Νίκος Καζαντζάκης, Το συμπόσιο, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2009, σελ. 242
Σε δεύτερη έκδοση του Συμποσίου προχώρησε ο Πάτροκλος Σταύρου, ο νόμιμος κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων των έργων του Νίκου Καζαντζάκη και θετός του γιος. Είχε προηγηθεί η έκδοση του 1971 από τις εκδόσεις της Ελένης Καζαντζάκη, με φιλολογική επιμέλεια του Εμμανουήλ Κάσδαγλη, ο οποίος και προλογίζει. Στην δεύτερη αυτή έκδοση ο Σταύρου, μετά το κείμενο, δίνει την φωτογραφική αναπαραγωγή του χειρογράφου, και στη συνέχεια παραθέτει μια επιστολή του Καζαντζάκη, ένα κείμενο του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων Βασίλειου Κύρκου που αναφέρεται στις φιλοσοφικές ιδέες που εκτίθενται στο Συμπόσιο, ένα κείμενο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, καθηγητή γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τη γλώσσα του Συμποσίου, ένα κείμενο του ίδιου του Πάτροκλου Σταύρου που αναφέρεται στις περιπέτειες του χειρογράφου, και τέλος το προλογικό σημείωμα του Ε.Χ.Κάσδαγλη της πρώτης έκδοσης.
Την πρόθεση της συγγραφής του Συμποσίου έχουμε το 1922 στο γράμμα του Καζαντζάκη στον φίλο του πρωθιερέα Εμμανουήλ Παπαστεφάνου, μαζί με ένα χοντρικό σχεδίασμά της. Την Ασκητική την είχε ξεκινήσει λίγο πιο πριν. Και ενώ η Ασκητική δημοσιεύτηκε το 1927, το Συμπόσιο χάθηκε. Βρέθηκε στο χρηματοκιβώτιο του πατέρα του, δόθηκε στον ανιψιό του, γιο της αδελφής του, και, αναρωτιέται ο Σταύρου, γιατί να μη παραδοθεί στον Καζαντζάκη αλλά να δοθεί μετά τον θάνατό του στο Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου.
Ό, τι και να γράψει ένας μεγάλος συγγραφέας ενδιαφέρει ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Είναι όμως άδικο να τον κρίνεις από ένα έργο το οποίο δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί. Την Ασκητική την επεξεργαζόταν συνέχεια, το Συμπόσιο όμως το θεωρούσε οριστικά χαμένο, και δεν το παραθέτει στην εργογραφία του. Αναρωτιόμαστε ποια θα ήταν η τελική μορφή του Συμποσίου αν δεν είχε χαθεί και το είχε επεξεργαστεί.
Ο Καζαντζάκης θέλησε να γράψει το Συμπόσιο στη φόρμα του πλατωνικού διαλόγου, με μόνη τη διαφορά ότι εδώ θέμα δεν είναι ο έρωτας αλλά το θείο, όπως το εννοεί ο Καζαντζάκης. Στον διάλογο συμμετέχουν τέσσερα άτομα, που πίσω από τα ονόματά τους ο Πρεβελάκης αναγνώρισε τα πραγματικά πρόσωπα. Ο Άρπαγος είναι ο ίδιος ο Καζαντζάκης, ο Πέτρος είναι ο Άγγελος Σικελιανός, ο Κοσμάς ο Ίων Δραγούμης και ο Μύρος ο Μύρων Γουναλάκης, φίλος του Καζαντζάκη.
Οι δυο προηγούμενες αναρτήσεις μας ήταν για τον Καζαντζάκη, και είπαμε πάρα πολλά εκεί για να έχουμε τη διάθεση να τα επαναλάβουμε και εδώ, μιλώντας για ένα έργο έλασσον σε σχέση με τα κορυφαία «Τελευταίος Πειρασμός» και «Αναφορά στον Γκρέκο». Να επαναλάβουμε απλά ότι ο Καζαντζάκης είναι κατά βάση λογοτέχνης και όχι φιλόσοφος, και «κατά βάθος λυρικός ποιητής» (σελ. 204) όπως γράφει ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης στο δικό του κείμενο.
Στο πλατωνικό Συμπόσιο, πέρα από το καθαρά θεωρητικό μέρος, υπάρχει και το αφηγηματικό τμήμα με την παράθεση μύθων και γεγονότων –έχουμε παρουσιάσει το έργο, πριν δυο χρόνια νομίζω, στο blog μας. Ο Καζαντζάκης κάνει κάτι ανάλογο. Παραθέτει αυτοβιογραφικά στοιχεία που εικονογραφούν τις αντιλήψεις και τις διαθέσεις του, στοιχεία που συναντήσαμε και στην Αναφορά, αλλά και διάφορα γεγονότα. Γράφει π.χ. για τον δάσκαλο που δεν τόλμησε να πάει τα παιδιά στην εκκλησία την 25η Μαρτίου, σε αντίθεση με τον βούλγαρο δάσκαλο που έριξε μια βόμβα πάνω σε ένα τραπέζι στο ελληνικό προξενείο την ώρα που τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο, και έγιναν όλοι, και αυτός μαζί, κομμάτια. Και ο Καζαντζάκης σχολιάσει στη συνέχεια: «Να, τέτοιους δασκάλους θέλει το γένος» (σελ. 29).
Στην ανθρώπινη τυπολογία μιλάμε για εσωστρεφείς και εξωστρεφείς τύπους, για συναισθηματικούς και μη συναισθηματικούς (η τυπολογία του Hans Eysenck), όμως δεν διάβασα ποτέ για «θρησκευτικούς» τύπους. Ίσως γιατί είναι σπάνιοι. Εγώ προσωπικά έχω συναντήσει τέτοιο τύπο. Και ο Καζαντζάκης φαίνεται πως ήταν τέτοιος τύπος. Τον κατατρύχει από τα παιδικά του χρόνια η εμμονή του θείου. –Θεέ μου, και κάνε με θεό, παραθέτει και στην Αναφορά και στο Συμπόσιο αυτή την παιδική παράκληση. Στο Συμπόσιο όμως λέει ότι «Μα ευτύς ως μου ξέφυγε ο λόγος, κατάλαβα την αμαρτία κι άρχισα το θρήνο» (σελ. 52).
Παλιά, χαρακτήρισα τη «φιλοσοφία» του Καζαντζάκη σαν ηρωικό πεσιμισμό. «Διαλέγομε απ’ όλες τις πλάνες, μιαν, εκείνη που περισσότερο ταιριάζει με μας και την ανακηρύχνομεν Αλήθεια. Σηκώνουμε ψηλά τη σημαία της, φωνάζοντας, ενεργώντας, σκοτώνοντας∙ μα μέσα μας, στην κορφή μας, αμέτοχο, περγελαστικό, παγερό, γνωρίζοντας το τέχνασμα, το Μάτι παρακολουθεί, μέσα στο φως του θανάτου, το μάταιο και γραφικό μεθύσι» (σελ. 37-38).
Ποιο είναι αυτό το Μάτι που βρίσκεται μέσα μας και παρακολουθεί; Αν ήταν μέσα μας το Μάτι θα έβλεπε αυτή τη ματαιότητα και θα μας σταμάταγε. Όχι, το Μάτι είναι απέξω, και δεν είναι άλλο από το μάτι του Καζαντζάκη. Σε πιο προσιτή σε μας ορολογία, θα λέγαμε ότι ο Καζαντζάκης, πίσω από τη «μεγάλη αφήγηση» διακρίνει την ουτοπία. Όμως ο Lyotard χαρακτηρίζει την εποχή μας ως το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων. Την αντίληψη του Καζαντζάκη τη συμμερίστηκαν πολλοί άλλοι, να αναφέρουμε μόνο τον Καβάφη και την Ιθάκη του.
Η θρησκεία είναι το καταφύγιο εκείνων που προσπαθούν να ξορκίσουν τις σαρκικές ηδονές. Ο Καζαντζάκης αναφέρει ότι γυρνώντας από μια ανούσια παράσταση συνάντησε σε μια γωνιά μια «δημόσια γυναίκα». «Τινάχτηκα, σαν να συνάντησα φίδι» (σελ. 59). Το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα ξημερώματα που τον πήρε ο ύπνος είδε όνειρο τον Χριστό, «και στα πόδια του ήσυχη, χλομή κ’ ευτυχισμένη καθόταν η Μαρία και κοίταζε πέρα τον ολοπράσινο κάμπο, τον Ιορδάνη με τ’ αψηλά καλάμια και τον ήλιο που βασίλευε. Ξάφνου ο Χριστός κινήθηκε λίγο και όλο το όραμα βούλιαξε μεμιάς και χάθηκε» (σελ. 60).
Οι δυο απόπειρές του να γίνει καλόγερος, αλλά κυρίως το επεισόδιο που αναφέρει στην Αναφορά, που πρήστηκε το πρόσωπό του σαν άμυνα για την αποφυγή μιας συνάντησης με μια γυναίκα, δείχνουν καθαρά τον «θρησκευτικό» τύπο του Καζαντζάκη.
Κάποιοι καταφεύγουν σε πιο δραστικά μέσα για την αντιμετώπιση των σαρκικών πειρασμών. Όταν η απώθηση δεν πετυχαίνει, ενεργεί η ίδια η συνείδηση. «Ένας ασκητής στη Θηβαΐδα μπολιάστηκε τη λέπρα, έβγαλε το δρεπανωτό μαχαίρι που κλάδευε τα δένδρα του και μουνουχίστηκε» (σελ. 83).
Διαβάζουμε: «Ήθελα να ξαπλώσω χάμου και να κλείσω τα μάτια. ‘Είναι η Άνοιξη’ συλλογίστηκα. ‘Είναι η Άνοιξη. Ο μέγας Πειρασμός» (σελ. 89).
Και θυμήθηκα τον Σολωμό, που κι αυτός είχε λόγους να απωθεί τις σαρκικές επιθυμίες – έχω γράψει σχετικά σε ένα μικρό μελέτημά μου γι αυτόν – και συγκεκριμένα τους στίχους «Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη/ κι η φύση ήβρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα». Και όμως, το υπέροχο αυτό απόσπασμα από το τρίτο σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων που υμνεί την ομορφιά της φύσης φέρει τον τίτλο «Ο Πειρασμός».
Αυτά προς το παρόν. Είπαμε, στον Καζαντζάκη θα ξαναγυρίσουμε.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment