Wednesday, August 9, 2023

Paulo Coelho, Το πέμπτο βουνό

Paulo Coelho, Το πέμπτο βουνό (μετ. Ρέα Γιαννοπούλου) Ζαχαρόπουλος 1998, σελ. 368

 


  Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

  Το γράφω συχνά στις κριτικές μου για ταινίες. Καμιά φορά το γράφω σε υψηλό υφολογικό επίπεδο: De gustibus non est disputandum.

  Οι κινηματογραφιστές μαγεύονται συνήθως από το ύφος μιας ταινίας: Πλάνα, κάμερα, φωτισμός, κ.λπ. Όμως οι κινηματογραφόφιλοι, όπως εγώ, μαγευόμαστε κυρίως από το στόρι. Συχνά γράφω ότι το σενάριο είναι υποτιμημένο.

  Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται το σενάριο. Πιο κάτω βρίσκεται το θέμα. Και πιο κάτω βρίσκεται…

  Αλήθεια τι βρίσκεται;

  Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

  Δεν είχα σκοπό να διαβάσω άλλο βιβλίο του Paulo Coelho (είχα διαβάσει τον «Αλχημιστή» παλιά, και πριν λίγες μέρες διάβασα το «Η Βερόνικα αποφασίζει να πεθάνει» και ξαναδιάβασα τα «11 λεπτά»), αλλά μετά από συζήτηση με το φίλο μου τον Μιχάλη, που μου είπε ότι έχει διαβάσει πολλά βιβλία του Coelho, και περισσότερο από όλα του άρεσε το «Πέμπτο βουνό», αποφάσισα να το διαβάσω.

  Μου είπε βέβαια ότι αναφέρεται στον προφήτη Ηλία.

  Ήμουν περίεργος.

  Το στόρι: Ο προφήτης Ηλίας, για να γλιτώσει από τους διωγμούς των προφητών από την πριγκίπισσα Ιαζάβελ  που την παντρεύτηκε για την ομορφιά της ο βασιλιάς του Ισραήλ Αχαάβ, κατέφυγε σε μια φοινικική πόλη, την Άκμπαρ. Εκεί βρήκε την προστασία μιας χήρας την οποία ερωτεύτηκε, όπως και αυτή αυτόν. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει σεξ μαζί της, κατέλαβαν την πόλη οι Ασσύριοι και σκοτώθηκε.

  Φυσικά έχουμε και το υπερφυσικό, για να μην το πούμε φανταστικό μια και μιλάμε για τον προφήτη Ηλία: μιλάει με τον φύλακα άγγελό του και με τον άγγελο Κυρίου. Επίσης ανασταίνει τον γιο της χήρας.

  Δεν θα πω περισσότερα για το στόρι.

  Αμέσως μετά την κορυφή της πυραμίδας είναι το θέμα, που είναι και το ηθικό δίδαγμα: δεν παραιτούμαστε από τις ατυχίες της ζωής. Ο προφήτης Ηλίας και ο γιος της χήρας συμπαρασύρουν αυτούς που επιβίωσαν από την επιδρομή των Ασσυρίων στην ανοικοδόμηση της πόλης.

  Και στη βάση της πυραμίδας;

  Η θρησκεία.

  Δεν είμαι ιδιαίτερα θρήσκος. Πιστεύω όμως στον συνονόματό μου άγιο. Προχθές πήγα στην εκκλησία, μετά από χρόνια, του Αφέντη Χριστού, διμάρτυρη, με διπλανό άγιο τον άγιο Χαράλαμπο. Άναψα δέκα κεριά. Θα έχετε ακούσει το «Όταν γεράσει ο διάβολος καλογερεύει». Παρόλα αυτά έχω δώσει οδηγίες στο γιο μου να με κάψει, χωρίς θρησκευτική τελετή.

  Ένα μυθιστόρημα με αυτή τη «βάση» δεν μου είναι ιδιαίτερα ελκυστικό. Παρ’ όλα αυτά υπήρξαν δυο μυθιστορήματα που με μάγεψαν. Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη που μου αρέσει περισσότερο είναι ο «Φτωχούλης του Θεού» (ο Άγιος Φραγκίσκος), ενώ μου άρεσε πάρα πολύ και το «Κατά Ιησούν ευαγγέλιο» του Ζοζέ Σαραμάγκου, για τον σατιρικό του χαρακτήρα. Διαβάστε το τέλος του στην ανάρτησή μου και θα καταλάβετε.

  Έχω γράψει ήδη αρκετά, καιρός να προχωρήσω στην παράθεση αποσπασμάτων.

  «Πριν από διακόσια χρόνια, μια άλλη πριγκίπισσα της Σιδώνας είχε γοητεύσει το σοφότερο από όλους τους βασιλιάδες του Ισραήλ, το βασιλιά Σολομώντα. Τον είχε πιέσει να χτίσει ένα βωμό προς τιμήν της θεάς Αστάρτης και εκείνος είχε υπακούσει» (σελ. 108).

  Πολύ σωστά το λένε: το μ@υν# σέρνει καράβι.

  «Αυτό ήταν ελευθερία. Νιώθεις ό,τι σε προστάζει η καρδιά σου, ανεξάρτητα από τη γνώμη των άλλων» (σελ. 133).

  Νιώθεις ή κάνεις; Τα αισθήματα δεν εκβιάζονται με προσταγές ή ό,τι άλλο.

  «Βέβαια γνώριζε πως ο έρωτας έκανε το βασιλιά του Ισραήλ να απαρνηθεί τον Κύριο, γιατί η πριγκίπισσα της Σιδώνας, η Ιεζάβελ, είχε κατακτήσει την καρδιά του. Αλλά και πιο παλιά είχε συμβεί το ίδιο: ο σοφότερος από τους βασιλιάδες του Ισραήλ, ο Σολομώντας, εξαιτίας του έρωτά του για τη Βασίλισσα του Σαβά, έχασε το θρόνο του» (σελ. 134).

  Άλλο μ@υν# αυτή; Γιατί πιο πάνω αναφερθήκαμε σε μια πριγκίπισσα της Σιδώνας.  

  Αλλά συνεχίζει: «Και ο βασιλιάς Δαβίδ, όμως, τυφλωμένος από ερωτικό πάθος για τη Βησθαβεέ, έστειλε να σκοτώσουν το σύζυγό της, που ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους του.

  Δεν θα το ψάξω, ίσως πρόκειται για άλλο μ@υν#, έστειλε το σύζυγό της στη μάχη ελπίζοντας ότι θα σκοτωθεί για να του αρπάξει τη γυναίκα, όπως και έγινε.

  Ακόμα και οι πιο χοντροκέφαλοι στρατηγοί ξέρουν καλά πως, για να καταλάβουν μια πόλη, χρειάζονται πέντε στρατιώτες για κάθε αμυνόμενο» (σελ. 137).

  Δεν ξέρω πόση ήταν η αναλογία στο Στάλινγκραντ, μάλλον έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα.

  «Η νίκη των Ασσύριων θα έσβηνε για πάντα την απειλή του αλφάβητου… τα ιερά κείμενα θα βρίσκονταν στα χέρια εκείνων που γεννήθηκαν για να τα μελετήσουν» (σελ. 226).

  Ο ιερέας προπαγάνδισε τον πόλεμο και όχι τις διαπραγματεύσεις για ειρήνη, για να νικηθούν, και έτσι να μην εξαπλωθεί το αλφάβητο, που θα έκανε προσιτή τη γνώση και σε άλλα στρώματα εκτός από το ιερατείο.

  «Εσύ μου είπες κάποτε πως όλες οι μάχες εξυπηρετούν κάποιο σκοπό, ακόμα κι εκείνες που χάνουμε» (σελ. 261).

  Διαβάζοντας το παραπάνω θυμήθηκα τη μάχη των Θερμοπυλών.

  «Είχε αφιερώσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής του σε ένα Θεό κουφό, τυφλό, που δεν ήξερε τίποτ’ άλλο από το να δίνει διαταγές και να ενεργεί πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Είχε μάθει να υπακούει, να δέχεται αδιαμαρτύρητα την όποια απόφασή του και να σέβεται τα σημάδια του.

  Η πίστη του πληρώθηκε με την εγκατάλειψη, η τυφλή υπακοή που του είχε δείξει τόσα χρόνια πληρώθηκε με αδιαφορία, όλες του οι προσπάθειες να εκπληρώσει τη θεία θέληση είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο της μοναδικής γυναίκας που είχε λατρέψει στη ζωή του» (σελ. 279).

  Πραγματικά, ενώ είχαν φύγει από την πόλη ξέροντας ότι θα έπεφτε στα χέρια των Ασσυρίων, ο θεός του έδωσε εντολή να γυρίσει πίσω. Και γύρισε.

  «Ο Μωυσής υπάκουσε στο θέλημά Σου και δεν πέρασε στην απέναντι όχθη του Ιορδάνη. Εγώ, αντίθετα, θα προχωρήσω μπροστά, άσχετα απ’ το τι επιθυμείς. Αν θέλεις, σκότωσέ με ετούτη εδώ τη στιγμή, γιατί, αν με αφήσεις να φτάσω μέχρι τις πύλες της πόλης, θα ξαναφτιάξω όλα εκείνα που θέλησες να σβήσεις απ’ το πρόσωπο της γης. Και δε θα σε ξαναϋπακούσω ποτέ πια» (σελ. 282).

  Μου άρεσε αυτό το απόσπασμα.

  «Τώρα όμως, που Εκείνος μας εγκατέλειψε, πρέπει να Τον εγκαταλείψουμε κι εμείς. Τώρα η αποστολή μου είναι να ξαναχτίσω το Ακμπάρ, όπως μου ζήτησες» (σελ. 284).

  Μετά από αυτά τα αποσπάσματα, άρχισε να μου αρέσει το μυθιστόρημα.

  «Αυτό που με ενδιαφέρει τώρα είναι να βάλω κάποια τάξη σε τούτη την πόλη και να αποδείξω στο Θεό πως είμαι ικανός να Τον αντιμετωπίσω, και μετά να πάω όπου μου αρέσει» (σελ. 295-296).

  Ένα ακόμη απόσπασμα που μου άρεσε.

  «Στη συνέχεια φόρεσε το μοναδικό ρούχο που είχε και βγήκε» (σελ. 358).

  Και όταν το έπλενε τι φορούσε; Έμενε γυμνός; Ή είχε και άλλη αλλαξιά, και δεν το ξέρει ο Coelho;

  Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας.

  Δεν είναι Τολστόι, δεν είναι Ντοστογιέφσκι.

  Όμως δεν είναι και παραλογοτεχνία.

  Ο Coelho διαβάζεται πολύ ευχάριστα, εξ ου και το μεγάλο τιράζ των έργων του, που έχουν μεταφραστεί σε πάμπολλες γλώσσες.

 

No comments:

Post a Comment