Sunday, October 20, 2024

Έρση Σωτηροπούλου, Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές, Πατάκης 2020, σελ. 264

 

Έρση Σωτηροπούλου, Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές, Πατάκης 2020, σελ. 264

 


  Μου είχαν δημιουργηθεί μεγάλες προσδοκίες καθώς η Σωτηροπούλου ήταν υποψήφια για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και το μυθιστόρημα είχε τιμηθεί με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω το 2000. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1999 από τις εκδόσεις Κέδρος και στη συνέχεια το 2012 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ενώ τώρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Όμως διαβάζοντάς το είδα ότι ήταν κατώτερο από τις προσδοκίες μου. Ίσως γιατί είμαι «Από τη μεριά του αναγνώστη».

  Μεγάλες προσδοκίες μου δημιουργήθηκαν διαβάζοντας και την κριτική που έγραψα για τη συλλογή διηγημάτων της «Αχτίδα στο σκοτάδι» που εκδόθηκε το 2005 από τις εκδόσεις Κέδρος, στην οποία φαίνεται ότι μου άρεσε αρκετά. Την ανακάλυψα τυχαία, καθώς είχα ξεχάσει να κάνω ανάρτηση. Ή ίσως να αναρτήθηκε στο Λέξημα και εγώ ξέχασα να την περάσω στην ιστοσελίδα-ευρετήριο των κριτικών μου. Δυστυχώς δεν μπορώ να το διαπιστώσω, καθώς το Λέξημα μετακομίζει σε άλλο πάροχο. Την ανάρτησα πριν οκτώ μέρες στο blog μου. Βέβαια δεν μπορώ να κρίνω την υποψηφιότητα της Σωτηροπούλου (μια φίλη με ρώτησε τι γνώμη έχω και έτσι ανακάλυψα την αδημοσίευτη κριτική) μόνο με δυο βιβλία της που έχω διαβάσει. Πάντως, ξαναδιαβάζοντάς τη τώρα, βλέπω ότι ταιριάζει γάντι και με το μυθιστόρημα, γι’ αυτό θα παραπέμψω σ’ αυτήν. Όσο για την πλοκή, παραθέτω το οπισθόφυλλο των εκδόσεων Πατάκη.

  «Ήταν ένα καλοκαίρι ουρανοκατέβατο. Οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους. Όλα πήγαιναν στραβά".
  Η Λία νοσηλεύεται επί μήνες έχοντας προσβληθεί από θανατηφόρο ιό. Ο μικρότερος αδελφός της Σιντ θα ήθελε να είναι Αμερικανός ήρωας για να ξέρει πάντα τι να κάνει. Η Τζούλια κάνει παρέα μόνο με γκέι και είναι σχεδόν πάντα λυπημένη. Ο Σωτήρης, νοσοκόμος της Λίας, γίνεται βίαιος χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιεί. Η δωδεκάχρονη Νίνα νιώθει ολομόναχη και αγνοεί ότι η ζωή της κινδυνεύει από τον Σωτήρη.
  Τέσσερις νέοι άνθρωποι και ένα παιδί, λίγο πριν από τον ερχομό του 21ου αιώνα, προσπαθούν να υπερβούν τον εαυτό τους και να ζήσουν σ' έναν παράλογο κόσμο. Καθώς μια μάινα τσιρίζει μονότονα "Γεια σου, Μαρία", οι διαδρομές τους διαπλέκονται με ζιγκ ζαγκ μέσα από συμπτώσεις, φάρσες, προδοσίες και μικρές ή μεγαλύτερες συνωμοσίες. Και διαπιστώνουν ότι η ζωή μπορεί να γίνει πολύ πιο παράξενη από όσο διανοούνται».

  Εγώ να προσθέσω μόνο το σχεδόν διεκπεραιωτικό στυλ γραφής, κάτι που μου άρεσε, αν και κάποιες φορές μου φάνηκε αρκετά ελλειπτικό και μου δημιουργούσε αφηγηματικές ασάφειες. Όμως αυτό μάλλον δεν έχει να κάνει με το μυθιστόρημα αλλά με την ηλικία μου. Μου άρεσε επίσης η ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση και στον διάλογο, κάτι που ξεκουράζει τον αναγνώστη. Ο διάλογος δίνει ζωντάνια στους ήρωες ενώ η αφήγηση τους δίνει βάθος.

  Και προχωρώ αμέσως στην παράθεση αποσπασμάτων.

  (Καλά το είπα εγώ, η ηλικία. Τώρα πρόσεξα το τέλος της κριτικής, όπου γράφω «Αναρτήθηκε στο Λέξημα στις 27-1-2006». Και θυμήθηκα ότι το είχα δει όταν την πρωτοδιάβασα, αλλά καθώς το Λέξημα δεν λειτουργούσε την ανάρτησα στο blog μου. Το ίδιο πρέπει να κάνω και με άλλες κριτικές που δεν τις ανάρτησα και στο blog μου.

  Ας το γράψω και αυτό: οι κριτικές μου είναι κατώτερες από τις κριτικές που έγραφα πριν κάποια χρόνια. Τι να κάνουμε, η ηλικία).  

  «-Γεια σου, Μαρία, είπε η μάινα.

-Για σου Μαρία, της είπε».

  Δέστε το reel. 

  «Ο Σιντ έκανε μια βόλτα μέχρι τον σταθμό του Ηλεκτρικού, ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στις νεραντζιές και γύρισε πίσω».

  Έτσι κάνει και η Σωτηροπούλου, ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στις νεραντζιές-ήρωές της.

  «Ένα ξαφνικό σούσουρο μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ύστερα ο καθηγητής έμπαινε πρώτος μέσα, βιαστικός, χωρίς να κοιτάζει κανένα. Δίπλα του αλλά ταυτόχρονα μισό βήμα πίσω του έρχονταν συντονισμένοι οι δυο βοηθοί με τους φακέλους των ασθενών. Πίσω ακολουθούσε τρέχοντας ο υπόλοιπος όχλος, γιατροί, νοσοκόμες, φοιτητές».

  Η σύμπτωση: το έζησα σχεδόν αυτούσιο το τελευταίο μισό του Αυγούστου που μας πέρασε στο ΠΑΓΝΗ.

  «Τους είπα και για το ουρικό αλλά δεν μου έδωσαν σημασία, γκρίνιαξε η άρρωστη μόλις έφυγαν οι γιατροί. Μου έχουν πρηστεί τα πόδια, παπούτσι δεν μπορώ να φορέσω, αλλά στου κουφού την πόρτα…».

  Εγώ είχα πρόβλημα με την πίεσή μου, αλλά στου κουφού την πόρτα…

  «Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ, είπε δυνατά. Μέσα στην ακινησία του τοπίου η ηχώ της φωνής της γύρισε και παγιδεύτηκε μέσα της. Δεν θέλω! Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα».

  Εγώ δεν το είπα δυνατά, ούτε γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Απλά υπέγραψα και έφυγα.

  «Ζωή, έχεις κάνει ποτέ γλωσσάτο; τη ρώτησε».

  Εγώ έχω κάνει.

  Και παρακάτω.

  «Και πώς ήταν;…

  Δεν ξέρω… έτσι κι έτσι».

  Εμένα είναι όλο και πιο υπέροχο κάθε φορά.

  «Πρόκειται για έναν νέο ιό».

  Πού να ’ξέρε όταν έγραφε αυτά η Σωτηροπούλου ότι μετά από 20 χρόνια θα ερχόταν ένας νέος ιός που θα εξαπλωνόταν σαν χιονοστιβάδα.

  «Φίλα με, φίλα με. Ξερίζωσέ μου τη γλώσσα. Ρούφηξε τα χείλη μου, τα μάτια μου, ρούφα τα…».

  Στη μέση μιας μεγάλης παραγράφου βρίσκεται αυτό το απόσπασμα. Της πιο επιμάχου μάλλον, εξαιτίας της οποίας, όπως διαβάζω στο οπισθόφυλλο που ένα απόσπασμα παρέθεσα πιο πάνω, «Το βραβευμένο και πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου ήρθε αντιμέτωπο με τη λογοκρισία και κατηγορήθηκε για "χυδαιότητα, βωμολοχία και πορνογραφία", όταν το 2008 ζητήθηκε με δικαστική απόφαση η απόσυρσή του από τις σχολικές βιβλιοθήκες».

  Το γράφω συνήθως στις κινηματογραφικές κριτικές μου: Γούστα είναι αυτά, εμένα μπορεί να μη μου άρεσε ιδιαίτερα αλλά εσάς μπορεί να σας αρέσει.

  Σίγουρα αρέσει στους κριτικούς και στους μελετητές της λογοτεχνίας.

No comments:

Post a Comment