Tuesday, March 28, 2023

Αβάς Πρεβό, Η ιστορία του ιππότη ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκό

Αβάς Πρεβό, Η ιστορία του ιππότη ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκό (μετ. Έφη Κορομηλά) Ωκεανίδα 2022, σελ. 253

 


Εν τάξει, έχουν περάσει 8 χρόνια.

Κάνω το αρχείο για να γράψω για την «Μανόν Λεσκό» (τίτλο κ.λπ.), πάω να το σώσω και βλέπω ότι ήδη υπάρχει άλλο αρχείο με το ίδιο όνομα. Το ψάχνω και τι βλέπω;

Κατ’ αρχάς κοιτάζω την ημερομηνία συγγραφής: 31-3-2016. Μετά βλέπω ότι, εντελώς ανορθόδοξα, έγραψα για δυο κινηματογραφικές μεταφορές του μυθιστορήματος του Πρεβό. Προφανώς είχα σκοπό να διαβάσω το βιβλίο αμέσως μετά, αλλά ή ξεχάστηκα ή το έχασα. Ευτυχώς μου δάνεισε η φίλη μου η Ελένη η Στασινού το βιβλίο, πρόσφατη έκδοση, την ευχαριστώ και από εδώ.

  Το έργο είναι τρόπον τινά η αυτοβιογραφία του αβά Πρεβό : Ο ήρωάς του, ο ιππότης ντε Γκριέ, προοριζόταν κι αυτός για ιερωμένος κι έχει τον ίδιο ανήσυχο χαρακτήρα με τον συγγραφέα του.

Η ιστορία είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική. Σαν θέμα έχει τον παθιασμένο έρωτα του ιππότη ντε Γκριέ με την ταπεινής καταγωγής Μανόν Λεσκό, που χάρη στην ομορφιά της είχε βρει προστάτες που την χρηματοδοτούσαν κανονικά.

Αγαπούσε τον ντε Γκριέ, όμως δεν άντεχε και τη φτώχεια, και γι’ αυτό, όταν κάποιες ατυχίες οδήγησαν σε οικονομικές δυσπραγίες το ζευγάρι, όχι όμως χωρίς ενδοιασμό, έκανε αποδεκτές τις προτάσεις ενός πλούσιου.

Και ενός άλλου, και ενός άλλου.

Προς μεγάλη θλίψη του ντε Γκριέ.

Τον πρώτο τον ξεγέλασε, το ίδιο και τον δεύτερο, παρόλο που θα περνούσε μια βραδιά μαζί του.

Ο ντε Γκριέ, ξέροντας ότι η Μανόν δεν αντέχει τη φτώχεια, έγινε χαρτοκλέφτης, ακολουθώντας τα μαθήματα που του έδωσε ο αδελφός της και η παρέα του.  

Θα καταλήξουν και οι δυο στη φυλακή αλλά θα δραπετεύσουν.

Η μηχανορραφία του ντε Γκριέ για να μην περάσει τη βραδιά με τον εραστή της στάθηκε μοιραία για τη Μανόν.

Και οι δυο βρέθηκαν στα χέρια της αστυνομίας.

Όμως για τον ντε Γκριέ καθάρισε ο πατέρας του, ενώ η Μανόν θα στελνόταν, μαζί με 11 πόρνες, στην Αμερική.

Ο ντε Γκριέ θα την ακολουθήσει.

Παρουσιάζονται ως παντρεμένοι.

Όμως ο ντε Γκριέ, μετά από κάποιους μήνες, της προτείνει να παντρευτούνε κανονικά.

Να παραβρεθεί στο γάμο τους και ο κυβερνήτης, που τόσο τους συμπαραστάθηκε.

Α, ώστε δεν είναι παντρεμένοι; Τότε να τη δώσω στον ανιψιό μου να την παντρευτεί.

Σε μια μονομαχία ο ντε Γκριέ θα σκοτώσει τον ανιψιό του και θα το σκάσουν. Περνάνε από άγονες εκτάσεις, η Μανόν δεν αντέχει και θα υποκύψει. Ο ντε Γκριέ σκάβει ένα λάκκο για να τη θάψει, όμως δεν αντέχει να την αποχωριστεί. Την κρατάει αγκαλιά δυο μέρες, αλλά μετά, φοβούμενος ότι δεν θα έχει δυνάμεις να τη θάψει, την θάβει.

Ένα απόσπασμα σταλμένο από τον κυβερνήτη να τους ψάξει, θα τον βρει και θα τον μεταφέρει σχεδόν ετοιμοθάνατο, και έτσι θα σωθεί.

Θα επιστρέψει στην Γαλλία, όπου θα αφηγηθεί την ιστορία του στον υποτιθέμενο συγγραφέα.

Ο Πρεβό ακολουθεί μια παράδοση της εποχής που κράτησε μέχρι και της αρχές του 20ου αιώνα, οι συγγραφείς να εγκιβωτίζουν τις ιστορίες τους. Μου έρχεται τώρα στο μυαλό «Η ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη.

Το τέλος ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό, όπου δείχνεται και ο βαθύς έρωτας της Μανόν για τον ντε Γκριέ, που τόσα υπέστη για χάρη της.

Δεν εκπλήσσομαι που διαβάζω στη βικιπαίδεια, «Η γαλλική κυβέρνηση απαγόρευσε το έργο αλλά «το Παρίσι ξετρελάθηκε μ’ αυτό το μυθιστόρημα. Οι άνθρωποι τρέχαν να το αγοράσουν [τις παράνομες εκδόσεις του] λες κι ορμούσανε στη μάχη». Το 1753 η Μανόν κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση εμπλουτισμένη με ένα σημαντικό επεισόδιο».

Η εικονογράφηση σίγουρα είναι από παλιά γαλλική έκδοση, μια και σήμερα δεν συνηθίζεται να εικονογραφούνται τα βιβλία.

Και τώρα να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το  συνηθίζουμε.

«Οι σπουδαίοι άντρες, οι καλλιτέχνες, οι φιλόσοφοι, οι στρατηγοί, ζούσαν στο σπίτι των εταίρων, άκουγαν τις συμβουλές τους, έβρισκαν στην ηρεμία τους αυτή τη λεπτή χάρη που χαρακτηρίζει τις γυναίκες και αναζητούσαν στον έρωτά τους αυτό το κάτι που είναι σχεδόν θεϊκό, αυτή την αισθησιακή και ποιητική χαρά που εξέπεμπαν τα χείλη και τα μάτια τους» (σελ. 12).

Όχι, αυτά δεν τα λέει ο Πρεβό αλλά ο Γκυ ντε Μωπασάν που προλογίζει.

Μπουρδελόβιος ο ίδιος, πέθανε από σύφιλη στα 43 του χρόνια.

«Ολόκληρο το έργο είναι μια πραγματεία περί ηθικής, συνοψισμένη κατά τρόπο ευχάριστο σε ένα γύμνασμα».

 Και αυτό το λέει ο Μωπασάν.

 Όχι, αυτό το «μια πραγματεία περί ηθικής» είναι το πρόσχημα. Κάπου έγραψα για τις τσόντες την περίοδο της δικτατορίας, πάρα πολύ soft, που είχαν πάντα ένα ηθικό επιμύθιο.   

Είδες τι παθαίνεις όταν σε τυφλώνει ο έρωτας; Σε οδηγεί στην καταστροφή.

Η μια ανάγνωση.

Η άλλη:

Η δύναμη του έρωτα. Μπορείς να ερωτευθείς τόσο πολύ, ακόμη και μια πόρνη, ώστε να απαρνηθείς τα πάντα γι’ αυτήν, ακόμη και όταν βλέπεις ότι δεν σου είναι πιστή.

  «Ήταν βέβαιο ότι δεν την εκτιμούσα πια. Πώς θα μπορούσα να εκτιμώ ένα τόσο άστατο και δόλιο πλάσμα; Όμως (η υπογράμμιση δική μου) η εικόνα της, τα υπέροχα χαρακτηριστικά της ήταν χαραγμένα στην καρδιά μου και τίποτα δεν μπορούσε να τα σβήσει. Ένιωθα καλά. Μπορεί να πεθάνω, έλεγα, πρέπει μάλιστα να πεθάνω, ύστερα από τόση ντροπή και τόσο πόνο, μα θα άντεχα ακόμη και χίλιους θανάτους δίχως να μπορέσω να λησμονήσω την αχάριστη Μανόν» (σελ. 55).

  «Τα εξήντα χιλιάδες φράγκα, της είπα, μπορούν να μας φτάσουν για δέκα χρόνια» (σελ. 71).

  Πλήρωναν αδρά οι ευγενείς. Αυτό όμως δεν θα φαινόταν πειστικό σήμερα, και έτσι στις ταινίες γίνονται κάποιοι μήνες.

  «Μου πρότεινε να εκμεταλλευτώ τα νιάτα μου και το χαριτωμένο πρόσωπο με το οποίο με είχε προικίσει η φύση και να συνάψω σχέσεις με κάποια πλούσια ηλικιωμένη κυρία» (σελ. 79).

  Ο αδελφός της του προτείνει να γίνει ζιγκολό, για να βγουν από το οικονομικό αδιέξοδο.

  «Όσο θα διέθετα έστω και μια μέτρια περιουσία θα με προτιμούσε από όλους τους άντρες πάνω στη γη. Όμως δεν είχα καμιά αμφιβολία πως θα με εγκατέλειπε για χάρη κάποιου καινούριου Μπ… όταν δεν θα μου έμενε να της προσφέρω άλλο από την εμπιστοσύνη και την αφοσίωσή μου» (σελ. 86).

  Ο έρωτάς της θα πλησιάσει τον δικό του μόνο όταν βρεθούν στην Αμερική.

  Ίσως γιατί εκεί δεν υπήρχαν ευγενείς.

«…τον παρακαλούσα να μην είναι πιο άκαμπτος από τους περισσότερους επισκόπους και άλλους ιερείς που ξέρουν να συνδυάζουν κάλλιστα το εκκλησιαστικό τους αξίωμα με μιαν ερωμένη» (σελ. 88).

  Εδώ δεν χρειάζονται σχόλια νομίζω.

  «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ευτυχία μας βρίσκεται στην απόλαυση. Προκαλώ οποιονδήποτε να υποστηρίξει το αντίθετο. Και η καρδιά δεν έχει ανάγκη να πολυσκεφτεί πως, από όλες τις απολαύσεις, οι πιο γλυκές είναι οι απολαύσεις του έρωτα» (σελ. 121).

  Υπάρχουν πολλοί που θα υποστήριζαν το αντίθετο.

  Όχι εγώ.

  Παρόλο που εκτιμώ πάρα πολύ και τις πνευματικές απολαύσεις.

  «Τη λάτρευε. Ήθελε να μοιραστεί μαζί της τις σαράντα χιλιάδες λίρες πρόσοδο που ήδη εισέπραττε, χωρίς να λογαριάσει τι περίμενε μετά το θάνατο του πατέρα του. Θα ήταν η βασίλισσα της καρδιά του και της περιουσίας του. Και για αρχή ήταν έτοιμος να της προσφέρει μια άμαξα, ένα επιπλωμένο μέγαρο, μια καμαριέρα, τρεις υπηρέτες και έναν μάγειρα» (σελ. 169).

  Αλήθεια, αγοράζεται ο έρωτας με το χρήμα; Το σώμα της θα αποκτούσε, όχι τον έρωτά της.

  «Όμως, ένα επιπλωμένο μέγαρο, μια άμαξα και τρεις υπηρέτες είναι μεγάλος πειρασμός, και ο έρωτας δύσκολα μπορεί να τον ανταγωνιστεί» (σελ. 170).

  Αυτό το διαβάζουμε στην επόμενη σελίδα.

  «Έρωτα, έρωτα, αναφώνησε ο σοβαρός αξιωματούχος τη στιγμή που έβγαινα, δεν θα μπορούσες ποτέ να συμβαδίσεις με τη φρόνηση;» (σελ. 205).

  Όχι.

  Το ζήτημα απλά είναι ποιο από τα δυο θα υπερισχύσει.

  «Τα δύο τρίτα των ανθρώπων που μένουν στο Παρίσι το θεωρούν τιμή τους να έχουν μια ερωμένη» (σελ. 208).

  Στην σημερινή Αθήνα σίγουρα το ποσοστό είναι πιο μικρό.

  Να το θεωρούν τιμή τους, όχι να έχουν μια ερωμένη.

  «Ήταν η εποχή που άρχισαν να μπαρκάρουν μαζικά για τον Μισισιπή τους άστεγους, τους αλήτες και όσους δεν ήσαν υποτελείς σε κάποιον άρχοντα» (σελ. 210).

  Το ίδιο έκαναν και οι άγγλοι της ίδια εποχή, τους έστελναν στην Αυστραλία. Και κατάδικους μαζί.

«Τίποτα δεν μπορεί να δώσει περισσότερο κουράγιο σε μια γυναίκα από το θάρρος και την τόλμη του άντρα που αγαπά» (σελ. 231).

  Ωραία αποφθεγματική φράση, λέω να την αναρτήσω στο facebook.

  «Ύστερα από ταξίδι δύο μηνών φτάσαμε επιτέλους στην ποθητή ακτή» (σελ. 232).

  Δυο μηνών!!! Παναγία μου.

  «Αφού τις εξέτασε όλες πολύ προσεκτικά, είπε να φέρουν διάφορους νέους από την πόλη που ένιωθαν την αναμονή μιας συζύγου. Έδωσε τις ομορφότερες στους προύχοντες και οι υπόλοιπες μπήκαν στον κλήρο» (σελ. 235).

  Άδικο.

  Και για τις γυναίκες (προπαντός) αλλά και για τους μη προύχοντες. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει κάποια μορφή εκλογής;

Είδαμε πιο πρώτα δυο ταινίες. Και πρώτα πρώτα τη «When a man loves» (1927), βουβή ταινία του Alan Crosland. Ένας ευγενής ερωτεύεται τη Μανόν, αλλά αυτή έχει ερωτευθεί τον νεαρό Ντε-Γκριέ. Ο αδελφός της όμως καταφέρνει και την πείθει να παρατήσει τον Ντε-Γκριέ, για το καλό του, γιατί κινδυνεύει να τον αποκληρώσει ο πατέρας του. Έτσι την οδηγεί στον ευγενή. Όμως οι δυο νέοι θα ξαναβρεθούν, και ο ζηλότυπος ευγενής θα τους οδηγήσει στη φυλακή. Η Μανόν θα εξορισθεί στη Λουιζιάνα, και ο Ντε-Γκριέ θα την ακολουθήσει. Δεν έχουμε όμως το unhappy end του έργου. Λίγο πριν φτάσουν στην Αμερική οι κατάδικοι θα επαναστατήσουν. Στην τελευταία σκηνή βλέπουμε το ζευγάρι, σε μια βάρκα, να κατευθύνεται προς την ακτή. Να σημειώσουμε ότι η ταινία είναι σχεδόν κωμωδία.

Η «Manon 70» (1968) είναι μια ιστορία εμπνευσμένη από τη «Μανόν Λεσκό», με την όμορφη Κατρίν Ντενέβ στον επώνυμο ρόλο. Εδώ ο αδελφός είναι γκόμενος, που αποσύρεται μπροστά στον άλλο πλούσιο γκόμενο τον οποίο η Μανόν αρμέγει κανονικά, και χαρτζιλικώνει και τον ίδιο. Στο αεροδρόμιο «ψαρεύει» τον Ντε Γκριέ (τα ονόματα είναι τα ίδια, όπως στο μυθιστόρημα), τον οποίο καταλήγει να ερωτευθεί. Θέλει όμως να έχει και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Τον παρουσιάζει ως αδελφό, και ζουν μαζί με τον πλούσιο στην έπαυλή του. Ο ζηλιάρης όμως πλούσιος έχει βάλει μικρόφωνα και παρακολουθεί. Ο Ντε-Γκριέ το αντιλαμβάνεται, και κάνει ότι μπορεί για να αποκαλυφθούν. Αυτός τους πετάει ξυπόλυτους από την έπαυλη. Η Μανόν είναι πυρ και μανία, όμως ο Ντε-Γκριέ είναι πανευτυχής. Απολαυστικές οι τελευταίες σκηνές της ταινίας, όπου τους βλέπουμε να περπατούν ξυπόλυτοι με την Μανόν να γκρινιάζει συνεχώς, να ανεβαίνουν σε ένα βαγόνι αποθήκη ενός τραίνου και πάλι ξυπόλυτοι να κάνουν ωτοστόπ.  Ηη

Αφού διαβάσαμε το μυθιστόρημα είδαμε δυο ακόμη ταινίες. Η μια είναι η «Μανόν Λεσκό» (2013) του Gabriel Aghion.

Ακολουθεί πιστά το πρότυπο, αλλά το εκσυγχρονίζει. Θα δούμε σκηνές σεξ. Η σκηνή που το κάνουν στον γυναικωνίτη όταν συναντώνται μετά από μήνες και τους παίρνει το μάτι του φίλου του δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα. Επίσης το τέλος διαφέρει. Δεν πάνε στην Αμερική. Ο ντε Γκριέ σκοτώνει με το ξίφος του εκείνον με τον οποίο η Μανόν θα πέρναγε τη βραδιά, που είχε κανονισει να τον απαγάγουν, χωρίς επιτυχία όμως. Δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να το σκάσουν, να πάνε προς τα παράλια της Γαλλίας για να περάσουν απέναντι, στην Αγγλία. Όμως η Μανόν ήταν ήδη άρρωστη, βήχει όπως η Μαργαρίτα Γκωτιέ (είπα να διαβάσω καπάκι και την «Κυρία με τις καμέλιες»), και στο δρόμο πεθαίνει. Ο ντε Γκριέ την αγκαλιάζει.  

Με ξενέρωσε το ότι παρουσιάζει τη Μανόν με τον αδελφό της σε πολύ τρυφερές σχέσεις, σε βαθμό να υποψιαζόμαστε ότι έχουν αιμομικτικές σχέσεις. Αργότερα βλέπω ότι και πρόσωπα του έργου εκφράζουν την ίδια υποψία. Εντάξει, φιλοχρήματη η Μανόν - κάτι που δικαιολογείται από την ταπεινή της καταγωγή - όμως όχι και πορωμένη σεξουαλικά. Την υποβαθμίζει στα μάτια μας. Αν δεν τόλμησε να δείξει καθαρά την αιμομικτική σχέση είναι, πιστεύω, γιατί απουσιάζει στο μυθιστόρημα.

Η άλλη είναι η «Μανόν Λεσκό» (1926) του Arthur Robison.

Ασπρόμαυρη, με κάκιστη εικόνα, με δυσκόλεψε αρκετά. Επεισόδια παραλείφθηκαν.

Και εδώ επίσης το τέλος είναι διαφορετικό.

Της προτείνει να παντρευτούν. Πασίχαρις η Μανόν. Όμως τη μέρα του γάμου της έρχονται και την απάγουν. Δεν την έκλεισαν σε φυλακή αλλά σε κάτι σαν κάτεργο, ένα εργαστήριο που ήταν αναγκασμένη να υφαίνει, όπως και άλλες κοπέλες. Είδα πολλούς αργαλειούς, σαν αυτό της μητέρας μου.

Την έχασε ο ντε Γκριέ, νόμισε ότι ήταν με κάποιον πλούσιο εραστή. Όταν ήλθε και τον βρήκε και του είπε τι συνέβη, δεν την πίστεψε. Αυτή έφυγε απογοητευμένη.

Την συνέλαβαν και πάλι, και την είχαν για επιβίβαση στο πλοίο, για την αποικία των καταδίκων στην Αμερική.

Ο αδελφός της του ορκίζεται ότι του είπε την αλήθεια.

Τρέχει και τη βρίσκει. Είναι βαριά άρρωστη, η γρήγορη και απροσδόκητη αυτή σύλληψή της και το ταξίδι μέσα σε κάρο μέχρι το λιμάνι την κατέβαλαν. -Πεθαίνω, λέει.

Ο ντε Γκριέ την παίρνει στην αγκαλιά του και την πηγαίνει σπίτι του. Είχε μεσολαβήσει ο πατέρας του ώστε να μην πάει στην Αμερική.  

  -Είμαι σπίτι σου; Μας έχει συγχωρήσει ο πατέρας σου;

  -Δεν υπάρχει τίποτα να συγχωρέσω. Δεν είναι αμαρτία που αγαπιόσαστε.

  -Πρέπει να ζήσεις για χάρη μου.

  -Πόσο χαίρομαι που βρίσκομαι στην αγκαλιά σου! Πορτοκαλανθοί, ένα στεφάνι… και ένας παπάς.

  Είναι οι τελευταίοι μεσότιτλοι, πριν η Μανόν ξεψυχήσει.

  Είδαμε και τις όπερες.

  Τη «Μανόν» του Μασνέ δεν την είχα ξαναδεί. Τη «Μανόν Λεσκό» του Πουτσίνι την είχα δει πολλές φορές στη λυρική σκηνή, φοιτητής. Με συγκίνηση ξανάκουσα γνωστά κομμάτια μετά από δεκαετίες, ανάμεσα στα οποία και η συγκινητική άρια στο τέλος, Sola, perduta, abandonata.

Και ενώ η μεταφορά ενός μυθιστορήματος στον κινηματογράφο παραλείπει πολλά, ακόμα περισσότερα παραλείπονται στην όπερα, η οποία επικεντρώνεται σε κομβικά κομμάτια, τα οποία συχνά αναπτύσσει. Χαρακτηριστικό είναι το τέλος στην όπερα του Πουτσίνι, όπου όλη η τρίτη πράξη διαδραματίζεται στο λιμάνι από όπου θα μεταφερθούν στην Αμερική και στην έρημο, όπου η Μανόν θα αφήσει την τελευταία της πνοή.

Διαπίστωσα και κάτι ακόμη: η «θεατρική» όπερα δεν μπορεί να διαστείλει το χρόνο, όπως κάνει το μυθιστόρημα. Δυο μέρες κρατούσε αγκαλιασμένη τη νεκρή Μανόν ο ντε Γκριέ, όμως αυτό στην όπερα δεν μπορεί να δειχθεί· δηλαδή θα μπορούσε (π.χ. με δυο φορές να ανατείλει ο ήλιος και δυο φορές να δύει) όμως αυτό θα ήταν εντελώς αντι-οπερατικό, θα μείωνε την συγκινησιακή ένταση της σκηνής.

Σε σχόλιό μου σε ανάρτηση μιας φίλης έγραψα: «"Υπερεγώ (πρέπει)-εγώ (λογική)-προεγώ (θέλω)": Σίγκμουντ Φρόιντ». Τώρα, βλέποντας την «Μανόν», μου ήλθαν στο νου διορθώσεις. Υπερεγώ: πρέπει, λογική, συμβιβασμός. Προεγώ: θέλω, συναίσθημα, μη συμβιβασμός. Εγώ: η αρένα που παλεύει η λογική με το συναίσθημα, ο συμβιβασμός με τον μη συμβιβασμό. Το δίπολο συμβιβασμός-μη συμβιβασμός το πραγματεύθηκα στο διδακτορικό μου. Η λογική λέει να συμβιβάζεσαι (λογικέψου), ενώ το συναίσθημα σε σπρώχνει να μη συμβιβαστείς.   

 

No comments:

Post a Comment