Book review, movie criticism

Saturday, December 9, 2023

Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά

 

Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Κείμενα 2022, σελ. 281

 


  Δεν μου αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία, αλλά πάντα ήθελα να διαβάσω ένα βιβλίο του Μάρκαρη.

  Ο λόγος;

  Ο Μάρκαρης είναι κάθε χρόνο κάτι σαν επίσημος προσκεκλημένος στο φεστιβάλ LEA (Literatura en Atenas, με εκδηλώσεις για ισπανόφωνη και πορτογαλόφωνη λογοτεχνία) του οποίου παρακολουθούσα πάρα πολλές εκδηλώσεις πριν την πανδημία, και μετά την πανδημία οπωσδήποτε μία, με τη φίλη μου τη Γιάννα, η οποία μου είχε πει για το φεστιβάλ.

  Τώρα δόθηκε η ευκαιρία.

  Ο αστυνόμος Χαρίτος πηγαίνει με τη γυναίκα του ολιγοήμερες διακοπές με ένα γκρουπ στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον περιμένει μια αστυνομική υπόθεση. Ο προϊστάμενός του του λέει να συνεργαστεί με τις τουρκικές αρχές για την εξιχνίαση κάποιων φόνων.

  Τους φόνους τους διέπραξε μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα.

  Πώς;

  Ταΐζοντας τα θύματά της με τυρόπιττα, τη σπεσιαλιτέ της, στην οποία είχε βάλει παραθείο.

  Πάλι θα μιλήσω για την πρόσληψη.

  Το αν θα σου αρέσει ένα βιβλίο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Θα τους απαριθμήσω για το συγκεκριμένο. Όμως πιο πρώτα θα πω γιατί δεν άρεσε σε ένα φίλο μου, κάνοντας υπόθεση φυσικά.

  Του αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία. Όμως αυτό το μυθιστόρημα δεν έχει σε έντονο βαθμό τα χαρακτηριστικά της αστυνομικής λογοτεχνίας, δηλαδή ανατροπές και πυρηνικά επεισόδια που να προωθούν τη δράση, ενώ αντίθετα έχει πολλά δεικτικά, που εικονογραφούν μια κατάσταση, ένα περιβάλλον. Είναι λοιπόν φυσικό να μην αρέσει ιδιαίτερα σε έναν λάτρη της αστυνομικής λογοτεχνίας.

  Τώρα να πω γιατί άρεσε σε εμένα.

  Τα δεικτικά επεισόδια είναι περίπου σαν ένα οδοιπορικό στην Κωνσταντινούπολη.

  Στην Κωνσταντινούπολη είχα πάει πριν οκτώ χρόνια με τη φίλη μου. Καθώς διάβαζα το βιβλίο στο μυαλό μου έρχονταν εικόνες από αυτή την τετραήμερη εκδρομή που είχαμε κάνει, κάτι που μου άρεσε φοβερά. Η κρουαζιέρα στο Bόσπορο, τα ψώνια στην αγορά, η επίσκεψη στο τοπ καπί, είναι από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου, καθώς και η βοήθεια που μας πρόσφερε ένας τούρκος φίλος από το facebook, o Mehmet Hoppa.

  Δεικτικά επεισόδια είναι και τα επεισόδια που εικονογραφούν μια περίπου τυπική σχέση ανάμεσα σε ζευγάρια με κόρη της παντρειάς, και τις εντάσεις που δημιουργούνται ανάμεσά τους.

  Έμαθα πράγματα που δεν τα ήξερα. Ήξερα για παράδειγμα για την προβοκάτσια του Μεντερές με τη βόμβα στον τάφο του Κεμάλ στην Θεσσαλονίκη και το πογκρόμ που ξέσπασε εναντίον των ελλήνων που είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί να μαζέψουν τα μπογαλάκια τους και να έλθουν στην Ελλάδα, όμως αγνοούσα τον νόμο του Ινονού που ψηφίστηκε το 1942, ένας εξοντωτικός φόρος περιουσίας για τις μειονότητες, που τις γονάτισε.

  Το χιούμορ πάντα μου αρέσει σε ένα βιβλίο, και εδώ υπήρχε σε αρκετά σημεία.

  Τέλος μου άρεσε γιατί το κεντρικό του θέμα είναι ένα μοτίβο που μου αρέσει ιδιαίτερα και έχω αναφερθεί σ’ αυτό πολλές φορές: το μοτίβο της εκδίκησης. Θα αναφέρω μόνο σαν παραδείγματα την Ορέστεια και τον Άμλετ.

  Το μοτίβο της εκδίκησης είναι που κάνει διαφορετικό το αστυνομικό αυτό μυθιστόρημα από τα άλλα του είδους. Η δολοφόνος δεν είναι η κακιά, κακοί είναι αυτοί τους οποίους δολοφονεί. Οι δυο αστυνομικοί θα της το αναγνωρίσουν, και θα την αφήσουν να ζήσει στο σπίτι της γυναίκας όπου βρήκε καταφύγιο τις τελευταίες της μέρες αντί να τη συλλάβουν.

  Τέλος η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει την αμεσότητα που δεν έχει η τριτοπρόσωπη, εμπλέκοντας συναισθηματικά περισσότερο τον αναγνώστη.

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.

  «…η ακαμψία των αρχών και της ηθικής είναι για το δικηγόρο ο μονόδρομος που οδηγεί στην αποτυχία» (σελ. 23).

  Υπάρχουν και άλλες τέτοιες σατιρικές αιχμές, όπως:

  «Εκείνος ήταν συνταξιούχος διευθυντής του ΙΚΑ, εκείνη συνταξιούχος διευθύντριας της εφορίας, συνεπώς η ξινίλα ήταν γι’ αυτούς επαγγελματική διαστροφή, που τη σέρνουν και στη σύνταξη» (σελ. 39).

  Και:

  «…κάθε τόσο μας φέρνουν έναν καινούριο υπουργό, που μας κάνει πειραματόζωα και τραβάμε τα μαλλιά μας» (σελ. 42).

  «…γιατί έτσι είναι τώρα της μόδας: πρώτα κάνουν παιδί, μετά χωρίζουν, και μετά το φορτώνουν στη γιαγιά, για να το μεγαλώσει» (σελ. 36).

  Το διάβασα και σε κάποιες βιογραφίες αυτό. Δεν είναι καινούρια μόδα, σίγουρα, απλά έχει πάρει σήμερα μεγάλες διαστάσεις.

  «Γιατί εμείς στην Πόλη παντρευόμαστε πάντα δυο φορές. Εδώ ο πολιτικός γάμος δεν είναι προαιρετικός, αλλά υποχρεωτικός. Έτσι παντρευόμαστε πρώτα στο ληξιαρχείο και μετά στην εκκλησία» (σελ. 60).

  Γιατί υποχρεωτικός;

  Ξέρω γιατί.

  Κληρονομιά του Κεμάλ.

  Να πω μόνο, για όσους δεν το ξέρουν, ότι στην Τουρκία η γυναίκα είχε δικαίωμα ψήφου από το 1934 ενώ σε μας από το 1952.

  «Σαράντα χρόνια, και ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί οι Έλληνες τρώνε τα λαδερά ζεστά ούτε να το συνηθίσω. Παραγγέλλεις το κατακαλόκαιρο ένα δροσιστικό λαδερό, και αυτό στην ελληνική εκδοχή του σου ανάβει τα σωθικά» (σελ. 87).

  Θα μάθουμε και άλλα για την πολίτικη κουζίνα.

  «Δυστυχώς, για τις γυναίκες το πιο αποτελεσματικό αντίδοτο της μοναξιάς είναι τα μαγαζιά» (σελ. 130).

  Το shopping therapy.

  Για μένα είναι το e-shopping therapy.

  «Αφήστε που προσπαθούν να τα πάρουν όλα στο ένα τρίτο της τιμής, γιατί κάποιοι τους είπαν πως πρέπει να κάνουν παζάρια» (σελ. 138-139).

  Μας το είπαν κι εμάς πριν πάμε στην Κωνσταντινούπολη.

  Η φίλη μου αποδείχτηκε φοβερή σε τέτοιου είδους παζάρια. Εγώ σε μια γωνιά περίμενα με ανυπομονησία πότε να τελειώσει αυτό το παζάρι και να φύγουμε.

  Βαρλίκι είναι «ο φόρος περιουσίας που είχε βάλει ο Ινονου το ’42, μέσα στον πόλεμο, για να γδύσει τις μειονότητες» (σελ. 141).

   Αναφέρθηκα σ’ αυτό παραπάνω.

  «Μπορεί το θύμα να δηλητηριάστηκε από το φαγητό ή να τον σκότωσε κάποιος άλλος. Ο κίνδυνος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι να της φορτώσουμε και αυτά που δεν έχει κάνει, με τη λογική ότι “τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε καμπόσους”» (σελ. 172).

 Άλλη σατιρική αιχμή.

  «Εμένα όλα αυτά τα τσιμπολογήματα και τα δεκαπέντε πιάτα που μένουν μισογεμάτα, δε μου λένε τίποτα. Εγώ θέλω ένα χορταστικό πιάτο για να το φχαριστηθώ» (σελ. 206).

  Κι εγώ το ίδιο, για άλλο λόγο: θα άδειαζα και τα δεκαπέντε πιάτα, όσο χορτασμένος και αν ένιωθα, και μετά θα έπρεπε να πίνω συνέχεια σόδες για μη με πιάσει το στομάχι μου.

  «Θα σε παρακαλέσω να μη δώσεις το χέρι σου, μου ψιθυρίζει ο Μουράτ, η θρησκεία της το απαγορεύει» (σελ. 218).

  Ξέρω ότι κάτι τέτοια ισχύουν σε αραβικές χώρες, δεν ήξερα ότι ισχύουν και στην Τουρκία.

  «-Σε πειράζει που φοράει μαντίλα; Ρωτάω την Αδριανή. -Γιατί να με πειράζει; Η δική σου μάνα στο χωριό κυκλοφορούσε χωρίς μαντίλα; Η δική μου πάντως όχι» (σελ. 221).

  Ούτε και η δική μου. Μόνο που δεν την έλεγε μαντίλα αλλά τσεμπέρι.

  «Ο Βλασόπουλος και ο Δερμιτζάκης, οι βοηθοί μου στην υπηρεσία…» (σελ. 224).

  Δεν θυμάμαι να συνάντησα άλλη φορά το όνομά μου σε βιβλίο, εκτός από τα δικά μου, εννοείται.

  «…μια βιτρίνα κοσμήματα στα δέκα δάκτυλα» (σελ. 227).

  «Στον μπουφέ μετατρέπεις συνήθως το πιάτο του σε ανάχωμα» (σελ. 252)

  Χιουμοριστικές μεταφορές με ταυτόχρονο εφέ υπερβολής, από τα ελάχιστα υφολογικά σχήματα που συνάντησα στο βιβλίο.

  «Ι’m Selma Taifur and I’m a professor of English literature at the University of Istanbul» (σελ. 239).

  Αυτήν την έλεγαν Sevda, επίσης καθηγήτρια αγγλικής λογοτεχνίας, αλλά στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας. -Μόνο εσύ προφέρεις σωστά το όνομά μου, μου λέει.

  Οι άλλοι την έλεγαν Σέβντα, εγώ Σεβντά, καθότι σεβνταλής (έλληνας ήθελα να πω).

  Ήταν σε ένα συνέδριο στην Πράγα το 2003, κάναμε λίγο παρέα.

  «Ο άλλος θα πρέπει να είναι κάποιος άγιος, αγνώστων λοιπών στοιχείων» (σελ. 263).

  Είπαμε, υπάρχει διάσπαρτο χιούμορ στον Μάρκαρη.

  Ίσως υπάρχουν κι άλλοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, όμως μόνο δυο έπεσαν στην αντίληψή μου.

Τα μπροστινά δωμάτια και πάω στην κουζίνα (σελ. 178)

Να χάνετε το χρόνο σας με την παλιατσαρία (σελ. 198)

  Να το ξαναπώ: πολύ μου άρεσε αυτό το μυθιστόρημα. Λέω να διαβάσω κανένα ακόμη του Μάρκαρη, αν και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα μου αρέσει όσο αυτό εδώ.

No comments: