Αγγέλα Καστρινάκη, Εκδοχές της Πηνελόπης, Πόλις 2002.
Κρητικά Επίκαιρα, Απρίλης 2003
Οι «Εκδοχές της Πηνελόπης» της Αγγέλας Καστρινάκη είναι μια προέκταση της προηγούμενης συλλογής διηγημάτων της που είχε τον τίτλο «Τα όρια της ζεστασιάς», με τη διαφορά ότι τα όρια αυτά, ως όρια επικοινωνίας των δύο φύλων, ενώ εκεί απλά αγγίζονται, εδώ υπερπηδούνται. Η προσπάθεια για επικοινωνία δεν ματαιώνεται «στα όρια» αλλά πετυχαίνει διαβαίνοντάς τα - τουλάχιστον στα περισσότερα διηγήματα.
Δεν πετυχαίνει στο πρώτο από τα πέντε πρώτα διηγήματα της συλλογής, που φέρουν τον γενικό τίτλο «Οι εκδοχές της Πηνελόπης» τα οποία παραπέμπουν διακειμενικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τις προθέσεις της συγγραφέως, στην ομηρική Πηνελόπη.
Η Πηνελόπη δεν πετυχαίνει στην προσπάθεια επαφής της με τον Βλάση, για λόγους συμπτωματικούς, ίσως και από μια δική του αδιαφορία, και όχι γιατί δεν ήθελε να παραβιάσει το στερεότυπο της πιστής Πηνελόπης. Όμως αφού αυτή είναι που φλερτάρει τον μνηστήρα, κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εκδοχή της μυθικής Πηνελόπης;
Στο δεύτερο διήγημα η εκδοχή μόνο ως ειρωνική αντιστροφή μπορεί να λειτουργήσει, αφού αυτός που επιστρέφει είναι ο μνηστήρας, και αυτή δεν είναι παρά μια απλή συνωνυμία με την παλιά του φιλενάδα την οποία αναζητεί μέσω του ίντερνετ. Όμως, αναρωτιέται κανείς, αν ο «επιστρέφων» συμβολίζει τον Οδυσσέα, ο σύζυγος, τον οποίο η γυναίκα ξεγελάει για να πάει στο ραντεβού, τι συμβολίζει;
Στο τρίτο διήγημα η (Πηνελ)Όπη κοιμάται με τον μνηστήρα. Όμως, ενώ έχει απολαύσει το σεξ, δεν εμπλέκεται συναισθηματικά μαζί του. Επιστρέφει στον άντρα της. Στο αεροπλάνο όμως, νιώθοντας ξαφνικά ζήλια για τις άλλες γυναίκες που θα συναντούσε στη ζωή του, σκέφτεται τι καλά που θα ήταν να τον κάνει προξενιά στην αδελφή της, ώστε να μείνει «τουλάχιστον μες στην οικογένεια».
Ειρωνική είναι και η τέταρτη εκδοχή. Η Πηνελόπη μένει πιστή στον Οδυσσέα για όσο διάστημα έλλειπε. Τρεις μέρες πριν έλθει γνώρισε τον Φ. και τα έφτιαξε μαζί του. «Θα επικοινωνούσαν μυστικά και θα βλέπονταν όποτε το επέτρεπαν οι περιστάσεις. Ναι, με το που γύρισε ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη απέκτησε έναν δυσκολοθώρητο φίλο. Δεν έφταιγε εκείνη: δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς κάποιον μακριά της» (σελ. 71).
Και η πέμπτη (και τελευταία) εκδοχή είναι επίσης ειρωνική. Η Πηνελόπη τον Οδυσσέα μπορεί να τον αντέξει μόνο μακριά της. Όταν τον νιώθει κοντά της αισθάνεται αναστατωμένη.
Ο «Τριστάνος» δείχνει ανάγλυφα τη θεματική της Καστρινάκη, τη θεματική της καθημερινότητας και όχι του εξαιρετικού, εντυπωσιακού, δραματικού γεγονότος. Οι μεγάλοι έρωτες είναι μόνο στην τέχνη. Ο Βέρθερος αυτοκτόνησε, όχι όμως ο Γκαίτε όταν τον παράτησε η Λότη. Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, αναρωτιέται η Ισμήνη, θα είχαν μείνει οι μεγάλοι εραστές αν δεν τους είχαν ανακαλύψει και δεν τους είχαν σκοτώσει; «Αν δεν τους έπιαναν, θα είχαν κλατάρει από πλησμονή. Αν όχι αυτή, πάντως την επόμενη φορά. Ορθώς λοιπόν τους χώρισαν, γιατί αν δεν το έπρατταν αυτό οι δυνάμεις της συμβατικότητας, θα το διέλυαν από μόνοι τους οι εραστές και θα πικραίνονταν χειρότερα» (σελ. 107).
Όμως ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα δεν χρειάστηκε να πεθάνουν, και οι κρητικοί λυράρηδες τραγουδούν ακόμη τον έρωτά τους. Παρολαυτά υποπτεύομαι ότι ο Ερωτόκριτος, μετά από κάποια χρόνια, τα έφτιαξε με μια πανέμορφη νεαρή κυρία επί των τιμών, και περνούσε αξέχαστες ερωτικές στιγμές μαζί της τη στιγμή που η Αρετούσα θήλαζε το πέμπτο τους μωρό. Για όλα αυτά βέβαια ο Κορνάρος δεν μας είπε λέξη.
Στο παραπάνω διήγημα, το ζευγάρι που έχει χωρίσει, συμφωνούν να βλέπονται πού και πού. Δεν έζησαν τον μεγάλο έρωτα, όμως μπορεί να τα ξαναφτιάξουν. Όσο για τον «Ανορθόγραφο έρωτα», σίγουρα δεν ήταν ένας ιδανικός έρωτας. Για την αφηγήτρια όμως, στην οποία η φίλη της τής εκμυστηρεύεται την ιστορία, ήταν ένας έρωτας αρκετά συμπαθητικός. Τέλος η ηρωίδα στην «Ευφράδεια του βορρά» περνάει τα όρια, τα φτιάχνει με τον γερμανό, όμως γρήγορα τον παρατάει και γυρνάει πίσω.
Σ’ αυτά τα διηγήματα της καθημερινότητας, ο έρωτας δεν είναι το μεγάλο πάθος, αντίθετα από ότι συμβαίνει στα έργα της άλλης κρητικιάς πεζογράφου, της Μάρως Βαμβουνάκη. Εκεί η ερωτική ματαίωση, μόνιμη θεματική, συγκλονίζει τις ψυχές των ηρωίδων. Εδώ τόσο η ματαίωση, όσο και η ικανοποίηση, αντιμετωπίζονται θα έλεγε κανείς με μια ελαφρότητα και αδιαφορία, σαν να μην πρόκειται τελικά για κάτι το σημαντικό. Από το «μέγιστο» του ερωτικού πάθους μεταβαίνομε στο «ελάχιστο» των καθημερινών ερωτικών σχέσεων (για να χρησιμοποιήσουμε, με άλλη σημασία είναι αλήθεια, το δίπολο «ελάχιστο-μέγιστο» που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Καραμπελιάς ως άξονα κατάταξης της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής στο έργο του Από το μέγιστο στο ελάχιστο, Λευκωσία, Αιγαίον 1993).
Τα δυο τελευταία διηγήματα της συλλογής βρίσκονται έξω από το ερωτικό κλίμα των προηγούμενων. Τα «Μικρά Διονύσια» είναι ένα σύγχρονο παπαδιαμαντικό διήγημα, όπου με φόντο ένα πανηγύρι βλέπουμε έναν εξαιρετικό τύπο, με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, «και τώρα στα κατσάβραχα» ενός ελληνικού ορεινού χωριού. Το «Στην άμμο» είναι ένα τρυφερό, ειδυλλιακό, διήγημα. Με ένα εφέ αποστροφής της συγγραφέως στην ηρωίδα της, που αποτελεί το αποδέκτη της αφήγησης καθώς της απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, η ιστορία φαίνεται να εκτυλίσσεται σε ένα παροντικό, οιονεί κινηματογραφικό, χρόνο.
Η διαύγεια στην έκφραση και το απέριττο της φράσης είναι οι κύριες αφηγηματικές αρετές της Καστρινάκη, η οποία διακρίνεται από μια εξαιρετική ικανότητα να αναδεικνύει το καθημερινό και το φαινομενικά ασήμαντο. Η συγκαταβατική ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει τις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων είναι εξαιρετικά πρωτότυπη για συγγραφέα ερωτικών διηγημάτων. Αποτελεί σίγουρα μια από τις καλύτερες φωνές της πεζογραφίας μας.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment