Ζοζέ Σαραμάγκου, Το κατά Ιησούν ευαγγέλιο (μετ. Αθηνά Ψύλλια), Καστανιώτης FAQ, 2010, σελ. 397
Μέχρι τώρα δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο του Σαραμάγκου. Όταν τέλος καλοκαιριού διάβασα την βιβλιοπαρουσίαση του Νίκου Δανιήλ για το «Κατά Ιησούν ευαγγέλιο», με έπιασε η επιθυμία να το διαβάσω. Το είχα αγοράσει και το είχα κουβαλήσει μαζί μου στην Κρήτη, για το «ράφι των τύψεων». Έτσι το πήρα μαζί μου στο πλοίο, για το ταξίδι της επιστροφής. Φυσικά δεν πρόλαβα να διαβάσω και τις τετρακόσιες σελίδες του, το τέλειωσα στην Αθήνα.
Έχω γράψει για πολλά βιβλία ότι ο συγγραφέας τους χρησιμοποιεί το στόρι ως πρόφαση για να αναδείξει το φόντο στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία του. Για παράδειγμα στα βιβλία της Victoria Hislop που διάβασα και παρουσίασα το καλοκαίρι, στο μεν «Νησί» μαθαίνουμε για τη ζωή των λεπρών στην Σπίνα λόγκα, στην δε «Επιστροφή» διαβάζουμε για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.
Στο βιβλίο αυτό του Σαραμάγκου για πρώτη φορά βρίσκω κάτι διαφορετικό. Το στόρι ο συγγραφέας δεν το χρησιμοποιεί για να αναδείξει το φόντο, αλλά για να υφάνει πάνω του τις ειρωνικές και σαρκαστικές ατάκες του. Ατάκες που έχουν σαν στόχο κυρίως τη θρησκεία.
Συνηθίζω να παραθέτω αποσπάσματα από τα βιβλία που διαβάζω, όμως αυτή τη φορά δεν θα το κάνω. Ο που καεί λέει στο χυλό φυσά και το γιαούρτι. Για μένα ο χυλός ήταν κάτι σόκιν ανέκδοτα σε αυτό το blog που μου στοίχισαν τη θέση μου σαν σχολικός σύμβουλος. Δεν θα ρισκάρω να παραθέσω αποσπάσματα για τα οποία και ο ίδιος ο Σαραμάγκου κάηκε. Συγκεκριμένα, η συντηρητική πορτογαλική κυβέρνηση (πού να είναι άραγε τώρα ο Οτέλο ντε Καρβάλιο, ο αριστερός στρατηγός που ανέτρεψε την κορακοζώητη δικτατορία του Σαλαζάρ;) απέρριψε την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας, χολωμένος, έριξε πέτρα πίσω του, πήγε και εγκαταστάθηκε σε μια από τις Καναρίους νήσους (για να θυμόμαστε και την ιστορία, από εκεί ξεκίνησε το κίνημά το ο Φράνκο), όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Φαντάζομαι όμως ότι θα πήγαινε καμιά φορά στην πατρίδα του, ως τουρίστας. Όσο για μένα… Τι λέω τώρα, κόντεψα να ξεχάσω το γιαούρτι.
Αυτό που διαφοροποιεί υφολογικά τον Σαραμάγκου από τους άλλους συγγραφείς, φαντάζομαι σε όλα τα έργα του μια και το διάβασα και στην Βικιπέντια, είναι το εφέ της μακροπεριόδου. Ξεχνάει να βάλει τελεία. Ακόμη, στους διαλόγους δεν αλλάζει γραμμή κάθε φορά που μιλάει άλλο πρόσωπο, βάζοντας την χαρακτηριστική παύλα, αλλά συνεχίζει στην ίδια γραμμή βάζοντας απλά κεφαλαίο το πρώτο γράμμα στο λόγο κάθε προσώπου. Αυτό, μαζί με την μακροπερίοδο, κουράζει αρκετά τον αναγνώστη.
Γιατί το κάνει αυτό;
Όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του, δεν μπορούμε να έχουμε όλες τις απαντήσεις. Αλλά ακόμη και αν κάποιος του έχει κάνει την σχετική ερώτηση και ο Σαραμάγκου του έδωσε την απάντηση, άντε να τη βρεις, είναι σαν να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχερα. Η μόνη εκδοχή που μπορώ να φανταστώ είναι ότι ο Σαραμάγκου γράφει σαν ποταμός, μεγάλη ικανότητα αυτό. Αμφιβάλλω αν τα έργα του τα έγραψε δεύτερη φορά (Ο Helmut Krausser, το βιβλίο του Eros που παρουσιάσαμε πέρυσι στο Λέξημα, το έγραψε καμιά δεκαπενταριά φορές, δεν θυμάμαι ακριβώς τον αριθμό. Και η γυναίκα του Καζαντζάκη γράφει με θλίψη στον πρόλογο της «Αναφοράς στον Γκρέκο» ότι ο Καζαντζάκης δεν πρόλαβε να τη γράψει δεύτερη φορά, τον πρόλαβε ο χάρος). Σίγουρα βέβαια την επεξεργάστηκε κάνοντας διορθώσεις.
Όσο και αν είναι προσχηματική μια πλοκή, πρέπει να υπάρχει ένας ενοποιητικός ιστός. Ο ιστός αυτός εδώ είναι η ενοχή. Ο Ιωσήφ μέχρι το τέλος της ζωής του βασανίζεται από εφιάλτες. Κρυφάκουσε στην Ιερουσαλήμ για την εντολή του Ηρώδη να σφάξουν τα μωρά της Βηθλεέμ, και αντί να πάει να ειδοποιήσει τους δύστυχους γονείς έτρεξε και πήρε τον Ιησού και τη Μαρία και το έσκασε. Ο Ιησούς πάλι φορτώνεται την ενοχή του πατέρα του. Για να τον σώσει ο πατέρας του άφησε στη μοίρα τους τα υπόλοιπα μωρά, 25 τον αριθμό.
Δυστυχώς από ένα σημείο και πέρα αυτό τον ιστό τον έχασα. Ίσως να υπάρχει και εγώ να μην τον αντιλήφθηκα. Πάντως αυτό δεν φαίνεται να έχει και τόση σημασία, αφού οι σατιρικές ατάκες είναι αυτές που κυρίως μετράνε –να προσθέτω πάντα «κατά τη γνώμη μου», για να μην παρεξηγούμαι;- σ’ αυτό το μυθιστόρημα.
Αποκλείεται ο Σαραμάγκου να αγνοούσε τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη. Και σίγουρα θα είχε δει το έργο του Σκορσέζε, που γυρίστηκε το 1988, αφού το βιβλίο του εκδόθηκε το 1991. Όπως και να έχει, βλέπουμε και στο δικό του βιβλίο ένα εφέ τέλους, ίσως λιγότερο εντυπωσιακό από τις τελευταίες λέξεις του Πειρασμού («Τετέλεσται. Κι ήταν σαν να ’λεγε: όλα αρχίζουν»), που καλύπτει όλη την τελευταία παράγραφο. Αν το τελευταίο μισό της, στο οποίο παρουσιάζεται ο Χριστός, όπως και στον Πειρασμό, να βλέπει ένα όνειρο, ήταν στο πρώτο μέρος, θα είχαμε ένα τέλειο εφέ τέλους, με ένα διακειμενικό εφέ αντιστροφής. Όμως το μέρος από αυτό το απόσπασμα, με το οποίο θα ήθελα να τελειώνει το βιβλίο, θα το παραθέσω:
«Τότε ο Ιησούς κατάλαβε πως σύρθηκε στην πλάνη όπως σέρνεται ο αμνός στη σφαγή, ότι η ζωή του χαράχτηκε για να πεθάνει έτσι από την αρχή της αρχής, και, όπως θυμήθηκε τον ποταμό αίματος και τον πόνο που θα γεννηθεί απ’ αυτόν και θα πλημμυρίσει τη γη, κραύγασε προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελούσε, Άνθρωπε, συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει».
Το καλοκαίρι ξαναδιάβασα το «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» του Χεμινγουέη για να το συγκρίνω με την «Επιστροφή» της Hislop. Έτσι και τώρα, θέλοντας να εκπληρώσω ένα παλιό χρέος, μια υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου, να ξαναδιαβάσω τον Καζαντζάκη, (ξεκίνησα να την εκπληρώνω αλλά δεν την ολοκλήρωσα) ξαναδιάβασα τον «Τελευταίο Πειρασμό».
Ποιο βιβλίο είναι καλύτερο;
Είναι δύσκολο να το πω, είναι και τα δυο τόσο διαφορετικά, με διαφορετικό στόχο το καθένα. Για τον «Τελευταίο Πειρασμό» θα είναι η επόμενη ανάρτησή μου στην κατηγορία «βιβλία που διάβασα». Αυτό που έχω να πω εδώ, βλέποντας τον γλωσσικό πλούτο του Καζαντζάκη, είναι το χιλιοειπωμένο… Μπα, δεν μπορώ να το θυμηθώ, το νόημά του είναι ότι η αξία ενός βιβλίου βρίσκεται σ’ αυτό που χάνει στη μετάφραση. Πόσο χάνει ο Σαραμάγκου στην ελληνική μετάφραση, όσο καλός κι αν είναι ο μεταφραστής; Ο Καζαντζάκης είμαι σίγουρος ότι χάνει πάρα πολλά.
Μέχρι τώρα δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο του Σαραμάγκου. Όταν τέλος καλοκαιριού διάβασα την βιβλιοπαρουσίαση του Νίκου Δανιήλ για το «Κατά Ιησούν ευαγγέλιο», με έπιασε η επιθυμία να το διαβάσω. Το είχα αγοράσει και το είχα κουβαλήσει μαζί μου στην Κρήτη, για το «ράφι των τύψεων». Έτσι το πήρα μαζί μου στο πλοίο, για το ταξίδι της επιστροφής. Φυσικά δεν πρόλαβα να διαβάσω και τις τετρακόσιες σελίδες του, το τέλειωσα στην Αθήνα.
Έχω γράψει για πολλά βιβλία ότι ο συγγραφέας τους χρησιμοποιεί το στόρι ως πρόφαση για να αναδείξει το φόντο στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία του. Για παράδειγμα στα βιβλία της Victoria Hislop που διάβασα και παρουσίασα το καλοκαίρι, στο μεν «Νησί» μαθαίνουμε για τη ζωή των λεπρών στην Σπίνα λόγκα, στην δε «Επιστροφή» διαβάζουμε για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.
Στο βιβλίο αυτό του Σαραμάγκου για πρώτη φορά βρίσκω κάτι διαφορετικό. Το στόρι ο συγγραφέας δεν το χρησιμοποιεί για να αναδείξει το φόντο, αλλά για να υφάνει πάνω του τις ειρωνικές και σαρκαστικές ατάκες του. Ατάκες που έχουν σαν στόχο κυρίως τη θρησκεία.
Συνηθίζω να παραθέτω αποσπάσματα από τα βιβλία που διαβάζω, όμως αυτή τη φορά δεν θα το κάνω. Ο που καεί λέει στο χυλό φυσά και το γιαούρτι. Για μένα ο χυλός ήταν κάτι σόκιν ανέκδοτα σε αυτό το blog που μου στοίχισαν τη θέση μου σαν σχολικός σύμβουλος. Δεν θα ρισκάρω να παραθέσω αποσπάσματα για τα οποία και ο ίδιος ο Σαραμάγκου κάηκε. Συγκεκριμένα, η συντηρητική πορτογαλική κυβέρνηση (πού να είναι άραγε τώρα ο Οτέλο ντε Καρβάλιο, ο αριστερός στρατηγός που ανέτρεψε την κορακοζώητη δικτατορία του Σαλαζάρ;) απέρριψε την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας, χολωμένος, έριξε πέτρα πίσω του, πήγε και εγκαταστάθηκε σε μια από τις Καναρίους νήσους (για να θυμόμαστε και την ιστορία, από εκεί ξεκίνησε το κίνημά το ο Φράνκο), όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Φαντάζομαι όμως ότι θα πήγαινε καμιά φορά στην πατρίδα του, ως τουρίστας. Όσο για μένα… Τι λέω τώρα, κόντεψα να ξεχάσω το γιαούρτι.
Αυτό που διαφοροποιεί υφολογικά τον Σαραμάγκου από τους άλλους συγγραφείς, φαντάζομαι σε όλα τα έργα του μια και το διάβασα και στην Βικιπέντια, είναι το εφέ της μακροπεριόδου. Ξεχνάει να βάλει τελεία. Ακόμη, στους διαλόγους δεν αλλάζει γραμμή κάθε φορά που μιλάει άλλο πρόσωπο, βάζοντας την χαρακτηριστική παύλα, αλλά συνεχίζει στην ίδια γραμμή βάζοντας απλά κεφαλαίο το πρώτο γράμμα στο λόγο κάθε προσώπου. Αυτό, μαζί με την μακροπερίοδο, κουράζει αρκετά τον αναγνώστη.
Γιατί το κάνει αυτό;
Όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του, δεν μπορούμε να έχουμε όλες τις απαντήσεις. Αλλά ακόμη και αν κάποιος του έχει κάνει την σχετική ερώτηση και ο Σαραμάγκου του έδωσε την απάντηση, άντε να τη βρεις, είναι σαν να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχερα. Η μόνη εκδοχή που μπορώ να φανταστώ είναι ότι ο Σαραμάγκου γράφει σαν ποταμός, μεγάλη ικανότητα αυτό. Αμφιβάλλω αν τα έργα του τα έγραψε δεύτερη φορά (Ο Helmut Krausser, το βιβλίο του Eros που παρουσιάσαμε πέρυσι στο Λέξημα, το έγραψε καμιά δεκαπενταριά φορές, δεν θυμάμαι ακριβώς τον αριθμό. Και η γυναίκα του Καζαντζάκη γράφει με θλίψη στον πρόλογο της «Αναφοράς στον Γκρέκο» ότι ο Καζαντζάκης δεν πρόλαβε να τη γράψει δεύτερη φορά, τον πρόλαβε ο χάρος). Σίγουρα βέβαια την επεξεργάστηκε κάνοντας διορθώσεις.
Όσο και αν είναι προσχηματική μια πλοκή, πρέπει να υπάρχει ένας ενοποιητικός ιστός. Ο ιστός αυτός εδώ είναι η ενοχή. Ο Ιωσήφ μέχρι το τέλος της ζωής του βασανίζεται από εφιάλτες. Κρυφάκουσε στην Ιερουσαλήμ για την εντολή του Ηρώδη να σφάξουν τα μωρά της Βηθλεέμ, και αντί να πάει να ειδοποιήσει τους δύστυχους γονείς έτρεξε και πήρε τον Ιησού και τη Μαρία και το έσκασε. Ο Ιησούς πάλι φορτώνεται την ενοχή του πατέρα του. Για να τον σώσει ο πατέρας του άφησε στη μοίρα τους τα υπόλοιπα μωρά, 25 τον αριθμό.
Δυστυχώς από ένα σημείο και πέρα αυτό τον ιστό τον έχασα. Ίσως να υπάρχει και εγώ να μην τον αντιλήφθηκα. Πάντως αυτό δεν φαίνεται να έχει και τόση σημασία, αφού οι σατιρικές ατάκες είναι αυτές που κυρίως μετράνε –να προσθέτω πάντα «κατά τη γνώμη μου», για να μην παρεξηγούμαι;- σ’ αυτό το μυθιστόρημα.
Αποκλείεται ο Σαραμάγκου να αγνοούσε τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη. Και σίγουρα θα είχε δει το έργο του Σκορσέζε, που γυρίστηκε το 1988, αφού το βιβλίο του εκδόθηκε το 1991. Όπως και να έχει, βλέπουμε και στο δικό του βιβλίο ένα εφέ τέλους, ίσως λιγότερο εντυπωσιακό από τις τελευταίες λέξεις του Πειρασμού («Τετέλεσται. Κι ήταν σαν να ’λεγε: όλα αρχίζουν»), που καλύπτει όλη την τελευταία παράγραφο. Αν το τελευταίο μισό της, στο οποίο παρουσιάζεται ο Χριστός, όπως και στον Πειρασμό, να βλέπει ένα όνειρο, ήταν στο πρώτο μέρος, θα είχαμε ένα τέλειο εφέ τέλους, με ένα διακειμενικό εφέ αντιστροφής. Όμως το μέρος από αυτό το απόσπασμα, με το οποίο θα ήθελα να τελειώνει το βιβλίο, θα το παραθέσω:
«Τότε ο Ιησούς κατάλαβε πως σύρθηκε στην πλάνη όπως σέρνεται ο αμνός στη σφαγή, ότι η ζωή του χαράχτηκε για να πεθάνει έτσι από την αρχή της αρχής, και, όπως θυμήθηκε τον ποταμό αίματος και τον πόνο που θα γεννηθεί απ’ αυτόν και θα πλημμυρίσει τη γη, κραύγασε προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελούσε, Άνθρωπε, συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει».
Το καλοκαίρι ξαναδιάβασα το «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» του Χεμινγουέη για να το συγκρίνω με την «Επιστροφή» της Hislop. Έτσι και τώρα, θέλοντας να εκπληρώσω ένα παλιό χρέος, μια υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου, να ξαναδιαβάσω τον Καζαντζάκη, (ξεκίνησα να την εκπληρώνω αλλά δεν την ολοκλήρωσα) ξαναδιάβασα τον «Τελευταίο Πειρασμό».
Ποιο βιβλίο είναι καλύτερο;
Είναι δύσκολο να το πω, είναι και τα δυο τόσο διαφορετικά, με διαφορετικό στόχο το καθένα. Για τον «Τελευταίο Πειρασμό» θα είναι η επόμενη ανάρτησή μου στην κατηγορία «βιβλία που διάβασα». Αυτό που έχω να πω εδώ, βλέποντας τον γλωσσικό πλούτο του Καζαντζάκη, είναι το χιλιοειπωμένο… Μπα, δεν μπορώ να το θυμηθώ, το νόημά του είναι ότι η αξία ενός βιβλίου βρίσκεται σ’ αυτό που χάνει στη μετάφραση. Πόσο χάνει ο Σαραμάγκου στην ελληνική μετάφραση, όσο καλός κι αν είναι ο μεταφραστής; Ο Καζαντζάκης είμαι σίγουρος ότι χάνει πάρα πολλά.
No comments:
Post a Comment