Tuesday, September 19, 2023

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ευγενία Γκραντέ

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ευγενία Γκραντέ (μετ. Κ. Παπαλεξάνδρου), Εξάντας 1980, σελ. 217

 


  Ξαναδιάβασα τώρα την ανάρτηση που έκανα για την «Βεατρίκη» του Μπαλζάκ. Τελικά υπάρχουν γυναίκες και γυναίκες. Η Ευγενία βρίσκεται στον αντίποδά της.

  Στο πρόσωπό της ο Μπαλζάκ ψάλλει ένα ύμνο, ή καλύτερα μια ελεγεία, για αγαθές, αθώες κοπέλες, που υποφέρουν από έναν σκληρό πατέρα και υφίστανται την εγκατάλειψη του αγαπημένου· τον οποίο εξακολουθούν να αγαπούν, και φυσικά δεν σκέφτονται να του ρίξουν βιτριόλι στο πρόσωπο. Η Ευγενία πληρώνει τα χρέη του πατέρα του ώστε να μπορέσει να παντρευτεί μια κοπέλα, με τίτλο ευγενείας, από καθαρό υπολογισμό.

  Για να τονιστεί η δυστυχία της Ευγενίας, αλλά και οι θυσίες που κάνει για τον άντρα που αγαπά, ο Μπαλζάκ της βάζει σαν πατέρα έναν νεόπλουτο (δεν τους χωνεύει καθόλου), που μόνη έγνοια του είναι το χρήμα.

  Αυτό όμως το φτάνει σε βαθμό υπερβολής. Οι σημερινοί πλούσιοι, αλλά φαντάζομαι και οι γάλλοι την εποχή του Μπαλζάκ, μπορεί να μη δίνουν του αγγέλου τους νερό που λέμε, όμως ζουν μια άνετη ζωή, δεν τσιγκουνεύονται καθόλου χρήματα προκειμένου να περνάνε καλά, σε αντίθεση με τον πατέρα της Ευγενίας. Ο ανιψιός του (ο αγαπημένος της Ευγενίας) δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο θείος του ζει τόσο φτωχικά.

  Δεν ξέρω αν μπαίνει ζήτημα πρόσληψης. Για άλλους αυτό που μετράει περισσότερο είναι η σάτιρα της αστικής τάξης, για άλλους είναι ο ύμνος στη γυναικεία αγνότητα, η ελεγεία για όλες της γυναίκες που υποφέρουν από έναν αυταρχικό πατέρα και την εγκατάλειψη ενός αγαπημένου.

  Ας γράψω το τέλος, μην το ξεχάσω.

  Η Ευγενία, αφού είπαμε βοηθάει τον αγαπημένο της, παντρεύεται κάποιον με λευκό γάμο, όρο που έθεσε αυτή. Και δεν θα είναι τσιγκούνα σαν το πατέρα της, θα κάνει συνέχεια αγαθοεργίες.

  Και τώρα αποσπάσματα.

  «Από καιρό ο γερο-φιλάργυρος μοίραζε το κερί στη θυγατέρα του και στη Νανόν [την υπηρέτρια], όπως επίσης μοίραζε κάθε πρωί το ψωμί και το προσφάι για την καθημερινή κατανάλωση» (σελ. 26).

  Θα διαβάσουμε πολλά τέτοια για την τσιγκουνιά του Γκραντέ.

  «Τα γλυκά αισθήματα της ζωής είχαν εκεί μέσα δευτερεύουσα θέση· ζέσταιναν τρεις μονάχα αγνές καρδιές, της Νανόν, της Ευγενίας και της μητέρας της» (σελ. 40).

  Ναι, δίπλα στην Ευγενία ήταν δυο άλλες γυναίκες με τα ίδια αγνά αισθήματα, και στο πρόσωπό τους βρήκε θερμές συμπαραστάτριες.

  «Ο φόβος είναι μια από τις πρώτες αρετές του έρωτα (σελ. 60).

  Αντιγράφω από ένα από τα τρία βιβλία της ανέκδοτης τριλογίας μου το οποίο έχει τίτλο… Αφήστε το καλύτερα.

    «Ένα τέτοιο ενδιαφέρον σημείο βρήκα σε κάποιο επεισόδιο, δεν θυμάμαι σε ποιο [κινέζικο] σήριαλ. Πάγωσα την εικόνα και διάβασα.

  Μιλούσαν για τον έρωτα. Αυτός ή αυτή, δεν θυμάμαι, είπε ότι ο έρωτας είναι σαν τη σοκολάτα. Όταν την κρατάμε στο χέρι φοβόμαστε μη μας λιώσει, όταν την τρώμε φοβόμαστε μην παχύνουμε.

  Δεν κατάλαβα το νόημα της μεταφοράς. …... Μήπως σημαίνει άραγε ότι τον έρωτα τον πλησιάζουμε πάντα με φόβο; (Ο Γούντι Άλεν λέει ότι ο έρωτας προκαλεί άγχος ενώ το σεξ χαλαρώνει από το άγχος)».

  «Τέλος, αυτός ήταν έρωτας αληθινός, που διαρκεί, που γλιστρά μέσα σ’ όλες τις σκέψεις και καταντά η ουσία, το υφάδι, καθώς λέγαν οι πατέρες μας, της ζωής» (σελ. 153).

  Ο έρωτας της Ευγενίας.

  «Σε τρεις μέρες τελείωνε ο χρόνος, το 1819» (σελ. 154).

  Για να τοποθετήσουμε το χρόνο της ιστορίας, δυο χρόνια πριν την ελληνική επανάσταση.

  «Το χέρι αυτής της γυναίκας γιαίνει τις κρυφές πληγές όλων των οικογενειών. Η Ευγενία βαδίζει προς τον ουρανό συντροφευμένη με μακριά πομπή ευεργεσιών. Το μεγαλείο της ψυχής της μικραίνει τις μικροπρέπειες της ανατροφής της και των συνηθειών της πρώτης της ζωής. Τέτοια είναι η ιστορία αυτής της γυναίκας που ζώντας μες στον κόσμο δεν ανήκει στον κόσμο, που πλασμένη για να γίνει υπέροχη σύζυγος και μητέρα δεν έχει ούτε άντρα, ούτε παιδιά, ούτε οικογένεια (σελ. 215).

  Μια ελεγεία για την Ευγενία.

  Θα παραθέσουμε ολόκληρο το τέλος, ένας ύμνος για την Γυναίκα. 

«Αν, μ’ όλες τις επικρίσεις, [ο συγγραφέας] εξακολουθεί να βρίσκει τόση τελειότητα στη γυναίκα, σκέφτεται ακόμα, νέος αυτός, πως η γυναίκα είναι το τελειότερο μέσα σ’ όλα τα πλάσματα· Βγαλμένη τελευταία από τα χέρια που έπλασαν τους κόσμους, πρέπει αυτή να εκφράζει, καθαρότερα από κάθε τι άλλο τη Θεία σκέψη. Γιατί αυτή δεν πλάστηκε, όπως ο άντρας, από τον πρωταρχικό γρανίτη που έγινε μαλακός πηλός στα δάχτυλα τού Θεού· Βγαλμένη από την πλευρά του άντρα, ύλη μαλακή κι εύπλαστη, είναι δημιούργημα μεταβατικό μεταξύ του ανθρώπου και του αγγέλου. Γι’ αυτό τη βλέπετε ισχυρή, όσο είναι κι ο άντρας ισχυρός, και λεπτότατα νοητική με το αίσθημα σαν άγγελος. Δε θα ’πρεπε να ενώσουμε σ’ αυτή τις δυο φύσεις και να την επιφορτίσουμε για πάντα να φέρνει το είδος μες στην καρδιά της; Ένα παιδί δεν είναι, γι’ αυτήν, ολόκληρη η ανθρωπότητα;

  Μες στις γυναίκες, η Ευγενία Γκραντέ θα είναι ίσως ένας τύπος, ο τύπος των αφοσιώσεων, ριγμένων μέσα στις θύελλες του κόσμου, όπου καταποντίζονται, σαν ένα ευγενικό άγαλμα.

παρμένο από τη βάση του και που στη μεταφορά πέφτει στη θάλασσα, όπου θα μείνει πάντα αγνοημένο».   

  Και τώρα να μιλήσουμε για τις δυο ταινίες, μεταφορές του μυθιστορήματος, που είδαμε. Και πρώτα απ’ όλα για την βουβή ταινία «The conquering power» (1921) του Rex Ingram, με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο.

  Κατ’ αρχάς να πούμε για άλλη μια φορά ότι όταν ο τίτλος δεν είναι ο ίδιος με τον τίτλο του λογοτεχνήματος του οποίου αποτελεί μεταφορά, υποθέτουμε ότι υπάρχει αρκετή απόκλιση απ’ αυτό.

  Στη βιολογία υπάρχει ο όρος «αντιτιθέμενες πιέσεις επιλογής». Μια τέτοια περίπτωση βρίσκω και στην ταινία του Ingram, η περίπτωσή μου. Δεν μου αρέσει να αποκλίνει η μεταφορά από το λογοτέχνημα. Μου αρέσουν τα happy end. Εδώ έχουμε απόκλιση για να υπάρξει happy end.

  Μια ιστορία μπορεί να την αφηγηθεί κανείς με διάφορους τρόπους. Εδώ η ταινία ξεκινάει με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο και τον πατέρα του, και μετά βλέπουμε τον Γκραντέ και την Ευγενία.

  Ο πατέρας κατακρατάει τα γράμματα που στέλνει ο Ροδόλφο στην κόρη του, τα οποία αυτή ανακαλύπτει αργότερα. Του στέλνει μάλιστα κάποια στιγμή γράμμα και του λέει να μην αλληλογραφεί πια μαζί της γιατί πρόκειται να παντρευτεί.

  Κλείνει η πόρτα του δωματίου όπου έχει τους θησαυρούς του. Δεν ανοίγει με τίποτα. Βλέπει σε οράματα τους νεκρούς, τον αδελφό και τη γυναίκα του, δεν κατάλαβα ποιος ήταν ο τρίτος. Χαϊδεύει τα χρυσά νομίσματα και πεθαίνει καταπλακωμένος από το χρηματοκιβώτιό του.

  Η Ευγενία είναι έτοιμη να υπογράψει το συμβόλαιο γάμου αλλά με τον όρο… (τον οποίο δεν τον ακούμε, τον ξέρουμε όμως από το μυθιστόρημα) όταν βλέπει έξω στον κήπο τον Βαλεντίνο. Τρέχει στην αγκαλιά του. Πέρασε να δει τον κήπο για άλλη μια φορά, δεν φανταζόταν ότι θα έμενε εκεί, τη νόμιζε παντρεμένη και πίστευε ότι θα έμενε αλλού με τον άντρα της. Στην τελευταία σκηνή οι φίλοι από το παράθυρο βλέπουν το ζευγάρι να φιλιέται.

  Τελικά με κέρδισε το happy end.

  Επίσης είδαμε την ομώνυμη ταινία του Mario Soldati (1946) με την Αλίντα Βαλί

  Ομώνυμη, δηλαδή θα έμενε πιστή στο μυθιστόρημα.

  Με τις απαραίτητες μικροαλλαγές.

  Ξεκινάει και αυτή όπως η βουβή, με τον Κάρολο, που πηγαίνει στο σπίτι του θείου του.

  Δείχνεται ένας κενόδοξος και φιλόδοξος νέος, όπως και στο μυθιστόρημα.

  Πηγαίνει και αυτός, όπως και στη βουβή, στον κήπο, που συναντάται με την Ευγενία. Της λέει το σχέδιό του, να παντρευτεί μια άσχημη, που όμως θα του δώσει τίτλο ευγενείας με τον οποίο θα μπορέσει να γίνει διπλωμάτης. Όμως την αφήνει να επιλέξει εκείνη. Δεν έχει παρά να πει το ναι και την άλλη την παρατάει.

  Επιλέγει όχι.

  Βρισκόμαστε μήπως για άλλη μια φορά μπροστά στην αυτοθυσία της γυναίκας για τον άνθρωπο που αγαπά; Ή μήπως είναι ο πληγωμένος εγωϊσμός της που λέει το όχι;

  Και όμως πληρώνει τα χρέη του πατέρα του, για να μπορέσει να παντρευτεί την άσχημη.

  Μπορεί να έπαιζαν και τα δυο.

  Μου άρεσε πολύ η ταινία για την εξαιρετική ερμηνεία του Gualtiero Tumiati ως πατέρα Γκραντέ.

 

No comments:

Post a Comment