Wednesday, November 8, 2023

Άρης Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο

 

Άρης Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο, Κέδρος 2012, σελ. 360

 


  To «Κιβώτιο» είναι το επόμενο βιβλίο που θα συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης.

  Αντιγράφω την τελευταία παράγραφο από την ανάρτησή μου για τον «Λοιμό» του Ανδρέα Φραγκιά, που συζητήσαμε στην προηγούμενη συνάντησή μας:

  «Σκληρό μυθιστόρημα, το διάβασα με δυσκολία. Χωρίς σασπένς, εικονογραφεί ακραίες καταστάσεις σαν ένα μυθιστόρημα φαντασίας, έστω και αν παραπέμπει σε κάτι πραγματικό. Ένα μυθιστόρημα που δεν θα ήθελα με τίποτα να ξαναδιαβάσω, όπως και το «Κιβώτιο» άλλωστε· που μου το έκανε δώρο ο λυκειάρχης μου, που τον πήγαινα με το αυτοκίνητό μου στο σχολείο (3ο λύκειο Νίκαιας) μια και ήταν στο δρόμο μου. Ήξερε ότι ήμουν αριστερός, θεολόγος αυτός».     

  Τελικά αυτό που λένε «Ποτέ μη λες ποτέ» ισχύει. Δεν άντεξα στον πειρασμό και το διάβασα.

  Πέρα από τα μηνύματα και το «Τι θέλει να πει ο ποιητής» με ενδιαφέρει και η πλοκή, και μια βασική αρετή της πλοκής κατά τον Syd Field για τη συγγραφή ενός σεναρίου είναι να διαθέτει σασπένς, αγωνία για την έκβαση της πλοκής, πράγμα που ισχύει φυσικά και για κάθε μυθοπλασία. Και ο «Λοιμός» δεν την είχε.

  Την έχει όμως το «Κιβώτιο».

  Τι περιέχει, που αν το παραδώσουν στον προορισμό του θα κερδίσουν τον πόλεμο;

  Όπως ο «Λοιμός» παραπέμπει στη Μακρόνησο, έτσι και το «Κιβώτιο» παραπέμπει στον εμφύλιο.

  Δεν είναι η κριτική του κόμματος σε μια ρεαλιστική αφήγηση την οποία είδαμε στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Τσίρκα, τις οποίες επίσης συζητήσαμε στη Λέσχη Ανάγνωσης, αλλά μια κριτική του κόμματος σε μια υπερρεαλιστική αφήγηση, σε μια αφήγηση με μην ρεαλιστική πλοκή παρά τον «ρεαλισμό» των επιμέρους επεισοδίων. Είναι όπως οι υπερρεαλιστικοί πίνακες, όπου ορισμένα αντικείμενα που αναπαρίστανται φωτογραφικά, συνθέτουν μια φανταστική εικόνα. 

  Η αφήγηση είναι η γραπτή απολογία του μοναδικού επιζήσαντα από την ομάδα των 39 που μετέφεραν το κιβώτιο. Τη γράφει σε κόλλες χαρτί που ο δεσμοφύλακας του φέρνει κάθε μέρα.

  Το πρώτο μισό μου φάνηκε ιδιαίτερα βαρετό, όμως το δεύτερο μου άρεσε πολύ, όχι μόνο γιατί υπήρχε η αφήγηση παρέμβλητων επεισοδίων, αναδρομές στο παρελθόν, αλλά και γιατί τα επεισόδια αυτά καθ’ αυτά που φάνηκαν πιο ενδιαφέροντα.

  Η κριτική μου.

  Ο χώρος στο «Λοιμό» είναι η Μακρόνησος, όμως σ’ αυτόν κυριαρχεί η υπερβολή, με πιο χαρακτηριστική το ότι οι «προς αναμόρφωση» εκτοπισμένοι μένουν σε τάφους. Το ίδιο και εδώ, κυριαρχεί η υπερβολή, που βέβαια έχει συμβολικό χαρακτήρα.

  Ξέρουμε ότι υπήρχαν εκτελέσεις στο δημοκρατικό στρατό, όπως και σε κάθε στρατό. Ήταν όμως αναίτιες;

  Ξέρουμε ότι οι μυστικοί πράκτορες, προκειμένου να συλληφθούν και να βασανιστούν, όντας αβέβαιο αν θα άντεχαν στα βασανιστήρια, είχαν μαζί τους δηλητήριο και το κατάπιναν. Το είδα αυτό σε ένα ρώσικο σήριαλ, πολύ ωραίο, το «17 στιγμές της άνοιξης», που αναφερόταν σε πραγματικά περιστατικά. Όμως το να «διατάζεται» η εκτέλεση με κυανισμό (το δηλητήριο που κουβαλούσαν οι στρατιώτες πάνω τους) όταν δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την πορεία, μου φαίνεται ακραία υπερβολή.

  Το ότι θα κερδίσουν τον πόλεμο με τη μεταφορά του κιβωτίου είναι βέβαια κι αυτό μια υπερβολή, και συμβολίζει τη σημασία μιας αποστολής για την έκβαση του πολέμου. Όμως το να τους στέλνουν σε μια αποστολή μόνο και μόνο για να τους εξοντώσουν, ενώ ήταν απλοί εθελοντές, δεν καταλαβαίνω πού παραπέμπει.

  Το κύριο υφολογικό στοιχείο, ιδιαίτερα σπάνιο, είναι ο μακροπερίοδος λόγος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τελευταίο κεφάλαιο, κοντά σαράντα σελίδες, που τελειώνει με ερωτηματικό, οι μοναδικές τελείες που συναντάς είναι στο Κ.Ε. (Κεντρική Επιτροπή) κα Π.Γ. (Πολιτικό Γραφείο). Βέβαια αξεπέραστος είναι ο Μάρκες με το «Φθινόπωρο ενός πατριάρχη», όπου η μοναδική τελεία που συναντάς είναι στο τέλος του βιβλίου.

  Και τώρα να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.  

  «Διότι, λόγου χάρη, αν φεύγαμε κανονικά τη νύχτα προς την 12η Ιουλίου 1949, θα ήμασταν τριάντα εννέα και θα αντιμετωπίζαμε διαφορετικά τους αλεξιπτωτιστές στην Πέτρινη Γέφυρα — διαφορετικά απ’ ό,τι τους αντιμετωπίσαμε θέλω να πω, έχοντας ξεκινήσει τριάντα τέσσερις, έχοντας δηλαδή εκτελέσει πέντε μέλη της ομάδας μας, πριν φύγουμε απ’ την πόλη Ν».

  Λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί;;;

  «Ναι, αλλά είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουμε πολύ υπέρτερες αριθμητικώς δυνάμεις και συνεπώς, καλά θα κάνουμε να το πάρουμε απόφαση: Είμαστε ομάδα αυτοκτονίας. Για να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα τι σημαίνει αυτό, ο Ταγματάρχης μας εξήγησε ότι οι τραυματίες που δε θα μπορούν να συνεχίσουν την πορεία, θα εκτελούνται, ή μάλλον θα διατάζονται να αυτοκτονήσουν — με τον πιο ανώδυνο και γρήγορο τρόπο, δεν έπρεπε νάχουμε καμιά απολύτως ανησυχία ως προς αυτό το σημείο».

  Αργότερα θα μάθουμε ότι η «αυτοκτονία» θα γινόταν με κυανισμό.

  «Και τι άλλο ήτανε ο Κλεόβουλος, που γλύτωσε από τους Γερμανούς και τον τουφέκισε ο ΕΛΑΣ στην Εύβοια, στα τέλη του 1943;».

  Αναρωτιέμαι αν και σε ποιο πραγματικό γεγονός παραπέμπει.

  «Άρχισε με μια σύντομη ανάλυση της διεθνούς καταστάσεως (που επέτρεπε τις πλέον

αισιόδοξες προοπτικές) μίλησε για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις (που πήγαιναν, γενικώς, πολύ καλά και θα πηγαίνανε πολύ καλύτερα μετά τη σίγουρη επιτυχία της αποστολής μας) και τελικά, πέρασε στην ενδοκομματική κατάσταση, που ήτανε όντως αρίστη, γιατί είχε

ξεσκεπαστεί ο ρεβιζιονιστικός, ή μάλλον, για να μην παίζουμε με τις λέξεις, ο προδοτικός ρόλος που έπαιζε μέχρι χτες τη νύχτα η πρώην ηγεσία και τώρα πια το Κόμμα μας, με ξεκαθαρισμένες τις γραμμές του, θα προχωρούσε απερίσπαστο στον επαναστατικό του δρόμο».

  Αγνοώ μήπως την ιστορία του ΚΚΕ; Ξέρω ότι κάτι ανάλογο συνέβη στις αρχές του 20ου αιώνα με τους μάρτυρες του Ιεχωβά.

  «Για να μην τα πολυλογώ, έγινα πράγματι το νούμερο έξη, που ως γνωστόν, μπορεί να διαβαστεί και εννέα. Βέβαια, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, βάζει κανείς μια παύλα από κάτω. Μα εγώ δε θάβαζα. Αν λοιπόν αυτός που θα τράβαγε τους κλήρους (και πρότεινα να είναι ένας ουδέτερος, ούτως ειπείν, ένας απ’ τους φρουρούς που φυλάγανε έξω απ’ το γκαράζ) αν τραβούσε λοιπόν ο φρουρός τον δικό μου κλήρο, μπορούσε να τον ξεδιπλώσει και να τον κρατήσει «σωστά», μπορούσε όμως να τον κρατήσει και «ανάποδα», υπήρχαν με άλλα λόγια πενήντα πιθανότητες στις εκατό, να τον διαβάσει εννέα».

  Ήταν το κόλπο που σκαρφίστηκε για να αποφύγει να κληρωθεί ως ένα από τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος που θα εκτελούσαν τον φίλο του.

  «…βγάζοντας το πουκάμισο (το φόραγε κατάσαρκα όπως κι οι άλλοι τέσσερις) δε

θα ’χε πού να καρφιτσώσει το παράσημό του και τώρα, τούτη τη στιγμή που γράφω, μου

περνάει η σκέψη πως αυτό περίμενε πιθανότατα κι ο Ταγματάρχης — να αποδείξει στον

λοχαγό Νικήτα ότι ήτανε άκαιρη και άτοπη η αξίωσή του να εκτελεστεί παρασημοφορημένος, χάνοντας έτσι μια ευκαιρία να αντιμετωπίσει κι αυτός σαν τους άλλους τέσσερις παλληκαρήσια τον θάνατο, προσφέροντας στην ομάδα μας, δηλαδή στον αγώνα, το τελευταίο του πουκάμισο».

  Τους εκτελούσε το κόμμα, αλλά η πίστη τους σ’ αυτό παρέμενε ακέραια.

  Είναι τόσο δύσκολο να πεις: πήραμε τη ζωή μας λάθος, προπαντός όταν δεν υπάρχουν πια περιθώρια να αλλάξεις ζωή.

  «Μου πέρασε επιπλέον η σκέψη ότι δουλειά σας είναι να βρίσκετε ενόχους και δεδομένου ότι είμαι ο μόνος που επέζησε απ’ όλη την ομάδα μας, δουλειά σας είναι να με βγάλετε ένοχο, γιατί ποιον άλλον θα βρείτε να κατηγορήσετε;».

  Αυτό ξέρω το κάνει η αστυνομία, έχω διαβάσει για αρκετές περιπτώσεις.

  «Δεδομένου ότι παρ’ όλους τους κύκλους δεν αποφύγαμε τελικά την επίθεση των αλεξιπτωτιστών λίγο πιο κάτω απ’ την Πέτρινη Γέφυρα (βλέπε χάρτη) γίνεται φανερό ότι όλες οι προφυλάξεις του δογματικού Γενικού Αρχηγείου πήγανε στο βρόντο, μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε πως αν δεν κάναμε τους κύκλους κι αν φτάναμε νωρίτερα στην Πέτρινη Γέφυρα, δε θα είχαμε υποστεί την εχθρική επίθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτωθήκανε πέντε — ο πρώην λοχίας Παράσχος διμοιρίτης της πρώτης…».

  Αργότερα θα το καταλάβει, τους είχε προδώσει το κόμμα στον εχθρό, καθώς ο σκοπός της αποστολής, όπως είπαμε, δεν ήταν άλλος από το να εξοντωθούν.

  «Πράγματι, δεν μαστίγωσε τα άλογα, μα άρχισε να χτυπάει εμάς που στρώναμε τον δρόμο, εμάς που παίρναμε την τελευταία σανίδα και τρέχαμε να την τοποθετήσουμε μπροστά απ’ την πρώτη και θυμάμαι πως η καμουτσικιά με βρήκε στο αριστερό αυτί και στο μάγουλο, τη στιγμή ακριβώς που είχα σκύψει και σήκωνα την τελευταία σανίδα».

  Ολοφάνερα υπερβολή, που λειτουργεί σαν μπούμερανγκ σε κάθε προσπάθεια κριτικής.

  «Κουβαλάγαμε τις πέτρες όχι μόνο για να ξαναχτιστεί η γκρεμισμένη γωνία του πρώην Γυμνασίου, αλλά — και κυρίως — για να ασκηθούμε να μεταφέρουμε βάρη, όπως μας εξήγησε ο ίδιος)».

  Μου θύμισε τον «Λοιμό», μόνο που εκεί ήταν για καψόνι.   

  «όχι το “παράνομο”, αντιφραξιονιστικό λενινιστικό σημείωμα… επρόκειτο πράγματι για ένα αντιφραξιονιστικό σημείωμα και όχι για ένα κομματικό…».

  Μήπως έκανε λάθος ο Αλεξάνδρου; Μήπως ήθελε να πει «φραξιονιστικό»; Αντιφραξιονιστικό σημαίνει όχι φραξιονιστικό, σύμφωνο με την κομματική γραμμή.

  «Τραβήξαμε τα πτώματα στην άκρη, ανοίξαμε τη δίφυλλη, σιδερένια πόρτα, μπήκαμε στο

γκαράζ, βάλαμε τα τουφέκια στο τζιπ, ο Ταγματάρχης έκατσε στη θέση του οδηγού και έφυγε μόνος του, αφού όρισε πρώτα τετραμελές συνεργείο ταφής. Η πόρτα ξανάκλεισε. Σε λίγο, κάποιος παρατήρησε πως δεν έπρεπε να αφήσουμε τα αίματα να φαίνονται εκεί στο χώμα, μπροστά στη σιδερένια πόρτα και ο υπολοχαγός Τηλέμαχος είπε να ρίξουμε βενζίνη και να βάλουμε φωτιά, να καεί η βενζίνη καίγοντας το χώμα και τα αίματα και ρίξαμε μπόλικη βενζίνη, ξανανοίγοντας τη σιδερένια πόρτα κι αφήνοντάς την ανοιχτή, να μη μαυρίσουνε απ’ τις φλόγες κι από τους καπνούς οι λαμαρίνες της».

  Είδα κάτι τέτοιο σε μια, ρουμάνικη νομίζω, ταινία, που αναφερόταν στο πραγματικό γεγονός μιας διαδήλωσης εργατών που πνίγηκε στο αίμα – επί Τσαουσέσκου φυσικά.

  «Ναι, αν υποθέσουμε ότι η αποτυχία της αποστολής μας οφείλεται σε διαρροή πληροφοριών, είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε πως η ευθύνη βαραίνει όχι μόνο τους δογματικούς, μα και τους λενινιστές».

  Είναι δυνατόν; Σαν να μιλάμε για το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας πριν διασπαστεί σε μενσεβίκους και μπολσεβίκους. 

  «…κατεβάσαμε τα αγάλματα στον διάδρομο σκοποβολής και αρχίσαμε την άσκηση, αλλά με την πρώτη σφαίρα, αποδείχτηκε ότι τα αγάλματα δεν φελάν για στόχοι, γιατί σπάνε και πετιούνται τα κομμάτια τους δεξιά και αριστερά και λόγου χάρη, ο πρώτος που έριξε, πέτυχε έναν Απόλλωνα κατάστηθα και το άγαλμα έσπασε, λες και το χτύπησες με τον υποκόπανο λίγο πιο πάνω απ’ την κοιλιά και είδα το κεφάλι να διαγράφει μια καμπύλη, να πέφτει ακέριο στο πλακόστρωτο και να θρυμματίζεται και μείνανε όρθια τα πόδια του μονάχα και στη μέση το φύλλο συκής και είχα σειρά και σημάδεψα στην άκρη - άκρη του γλουτού…».

  Να θυμίσουμε ότι ο Λένιν είχε δώσει ρητή εντολή να μην πειραχτούν οι καλλιτεχνικοί θησαυροί στα ανάκτορα. Γράφω σχετικά στην ανάρτησή μου για τους «Κόκκινους» (1981).

  «…δεν εκτελέσαμε τον Ταγματάρχη στις τέσσερις το απόγευμα της 27ης, αλλά στις τέσσερις το απόγευμα της 30ής Αυγούστου 1949 και συνεπώς, όταν τον δικάζαμε και τον καταδικάζαμε, γνωρίζαμε ήδη τις αποφάσεις της Ολομέλειας της 29ης Αυγούστου».

  Τον ταγματάρχη, επικεφαλής της ομάδας και ο οποίος διέταζε τους κυανισμούς, τον πήρε και αυτόν η μπάλα. Τον καταδίκασε η ομάδα και τον εκτέλεσε.

  Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετά από τα επεισόδια στο μυθιστόρημα τοποθετούνται τον Αύγουστο, ή λίγο πριν ή λίγο μετά. Την 27η Αυγούστου συντελέσθη η τελειωτική ήττα του δημοκρατικού στρατού.

  «…τραγουδώντας τη Διεθνή στα γαλλικά…».

  «Debout les damnés de la terre…», θυμάμαι ακόμα τις πρώτες λέξεις.

  «…λύγιζε λοιπόν τη σέγα και δούλευε με μισό πριονάκι».

  Τη σέγα…

  Την είχα ξεχάσει. Απαραίτητο όργανο στη χειροτεχνία, μαζί με το κόντρα πλακέ και τον γύψο.  

  «—Αν κοιτάξετε τον χάρτη —είπε ο Σταμάτης— θα δείτε ότι αρχίζουμε να κάνουμε έναν τρίτο κύκλο. Θα δείτε επίσης ότι η απόσταση, είναι μεγαλύτερη απ’ τη σημερινή».

  Αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Όμως η κομματική πειθαρχία, πειθαρχία.

  «Με μια γρήγορη κίνηση, ξεχουφτιάζοντας το αριστερό του χέρι (και μένοντας συνεπώς κρεμασμένος, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μόνο απ' το δεξί) άλλαξε λαβή, έτσι που ήρθε τώρα προς τη μεριά του κεφαλιού η ανάστροφη της αριστερής παλάμης. Πήρε ανάσα και ξεχουφτιάζοντας το δεξί του χέρι (μένοντας συνεπώς κρεμασμένος για λίγο μόνο απ’ το αριστερό) έκανε μεταβολή επ’ αριστερά, άδραξε και πάλι το σκοινί με το δεξί του χέρι, λίγο πιο πάνω απ’ το αριστερό και βρέθηκε με μέτωπο προς την κολώνα. Ανέβηκε λίγο ακόμα, με τα πόδια αιωρούμενα και πιάστηκε τελικά από το κιονόκρανο, ακουμπώντας το κορμί του στην κολώνα και βοηθώντας όσο μπορούσε με τα πόδια (είχε βγάλει τα γουρουνοτσάρουχα). Τράβηξε προς τα πάνω το κορμί του, λυγίζοντας τους αγκώνες και με μια τελευταία προσπάθεια (αίλουρος ήταν;) καβάλησε το κεκλιμένο σκοινί περνώντας το αριστερό του πόδι από πάνω του και σούρθηκε με την κοιλιά πάνω στο σκοινί, ώσπου βρέθηκε απάνω στο κιονόκρανο, δηλαδή στην πάνω - πάνω τετράγωνη πλάκα της κολώνας, με το κορμί του λυγισμένο στους γοφούς, με τα πόδια κρεμασμένα κατακόρυφα, με την κοιλιά και το στήθος πάνω στην πλάκα, με τα χέρια γαντζωμένα στην πέρα (γι’ αυτόν) ακμή της πλάκας. Έμεινε έτσι για λίγο και ύστερα σούρθηκε με την κοιλιά πάνω στην πλάκα, ανεβάζοντας τα πόδια του, που βρέθηκαν τώρα κι αυτά οριζόντια, προέκταση τώρα κι αυτά του τεντωμένου κορμιού του, το κεφάλι του ξεπέρασε την ακμή (είχα πάει δίπλα στην κολώνα και τον κοίταζα απ' τα κάτω προς τ’ απάνω, κατακορύφως) και κει που περίμενα πως θα λύγιζε τώρα το γόνατο να πατήσει στην πλάκα και να σταθεί, τον είδα ξάφνου να μένει ασάλευτος, πεσμένος μπρούμυτα πάνω στην κολώνα, με τα χέρια κρεμασμένα απ’ τη μια μεριά, με τα πόδια τεντωμένα απ’ την άλλη, με το κεφάλι του σκυμμένο, λες κι ήθελε να κρατηθεί με το πηγούνι απ’ την…».

  Λένε «μια εικόνα χίλιες λέξεις», όμως με τις χίλιες λέξεις δεν έχεις το κουράγιο να ανασυστήσεις στο μυαλό σου την εικόνα-στην πραγματικότητα το reel. Εγώ παραίτήθηκα.

  «—Δηλαδή, — είπε δισταχτικά σε λίγο, — αν κάνατε τότε την ανταρσία σας και εκτελούσατε τον Ταγματάρχη και μπορούσατε κάπου να κρυφτείτε ως την Ολομέλεια της 29ης Αυγούστου, τώρα θα σας έδινε δίκιο το Κόμμα, ψέματα;».

  Δεν ξέρω αν έγινε ολομέλεια στο ΚΚΚ, όμως μετά τον θάνατο του Μάο ο επόμενος πρόεδρος, ο Ντενγκ Σιάοπινγκ, αποκαταστάθηκε, όπως και τόσοι άλλοι.

  «—Άκουσα να λένε. Λέγανε πως βάλανε τον Ιωάννη Κεπέση να οξυγονοκολλήσει ένα σιδερένιο κιβώτιο κι όταν τέλειωσε τη δουλειά του, τον εκτελέσανε, — απάντησε ο Λυσίμαχος».

  Αυτό κάνανε και οι κινέζοι αυτοκράτορες. Κλείνανε μέσα στο μαυσωλείο τους εργάτες που το άνοιγαν, για να μην αποκαλύψουν τα μυστικά του, τις «παγίδες» που ήσαν στημένες για τυχόν τυμβωρύχους.

  «…το πρώτο μου παράσημο δεν το άξιζα και φυσικά εξακολουθώ να μην το αξίζω γιατί δεν ανατίναξα εγώ την αποθήκη του Παπαβασιλείου, όπως είχα πει στον Λυσίμαχο, κάποιος άλλος την τίναξε στον αέρα, κάποιος που δεν έμαθα ποτέ το όνομά του κι ούτε κι η Οργάνωση το έμαθε ποτέ, γιατί αν το μάθαινε θα μου είχαν πάρει πίσω το παράσημο

και θα το δίνανε σε κείνον τον άγνωστο και θα με διαγράφανε επιπλέον, κατηγορώντας με επί απάτη, αν και το πιθανότερο είναι να τινάχτηκε τυχαία η αποθήκη, κανένας δεν παρουσιάστηκε να πει πως έβαλε φωτιά στους δυναμίτες, φαίνεται πως οι δυναμίτες εκραγήκανε τελείως τυχαία».

  Δεν ήταν φαντάζομαι το μοναδικό παράσημο που δόθηκε κατά λάθος.

  «Έγινε ακόμα λόγος για τους χρησμούς και ο Φαντάρος παρατήρησε πως αν ήτανε στη θέση του Οιδίποδα, όχι μόνο δε θα αυτοτυφλωνότανε, μα θα έλεγε στον Απόλλωνα πως δεν ευθύνεται για τίποτα, μια κι αυτός (ο Απόλλωνας) είχε προσχεδιάσει τα πάντα. Γιατί αυτός τον καταδίκασε τον Οιδίποδα να σκοτώσει τον πατέρα του και να κοιμηθεί με τη μάνα του και η καταδίκη εκείνη δεν βασιζότανε σε καμιά απολύτως κατηγορία. Ναι, τον καταδίκασε, γιατί ας μην παίζουμε με τις λέξεις, τι «Πράξε αυτό που σου λέω», τι «Θα πράξεις οπωσδήποτε αυτό που λέω», η πρόβλεψη του Απόλλωνα ισοδυναμεί με διαταγή και ήτανε πολύ φυσικό να υπακούσει ο Οιδίποδας στη διαταγή Του, μια και είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία και είχε μάθει να υπακούει στις διαταγές των ανωτέρων του. (Εδώ κι ο Αβραάμ είχε δεχτεί να σφάξει τον γιο του, γιατί να μη δεχότανε ο Οιδίποδας να σκοτώσει τον πατέρα του;) Το ότι ήτανε διαταγή και απόφαση του Απόλλωνα, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εγένετο τελικώς το θέλημά Του. Ο Οιδίποδας λοιπόν, θα μπορούσε κάλλιστα να πει ότι υπήρξε απλά και σκέτα ένα εκτελεστικό όργανο. Μα το κυριότερο, θα μπορούσε να επικαλεστεί το γεγονός πως έκανε ό,τι πέρναγε απ’ το χέρι του για να μη σκοτώσει τον πατέρα του (δηλαδή τον Πόλυβο, γιατί για τον Οιδίποδα αυτός ήτανε ο πατέρας). Όμως, είναι φανερό ότι αν υπάκουε τότε στην έμμεση, αλλά σαφέστατη διαταγή του Απόλλωνα και σκότωνε τον Πόλυβο, ο χρησμός δε θα επαληθευότανε. Άρα, για να γίνουνε τα πράγματα σύμφωνα με τον χρησμό, σύμφωνα με τη θέληση του Απόλλωνα, έπρεπε ο Οιδίποδας να παρακούσει τη διαταγή, έπρεπε να αισθανθεί φρίκη στη σκέψη ότι θα σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν να τιμωρηθεί όπως

τιμωρήθηκε; Μόνο και μόνο επειδή είχε το σθένος να αντισταθεί στην επίμονη προτροπή Του, αρνούμενος να εκτελέσει το κατ’ εντολήν Του έγκλημα; Μα κι αν ακόμα δεχτούμε ότι ο

Απόλλωνας δεν είχε πρόθεση να τιμωρήσει τον Οιδίποδα, αλλά επεδίωκε έναν άλλο σκοπό, αν δεχτούμε ότι για λόγους που μόνον Εκείνος γνωρίζει, η επαλήθευση του χρησμού ήταν απαραίτητη για την διατήρηση της συμπαντικής αρμονίας, ότι ήτανε κι αυτή μια ελάχιστη

λεπτομέρεια της προκαθορισμένης πορείας του σύμπαντος, ότι ήτανε με δυο λόγια αναγκαία και ότι χωρίς αυτήν θα γκρεμιζότανε το όλο οικοδόμημα, που είχαν χτίσει οι θεοί με πέτρες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος και άρα, αν έλειπε έστω και ένας κόκκος άμμου, το κτίσμα θα έπαυε να είναι (ως οφείλει εξ υποθέσεως) τέλειο, τότε γιατί να μην ανταμειφθεί ίσα - ίσα ο Οιδίποδας, μια και σκοτώνοντας, εν αγνοία του έστω, τον πατέρα του, δηλαδή τον Λάιο, εξετέλεσε ουσιαστικά τη διαταγή του Απόλλωνα και συνετέλεσε συνεπώς στη στερέωση της κτίσεως, μια και το αποτέλεσμα ήταν αυτό ακριβώς που επιδιώξανε οι θεοί;».

  Γιατί, γιατί, γιατί… Γιατί έτσι θέλανε οι θεοί.

  Ανάλογες σκέψεις διατυπώνει και ο πρόσφατα αποβιώσας Μίλαν Κούντερα, δεν θυμάμαι σε ποιο του βιβλίο.

  Στην αντίληψή μας έπεσαν μόνο αυτοί οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι.

Ανέβαιναν στο θάλαμο και πέφτανε για ύπνο

Έκανα ό,τι μπόρεσα για να το αποφύγω

Ο Σπάρτακος κατέβηκε, έκατσε στην αιώρα

ο μόνος που επέζησε απ’ όλη την ομάδα (αυτός ο τελευταίος μου είχε ξεφύγει, τον είδα τώρα που ξαναδιάβαζα τα αποσπάσματα που παρέθεσα). 

Προσθέτω εκ των υστέρων, 15-12-2023. Τον ίδιο μακροπερίοδο λόγο συναντάμε και στο τελευταίο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, «Φελιτσιτά».

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment