Αντώνης Σαμαράκης, Το λάθος, Ελευθερουδάκης χχ, σελ. 231
Ναι, δεν αναγράφετε χρονολογία έκδοσης στο αντίτυπο που διάβασα πριν τριάντα χρόνια, αλλά στο βιογραφικό του Σαμαράκη στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι εκδόθηκε το 1965.
Προφητικό θα έλεγε κανείς, αφού αναφέρεται σε ένα δικτατορικό καθεστώς.
Το βιβλίο το ξαναδιάβασα γιατί κάνω συχνή αναφορά σ’ αυτό. Συγκεκριμένα μιλώντας για το «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, που είναι το σασπένς του μυθιστορήματος, και το «σασπένς του πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος, που είναι το σασπένς της κινηματογραφικής μεταφοράς του.
Το έχω δηλώσει ότι δεν μου αρέσουν τα αστυνομικά, παρά μόνο αν έχουν να πουν κάτι εκτός από το να δώσουν μια συναρπαστική πλοκή, όπως για παράδειγμα το «Παλιά, πολύ παλιά» του Πέτρου Μάρκαρη που διάβασα πρόσφατα. Και φυσικά δεν διαβάζω αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά μπορεί να δω αστυνομική ταινία.
Η πλοκή με δυο λόγια:
Οι δυο της ασφάλειας τον συλλαμβάνουν σαν ύποπτο. Θα τον πάνε για ανάκριση. Δεν είναι σίγουροι ότι είναι ένοχος. Και αποφασίζουν να βάλουν σε εφαρμογή το μεγαλοφυές σχέδιο.
Πιο είναι αυτό;
Θα σκηνοθετήσουν βλάβη της μηχανής, θα μείνουν σε ξενοδοχείο, ο ανακριτής θα του παίζει τον φίλο, θα βγουν βόλτα, θα πάνε παραλία όπου θα κάνουν παρέα με δυο κοπέλες, θα πάνε σε ένα λούνα παρκ…
Αν είναι ένοχος πιστεύουν ότι θα προσπαθήσει να το σκάσει. Όμως δεν θα τα καταφέρει, γιατί από κοντά βρίσκεται και ένας άλλος της ασφάλειας που παρακολουθεί.
Δεν θα επιχειρήσει να το σκάσει, παρά μόνο την τελευταία στιγμή, πριν έλθει ο άλλος με το αμάξι για να πάνε στην πρωτεύουσα, στα κεντρικά. Εκεί δεν θα έχει καμιά ελπίδα.
Ανοίγει το παράθυρο και προχωράει πάνω στη στενή μαρκίζα. Είναι μόλις 25 εκατοστά. Ο ανακριτής του λέει φύγε.
Γιατί;
Διότι αυτή η παρέα που έκανε μαζί του τον έκανε να αλλάξει διάθεση.
Αυτό ήταν το λάθος του σχεδίου. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι στο εκτελεστικό όργανο θα υπήρχε μέσα του μια ανθρωπιά που θα το αχρήστευε. Θα παραθέσω εδώ τα σχετικά αποσπάσματα.
«Δεν μπορώ να τον παραδώσω, το Σχέδιο, το τέλειο Σχέδιο είναι σαν ένα “τέλειο έγκλημα” που δεν είναι “τέλειο”, όλα τα είχαμε προβλέψει με κάθε λεπτομέρεια, όλα τα είχαμε υπολογίσει με μαθηματική ακρίβεια, όλα τα είχαμε αριστοτεχνικά εκτελέσει, όμως έγινε ένα λάθος, ένα λάθος και δεν προφταίνω αυτή τη στιγμή να σκεφτώ περισσότερα… ο έμπιστος του Καθεστώτος, ο φανατικός του Καθεστώτος, εγώ είμαι που λέω στον κρατούμενο φύγε! και προσπαθώ να τον κάνω να δραπετεύσει…
…βλέπει τον ανακριτή από τη μια να στρέφει το πιστόλι του καταπάνω στο μάνατζερ [ο άλλος της ασφάλειας], έτοιμος να του ρίξει για να του κλείσει το δρόμο προς το παράθυρο, κι από την άλλη να κοιτάζει αυτόν στη μαρκίζα και να του λέει ακόμα μια φορά φύγε! και τώρα βλέπει το μάνατζερ, σα να βεβαιώθηκε επιτέλους για ό,τι συμβαίνει, πυροβολεί τον ανακριτή και τον χτυπάει στο δεξί χέρι… τώρα μόνο που ο ανακριτής διπλώνεται και παραπατάει, τώρα μόνο αισθάνεται πως δεν ήτανε κόλπο το φύγε! που τόση ώρα του έλεγε… η βροχή πέφτει συνέχεια, η μαρκίζα γλιστράει, γλιστράει, μόλις που προφταίνει να δει την εσωτερική αυλή νάρχεται καταπάνω του, την εσωτερική αυλή με τις μεγάλες τετράγωνες πλάκες σαν ένα σταυρόλεξο με οριζοντίως και καθέτως».
Έκανα μια εισήγηση σε ένα συνέδριο η οποία είχε τίτλο, «Ο κακός χαρακτήρας ή το κακό στον χαρακτήρα;». Θα μπορούσα να δώσω τίτλο σ’ αυτή την ανάρτηση, «Το καλό στον κακό χαρακτήρα».
Αφηγηματικά το μυθιστόρημα έχει ενδιαφέρον.
Και πρώτα πρώτα ο Σαμαράκης δίνει μια ρεαλιστικότητα στην αφήγηση με την παράθεση ενός δακτυλογραφημένου κειμένου, μιας φωτογραφίας, μιας ταμπέλας και του σκίτσου δύο κύκλων. Έπειτα, εναλλάσσεται η τριτοπρόσωπη αφήγηση με την πρωτοπρόσωπη, που δεν είναι πάντα του ίδιου προσώπου. Επίσης υπάρχει ένα χρονολογικό ζιγκ ζαγκ, χάρη στο οποίο αποκαλύπτονται πράγματα, σε εφέ έκπληξης. Θυμάμαι που όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο ότι δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν πράγματι ένας φιλήσυχος πολίτης ή μέλος αντιστασιακής ομάδας.
Καιρός όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα ακόμη.
«-“Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι”, ξαναείπε ο προϊστάμενος. Το ξέρετε αυτό; Γνωρίζετε ποιος το είπε;
-Ναι, ο Χίτλερ.
Γέλασε δυνατά ο προϊστάμενος.
-Όχι, δεν το είπε ο Χίτλερ. Το είπε ο Χριστός. Μην ανοίγετε τα μάτια σας και με κοιτάτε έτσι. Το είπε ο Χριστός».
Απίστευτο!!!
Δεν το είπε ο Χίτλερ, το είπε ο Χριστός.
Και όμως αληθινό.
«-…με ανέλαβε η μάνα μου και μ’ έσπασε στο ξύλο. Αλλά τι ξύλο! Πού σε πονεί και πού σε σφάζει!...
-Σε νιώθω, είπε. Έχω κι εγώ φάει ξύλο από τη μάνα μου…» (σελ. 165).
Κι εγώ.
Θυμάμαι την πρώτη μεγάλη νίκη στη ζωή μου.
Πήγαινα έκτη δημοτικού.
Πήγε να με δείρει, όπως τόσες άλλες φορές.
Την άρπαξα από τα χέρια και την κόλλησα στον τοίχο, σαν τον σταυρωμένο Χριστό.
Από τότε δεν ξαναδοκίμασε να με δείρει.
«Ήτανε βέβαια επικίνδυνο να παίξει θέατρο, να υποκριθεί πως είναι άνθρωπος, πως έχει αυτό που λέμε αισθήματα» (σελ. 186).
Ναι επικίνδυνο, το πλήρωσε όπως είπαμε.
Είδα και την ομώνυμη ταινία του Peter Fleischman, γυρισμένη στην Ελλάδα μετά από δέκα χρόνια, στην οποία βλέπουμε και έλληνες ηθοποιούς. Αναγνωρίσαμε τον συγγραφέα σε μια εμφάνιση δευτερόλεπτων, σαν κάποιον που τον συνέλαβε η αστυνομία. Είδαμε και τον Κώστα Σφήκα στο ρόλο του τρίτου ασφαλίτη. Τα επιβεβαίωσα αυτά βλέποντας αργότερα το cast στο IMDb.
Τελικά, ήταν λάθος μου, δεν υπάρχει «σασπένς του πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος. Παρασύρθηκα από το αρχικό επεισόδιο, ένας άντρας που πέφτει από το μπαλκόνι. Όμως ήταν άλλος.
Προφανώς δεν είχα καθίσει να δω την ταινία γιατί δεν είχε υπότιτλους. Είδα την αρχή, και έβγαλα λάθος συμπέρασμα.
Είπαμε ότι στο μυθιστόρημα έχουμε συνεχείς ανατροπές. Οι σεναριογράφοι, ένας από τους οποίους είναι και ο Martin Walser (διάβασα το μυθιστόρημά του «Ein liebender Mann» πριν 12 χρόνια, ένα βιογραφικό επεισόδιο του Γκαίτε) κάνουν μια ακόμα κορυφαία ανατροπή, πηγαίνοντας παραπέρα τον Σαμαράκη. Στο μυθιστόρημα, το Σχέδιο δεν το αντιλαμβάνεται ο φιλήσυχος πολίτης, στην ταινία όμως Ο Ούγκο Τονιάτσι το αντιλαμβάνεται, και τους το λέει.
Μέχρι τη μέση, η ταινία ακολουθεί το μυθιστόρημα με μικροαλλαγές. Μετά, παίρνει μια καινούρια τροπή. Ο Τονιάτσι, που έχει κλέψει ένα μαχαίρι, επιτίθεται στον Μισέλ Πικολί, ο οποίος όμως τον εξουδετερώνει. Σε ένα μεταγενέστερο επεισόδιο όμως, καθώς ο Ούγκο Τονιάτσι καταφέρνει να του κλέψει το πιστόλι, βρίσκεται εκτεθειμένος στην υπηρεσία. Τον περιμένει αυστηρή τιμωρία, άρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να το σκάσουν μαζί.
Και το σκάνε.
Το εφέ έκπληξης.
Ήταν διπλά στημένη η ιστορία. Ήταν μια δοκιμή για το αν το σχέδιο μπορούσε να έχει πραγματικά επιτυχία, και αποδείχτηκε ότι δεν έχει. Ο φιλήσυχος πολίτης ήταν στην πραγματικότητα ασφαλίτης. Στο τέλος βλέπουμε τον διευθυντή της ασφάλειας να μιλάει φιλικά με τον Μισέλ Πικολί.
Οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, όμως εμείς πάντα μένουμε, και έχουμε τη δύναμη στα χέρια μας, του λέει.
Πιο εντυπωσιακή η πλοκή, ασαφής όμως σε κάποια σημεία, πράγμα που συμβαίνει συχνά στις ταινίες. Σ’ αυτές δεν υπάρχουν οι αφηγηματικοί τάκοι, όπως θα τους έλεγε ο συγχωρεμένος ο Ουμπέρτο Έκο, που να συνδέουν κάποια επεισόδια, τα οποία πρέπει να συνδέσει ο θεατής. Και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, ιδιαίτερα για άτομα μιας κάποιας ηλικίας όπως εγώ.
No comments:
Post a Comment