Wednesday, February 21, 2024

Εμίλ Ζολά, Τερέζα Ρακέν

 

Εμίλ Ζολά, Τερέζα Ρακέν (μετ. Δ. Κωστελένου), Δαμιανός χχ, σελ. 183

 


  Πότε το διάβασα για πρώτη φορά, δεν ξέρω. Έχω υπογραμμίσεις, αλλά περιέργως δεν βλέπω να γράφω την ημερομηνία κατά την οποία τέλειωσα την ανάγνωση, όπως κάνω σε κάθε βιβλίο που διαβάζω.

  Δυο είναι τα βιβλία που ήθελα να ξαναδιαβάσω οπωσδήποτε: Την «Τερέζα Ρακέν» και το «Λάθος». Την «Τερέζα Ρακέν» γιατί είναι ένα από τα τρία μυθιστορήματα που σχολίασα στην εισήγησή μου σε μια ημερίδα και η οποία είχε τίτλο «Η τιμωρία της μοιχαλίδας στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα», που δεν ξέρω γιατί άλλαξα τον αρχικό τίτλο «Οι ευρωπαίοι συγγραφείς δολοφονούν τη μοιχαλίδα». Τώρα που το ξαναβλέπω, νομίζω θα ήταν καλύτερα «αυτοκτονούν τη μοιχαλίδα».

  Το «Λάθος» γιατί…

  Δέστε την ανάρτηση, παραθέτω τον σύνδεσμο.

  Δυο λόγια για την πλοκή.

  Η Τερέζα παντρεύεται τον φιλάσθενο ξάδελφό της τον Κάμιλλο. Την μεγάλωσε η μητέρα του, θεία της, που διατηρεί ένα μαγαζί με ψιλικά.

  Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο Λωράν, φίλος του Κάμιλλου. Ποθούν ο ένας τον άλλο, και τον πόθο τους τον ικανοποιούν στο συζυγικό κρεβάτι.

  Κάποια στιγμή εμφανίζονται αξεπέραστες δυσκολίες στο να βλέπονται. Και αποφασίζουν να βγάλουν τον Κάμιλλο από τη μέση.

  Σε μια εκδρομή με μια βάρκα σκηνοθετούν το ατύχημα.

  Κανείς δεν παίρνει μυρουδιά. Όμως τους τρώνε οι τύψεις. (Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, τον εντόπισα ξαναδιαβάζοντας το κείμενο πριν αναρτήσω).

  Δεν έχουν καμιά διάθεση για σεξ.

  Τώρα πώς εμφανίζεται κάποια στιγμή η πιθανότητα η Τερέζα να είναι έγκυος, δεν το κατάλαβα.

  Φοβούνται ο ένας τον άλλο ότι θα μαρτυρήσουν το φόνο.

  Η Λωράν προμηθεύεται δηλητήριο, η Τερέζα ένα μεγάλο μαχαίρι.

  Την τελευταία στιγμή ανακαλύπτουν τους σκοπούς που έχει ο ένας για τον άλλο.

  Μη αντέχοντας, αποφασίζουν να πιουν και οι δυο από το δηλητηριασμένο νερό. Η δολοφονία μετατρέπεται σε αυτοκτονία.

  Ο νεκρός που μπαίνει εμπόδιο στη σχέση τους μου θύμισε τα «Φτερά της περιστέρας» του Henry James, βιβλίο που δεν διάβασα αλλά είδα την κινηματογραφική του μεταφορά.

  Και τώρα κάποια σχόλια.

  Το βιβλίο δέχτηκε επιθέσεις, και ο συγγραφέας προσπάθησε να το υπερασπιστεί. Γράφει: «Μέσα στην Τερέζα Ρακέν θέλησα να μελετήσω ιδιοσυγκρασίες και όχι χαρακτήρες. Αυτού βρίσκεται ολάκερο το βιβλίο. Διάλεξα πρόσωπα που τους κυβερνούν απόλυτα τα πάθη τους και το αίμα τους, που δεν έχουν ούτε τόση δα βούληση, που παρασέρνονται σε κάθε πράξη της ζωής τους απ’ τις μοιραίες ορμές της σάρκας τους. Η Τερέζα και ο Λωράν είναι ανθρώπινα κτήνη, τίποτ’ άλλο. Γύρεψα να παρακολουθήσω μέσα σ’ αυτά τα κτήνη την κρυφή ενέργεια του πάθους, την ώθηση του ενστίκτου, το ξεχαρβάλωμα του μυαλού, ύστερ’ από μια νευρική κρίση. Οι αγάπες των δύο ηρώων μου είναι η ικανοποίηση μιας ανάγκης, ο φόνος που κάνουν είναι μια συνέπεια της μοιχείας τους, συνέπεια που δέχονται όπως οι λύκοι δέχονται τη δολοφονία των αρνιών. Τέλος, εκείνο που ήμουνα υποχρεωμένος να πω ως τύψη της συνείδησής τους είναι μια απλή οργανική ανωμαλία, ένα αναστάτωμα του νευρικού τους συστήματος, που τεντώθηκε ως που να σπάσει. Η ψυχή δεν υπάρχει ολότελα, το ομολογώ με ευκολία, γιατί έτσι θέλησα» (σελ. 8-9).

  Δεν με έπεισε, όπως δεν πείθει η αγόρευση ενός δικηγόρου που υπερασπίζεται τον πελάτη του. Το να παρουσιάζει τις τύψεις ως απλή οργανική ανωμαλία μου φαίνεται περίεργο.

  Έπρεπε να πείσει ότι δεν τρέφει καμιά συμπάθεια για τους ήρωές του.

  Σίγουρα δεν τρέφει, όμως γιατί τους διάλεξε;

  Η πεζογραφία λέει ο Γιάκομπσον είναι μια μεταφορά της πραγματικότητας, όπως η ποίηση είναι μια μετωνυμία.

  Ποιας πραγματικότητας όμως;

  Ο ίδιος ο Ζολά μιλάει για «φέτα ζωής».

  Η πραγματικότητα είναι σαν ένα κουτί με πάστες, που επιλέγει μια από όλες τις άλλες.

  Αυτή που επιλέγει έχει να κάνει με τέτοιου είδους ήρωες, που τους περιμένει ένα unhappy end.

  Για αυτούς τους δυο εγκληματίες ο Νίτσε θα έλεγε πως δεν στέκουν στο ύψος του εγκλήματός τους, αντίθετα με πολλούς άλλους τέτοιους δολοφόνους στην πραγματική ζωή.

  Τον Λωράν τον περιγράφει με ολότελα μελανά χρώματα. Είναι τεμπέλης πρώτα απ’ όλα, και κάποια στιγμή παραιτείται από τη δουλειά του, αποφασισμένος να ζήσει με την προίκα της γυναίκας του.

  Αυτό που βλέπω στο μυθιστόρημα, είναι η διεισδυτική ματιά του Ζολά στα συναισθήματα και στις σκέψεις των ηρώων του. Δεν κουράζεται να τα περιγράφει και να τα αναλύει, όπως οι ρεαλιστές συγγραφείς δεν κουράζονται να περιγράφουν το χώρο της πλοκής σχεδόν με φωτογραφικές λεπτομέρειες.

  Κατά τα άλλα μου φαίνεται, όχι σαν η ακραία έκφραση του ρεαλισμού, αλλά σαν μια απόκλιση από τον ρεαλισμό, τηρουμένων των αναλογιών σαν αυτή του ρομαντισμού. Είναι ολότελα αντιρεαλιστικό το να γίνει ένας κατάδικος, που έκανε 19 χρόνια στα κάτεργα,  δήμαρχος. Μιλάω για τον Γιάννη Αγιάννη. Το ίδιο είναι ολότελα αντιρεαλιστική η ζωή των δυο δολοφόνων, όπως την περιγράφει. Αλλά δεν θα τα βάλουμε στον προκρούστη του ρεαλισμού, η μαγεία των δυο μυθιστορημάτων είναι η γραφή τους, η διεισδυτικότητα στην περιγραφή των χαρακτήρων, των σκέψεων και των συναισθημάτων τους και όχι η αληθοφάνεια των γεγονότων που αφηγούνται.

  Αλλά καιρός να παραθέσω κάποια αποσπάσματα.

 «Μια ολάκαιρη βδομάδα οι υπάλληλοι των σιδηροδρόμων της Ορλεάνης δεν είχαν άλλο θέμα στη συζήτησή τους: ήταν πέρα για πέρα περήφανοι που ένας δικός τους είχε πνιγεί» (σελ. 73).

  Όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος ο Ζολά τα περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα, όπως τα άτομα που μαζεύονταν τις Πέμπτες στο σπίτι τους. Μόνο για την μητέρα του Κάμιλλου έχει να πει καλά λόγια. Πιο κάτω περιγράφει με ανάλογο τρόπο τα άτομα που πήγαιναν στο νεκροτομείο να δουν τα πτώματα και να απολαύσουν το θέαμα.

  «Και οι δυο ομολογούσαν με τρόμο στον εαυτό τους πως το πάθος τους είχε πεθάνει, πως σκοτώνοντας τον Κάμιλλο είχαν σκοτώσει τον πόθο τους… Ξαφνικά ο Λωράν νόμισε πως είδε ένα φάντασμα» (σελ. 115).

  Μου θύμισε τον Μάκβεθ, αλλά και τον Μπορίς Γκοντουνόφ.

  «Η κούραση τους τσάκισε σε λίγο τόσο πολύ, που αποφάσισαν μια βραδιά να πλαγιάσουν στο κρεβάτι» (σελ. 122).

  Ολότελα αντιρεαλιστικά ο Ζολά τους βάζει επί μέρες να μένουν ξάγρυπνοι, ή να αποκοιμούνται στην πολυθρόνα. Το ίδιο αντιρεαλιστικά βάζει τον Λωράν να ζωγραφίζει πορτραίτα, αλλά και ζώα, που θυμίζουν τον Κάμιλλο.

  Συναντήσαμε και δυο φορές ένα λάθος που συναντάμε συχνά: στη φόρα (σελ. 161 και 178) αντί στα fora, στις αγορές.

  Να παραθέσουμε όμως και λίγες γραμμές από το τέλος.

  «Η Τερέζα είδε το μπουκαλάκι στα χέρια του Λωράν και ο Λωράν είδε την αστραπή του φουστανιού της Τερέζας… Ο καθένας πάγωσε, γιατί είδε στο πρόσωπο του άλλου τις προθέσεις του. Διαβάζοντας έτσι το μυστικό τους σκοπό, πάνω στο αναστατωμένο τους πρόσωπο, ένιωσαν μέσα τους οίκτο και φρίκη… Η Τερέζα πήρε το ποτήρι, ήπιε το μισό και το έδωσε του Λωράν που το άδειασε μονορούφι (σελ. 182).

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία (1953) σε σκηνοθεσία Μαρσέλ Καρνέ.

  Όπως και ο Φλάισμαν στο «Λάθος», ακολουθεί αρχικά το μυθιστόρημα αλλά μετά αποκλίνει αρκετά από αυτό.

  Υπάρχουν βέβαια και οι μικρολεπτομέρειες που διαφέρουν στην αρχή.

  Ο Λωράν είναι ένας άγνωστος φορτηγατζής. Τσακώνεται με τον Κάμιλλο, μετά πηγαίνουν και τα πίνουν και γίνονται πρώτοι φίλοι.

  Η θεία φαίνεται σαν μια στριμμένη γριά, αντίθετα από ό,τι στο μυθιστόρημα.

  Ο Λωράν δεν προτείνει δολοφονία αλλά να το σκάσουν.

  Αυτή αρνείται.

  Αυτός πηγαίνει και τα λέει όλα στον Κάμιλλο, πιστεύοντας ότι θα την διώξει.

  Κάθε άλλο. Της προτείνει να πάνε στο Παρίσι για ένα τριήμερο, να συνέλθει. Εκεί σκοπεύει να τη φυλακίσει σε ένα σπίτι.

  Στο τραίνο βρίσκεται και ο Λωράν.

  Τσακώνεται μαζί του, και καθώς διαπληκτίζονται τον ρίχνει από το τραίνο. Δεν ήταν προσχεδιασμένο, όπως στο μυθιστόρημα.

  Και εδώ εμφανίζεται ένα τρίτο πρόσωπο, που τους εκβιάζει (εξαιρετικός στο ρόλο του ο ηθοποιός που τον ενσαρκώνει). Τους ζητάει πεντακόσιες χιλιάδες φράγκα.

  Θα του δώσουν τα τετρακόσια που τους έδωσε ως αποζημίωση ο ΟΣΕ. Φέρνουν ευθύνη, είχαν ξεχάσει να κλείσουν την πόρτα.

  Αυτός πριν πάει στο ραντεβού δίνει ένα γράμμα στην καμαριέρα και της λέει να το ταχυδρομήσει αν δεν γυρίσει μέχρι τις πέντε. Πονηρός, φοβάται ότι στο ραντεβού μπορεί να τον σκοτώσουν.

  Το τέλος ήταν προβλέψιμο.

  Νόμιζα ότι θα έπεφτε με τη μηχανή, όμως η μηχανή είχε μια βλάβη (ίσως το μπουζί, την είχα πάθει πολλές φορές με το γιαμαχάκι μου), δεν έπαιρνε μπροστά και προσπάθησε να τη φτιάξει. Ένα φορτηγό, προσπαθώντας να αποφύγει έναν πιτσιρικά που βρέθηκε μπροστά του έπεσε πάνω του.

  Η καμαριέρα ταχυδρομεί το γράμμα.

  Σατανικοί εραστές στο μυθιστόρημα, δυο βαθιά ερωτευμένοι στην ταινία.

  Στην πραγματικότητα σατανικός στο μυθιστόρημα είναι ο τεμπέλης και υστερόβουλος Λωράν. Η Τερέζα είναι μια δυστυχισμένη κοπέλα που πέθαναν οι γονείς της, τη μεγάλωσε η θεία της και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης δέχτηκε να παντρευτεί τον φιλάσθενο ξάδελφό της. Όσο και να προσπαθεί ο Ζολά, αυτή η εντύπωση δεν μας αφήνει. Και αυτή είναι που νιώθει πραγματικά τύψεις.

No comments:

Post a Comment