Monday, October 7, 2024

Γιώργος Βοϊκλής: Μιλτιάδη Ζέρβα, Ένα καράβι φορτωμένο παιχνίδια.

 

Λογοτεχνικές δροσοσταλίδες

Διαβάζοντας το «Ένα  καράβι φορτωμένο παιχνίδια»

του Μιλτιάδη Ζέρβα

                                                 γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής*

 


Οι ποιητές δεν γράφουν, συνήθως, πεζογραφία. Υπάρχουν, βέβαια, και εξαιρέσεις. Μια από αυτές είναι ο Μιλτιάδης Ζέρβας.

Μετά από τρεις ποιητικές συλλογές -η πρώτη από τις οποίες με τίτλο «Το ελλείπων θραύσμα» (εκδόσεις υπερόριος 2007), ήταν ανάμεσα στις πέντε της «μικρής λίστας» για το κρατικό βραβείο ποίησης της χρονιάς έκδοσής της- ακολούθησε το βιβλίο του με δοκίμια με τίτλο «Οι ποιητές όπως μου μίλησαν» και τώρα η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Ένα καράβι γεμάτο παιχνίδια» (Εκδόσεις Οσελότος 2024)

Πρόκειται για ένα μικρό βιβλιαράκι, μόλις 108 σελίδων μικρού σχήματος, που είναι όμως αρκετές για να μας ταξιδέψουν στον κόσμο του ονείρου. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μικρό μπαούλο που κρύβει μέσα του πολύτιμους θησαυρούς.

Τις είκοσι έξι ολιγόλογες ιστορίες του θα μπορούσαμε να τις παρομοιάσουμε με δροσοσταλίδες πάνω σε ροδοπέταλα που, καθώς διαθλώνται μέσα από αυτές οι ακτίνες του πρωινού ήλιου, σχηματίζουν από ένα καμαρωτό ουράνιο τόξο η καθεμιά.

Ανεξάρτητα από την ταξινόμησή τους στο βιβλίο, τα διηγήματά του θα μπορούσαμε να τα κατατάξουμε σε δυο ενότητες, αντίστοιχες στους τόπους στους οποίους αναφέρονται, αλλά και την ηλικία στην οποία έζησε σε αυτούς ο συγγραφέας.

Η πρώτη και μεγαλύτερη σε έκταση, που περιλαμβάνει τα 13 από τα 26 κείμενα του βιβλίου, είναι αυτή που αναφέρεται στις παιδικές και εφηβικές μνήμες από τον γενέθλιο τόπο του, το Βαθύ της Σάμου. Και χωρίζεται σε δυο υπο-ενότητες: Τις προσωπικές – οικογενειακές και τις μνήμες από χαρακτηριστικά πρόσωπα και εκδηλώσεις της τοπικής κοινωνίας.

Στην πρώτη εντάσσεται το διήγημα με τον τίτλο

«Η κάτασπρη κούρσα» (σελ. 37), που αναφέρεται σε μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση του πατέρα και τελειώνει με την εμβληματική φράση «Συλλογίζομαι κάποιες φορές πόσο λεηλατημένες θα ήταν οι ζωές μας από την καθημερινότητα, αν δεν υπήρχαν τα όνειρα…»

Στη μάταιη αναμονή των δώρων της παραμονής των Χριστουγέννων αναφέρεται και το διήγημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, (σελ. 22), που καταλήγει με την απόφασή του «να αποκτήσει κάποια άλλα παιχνίδια, πλουμίδια κρυστάλλινα, θησαυρούς αδαπάνητους, αμύθητους και παραμελημένους, που τους φόρτωσε στο μικρό δικό του καράβι για να τους έχει διαθέσιμους να τους μοιράζει κάθε τόσο στη δική του ρότα». Δηλαδή, να γράψει αυτό το βιβλίο.

Δυο από τις ιστορίες αυτής της υπο-ενότητας, η πρώτη με τίτλο «Υπήρχαν άγγελοι» (σελ. 7) και  η τρίτη με τίτλο «Το ασχημόπαπο και ο άγονος έρωτας» (σελ. 14), αναφέρονται στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.

Αυτοβιογραφικού χαρακτήρα είναι και δυο ακόμη διηγήματα αυτής της υπο-ενότητας: «Το υποβρύχιο, το κασετόφωνο και η καρπούζα» (σελ. 10), που αναφέρεται σε αντίστοιχες παιδικές σκανταλιές και «Το πρώτο κοστούμι» (σελ. 41) που φόρεσε όταν, μαθητής της δεύτερης τάξης του Λυκείου, ήταν σημαιοφόρος στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου.

Στη δεύτερη υπο-ενότητα με πρόσωπα και δραστηριότητες της τοπικής κοινωνίας του γενέθλιου τόπου του, περιλαμβάνονται τα διηγήματα: «Ο περιπατητής των άστρων» (σελ. 18), «Τσαγκαράδικα, κουρεία και μπακάλικα» (σελ. 31),  «Το μπαρμπέρικο» (σελ.34), «Υπαίθριοι φωτογράφοι» (σελ. 44), «Όσο υπάρχει κινηματογράφος» (σελ. 47) και το «Τα αγροτόπαιδα με τα σκούρα κοστούμια» (σελ. 51), που αναφέρεται στους καθηγητές των γυμνασιακών του χρόνων.

Την ενότητα αυτή συμπληρώσει το διήγημα με τίτλο «Το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής» (σελ. 26), στο οποίο δίνει δεκάδες απαντήσεις στο ερώτημα «Τι είναι η Σάμος;» ανάμεσα στις οποίες «και ένα εφηβικό φιλί που δόθηκε στον Ηγεμονικό κήπο  της πόλης».

Στη δεύτερη ενότητα θα μπορούσαν να ενταχθούν δέκα από τα διηγήματα της συλλογής που αναφέρονται σε πρόσωπα που συνάντησε στην Αθήνα στα φοιτητικά του χρόνια, στα επαγγελματικά του ταξίδια και στον τόπο της μόνιμης διαμονής του, τη Νέα Μάκρη Αττικής. Ως προς το χρόνο, τα διηγήματα αυτής της ενότητας φτάνουν μέχρι την καραντίνα για τον «αόρατο κίνδυνο» στο διήγημα με τίτλο «Για τα μάτια της μόνο» (σελ. 91), που έγραψε μαζί με την κόρη του Μυρτώ.

Έξω από τις δυο ενότητες αφήσαμε τρία κείμενα της συλλογής:

Το «Ούτε αλησμόνητες, ούτε χαμένες, μόνο πατρίδες» (σελ. 102), που αποδίδει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους ξεριζωμένους από τη γη της Ιωνίας, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι πρόγονοί του.

Το δεύτερο είναι το, δοκίμιο θα λέγαμε, με τίτλο «Η ποίηση και η ελληνική γλώσσα» (σελ. 60), όπου διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα: «Η ποίηση πρέπει μάλλον να είναι συνώνυμη της δημιουργικότητας, της φαντασίας, της ελευθερίας, της ευγένειας, της ευαισθησίας και της καλαισθησίας».

Το κείμενο αυτό θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να μπει σαν εισαγωγή σε μια επανέκδοση του βιβλίο του «Οι ποιητές όπως τους γνώρισα».

Στην πρώτη σελίδα αυτού του κειμένου μας αποκαλύπτει και το μυστικό της εικονογράφησης του βιβλίου: «Είπε κάποια στιγμή» γράφει «να πάρει μολύβι και ν’ αρχίσει να γρατζουνίζει πάνω στο χαρτί ένα από αυτά τα πρόσωπα. Για πρωτόλειο του βγήκε καλό. Άρεσε και στους μεγάλους. Ξεθάρρεψε κι άρχισε να ζωγραφίζει συστηματικά. Έτσι, για καιρό αυτή η πρόχειρη ζωγραφική στάθηκε η παρηγοριά του και το καταφύγιό του». Πενήντα χρόνια μετά, τα σκίτσα που φιλοτέχνησε ο ίδιος ο συγγραφέας και προτάσσονται σε καθένα από τα 26 διηγήματα της συλλογής, συμπληρώνουν, θα λέγαμε, το περιεχόμενό τους.

Τελευταίο άφησα το διήγημα του με τίτλο «Η ιστορία ενός βιβλίου» (σελ. 98), που αναφέρεται στο βιβλίο του Αλέξη Σεβαστάκη με τίτλο «Ιστορία ενός δρόμου». Το διάβασε πρώτη φορά πρωτοετής φοιτητής και διαβάζοντάς το «ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου ένας πανέμορφος καινούριος κόσμος. Έτσι, το βιβλίο έγινε το κλειδί για να προχωρήσω σ’ αυτόν τον πρωτοφανέρωτο κι επτασφράγιστο μέχρι εκείνη τη στιγμή παράδεισο. Τα πράγματα, η φύση, οι άνθρωποι, όλα αυτά που μέχρι τότε ήτανε γκρίζα κι επίπεδα, ξαφνικά αποκτήσανε χρώματα, διαστάσεις και βάθος».

Πενήντα χρόνια μετά το βρίσκει ξανά «καταχωνιασμένο στα ράφια ενός παλαιοβιβλιοπωλείου στα Εξάρχεια».

Το διήγημα αυτό για μένα, πέρα από αυτόν τον ύμνο στο λογοτεχνικό βιβλίο, έχει ένα συμβολισμό: Το λογοτεχνικό έργο του Μιλτιάδη Ζέρβα και των άλλων σύγχρονων λογοτεχνών που ζουν στη Σάμο ή κατάγονται από τη Σάμο, αποτελούν τη συνέχεια μιας πλούσιας λογοτεχνικής παράδοσης, επιβεβαιώνοντας κάτι που έγραψα πριν από χρόνια σε ένα Γράμμα της Σύνταξης του περιοδικού «Μεθόριος του Αιγαίου»:

Η Σάμος παράγει κρασί και λογοτεχνία.

 

*Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

No comments:

Post a Comment