Saturday, September 16, 2023

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λευκές νύχτες

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λευκές νύχτες (μετ. Κοραλία Μακρή) Κοροντζής 1981, (σελ. 88)

 


  Διάβασα το διήγημα με την ευκαιρία της προβολής της ταινίας «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» (1978) του Κώστα Φέρρη. Θα δω και κάποιες ακόμη μεταφορές του. Όμως πιστεύω ότι η θεατρική μεταφορά (που εξάλλου έγινε) είναι η πιο κατάλληλη μεταφορά, που δεν θα προδώσει τον Ντοστογιέφσκι.

  Γιατί το διήγημα είναι ουσιαστικά ένας διάλογος.

  Δεν εμφανίζεται ο αγαπημένος της στο ραντεβού που είχαν ορίσει, για ένα χρόνο μετά, στην πανσέληνο του Αυγούστου. Ένας ταλαιπωρημένος νέος θα την πλησιάσει. Πιο πριν μας αυτοπαρουσιάστηκε (αυτός αφηγείται την ιστορία), και βλέπουμε ότι είναι ένας τυπικός ντοστογιεφσκικός ήρωας, που μοιάζει πολύ με τον ήρωα του «Υπογείου».

  Αφού της κάνει τη δική του εξομολόγηση, θα του κάνει και αυτή τη δική της, για τον νέο που περιμένει, για τον νέο που αγαπά. Ανάμεσά τους, σε τέσσερις διαδοχικές νύχτες, θα αναπτυχθεί το ειδύλλιο.

  Τόσο τρυφερό, τόσο συγκινητικό!!!

  Που όμως δεν θα ευοδωθεί στο τέλος. Ο Ντοστογιέφσκι θέλει τους ήρωές του δυστυχισμένους, όπως ένοιωθε και ο ίδιος στα νιάτα του. Το διήγημα το έγραψε το 1848, όταν ήταν 27 χρονών. Την επόμενη χρονιά θα πήγαινε εξόριστος στη Σιβηρία, όπου θα έμενε για 5 χρόνια.

  Ενώ είχε ανταποκριθεί στο δικό του έρωτα, εμφανίζεται ο άλλος. Θα τρέξει να τον αγκαλιάσει. Μετά θα τρέξει να αγκαλιάσει τον αφηγητή μας. Θα του πει ότι θέλει να γίνει φίλος με τον άλλο, να παρευρεθεί στο γάμο τους.

  Δεν είναι εύκολα αυτά τα πράγματα.

  Σαραντάρης πια, θα είναι μόνος, και θα αναπολεί αυτόν, τον πρώτο του έρωτα, όταν ήταν εικοσιπεντάρης. Αυτή ήταν δεκαεπτά χρονών, και ζούσε με τη γιαγιά της. Ο αγαπημένος της ήταν νοικάρης τους, τον ερωτεύθηκε, και του ζήτησε να την πάρει μαζί του όταν έμαθε ότι θα έφευγε. Είχε μαζέψει και τα μπογαλάκια της (αλήθεια, τι θα γινόταν η τυφλή γιαγιά της αν την εγκατέλειπε;). Αυτός της είπε ότι δεν μπορεί, τα οικονομικά του δεν του το επιτρέπουν, πιστεύει όμως ότι σε ένα χρόνο θα τα έχει τακτοποιήσει, και τότε θα γυρίσει και θα την πάρει μαζί του.

  Πριν προχωρήσω στην παράθεση αποσπασμάτων να παραθέσω την αρχή και το τέλος από την ανάρτηση που έκανα για την ταινία του Φέρρη, που είναι αντιγραφή δυο αναρτήσεών μου στο facebook.

  Η αρχή:

  «Είπαμε, έχω βίτσιο με τις συμπτώσεις. Μεθαύριο θα προβληθεί στους κινηματογράφους μια ταινία του Κώστα Φέρρη, μεταφορά του διηγήματος «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, που έχει τίτλο «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο». Θα έπρεπε να την προβάλλουν την μεθεπόμενη Πέμπτη, 31 Αυγούστου, που θα έχουμε τη δεύτερη πανσέληνο. Θα είχαμε τότε δυο συμπτώσεις. Όπως με τη δική μου, που όχι μόνο κέρδισα στην κοπή της πίττας της Ένωσης Συντακτών Κρητικού τύπου ένα από τα έξι εισιτήρια, αλλά και ήταν με τις Μινωικές γραμμές, την εταιρεία που ταξιδεύω».

  Και το τέλος:

  «Όταν είμαστε δυστυχισμένοι νιώθουμε πιο πολύ τη δυστυχία των άλλων»

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λευκές νύχτες.

  Προχθές το διάβασα στα ρώσικα και το τέλος με εντυπωσίασε τόσο πολύ που είπα ότι θα το παραθέσω στην ανάρτηση που θα κάνω. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το διήγημα που αποφάσισα να το διαβάσω και στην αγγλική μετάφραση, μήπως μου είχε ξεφύγει κάτι. Τώρα την τελείωσα, το παραθέτω.

  "Θεέ μου, μια ολόκληρη στιγμή ευτυχίας. Είναι πολύ λίγο αυτό για ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου;".

  Και επί τη ευκαιρία να παραθέσω και τη μαντινάδα που τόσο αρέσει στο φίλο μου τον Πρατικάκη.

  "Η ευτυχία είντα θαρρείς πως είναι κατά βάθος/ λίγες στιγμές απ’ τη ζωή που κάνει ο πόνος λάθος"

  Ναι, μου φαίνεται βαρύ να βάλω το διήγημα του Ντοστογιέφσκι ουρά στην κινηματογραφική ανάρτηση, γι’ αυτό, αφού το διάβασα και στα αγγλικά, αποφάσισα να κάνω ξεχωριστή ανάρτηση βάζοντας σαν ουρά, όπως το συνηθίζω, κάποιες κινηματογραφικές μεταφορές. Όταν κάνω την ανάρτηση θα παραθέσω εδώ τον σύνδεσμο».

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.

  «Και έτσι θυμάσαι, αναγνώστη, με ποιο τρόπο γνωρίστηκα με όλους τους κατοίκους της Πετρούπολης».

  Θα απευθυνθεί κάμποσες φορές στον αναγνώστη. Οι σύγχρονες θεωρίες λογοτεχνίας διακρίνουν τον αναγνώστη από τον αποδέκτη της αφήγησης, αν και τις περισσότερες φορές είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.

  «Κοίταξα όλα τα έπιπλά μου, εξέτασα κάθε καρέκλα, αναρωτώμενος αν το πρόβλημα βρισκόταν εκεί (γιατί αν μια καρέκλα δεν ήταν στην ίδια θέση που ήταν την προηγουμένη, αναστατώνομαι φοβερά)».

  Συζήτηση με τον καρδιολόγο που μου έκανε τρίπλεξ. Καθηγητής του, ψυχίατρος, τον πήρε τηλέφωνο να πάει στο γραφείο του να κοιτάξει αν η καρέκλα του γραφείου του ήταν στη θέση της. Αν ήταν γυρισμένη στο πλάι να την τοποθετήσει κανονικά.

  «Έζησα, όπως λένε, περιορισμένος στον εαυτό μου, δηλαδή μόνος, εντελώς μόνος. Ξέρεις τι θα πει να είσαι μόνος;».

  Ένας ακόμη μοναξιασμένος λογοτεχνικός ήρωας. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσε συχνά η Μάρω Βαμβουνάκη, ίσως είναι δικός της νεολογισμός.

  Μόνο μοναξιασμένος;

  «Ξέρεις τι θα πει ονειροπόλος;».

  Πως δεν ξέρει, είναι και αυτή ονειροπόλος (ονειροπόλισσα δεν πάει).

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του ιρανού Farzad Motamen, γυρισμένη το 2003.

  O Motamen πρωτοτυπεί σε κάποια σημεία.

  Ενώ στον Ντοστογιέφσκι ο ήρωας είναι αγνώστου επαγγέλματος, εδώ είναι πανεπιστημιακός, καθηγητής λογοτεχνίας. Δεν είναι τόσο περίεργος όσο μοναχικός. Ήδη μια φοιτήτριά του κριτικάρει την ανάγνωσή του ενός ποιήματος.

  Την Roya δεν την συναντάει σε τέσσερις αλλεπάλληλες βραδιές στο σημείο που περιμένει τον αγαπημένο της, αλλά τη φιλοξενεί και στο σπίτι του, που του το βάζει σε μια τάξη. Επίσης δεν δείχνει ερωτευμένη μαζί του, όμως νοιώθει βαθιά ευγνωμοσύνη. Όταν συναντάει τον αγαπημένο της δεν τρέχει πίσω στην αγκαλιά του, ίσως γιατί αυτός έχει απομακρυνθεί αρκετά. Νοιώθοντας όμως ενοχές (της είχε ομολογήσει απερίφραστα τον έρωτά του και της είχε κάνει πρόταση γάμου), θα τον ψάξει και θα τον βρει σε ένα καφέ.

  Στους τοίχους του σπιτιού του θα δούμε πάρα πολλά μικρά πορτραίτα συγγραφέων, καθώς και μια μεγάλη αφίσα της ταινίας του Βισκόντι. Ακούμε απαγγελίες ποιημάτων, όλων ερωτικών. Ένα βιβλίο που θα του δώσει επιτέλους ο παλαιοβιβλιοπώλης φίλος του, διαπιστώνει αυτή ότι το έχει διαβάσει. Να και ένα βιβλίο που το έχει διαβάσει αυτή και δεν το έχει διαβάσει αυτός. Στο προτελευταίο πλάνο θα το δούμε: είναι οι «Λευκές νύκτες» του Ντοστογιέφσκι.

  Εξαιρετικοί οι διάλογοι, εκφραστικότατη στο παίξιμό της η Ταβασολί, απόλυτα ντοστογιεφσκική, η κάμερα δεν κουράζεται να την παίρνει γκρο πλαν.

  7,7 η βαθμολογία της στο IMDb σε σχέση με το 7,8 της ταινίας του Βισκόντι, μου άρεσε πολύ περισσότερο.  

  Παρά λίγο να το ξεχάσω, σκηνές που κάνουν κριτική στο καθεστώς.

  Περνάει ένα αστυνομικό αυτοκίνητο. Μην τους δει. Δεν είναι εύκολο να κυκλοφορεί νυχτιάτικα μια γυναίκα με άντρα με τον οποίο δεν έχει κάποια συγγενική σχέση. Το ακούσαμε και στον «Σκιέρ» (2018) του Fereydoun Najafi.

  Τους σταματάνε φρουροί της επανάστασης, με τα καλάσνικοφ. Τον ρωτάνε ποιος είναι, τι δουλειά κάνει, και τον ψάχνουν. Αυτός που του κάνει την ανάκριση, όταν μαθαίνει ότι διδάσκει λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο τον ρωτάει γιατί οι περισσότεροι ποιητές (οι παλιοί εννοείται) υμνούν στα ποιήματά τους το κρασί.

  Το είχα διαβάσει και παλιά, είναι κάτι που φέρνει σε αμηχανία το καθεστώς. Θα τολμούσε κανείς να απαγορέψει στον Όμηρο, που στην «Ιλιάδα» συναντάμε 39 φορές τη λέξη οίνο σε διάφορες πτώσεις, χωρίς να αναφέρουμε τα σύνθετα, και στην «Οδύσσεια» 79; (Τώρα τα βρήκα, ψάχνοντας τον Diogenes).

  Και το τελευταίο: Παρακολουθούν στο σινεμά την «Λεϊλά» (1996) του Dariush Mehrjui. Βλέπουμε κάποιους και σηκώνονται και φεύγουν, δεν την αντέχουν την ταινία.

  Που θέμα της είναι ο έρωτας, κάτι σπάνιο για τον ιρανικό κινηματογράφο.

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι, γυρισμένη το 1957.

  Δυτική θα τη χαρακτήριζα, χωρίς την εσωτερικότητα που έχει το διήγημα και η ταινία του Motamen. Μου αρέσει μια χαμογελαστή ηρωίδα, αλλά αυτή με το μόνιμο, πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της έμοιαζε σαν χαζοχαρούμενη. Θα έπρεπε να συσπάται από την ανυπομονησία και την αγωνία, ενώ έτσι έδειχνε σαν να μην την ένοιαζε. Ακόμη ο Μοταμέν εστιάζει στον έρωτα του καθηγητή με την κοπέλα, ενώ ο Βισκόντι εκδραματίζει σκηνές γεμάτες πάθος του έρωτα της κοπέλας με αυτόν που περιμένει, απομακρυνόμενος έτσι από τον Ντοστογιέφσκι. Τέλος ο Μαστρογιάνι δεν είναι ο ελαφρά διαταραγμένος ήρωας του Ντοστογιέφσκι και ο μοναξιασμένος του Μοταμέν, είναι ένας νορμάλ υπάλληλος.

  Σχόλιο για την πρόσληψη: τελικά στην πρόσληψη μετράει για μένα το πόσο μένει πιστός ή απομακρύνεται από το λογοτεχνικό έργο ο σκηνοθέτης. Εκτός βέβαια και πετύχει κάτι εντυπωσιακό, όπως ο Μοταμέν.

  Ξεκινάω από την προηγούμενη παράγραφο: Η ομώνυμη ταινία του Ivan Pyrev (1960) μου άρεσε ίσως περισσότερο και από την ταινία του Μοταμέν, παρά το 6,7 της βαθμολογίας της, και ένας βασικός λόγος είναι ότι ακολουθεί πιστά τον Ντοστογιέφσκι και είναι απόλυτα μέσα στο πνεύμα του.

  Το έχω παρατηρήσει, οι εγγλέζοι θα δώσουν καλύτερο Σαίξπηρ, και οι Ρώσοι καλύτερο Τολστόι και Ντοστογιέφσκι.

  Χαμογελαστή, χωρίς το χαζοχαρούμενο της Maria Shell στην ταινία του Βισκόντι, ξέρει πότε να κλάψει από απελπισία, όταν νομίζει ότι έχει χάσει πια κάθε ελπίδα.

  Η ταινία ξεκινάει με τον αυτόν, γερασμένο, να βλέπει τη φωτογραφία της που του χάρισε στο γάμο της. Αφηγείται, όπως και στο διήγημα του Ντοστογιέφσκι, την ιστορία του, και όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τον βλέπουμε κατά διαστήματα, έτσι γερασμένο όπως είναι, καθώς διακόπτεται η εκδραμάτιση της ιστορίας του.

  Πρωτοτυπία είναι η εκδραμάτιση και των ονειροπολήσεών του, που μας μεταφέρει σε κόσμους της Ανατολής, αλλά και σε αυτοκρατορικά σαλόνια.  

 

No comments:

Post a Comment