Saturday, February 26, 2022

Μαρία Κουγιουμτζή, Νύχτες πυρετού

Μαρία Κουγιουμτζή, Νύχτες πυρετού, Καστανιώτης 2020, σελ. 540

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Στις «Νύχτες πυρετού» παρακολουθούμε τις ζωές βασικά τεσσάρων ατόμων. Αυτά είναι η αφηγήτρια, η Συλβί, ο φωτογράφος και ο Ηρακλής.

  Η αφηγήτρια έμεινε ορφανή. Την ανέλαβε ο Γεδεών, το όνομα του οποίου εμφανίζεται σαν λάιτ μοτίβ πολλές φορές μέσα στο μυθιστόρημα. Έχουν δεκαπέντε χρόνια διαφορά. Μου έφερε στο μυαλό τη Ναστάζια στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, με τη διαφορά ότι δεν έχει τις αρνητικές εντυπώσεις από τον προστάτη της ο οποίος την αποπλάνησε, αυτή αναζητεί την αγκαλιά του, όμως εκείνος είναι συνεχώς απών. Γιατί; Αυτό θα το μάθουμε στο τέλος.

  «Ούτε δυο βδομάδες δεν κράτησε, όσο δυνατό, όσο ωραίο κι αν ήταν. Γεδεών, γιατί φεύγεις διαρκώς; Πού πας;» (σελ. 276).

  Επίσης δεν έχει την εκθαμβωτική ομορφιά που έχει η Ναστάζια, και γι’ αυτό ο φωτογράφος, ενώ την φλέρταρε και αυτή τον δέχτηκε σπίτι της, κατακτήθηκε τελικά από τη Συλβί.

  Κατακτήθηκε;

  Αυτός που κατακτήθηκε κυριολεκτικά ήταν ο Ηρακλής. Έχοντας μια μητέρα που τον καταπίεσε, τον βασάνισε καλύτερα, στα παιδικά του χρόνια, θα καταντήσει ανίκανος.

  «Όταν ήμουν μικρός, συνήθως με έδερνε με το ξύλινο γουδοχέρι, με έκλεινε στην αποθηκούλα όπου στοιβάζαμε τα ξύλα του χειμώνα, στο σκοτάδι…» (σελ. 250).

  Σαν πυγολαμπίδα θα γυρνάει γύρω από τη Συλβί, κατηγορώντας την για την αχαλίνωτη σεξουαλικότητά της. Ίσως, δεν μας λέγεται, να στάθηκε αυτή η αιτία του τραγικού της τέλους.

  Και ο Γεδεών;

  Ο Γεδεών είναι εβραίος. Λείπει γιατί ψάχνει, ψάχνει να επανενώσει οικογένειες που διάλυσε ο ναζισμός στο πέρασμά του.

  Η Κουγιουμτζή δεν αφηγείται μόνο τις ιστορίες τους. Ένα μεγάλο μέρος καταλαμβάνεται από μίνι δοκιμιακά αποσπάσματα, κάνοντας κατά τόπους το μυθιστόρημα να μοιάζει με πλατωνικό διάλογο. Η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική είναι ένα από τα θέματα που συζητιούνται. Από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια είναι η συζήτηση για το εγώ και το είμαι. Τόσο αυτή όσο και ο φίλος μου ο Πρατικάκης έχουν το εγώ στο στόχαστρο της κριτικής τους.

  Μιλάει επίσης για έργα και συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Κάφκα.

  Σαν πρωτοτυπία στο έργο θα έλεγα τις εντός παρενθέσεως σκέψεις της αφηγήτριας σε σχέση με τα διαδραματιζόμενα ή τα συζητούμενα μπροστά της.

  Το ύφος της είναι ιδιαίτερα γλαφυρό, η αφηγήτρια βλέπει και σχολιάζει τα πάντα, χωρίς να αφήνει σκιές στα γεγονότα και τα πρόσωπα.

  Αφηγηματικά, προτιμάει να μην τέμνει τις ιστορίες της. Η εγκιβωτισμένη ιστορία της Συλβί εκτείνεται σε πολλές σελίδες. Σε λιγότερες η ιστορία του Ηρακλή και σε ακόμη λιγότερες η ιστορία της Αμαρυλλίδας, ενός από τα δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας.

  Όμως καιρός να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.

  «…τη φανταστική ζωή, τη μόνη που μας απόμεινε» (σελ. 51).

  Ακόμη και αν δεν είναι η μόνη που μας απόμεινε, είναι πολύ σημαντική. Κάπου έχω γράψει: είναι καλό να ονειρευόμαστε πότε πότε.

  «Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να φτιάξουμε έναν κόσμο χωρίς πόνο, γιατί ο πόνος είναι ανθρώπινη ιδιότητα» (σελ. 77).

  Δυστυχώς.

  «Αναρωτιόμουνα, αν μου έλεγαν πως η μητέρα θα γίνει καλά, φτάνει εγώ να σηκωνόμουν μες στο σκοτάδι, στην παγωνιά, να μπω στο νεκροταφείο, ανάμεσα στα μνήματα και τους σταυρούς και τ’ αναμμένα καντηλάκια και να καθίσω πάνω σ’ ένα τάφο, τι θα έκανα» (σελ.93).

  Εγώ κάθισα πάνω στον δικό της έντεκα η ώρα τη νύχτα, τη μέρα που τη θάψαμε. Ήθελα να την αποχαιρετήσω και κατά μόνας.

  «…ένα αναπηρικό καρότσι πλησίασε· πάνω του ένας άνθρωπος καθόταν, ή μάλλον ήταν ριγμένος, μ’ έναν υπολογιστή μπροστά του. Χέρια, πόδια και κεφάλι κρέμονταν άνευρα και μόνο τα μάτια του κινούνταν πάνω στην οθόνη. Και όχι μόνο εμφάνιζε τις απόψεις του, αλλά μιλούσε με τεχνητή γλώσσα που έβγαινε μέσα από το κομπιούτερ, ανοιγοκλείνοντας απλά τα μάτια» (σελ. 98).

  Το μοντέλο γι’ αυτόν σίγουρα είναι ο Stephen Hawking. Τελευταία διάβασα τρία βιβλία του και μια βιογραφία του.

  «Ήταν ένα κατάλοιπο σιχαμάρας από τον Ιαβέρη του παιδικού μου αναγνώσματος, Οι άθλιοι» (σελ. 102).

  Ο γαλλικός ρομαντισμός έπεσε σε ανυποληψία. Μιλάνε μόνο για Σταντάλ, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, για τον Βίκτωρα Ουγκώ καθόλου. Τους «Άθλιους» τους διάβασα σε Κλασικά Εικονογραφημένα, τους είδα και σε ταινία, πρόσφατα τους δανείστηκα, αποφασισμένος να τους διαβάσω.

  «Ένιωσα σαν άδειο αυγό. Μια γυναίκα, ένα πλάσμα που το μόνο που έκανε ήταν να βλέπει. Να βλέπει αυτό που ήθελε να ζήσει να το ζουν οι άλλοι. Ήταν τόσο σκληρός, σχεδόν απάνθρωπος, αυτός ο αποκλεισμός από τη ζωή, τη συγκεκριμένη ζωή του σώματος» (σελ. 109).

  Αυτή είναι η αφηγήτρια.

  «Κι εγώ αγαπούσα τόσο πολύ τον Γεδεών, που αισθανόμουν την παρουσία του σε όλους τους άντρες» (σελ. 228).

  Και πάλι η αφηγήτρια.

  «Πάτε λίγο παραδίπλα, στον Βάλζερ. Γερμανός κι αυτός αλλά γεννημένος στην Ελβετία, δέστε τη διαφορά, γεμάτος ειρωνεία, αλλά άρωμα κολόνιας» (σελ. 299).

  Ένα μόνο βιβλίο του διάβασα, το «Ένας ερωτευμένος άνθρωπος», στα γερμανικά, δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά. Αυτός ήταν ο Γκαίτε.

  «Ένα νέο κύμα εισέρχεται στο μυαλό μου μεταφέροντας την Κίρστεν στη θαυμάσια ταινία ­Μελαγχολία, όπου ερωτεύεται τον πλανήτη που θα συγκρουστεί με τη γη…» (σελ. 317).

  Απλώς θαυμάσια; Εξαιρετική.

  «Δύο τινά μπορούσαν να συμβούν: Να μην ακολουθήσω βάσει λογικής έναν άγνωστο και να μείνω άζωη, χωρίς ζωή, ή να τον ακολουθήσω και να ζήσω όλη τη θέρμη και τους κινδύνους των ανθρώπινων λαθών. Το αίσθημα και όχι η λογική δημιουργεί ζωή, πάθος, παλμό, ηδονή και οδύνη. Αν ενεργείς εντελώς λογικά, οι περιορισμοί είναι τόσο πολλοί, που μένεις στην ακινησία, στη στασιμότητα. Οι συγκρούσεις και οι διαφορές ανοίγουν το μυαλό και την ψυχή» (σελ. 332-333).

  Vivere pericolosamente.

  «…όταν σκεφτόμουν το θάνατό μου, ήθελα να υπήρχε τρόπος να έβλεπα ποιοι με κλαίνε» (σελ. 404).

  Άχι και ας επόθαινα, κι ο θάνατός μου να ’το/ κι ύστερα να ’ναι ψόματα να δω ποιος μ’ ελυπάτο.

  Το άκουσα πολλές φορές από τη γιαγιά μου.    

  «Γιατί έκλεισες τη μητέρα σου στο γηροκομείο; Δεν ξέρεις πως εκεί τις δέρνουν;» (σελ. 437).

  Σε κάποια σίγουρα, διαβάσαμε πρόσφατα μια τέτοια ιστορία.

  «Εμένα η σύλληψή μου ήταν αποτέλεσμα βιασμού» (σελ. 510).

  Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο της βιογραφίας της αφηγήτριας. Ένας ταγματασφαλίτης βίασε τη μητέρα της.

  Εξαιρετικό το βιβλίο της Μαρίας Κουγιουμτζή, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.

 

No comments:

Post a Comment