Book review, movie criticism

Thursday, January 7, 2021

Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω

Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω, Βιβιοπωλείον της Εστίας 1959, σελ. 400

 


  Τόσο πολύ με ενθουσίασε η «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» του Μυριβήλη που αποφάσισα να διαβάσω κάθε βιβλίο του που θα πέσει στα χέρια μου. Ξεκίνησα με τη «Ζωή εν τάφω», που την είχα διαβάσει πριν τριάντα περίπου χρόνια. Μου το δάνεισε μια συναδέλφισσα (συνάδελφος αν προτιμάτε), τότε που ήμουν στην Γκράβα. Πήρε ξαφνικά μετάθεση, δεν πρόλαβα ή δεν σκέφτηκα να της το επιστρέψω, ούτε αυτή να μου το ζητήσει. Μόνο ένα άλλο βιβλίο ξέρω να ξέμεινε έτσι στα χέρια μου, πάνε σαράντα χρόνια, του Λούκατς, «Μελέτες για τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό», κανένα άλλο. Εμένα αντίθετα, πολλά βιβλία που δάνεισα έμειναν δανεικά κι αγύριστα.

  Η «Ζωή εν τάφω» δεν έχει τη σφιχτοδεμένη πλοκή της «Δασκάλας με τα χρυσά μάτια». Αποτελείται από περίπου ανεξάρτητα επεισόδια, που διαδραματίζονται σχεδόν όλα στο μέτωπο.

  Οκτώ χρόνια μόλις χωρίζουν τα δυο βιβλία (1923-1931), όμως τα χωρίζει μια λογοτεχνική σύμβαση προηγούμενων δεκαετιών: αυτή της εύρεσης χειρογράφων. Βέβαια, όπως και στο «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» (θα το ξαναδιαβάσω αμέσως μετά), η σύμβαση αυτή υπαγορεύεται από το θέμα. Ο λοχίας Κωστούλας που γράφει την ιστορία του (αποδέκτης της αφήγησης εδώ είναι η αγαπημένη του), δεν πρέπει να επιβιώσει, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο το αντιπολεμικό μήνυμα γίνεται ακόμη πιο έντονο.

  Δεν θα διαβάσουμε για ηρωικά κατορθώματα. Ένα μετάλλιο δόθηκε κατά λάθος. Οι στρατιώτες υποφέρουν στα χαρακώματα, ο θάνατος είναι μια καθημερινή απειλή. Πολλοί, για να γλιτώσουν πηγαίνουν στο νοσοκομείο με αρρώστιες φτιαχτές. Είναι κάποιος ειδικός σ’ αυτές, όμως θα τον ανακαλύψουν. Δεν θα προλάβει να περάσει στρατοδικείο, θα σκοτωθεί.

  Και βέβαια οι λιποταξίες. Ο Κωστούλας θα αφηγηθεί την εκτέλεση τριών λιποτακτών. Μια θλιβερή ιστορία συνοδεύει τον καθένα τους.

  Υπάρχει και ένα ιντερμέτζο. Ο ήρωάς μας, τραυματισμένος στο πόδι, θα φιλοξενηθεί από μια οικογένεια στα μετόπισθεν. Στις σελίδες αυτές θα θαυμάσουμε το μεγαλείο της μάνας που λυπάται τον στρατιώτη, λυπάται και τη μητέρα του (Ζάβαλε μάικω).

  «…να πάρεις κοντύλι και χαρτί να της γράψεις μια γραφή της πικρής. Να της το πεις, γιόκα μου, πως όλες οι μανάδες καθόμαστε έτσι αποξυλωμένες και καρτερούμε τους γιους μας που μας τους πήρε ο πόλεμος. Να της το πεις, γιόκα μου, πως εγώ η μαύρη, η μάνα του Γιοβάν και του Πέτκο, σου φρόντισα τα ρουχαλάκια σου. Και σου τα τορβάδιασα μοσκοπλυμένα κα παστρικά. Και να παρακαλέσει, λελέμ, το Θεό να μου γυρίσει πίσω τ’ αγόρια μου, σαν που παρακαλώ και γω να χτυπήσουν την πόρτα της τα δικά της παιδιά» (σελ. 290).

  Μεγαλειώδες.

   Και όμως, θα μπορούσαν να είναι ήδη νεκροί και αυτός που τους σκότωσε να είναι ο ίδιος, συλλογίζεται ο Κωστούλας. Τους είχαν επιστρατεύσει οι Βουλγάροι.  

  Δίπλα στη μάνα θα δούμε και τα ματαιωμένα ερωτικά αισθήματα της κόρης. Ο Κωστούλας έχει διαταγή να φύγει. Δεν αντέχει να τον αποχαιρετήσει, δεν θα εμφανιστεί. Της είχε πει εξάλλου ότι η καρδιά του ήταν ήδη δοσμένη αλλου.

  Σίγουρα υπάρχουν και εξαιρετικοί αξιωματικοί όμως αυτός θα επικεντρωθεί στους επηρμένους, στους ανόητους, τους σαδιστές, που όχι μόνο κάνουν τους φαντάρους να υποφέρουν αλλά και αποτελούν πραγματικό κίνδυνο. Ο Μπαλαφάρας είναι ένας απ’ αυτούς, και του αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο. «Σαν διαλογούμαι καμιά φορά πως αυτός ο άνθρωπος βαστά στο χέρι του τη μοίρα δώδεκα χιλιάδων ψυχών με κόβει κρύος ίδρος» (σελ. 159).

  Το χιούμορ, όπως και στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», είναι κι εδώ άνισο. Θα το δούμε ξέφρενο στην αρχή για να εξαφανιστεί στη συνέχεια. Καθαρό χιούμορ θα δούμε μόνο στο τέλος, ενώ το σατιρικό χιούμορ συναντάται συχνά σε όλο το μυθιστόρημα.

  Όμως ο Μυριβήλης δεν περιορίζεται μόνο στην περιγραφή της ζοφερής κατάστασης στα χαρακώματα ούτε στην αφήγηση ανάλογων επεισοδίων. Υπάρχουν ιντερμέτζα γεμάτα λυρισμό, που έχουν να κάνουν κυρίως με την περιγραφή της φύσης. Το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Η μυστική παπαρούνα» είναι το πιο χαρακτηριστικό, και ανθολογείται μάλιστα εδώ και χρόνια στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» που διδάσκονται στο Λύκειο.

  Ένα δείγμα:

  «Ο ουρανός βρέχει κυκλάμινα. Τα βουνά γίνονται θαμπογάλαζα, μισοδιάφανα σαν τα βάζα από το παλαιικό γυαλί πούναι στα μουσεία. Τα φύκια σειούνται στις κορφές των βράχων….» (σελ. 236).

  Στην πρώτη φάση της δημοτικής η εμμονή σε «μαλλιαρούς», όπως θα τους χαρακτηρίζαμε σήμερα, τύπους, είναι εμφανής. Διαβάζουμε για παράδειγμα «Του Σχολειού των Ευελπίδων» (σελ. 30).

  Όμως μπορεί και να μην είναι έτσι, και ο Μυριβήλης απλώς να μετέφερε στο χαρτί τη γλώσσα που μιλούσε. Διαβάζουμε για παράδειγμα «αίστησες» (σελ. 206), λέξη που συνάντησα και στον Καζαντζάκη, όπως και το «μαθές», που μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήταν μόνο κρητικό. Παρακάτω συναντώ το «περίπτωσες» (σελ. 319). Διαβάζουμε επίσης, «Οι ηρώοι» (σελ. 322).

  Και δυο γενικές: «του κυμάτου» (σελ. 208) και «φρεσκοχυμένου αιμάτου» (σελ. 330). Θυμάμαι πόσο με ξένισε γλωσσικά όταν το άκουσα από τον πατέρα μου: «είναι αρρώστια του αιμάτου» (η ψωρίαση που είχε).

  «Μιλάνε μια γλώσσα (οι βόρειοι γείτονές μας) πούναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ελληνικά στοιχεία» (σελ. 225).

  Το επιβεβαίωσα πρόπερσι το καλοκαίρι που διάβασα τα македонски σε επίπεδο άνευ διδασκάλου, χωρίς παραπάνω φιλοδοξίες, τότε που γινόταν ο μεγάλος τζερτζελές για το όνομα. Μοιάζουν πάντως περισσότερο με τα βουλγάρικα παρά με τα σέρβικα.

  «Τούτοι εδώ μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν κι οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι. Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζουνται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούνε, γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μας δέχουνται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη» (σελ. 227).

  Η συμπάθεια αυτή ανήκει πια στο παρελθόν.

  Όμως να παραθέσουμε ακόμη κάποια αποσπάσματα.

 «Οι φαντάροι τραγουδάνε, κουβεντιάζουν, βλαστημάνε. Σκαλωμένοι στη γέφυρα, αραδιασμένοι στην κουπαστή. Το Νησί φεύγει… φεύγει» (σελ. 33).

  Πολλοί της γενιάς μου θυμούνται την ατάκα: Τσίτσο, το λιμάνι φεύγει.

  «Οι φαντάροι τους μισούν θανάσιμα γιατί κρατούν με μπαμπεσιά τα ελληνικά Δωδεκάνησα» (σελ. 36).

  Ποιους; Τους Ταλιάνους. Πρόλαβαν και τα άρπαξαν αυτοί πριν προλάβουμε εμείς να τα ελευθερώσουμε από τον τουρκικό ζυγό.

  «Πίσ’ από το κάθε γερτό παραθύρι πάντα φερμάρουν ένα ζευγάρι πονηρά μάτια, που παραφυλάγουν όλη τη νύχτα, να δούνε ποιος βγαίνει και ποιος μπαίνει στα σπίτια της γειτονιάς» (σελ. 115).

  «…από κείνες τις παλιές Μυτιληνιές νοικοκυράδες, που βαστούν απ’ το πρωί ως το βράδυ στο χέρι τη βούρτσα με τον ασβέστη» (σελ. 121).

  Δεν χάνει ευκαιρία να σατιρίσει την επαρχιώτικη ζωή, κάτι που το είδαμε πολύ έντονα στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια».

  «Ο πόνος του κορμιού! Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να κάνει πιο δυστυχισμένη την ψυχή και το πνεύμα» (σελ. 168).

  Προσυπογράφω απόλυτα. Δεν με νοιάζουν τα μυγάκια στα μάτια, δεν με νοιάζουν οι εμβοές στα αυτιά, όμως με νοιάζει ο πόνος της μέσης, που με κάνει να υποφέρω πραγματικά. Ευτυχώς υπάρχει το βολταρέν.

  «Έκαμα μιαν επανάσταση ενάντια στο Κράτος για να τιμήσω τον ελληνικό λόγο της συμμαχίας με τους Σέρβους. Τώρα βοηθώ τους Σέρβους να εκσλαβίσουν τους Έλληνες στο Μοναστήρι. Ήρθα να σκοτωθώ πλάι στους Γάλλους για τα ιδανικά της Δημοκρατίας. Τους βρήκα να δέρνουν τους μαύρους στρατιώτες τους και τους άκουσα στα χαρακώματα να μας δέχουνται με την κραυγή “chiens grecs”» (σελ. 172).

  Δεν μπορείς να έχεις και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Ο Βενιζέλος διάταξε τον Κωνσταντίνο να παρατήσει το Μοναστήρι και να τρέξει στην Θεσσαλονίκη. Ήλθαν λίγες ώρες πριν να φτάσουν οι Βούλγαροι. Αν και, σκέφτομαι τώρα, στον δεύτερο βαλκανικό που νικήσαμε τους Βούλγαρους, θα μπορούσαμε να τους είχαμε πάρει τη Θεσσαλονίκη και να κρατήσουμε και το Μοναστήρι. Ίσως. Όμως πού να ξέρεις.

  Είδαμε και το ομώνυμο σήριαλ σε σκηνοθεσία του Τάσου Ψαρρά. Είχα ακούσει κάποια αρνητικά σχόλια τότε που άρχισε να προβάλλεται, αλλά εμένα πολύ μου άρεσε. Όμως δεν καταφέρνει να σατιρίσει τον Μπαλαφάρα όπως κάνει ο Μυριβήλης. Ίσως να φταίει και η εξαιρετική ερμηνεία του Γιάννη Μπέζου. Να πούμε επίσης ότι παρουσιάζει τον Μυριβήλη, όμως μόνο στην αρχή και στο τέλος, τότε που παίρνει τα χειρόγραφα από το σακίδιο του νεκρού πια Κωστούλα.

  Μπορείτε να το δείτε στο youtube, είναι 16 επεισόδια.

  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που συναντήσαμε, όπως το συνηθίζουμε:

Όσο βαράει η μουσική και ξέρεις πως σε βλέπουν (σελ. 38)

Τ’ αδύνατα γαμπάκια της ήτανε κρεμασμένα (σελ. 68)  

Και μ’ όλη τους τη δύναμη φυσάν τα όργανά τους (σελ. 105)

Έχω αναμμένο το κερί για να μπορώ να βλέπω (σελ. 129)

Γι’ αυτό φοράμε αδιάκοπα τα σιδερένια κράνη (σελ. 140)

  Βαρέθηκα, πέντε φτάνουν, δεν παραθέτω άλλους.

 

No comments: