω θα διαβάσουμε:

  «Και όταν ο Ηλίας σηκώνεται και με πετάει από σπίτι του κακήν κακώς – ναι, με πετάει έξω με σπρωξιές, γονατιές- και εγώ δε γελάω πια, αλλά καταρρέω και κλαίω έξω από την πόρτα του, ένας μπόγος, πώς μεταφέρονται όλα αυτά με την αντίστοιχη αδρεναλίνη από την καρέκλα μου στην καρέκλα του; Από το ταλαιπωρημένο στομάχι μου στις σημειώσεις του;» (σελ. 130).

  Με τέτοιο αδελφό δεν είναι να απορεί κανείς που είχε ανάγκη ψυχαναλυτή.

  «Θα μου πείτε, βέβαια, ότι όλα αυτά είναι της φαντασίας μου κι εγώ θα σας πω, μπορεί. Έρχεται, όμως, μετά την καφέ της παρηγοριάς μια στιγμή που εγώ τρελαίνομαι από την επιθυμία να γυρίσω πίσω, θέλω οπωσδήποτε να βρεθώ κοντά του» (σελ. 184).

  Στον αδελφό της τον Λαϊλιά, που μόλις είχαν θάψει.

  Όχι, εγώ δεν θα πω ότι είναι της φαντασίας της. Έτσι ένιωσα κι εγώ όταν πέθανε η μητέρα μου. Μόνο που δεν πήγα μετά τον καφέ της παρηγοριάς αλλά στις δώδεκα η ώρα το βράδυ, την ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα. Την έχω γράψει αυτή την ιστορία.

  «Γιατί, όταν δεν αξιωθείς μια φορά την αγάπη από τη μάνα και τον πατέρα, πιο πολύ όμως από τη μάνα, δε βρίσκεις έλεος στη ζωή σου. Πουθενά δε βρίσκεις αγάπη. Δηλαδή δεν τη βλέπεις. Θέλω να πω, δεν την αναγνωρίζεις. Αλλά ούτε και να αγαπάς ξέρεις. Δε σ’ το έχουν μάθει» (σελ. 225).

  Πόσο αληθινό να είναι άραγε αυτό;

  Παρά την έλλειψη της κλασικής ευθύγραμμης αφήγησης με τις ανατροπές και το συνακόλουθο σασπένς, η λογοτεχνικότητα της γραφής της Σταματάκη κρατάει αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Είναι ένα βιβλίο που πραγματικά το απόλαυσα, και εύχομαι να είναι καλοτάξιδο.

  Και τώρα οι τρεις ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μου.

Κι αυτό το στάχυ το μικρό να μην το πάρει ο αγέρας (σελ. 40)

Τον ήλιο, το φεγγάρι μου και έχασα το φως μου (σελ. 110)

Να ήμουν άραγε εγώ μια εκκρεμότητά της; (σελ. 171)

 


No comments:

Post a Comment