Book review, movie criticism

Tuesday, January 19, 2021

Άγγελος Τερζάκης, Η μενεξεδένια πολιτεία

Άγγελος Τερζάκης, Η μενεξεδένια πολιτεία, Το Βήμα 2011, σελ. 295


 

  Στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project προτάθηκε να συζητήσουμε τη «Μενεξεδένια πολιτεία» του Άγγελου Τερζάκη, αλλά είπαμε να το αναβάλουμε. Κλειστά τα βιβλιοπωλεία, αλλά και να το παραγγέλναμε για να μας το στείλουν ταχυδρομικά θα το παραλαμβάναμε μετά από την συνάντηση, ή ίσως λίγες μέρες πιο πριν και δεν θα προλαβαίναμε να το διαβάσουμε.

  Τη βρήκα στο οδοντιατρείο της Μαρίας, όπου είχα πάει για ένα σφράγισμα. Ευκαιρία, λέω, και το δανείστηκα.

  Δεν φανταζόμουνα ότι θα μπορούσα να το συγκρίνω με τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» του Στρατή Μυριβήλη την οποία συζητήσαμε στη Λέσχη Ανάγνωσης τον Δεκέμβρη, αλλά είδα ότι επιδέχεται σύγκριση.

  Όμως να πούμε πιο πρώτα δυο λόγια για την πλοκή.

  Τον Μαλβή τον παράτησε η γυναίκα του. Εξαφανίστηκε αφήνοντάς του δυο μικρά παιδιά, τον Ορέστη, τεσσάρων χρονών, και τη Σοφία, λίγο πιο μικρή. Νιώθει παραιτημένος, οι υποθέσεις στο δικηγορικό του γραφείο πάνε κατά διαόλου. Αυτό, μέχρι που έρχεται βοηθός του ο Μαρούκης. Τριαντάρης πια, μένει με τη μητέρα του.

  Δεν αμφιβάλλουμε ότι θα υπάρξει σχέση ανάμεσα στον Μαρούκη και τη Σοφία, αλλά πρέπει να περιμένουμε. Όσο για τον Ορέστη, είναι ένας ανεπρόκοπος. Συναντάει για πρώτη φορά τη μητέρα του, ο άντρας με τον οποίο συζεί (δεν θυμάμαι αν ήσαν παντρεμένοι), πάμπλουτος, τον παίρνει στις επιχειρήσεις του. Στέλνεται στην Αίγυπτο.

  Ο Μαλβής, που με τόσο κόπο ανάθρεψε τα παιδιά του, νιώθει απελπισμένος από τη φυγή του γιου του. Ευτυχώς βρίσκεται στο γραφείο ο Μαρούκης για να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις.

  Ο Ορέστης θα παρασύρει τον άντρα της μητέρας του σε μια παράνομη επιχείρηση, προφανώς πολύ κερδοφόρα, με αποτέλεσμα τη χρεοκοπία του και την δίωξή του. Έχουν εξαφανιστεί και οι δυο. Η μητέρα τρέχει απελπισμένη στην κόρη, όμως αυτή τη διώχνει. Τώρα με θυμήθηκες;

  Οι συμπτώσεις που είδαμε στο μυθιστόρημα συμβαίνουν μόνο σε μελοδράματα. Ο δικηγόρος στον οποίο πήγε ο Μαρούκης, συστημένος από φίλο, δεν είναι άλλος από τον κύριο που του κόλλησε στο καφενείο και του άρχισε τις εξομολογήσεις. Και το κορίτσι που χαλβάδιαζε στην περιφορά του επιταφίου δεν είναι άλλη από την κόρη του.

  Μόλις την είδε από κοντά, έπαψε να του γυαλίζει. Σαν μικρό κοριτσάκι του φάνηκε. Όταν όμως εμφανίστηκε ο ανταγωνιστής, άρχισε να ζηλεύει.

  Και η Σοφία;

  Δεν μας λέγεται καθόλου τι αισθήματα τρέφει απέναντί του. Κάποια στιγμή που θα έλθουν κοντύτερα, θα του εξομολογηθεί την αγωνία της για το μέλλον της, εξαιτίας της οικτρής κατάστασης των οικονομικών του πατέρα της. Το σπίτι που μένουν είναι υποθηκευμένο.

  Η σχέση θα εξελιχθεί σιγά σιγά.

  «Η συντροφιά αυτή, που είχε πάρει τη νομιμότητα της συνήθειας, καθιέρωνε βουβά κι όμως ανέκκλητα το μυστικό τους δεσμό. Περισσότερο κι από μια δοσμένη υπόσχεση, η έξη τούς είχε συνδέσει. Νιώθανε πάνω τους την αινιγματική της εξουσία, που είναι βαριά σαν όρκος και τρυφερή σαν αφοσίωση» (σελ. 226).

  Πολύ ωραίες οι δυο αυτές μεταφορές.

  Ο Μαρούκης νιώθει παγιδευμένος, πιστεύει ότι πάει να τον τυλίξει. Όμως η ζήλεια του για τον άλλο, παρόλο που η Σοφία τον απέπεμψε χαράζοντάς του το πρόσωπο με τα νύχια της, εξακολουθεί να υπάρχει.

  Κάποια στιγμή θα φιληθούνε. Αυτό ήτανε, λέμε, τώρα θα τα φτιάξουν.

  Τίποτα τέτοιο. Θα πηγαίνουν περιπάτους, όμως για δεσμό ούτε λέξη.

  Στο Δαφνί που θα πάνε κάποια στιγμή εκδρομή, θα παρασυρθεί και θα κάνει έρωτα μαζί της, ορμητικά, όπως ο Λεωνής στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Αυτή του λέει μετά, βλέποντάς τον συλλογισμένο, να μην νιώθει δεσμευμένος. Όμως αυτός νιώθει υποχρεωμένος να την παντρευτεί. Αυτή, που πιο πριν του έχει πει το «σ’ αγαπώ», δεν θέλει καθόλου ένα τέτοιο γάμο.

  «Όχι, όχι, έκανε η κοπέλα ξεμακραίνοντας. Σ’ το είπα, και δεν είναι λόγια μάταια. Δε θα δεχτώ ποτέ να γίνει αυτό έτσι. Δε θέλω έτσι! Δε θέλω έτσι, ακούς; έκανε εναγώνια στρίβοντας τα χέρια της. Δεν είναι με τη θέλησή σου, Γιάννη!... Το κάνεις γιατί νομίζεις τον εαυτό σου δεσμευμένο, υπεύθυνο. Όχι, όχι!... Δεν την αξίζω τέτοια ταπείνωση εγώ!» (σελ. 264).   

  Στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» βλέπουμε τον Λεωνή και τη Σαπφώ να συγκλονίζονται από τον έρωτα που νιώθει ο ένας για τον άλλο, όμως το τοίχος του Βερολίνου που ύψωσε ανάμεσά τους ο νεκρός άντρας της θα καταρρεύσει μόλις στην τελευταία σελίδα.

  Εδώ δεν υπάρχει κανένα τοίχος παρά μόνο αναστολές από τη μεριά του Μαρούκη. Η μια, ψυχολογική θα λέγαμε, είναι ένα αξεπέραστο οιδιπόδειο. Η άλλη είναι η αίσθηση ότι πάνε να τον παγιδέψουν, να τον «μαντρίσουν», όπως λέμε στην Κρήτη. Όσο για τη Σοφία, παρότι του είπε «σ’ αγαπώ», δεν την είδαμε να συγκλονίζεται από έρωτα όπως τη Σαπφώ. Μήπως ο έρωτάς της τροφοδοτείται από την ανασφάλειά της για τη ζωή; 

  Πολύ ρεαλιστικά όλα αυτά, θυμίζουν Μπαλζάκ.

  Ο Μαρούκης, λίγο πριν το τέλος, νιώθει κάτι σαν fulguratio, έκλαμψη.

  «Μέσα του, μια σκέψη δροσερή, για πρώτη φορά ολότελα αγνή, γεννιόταν. “Και τι με νοιάζει”, είπε, “τι θα νομίσει εκείνη ή τι θα νομίσουν οι άλλοι. Εδώ υπάρχει μια αλήθεια, και την αλήθεια αυτή μονάχος εγώ την είδα”. Ένας εγωισμός καινούργιος, αγνός, όρθωσε τώρα τ’ ανάστημά του. “Δεν είσαι μάρτυρας, ανόητε! είσαι δικαιοκρίτης. Να η αληθινή σου υπεροχή. Σαν μάρτυρας θα ήσουν αδύναμος. Τώρα είσαι ο δυνατός!”» (σελ. 271).

  Μ’ αυτό τον τρόπο προοικονομείται το happy end.

  Το μυθιστόρημα τελειώνει ως εξής:  

  «Την έσφιξε τρυφερά και, δακρυσμένος, κοίταξε πέρα. Κοίταξε τα σπίτια που στέκονταν αντίκρυ, κλεισμένα και βουβά, το νυχτερινό ουρανό που θαμποφέγγει από την κρυμμένη παρουσία της πολιτείας. Συλλογίστηκε τον εαυτό του και την ερχόμενη νέα ζωή, με μια γυναίκα στο πλάι του, μέσα στον αναβρασμό της μεγάλης πολιτείας που περιμένει, ξένη και ασυγκίνητη.

  Τύλιξε με τα δυο του μπράτσα το κορίτσι που είχε ζαρώσει πάνω του κι άνοιξε το στήθος του σε μια βαθιά ανάσα».

  Πιο πριν είχαμε διαβάσει:

  «-Έλα, είπε η Σοφία στον άντρα της».

  Πότε έγινε άντρας της και δεν το πήραμε χαμπάρι;

    Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα ακόμη.

  «Από τους δέκα ανθρώπους που σου ζητάνε τη γνώμη σου για κάτι, οι εννέα το κάνουνε μονάχα για να σου πούνε τη δική τους» (σελ. 16).

  Δεν θυμάμαι αν βρήκα άλλη χιουμοριστική-σατιρική ατάκα στο μυθιστόρημα, σε αντίθεση με τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια».

  «-Έξι! Βροντοφώνησε ο Ποντικενάς, που έβγαζε τα νούμερα.

  -Αμόλα το να τρέξει, συμπλήρωσε ο Μαντουλάς.

  -Τρία.

  -Τη μύτη σου στη χρεία» (σελ. 89).

  Εμείς, πιτσιρικάδες, είμασταν ολότελα αθυρόστομοι.

  -Έξε (στην Κρήτη λέμε έξε και όχι έξι).

  -Πιάστηνε και παίξε.

  -Τρία.

  -Να τη φας και να ’ναι κρύα.

  Να μην προχωρήσω και σε άλλους αριθμούς, ας περιοριστώ μόνο σ’ αυτούς του Τερζάκη.

  Ας το γράψω και αυτό.

  Στο ποινολόγιο του Λυκείου της Κάσου όπου τοποθετήθηκα όταν διορίστηκα, διαβάσαμε: Ο μαθητής Χ τιμωρήθηκε με μια μέρα αποβολή γιατί σε απάντηση συμμαθητή του ότι τα κορίτσια που έλλειπαν ήταν τρία σχολίασε: «να τη φας και να ’ναι κρύα».

  «Κι ήρθε το φθινόπωρο, μεγάλα σύννεφα, μπαμπακερά, διαβαίνανε τώρα πάνω από την αυλίτσα, στο κομμάτι του γαλάζιου ουρανού που πρώτα γυάλιζε παστρικό σα σμάλτο. Διαβαίνανε αργολιώνοντας σε καπνούς άσπρους και σταχτιούς.

  Κι άλλοτε πάλι έρχονταν ημέρες με αργή, διάφανη βροχούλα. Υπομονετικά σιγόψελναν οι τσίγκοι ακολουθίες νυσταγμένες σ’ ερημοκλήσια του βουνού, κι ο γύρω κόσμος στένευε, στένευε στο μικρό τούτο χώρο από τρεις τοίχους και μια μάντρα, που τον τριγυρίζει τ’ ανάερο όνειρο του νερού» (σελ. 155).

  Οι περιγραφές φύσης, σε όλους (σχεδόν) τους συγγραφείς, είναι γεμάτες λυρικότητα και ξεχειλίζουν από μεταφορές. 

  «-…Σε λίγους μήνες θα διαβάζεις Ντοστογιέφσκι» (σελ. 231).

  Δεν αμφιβάλλουμε καθόλου ότι ο Ντοστογιέφσκι είναι η μεγάλη αγάπη του Τερζάκη, καθώς οι ήρωές του είναι σε μεγάλο βαθμό Ντοστογιεφσκικοί.

  «Οι αμφιβολίες τον έπνιγαν. Ήταν άραγε θύμα, και μόνο θύμα, μιας ενέδρας ποταπής, άκαρδης, ή ήρωας μιας καθημερινής ανθρώπινης τραγωδίας; Τον αγαπούσαν ή τον γελούσαν; Τραβώντας τον ευθύ δρόμο που λογάριαζε ν’ αποσώσει, ολοκλήρωνε μια πράξη γενναία ή συμπλήρωνε μια πλάνη γελοία και οικτρή; Στο βάθος, πίσω κι απ’ αυτή την απόφαση να φανεί τίμιος, δεν ήτανε παρά ο εγωισμός του που αγωνιούσε. Η ανάγκη της ανάτασης, ο πόθος του ηρωισμού που θα μας εξυψώσει στα μάτια του εαυτού μας, μήπως δεν είναι το συνηθέστερο ελατήριο κάθε μας πράξης ενάρετης; Έτσι, πίσω κι απ’ την πιο αγνή θυσία, κρύβεται η στενή ιδιοτέλεια της φιλαρέσκειας, ενός μεταρσιωμένου, πες, ναρκισσισμού. Κι ο δισταγμός ανάμεσα σε μια χειρονομία ωραία ή μια κακοήθεια κρύβει την ίδια και κοινή αγωνία: τη δίψα της περηφάνιας. Της αγγελικής ή της σατανικής (σελ. 270).

  Ρεαλιστικό, πολύ ρεαλιστικό.

  Μου άρεσαν πολύ οι περιγραφές καθώς και η διεισδυτικότητα στην ψυχολογία και στις πιο λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων. Όμως η «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» μου άρεσε περισσότερο.   

 Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι.

Χτύπησε τις παλάμες του με το γνωστό του τρόπο (σελ. 83)

Το μάτι του ήτανε θολό, χαμένο στον αέρα (σελ. 193)

Σφιγμένοι σαν αντρόγυνο ανάμεσα στον κόσμο (σελ. 234)

Σαν ένας ιερός δεσμός τον έφερνε κοντά της (σελ. 237)

 

No comments: