Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο (επιμ. Πάτροκλος Σταύρου), Λευκωσία 1982, σελ. 506
Η φίλη μου η Μαρία η Κέκκου μου είπε ότι θεωρεί την «Αναφορά στον Γκρέκο» το καλύτερο έργο του Καζαντζάκη. Ξαναδιαβάζοντάς τη τώρα σκέφτηκα ότι έχει απόλυτο δίκιο. Η αυτοβιογραφία, ως είδος, με συναρπάζει περισσότερο, πέρα από τις λογοτεχνικές αρετές που μπορεί ένα αυτοβιογραφικό έργο να έχει ή να μην έχει. Και φαίνεται όχι μόνο εμένα. Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι το αυτοβιογραφικό έργο «Οι λέξεις» είναι που έδωσε στον Σαρτρ το Νόμπελ, και νομίζω το ίδιο έγινε και με την τρίτομη αυτοβιογραφία του Ελίας Κανέτι (διαβάσαμε και γράψαμε για τον τρίτο τόμο).
Η αυτοβιογραφία φωτίζει το υπόλοιπο έργο. Ξαναδιαβάζοντας την «Αναφορά στον Γκρέκο» η εικόνα που είχα για τον Καζαντζάκη, χωρίς να αλλάξει, φωτίστηκε περισσότερο.
Ένας από τους λόγους που θαύμαζα πάντα τον Καζαντζάκη, είναι ότι τη λογοτεχνία τη χρησιμοποιούσε για να κάνει μια κατάθεση ψυχής. Όπως γράφει στην Αναφορά, «γράφοντας, δεν μάχουμουν για την ομορφιά παρά για τη λύτρωση» (σελ. 447), και το επαναλαμβάνει και στην επόμενη σελίδα: «Σκοπός μου γράφοντας δεν είναι η ομορφιά, είναι η λύτρωση». Έτσι οι πρωτοπορίες τον αφήνουν αδιάφορο. Όταν ο Ελύτης και ο Σεφέρης φέρνουν μια ανανεωμένη πνοή στην ποίησή μας, ο Καζαντζάκης γράφει τις τραγωδίες του περίπου όπως ο Βερναρδάκης τον προηγούμενο αιώνα, καθώς και ένα ογκώδες έπος, την Οδύσσεια, σε δεκαεπτασύλλαβο στίχο, περιφρονώντας τον δεκαπεντασύλλαβο που θα έκανε το έργο πιο προσιτό, τον δεκαπεντασύλλαβο που αγκάλιασε ο Σολωμός στην ωριμότητά του. Πόσοι ασχολούνται μ’ αυτά τα έργα του σήμερα; Και ενώ λένε ότι η αξία ενός έργου βρίσκεται σ’ αυτό που χάνει στη μετάφραση, για την Οδύσσειά του λέγεται πως η αγγλική μετάφραση είναι καλύτερη από το πρωτότυπο. Αυτό βέβαια λόγω της ηχητικής ποιότητας της αγγλικής γλώσσας. Έπρεπε να τον πιέσει η Ελένη για να ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, για λόγους καθαρά οικονομικούς. Και σαν μυθιστοριογράφος είναι που γνώρισε την παγκόσμια αναγνώριση, όχι σαν ποιητής. Όμως και στα μυθιστορήματά του, romans à thèse, εικονογραφεί τις ίδιες ιδέες που τον απασχολούν και στα ποιητικά του έργα.
Ο Καζαντζάκης έχει τη στόφα του μυστικού και του προφήτη. Δυο φορές, μια σαν παιδί και μια στα νιάτα του, επιχείρησε να καλογερέψει. Μοναχικός αλλά όχι μονόχνωτος έχει βγάλει τη φήμη του «μυστικόπαθου» (σελ. 401). Μια πιθανότατη κατάθλιψη που τον συνόδευε ως έφηβο τον έκαναν να θέλει να αυτοκτονήσει. Ήθελε όμως παρέα στο εγχείρημα, και ο φίλος του αρνήθηκε να τον ακολουθήσει. Ο ίδιος δεν είχε το κουράγιο να προχωρήσει μόνος του. Ευτυχώς.
Αφού είναι παθιασμένος με τις ιδέες, γιατί δεν γράφει φιλοσοφικά δοκίμια, όπως οι αγαπημένοι του Bergson και Νίτσε; Την απάντηση τη δίνει στην Αναφορά. Όταν κάποιοι μαθητές ρώτησαν μια μέρα τον ραβίνο Νάχμαν «γιατί δεν μιλάς κι εσύ όπως ο ραβίνος Ζαδίκ, ν’ αραδιάζεις μεγάλες ιδέες, να οικοδομάς μεγάλες θεωρίες, να σε ακούν συνεπαρμένοι, με ανοιχτό στόμα, οι άνθρωποι; Μόνο μιλάς με λόγια απλοϊκά, σαν τις γριές γιαγιάδες, και λες παραμύθια;» (σελ. 469). Την απάντηση που δίνει ο ραβίνος είναι η απάντηση του ίδιου του Καζαντζάκη, για το δικό του έργο. «Όταν έχω μια ιδέα, τη δουλεύω καιρό πολύ, αμίλητα, με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη∙ κι όταν ανοίγω το στόμα, η ιδέα βγαίνει παραμύθι» (ίδια σελίδα).
Σίγουρα παραμύθι, αλλά και μέσα στο παραμύθι χρησιμοποιεί την παραβολή και τα σύμβολα. Και το σύμβολο που χρησιμοποιεί περισσότερο, χωρίς να το ερμηνεύει, είναι ο θεός. Μόνο στο τέλος της Αναφοράς επιχειρεί να το ερμηνεύσει. «…το πάλεμά μας με το Θεό. Ποιο Θεό; Την άγρια κορυφή της ψυχής του ανθρώπου, που ακατάπαυτα τη φτάνουμε κι ακατάπαυτα τινάζεται αυτή κι ανεβαίνει πιο απάνω» (σελ. 491). Με ξένιζε αυτή η χρήση των θρησκευτικών συμβόλων, καθώς το κυριολεκτικό νόημα διολισθαίνει μέσα από το συμβολικό. Βέβαια ο Καζαντζάκης λέει ότι «και το ένα τούτο δεν υπάρχει», πόσοι όμως το προσέχουν; Οι τελευταίες αυτές λέξεις της Ασκητικής επαναλαμβάνονται και στην Αναφορά (δεν κατάφερα να βρω πού, μάλλον δεν το υπογράμμισα, αλλά το θυμάμαι).
Ίσως ο Καζαντζάκης, ιδιοσυγκρασιακά, να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει παρά μόνο το παραμύθι, ή ίσως ξέρει πως μόνο το παραμύθι είναι που μπορεί να αξιοποιήσει αποτελεσματικά. Όπως και ο Σικελιανός, για τον οποίο γράφει ότι μόνο σαν αετός μπορεί να πετάει (στον αέρα της ποίησης), ενώ στη γη παραπατάει (στην πεζογραφία δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά), έτσι και ο Καζαντζάκης είναι καλύτερος στη λογοτεχνία παρά στο δοκίμιο. Όπως και να έχει, είτε έγινε από επιλογή είτε από ανάγκη, το παραμύθι, δηλαδή η λογοτεχνία, είναι που τον αναδεικνύει μεγάλο. Καθώς δεν συμμερίζομαι ένα μεγάλο μέρος από τις ιδέες του, μάλλον δεν θα μου άρεσε ένας δοκιμιογράφος Καζαντζάκης. Και τα δοκιμιακά αποσπάσματα του έργου του, ιδιαίτερα τα μακροσκελή, με κούραζαν, και συχνά έπιανα τον εαυτό μου να αφαιρείται διαβάζοντάς τα. Και αυτά αφθονούν προς το τέλος, ενώ στην αρχή της Αναφοράς ο Καζαντζάκης παραθέτει σπαρταριστά επεισόδια από την παιδική του ηλικία, με αρκετό αυτοσαρκασμό.
Έγραψα λίγο πιο πριν ότι με ξενίζουν τα θρησκευτικά σύμβολα που χρησιμοποιεί. Όχι πάντα. Θυμάμαι ακόμη κάποια αποσπάσματα από τον «Φτωχούλη του θεού»:
«Δεν υπάρχει πράγμα πιο κοντά μας από τον ουρανό. Η γη είναι κάτω από τα πόδια μας και την πατούμε. Ο ουρανός είναι μέσα μας».
Επίσης τις τρεις προσευχές της ψυχής, που παράθεσα στην αρχική σελίδα του blog μου, από μνήμης. Τις προσευχές αυτές τις επαναλαμβάνει και στην προτελευταία σελίδα της Αναφοράς.
«α΄ Δοξάρι είμαι στα χέρια σου, Κύριε∙ τέντωσέ με να μη σαπίσω∙
β΄Μη με παρατεντώσεις, Κύριε, θα σπάσω∙
γ΄ Παρατέντωσέ με, Κύριε, κι ας σπάσω!»
Κι ακόμη:
«-Παπού, δος μου μια συμβουλή.
-Φτάσε όπου μπορείς.
-Δος μου κι άλλη μια.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς».
Λέξεις με συμβολικό ή κυριολεκτικό περιεχόμενο που επαναλαμβάνονται με μεγάλη συχνότητα στο έργο του είναι: θεός, πνεύμα, σάρκα, ψυχή, χρέος, καθήκον, ελευθερία, παράδεισος, κόλαση, ανήφορος, φτερούγες. Και οι εικόνες που χρησιμοποιεί για να εικονογραφήσει τις ιδέες του, και τις οποίες επαναλαμβάνει συχνά, είναι ο μεταξοσκώληκας που φτιάχνει το μεταξένιο κουκούλι του, το σκουλήκι που γίνεται πεταλούδα, το χελιδονόψαρο που πετάει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η αμυγδαλιά που ανθίζει μεσοχείμωνο, τα ποντίκια που έφαγαν το αντίδωρο από το ιερό της εκκλησίας και έγιναν νυχτερίδες.
Ο Καζαντζάκης αρέσκεται επίσης στην αντιστροφή των μύθων. Η αντιστροφή του Ιούδα στον «Τελευταίο πειρασμό» διάβασα ότι δεν ήταν δική του επινόηση, εμφανίστηκε τον Μεσαίωνα. Όμως σίγουρα είναι δικές του επινοήσεις η επιστροφή του Ασώτου, που ενθαρρύνει τον αδελφό του να φύγει και να είναι πιο δυνατός από αυτόν και να μην ξαναγυρίσει, ο Λωτ που θλίβεται για τις δυο πολιτείες που θα καταποντιστούν και δεν υπακούει στην εντολή του θεού, δεν φεύγει, σαν τον καπετάνιο που μένει στο σκάφος του που βουλιάζει, και ακόμη τις μωρές Παρθένες, που ο Χριστός τις συγχωρεί.
Για τη γλώσσα, τα είπαμε και στον Τελευταίο Πειρασμό. Να σημειώσω μόνο λέξεις και εκφράσεις που τις είχα ξεχάσει, καθώς δεν χρησιμοποιούνται πια στην Κρήτη, τουλάχιστον στο χωριό μου: Πάψες, αντί για διακοπές. Ακούς; Ακούω να λες, δηλαδή ελπίζω να κατάλαβες, Πασπατούλης (εδώ σαν παρατσούκλι), ο αργός στις κινήσεις του (έτσι έλεγε συχνά η μακαρίτισσα η μητέρα μου τον πατέρα μου), «στους οψιγιάδες» (περίεργο, σε μας δεν ήταν «ο οψιγιάς» αλλά «η ψιγιά», θηλυκό. Γι αυτήν γράφω στο βιβλίο για το χωριό μου).
Κανείς συγγραφέας δεν μπορεί να αποφύγει κάποιες ασυνέπειες στο έργο του. Διάβασα ότι στο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι βρήκαν καμιά δεκαπενταριά. Στην Αναφορά βρήκα μια.
Όπως το δείχνει ο τίτλος, ο αποδέκτης της αφήγησης είναι ο Ελ Γκρέκο. Ο Ελ Γκρέκο, που τον βάφτισαν «ο Έλληνας», όμως αυτός με υπερηφάνεια υπέγραφε στα έργα του: Ο Κρης. Ο αποδέκτης αυτός γίνεται ολότελα άμεσος στον πρόλογο και στον επίλογο. Όμως κάπου στη μέση διαβάζουμε: «…από τη μέρα που είδα, θυμάστε, όταν ήμουν τεσσάρων χρονών, να βγάζουν από το μνήμα τα κόκκαλα της γειτόνισσάς μας…» (σελ. 147). Μας έχει ξαναδιηγηθεί την ιστορία και μας ρωτάει αν θυμόμαστε. Εμείς, όχι ό Γκρέκο. Ξεχνάει τον ενδοκειμενικό αποδέκτη και απευθύνεται στον εξωκειμενικό, τον αναγνώστη.
Όμως ας σχολιάσουμε, κατά το συνήθειό μας, κάποια αποσπάσματα.
«…στο δεξό του αυτί κρέμουνταν ένα ασημένιο σκουλαρίκι» (σελ. 152). Τίνος αυτί; Ενός δερβίση, σε ένα μουσουλμανικό μοναστήρι στην Κρήτη. Κι αναρωτιόμουνα κι εγώ από πού να ήλθε η μόδα.
Μπορεί όμως η μόδα να ήλθε κι από αλλού. Πιο κάτω διαβάζουμε: «…κι ένας γιγαντόσωμος αράπης μ’ ένα χρυσό σκουλαρίκι στο αυτί του» (σελ. 399). Αυτό, στη Ρωσία, στον εορτασμό των δέκα χρόνων από την Οκτωβριανή επανάσταση. Όμως τι ήταν αυτός ο αράπης; Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από το «άραβας», όμως στην Κρήτη αράπηδες λέγαμε τους μαύρους. Αυτό δεν εννοούσε και ο Αλογοσκούφης, όταν έλεγε στο βίντεο κλιπ που είδαμε στο youtube «κλείστε την τηλεόραση, εξάλλου δεν μιλάει ένας άνθρωπος αλλά ένας αράπης;» Μαύρο εννοούσε, όχι άραβα.
Ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός επισκέφτηκαν το άγιο Όρος. Αντιγράφει από το ημερολόγιό του για διάφορες μονές, ανάμεσα στις οποίες είναι και η μονή Βατοπεδίου. Από τα πολλά και διάφορα που γράφει γι αυτήν, παραθέτω μόνο μια παρατήρηση του Σικελιανού.
«… Το Μοναστήρι ετούτο πλακώνει την καρδιά μου∙ είδες τους καλόγερους; Όλοι καλοθρεμμένοι∙ αν κατέβαινε πάλι ο Χριστός στη γης και τύχαινε να περάσει από το Βατοπέδι, πώς θα χελιδόνιζε το φραγγέλιο απάνω από τις κεφαλές τους! Πάμε να φύγουμε» (σελ. 204). Ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης τους πήραν από τότε χαμπάρι, εμείς τώρα μόλις. Και ο Χριστός με το φραγγέλιο δεν λέει να κατέβει. Μόνο απ’ αυτόν μπορούμε να ελπίζουμε, όχι από τη δικαιοσύνη.
«Άχου τα περαζούμενα, άχου τα περασμένα,
άχου και να γιαγέρνανε το χρόνο σκιας μια μέρα!» (σελ. 304).
Πόσες φορές δεν άκουσα το δίστιχο αυτό από τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου (παρεμπιπτόντως, πρώτη ξαδέλφη του πατριάρχη Μελέτιου Μεταξάκη, το έμαθα πρόσφατα, με καταγωγή από τον Παρσά. Παρσοτοπούλα την φωνάζανε στο χωριό που παντρεύτηκε, το Κεντρί). Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής της (πέθανε στα εβδομήντα της, το 1962) τα είχε περάσει κατάκοιτη στο κρεβάτι, με σπασμένη τη λεκάνη. Έλεγε και ένα άλλο δίστιχο: «Άχι και ας επόθενα, κι ο θάνατός μου να το/ κι ύστερα να ’ναι ψόματα, να δω ποιος μ’ ελυπάτο».
Διαβάζουμε:
«Φάε κι ελιές κουμπάρε, του κάνει ο πασάς. –Καλό ’ναι και το χαβιάρι, πασά εφέντη μου, αποκρίθηκε αυτός» (σελ. 305). Χαβιάρι, λέει στη συνέχεια ο Καζαντζάκης, είναι ο Παράδεισος. Άλλο ένα σύμβολο.
Η ιστορία είναι μισή. Κυκλοφορεί σε άλλη παραλλαγή. Εγώ όμως θα την τελειώσω έτσι όπως την γράφει ο Καζαντζάκης.
Αφού ο παραπάνω διάλογος έγινε κάμποσες φορές, στο τέλος λέει αγανακτισμένος ο πασάς. «–φάε κι ελιές κουμπάρε, γιατί κατέχεις πόσο κάνει το κιλό το χαβιάρι; Πεντακόσια ευρώ». Και ο κουμπάρος: «-Μα κάνει τα», δηλαδή πραγματικά είναι υπέροχο χαβιάρι και αξίζει τα τόσα λεφτά.
Το πρωί έγραψα το παραπάνω κείμενο, και το βράδυ, πριν με πάρει ο ύπνος, θυμήθηκα κάτι. Στην Αναφορά που διάβασα μικρός, στο κεφάλαιο με το οδοιπορικό στην Πελοπόννησο, ο Καζαντζάκης παραθέτει ένα περιστατικό που στην έκδοση αυτή δεν το βρήκα. Ένας ταξιτζής που τον πήγαινε στις Μυκήνες κορόιδευε τους ξένους που τον πληρώνουν τόσα λεφτά για να δούνε πέτρες. Ο Καζαντζάκης τον δούλεψε. –Ξέρεις, του λέει, υπάρχει φήμη ότι κάπου στις πέτρες αυτές κρύβεται ένας θησαυρός. –Α, έτσι πες μου, είπα κι εγώ, λέει ο ταξιτζής. Ήταν πολύ απολαυστικό ανέκδοτο για να το ξεχάσω, αλλά θάβει τους καημένους τους πελοποννήσιους, και γι αυτό στη συνέχεια αφαιρέθηκε. Κρίμα. Αυτό πάντως δεν είναι επιμέλεια, είναι λογοκρισία στον συγγραφέα.
Αυτά για την Αναφορά. Αλλά στον Καζαντζάκη θα επανέλθουμε.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment